Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Τα Τσιριβάρβαρα κι άλλες παλιές συνήθειες… Η κρατικο – Δημοτική τους μετεξέλιξη…



  Χάνεται σε βάθος χρόνου, η ύπαρξη του τοπικού Αμυντιώτικου εθίμου των φωτιών, παραμονή της Αγίας Βαρβάρας.
  Ένα περίεργο, μοναδικό τοπικό έθιμο, που πέρασε όπως δεκάδες άλλα έθιμα και συνήθειες, διάφορες φάσεις, στο διάβα του χρόνου, μέχρι την …κρατικο – Δημοτικοποίηση τους.
  
  Μια άλλη πανέμορφη κι ανθρώπινη γιορταστική συνήθεια που χάθηκε, ήταν το ασβέστωμα πεζοδρομίων, μεγαλο – βδομαδιάτικα, τις εθνικές γιορτές 25/3 και 28/10 και τις τοπικές γιορτές των πολιούχων των χωριών, αφού πρώτα γίνονταν ένα καλό σκούπισμα του δρόμου μπρός απ’ τα σπίτια και την αυλή της καλονοικοκυράς.
  Το σκούπισμα του δρόμου γίνονταν και κάθε Σάββατο και καθημερινά γίνονταν κατάβρεξη του χωμάτινου δρόμου, για τη σκόνη, τα απογεύματα του καλοκαιριού.
  Η κατάβρεξη ήταν απαραίτητη, αφού σε λίγο, αργά το απόγευμα, θα πιάναν τα ριζά του τοίχου, σε σκαμπιά ή κούτσουρα, ή κοτρώνες, οι γειτόνισσες για το καθιερωμένο κους – κους ατέλειωτης ανασκόπησης τοπικών και προσωπικών μικρο – υποθέσεων, που στη κουβέντα τους γιγαντώνονταν σαν τεράστιας σημασίας γεγονότα, όπως σήμερα κάνουν οι πανελίστριες της κουτσομπόλας TiVi.
  Η γλώσσα «ροδάνι», πήγαινε παράλληλα με κείνα τα μαγικά χέρια τους, που ασταμάτητα, σαν προγραμματισμένη μηχανή, έπλεκαν, κεντούσαν μπάλωναν, ανάσταιναν μισολειωμένα απ’ την πολυφορεσιά ρούχα της οικογένειας.
  Αυτή η χρησιμότατη για τη ζωή της οικογένειας εργασιοθεραπεία, που έδινε ζωή στα αποφόρια, λειτουργούσε και ψυχοθεραπευτικά, για το μαλάκωμα της ψυχής, για την άγρια –όσο κι αν φαίνονταν ειδυλλιακή- τοτινή ζωή, της τριτοκοσμικής – φτωχικής Ελλάδας.
  …Ακούγαμε όλο έκπληξη και περιφρόνηση, για τη σπατάλη που γίνονταν στην Αμερική, όταν έλεγαν οι ξενιτεμένοι μας ότι …στην Αμερική κανείς δεν μπαλώνει κάλτσες! Πω! Πω! Πω! Ρεζίλι, ανοικοκυροσύνη, ξεπεσμός…
  Ο εξολοθρευτής αυτού του πανάρχαιου κοινωνικού, ανθρώπινου ραντεβού για την καθημερινή αποφόρτιση ψυχής και σώματος, υπήρξε αδιαμφισβήτητα η επιδρομή της τηλεόρασης.
  Ήδη, απ’ τους μετανάστες μας μαθαίναμε ότι στην Αμερική, τον Καναδά, στο σαλόνι, μετά τη δουλειά, αν κάνεις να μιλήσεις ακούς ένα δυνατό …σούττ! Μικροί – μεγάλοι, βλέπουν ταινίες μποξ, ειδήσεις…
  Η τηλεόραση, σε αντίθεση με το σινεμά που έβγαζε τον άνθρωπο απ’ το σπίτι και το στενό του περιβάλλον, αυτή έκλεινε τον άνθρωπο μέσα, κι έκοψε την έως τα τότε θεραπευτική τους πολυλογία, τις ιστορίες, τα παραμύθια των παιδιών, τα όμορφα όνειρα…
  Αυτό το μαγικό γυαλιστερό παράθυρο στον κόσμο, έκλεισε τον ανοιχτό έως τα τότε φεγγίτη του μικρόκοσμου του χωριού, της γειτονιάς, του σπιτιού, των οικείων. Φυσικά και λειτούργησε και σαν πανεπιστήμιο για τις γριούλες…
  Η θεία μου η Ντάντε στο Σκλήθρο, που δεν είχε πάει ούτε στη Σαλονίκη, κοιτούσε μαγεμένη συνέχεια την οθόνη, κι ιδίως τις ειδήσεις. Και γελούσα, όταν την ρωτούσα και μου απαντούσε σωστά, για τον Πρόεδρο Μάο, τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, καλά, τον Ανδρέα μόνο που δεν τον φιλούσε…
  Το ιντερνέτ σήμερα, είναι ο terminator, που έκλεισε όχι τον άνθρωπο μέσα στο σπίτι, αλλά τον έκλεισε μέσα στον εαυτό του, ενώ δείχνει να ανοίγει –κι όντως ανοίγει- όλο τον κόσμο στα πόδια του.
  Τι ήταν αυτό που καθιέρωσε στο Αμύνταιο τα «Τσιριβάρβαρα», παραμονή Αγίας Βαρβάρας, ενώ σ’ όλα σχεδόν τα πολύ παλιότερα και μεγαλύτερα τότε χωριά τριγύρω (Ξινό, Άγιος, Αετός, Σκλήθρο, Κλειδί, Κέλλη) αλλά και τη Φλώρινα, φωτιές άναβαν παραμονή Χριστουγέννων;
  Μια φωτιά που έδενε πολύ καλύτερα με αρχέγονες δοξασίες και γιορτές για τη χειμερινή ισημερία, κι αργότερα, με τη γέννηση του Χριστού, που κι αυτή εντάχθηκε σε κείνο το παλιό – αρχαίο ειδωλολατρικό 12ήμερο λατρείας.
  Ένα στοιχείο σίγουρα είναι ο συσχετισμός του εθίμου της φωτιάς, με την πρόσβαση στην καύσιμη ύλη που θα τροφοδοτούσε. Κι όλα τα χωριά που προανέφερα, κι η Φλώρινα, είχαν πολύ κοντά τους –δίπλα τους-, βουνά με καύσιμη ύλη. Όχι φυσικά ξύλα, που από πολύ παλιά ήταν αυστηρά ελεγχόμενη η υλοτόμηση, με δασοφύλακες κι άγριους χωροφύλακες, πολύ περισσότερο απ’ ότι σήμερα. Αλλά απ’ τα θαμνώδη κέδρα (σμέρκες) ή ξερόκλαδα, υπολείμματα υλοτόμησης βελανιδιάς (σιούμες).
  Στο Αμύνταιο δεν υπήρχε –τουλάχιστον- κοντά τέτοια πρόσβαση σε αντίστοιχο καύσιμο.
  …Βιομάζα, θα έλεγαν οι ζηλωτές της «αυτόνομης τηλεθέρμανσης, όλων των Κοινοτήτων με βιομάζα»…
  Υπήρχε όμως σε αφθονία, ένα πολύ εύφλεκτο, άχρηστο για άλλη χρήση και καταστροφικό για τις καλλιέργειες των αμπελιών ζιζάνιο, η «βαλιάφτσα».
  Μετά τον τρύγο και τα πρώτα οργώματα χωραφιών και αμπελιών, ήταν γεμάτα τα σύνορα (μέζντες) των κτημάτων, με το αγκαθωτό αυτό ζιζάνιο, ένα κυκλοτερό αγκάθι που παίρνει εύκολα ο άνεμος.
  Μια πολύ γνωστή εικόνα των παλιών γουέστερν, όταν ο σκηνοθέτης έδειχνε τη σκονισμένη – εγκαταλελειμμένη πόλη του Φαρ Ουέστ, να λυσσομανά ο άνεμος και να παρασέρνει στο δρόμο «βαλιάφτσες»…
  Φαντάζομαι ότι το έθιμο της καύσης αυτού του υλικού, είχε μέσα του τη χρηστική λογική να κινητοποιήσει τα παιδιά να μάσουν και να καθαρίσουν τον κάμπο, απ’ το βλαβερό αυτό φυτό, αφού έδινε μια τόσο εντυπωσιακή φωτιά το άναμμα του.
  Σ’ ένα τόπο αποκλειστικά σχεδόν κρασότοπο από παλιά, όπου ευδοκιμούσε εκτός από το ξινόμαυρο – ποπόλκα και η ενοχλητική «βαλιάφτσα», βρέθηκε η έξυπνη λύση της εξολόθρευσης της.
  Εκτός όμως της άχρηστης «βαλιάφτσας», υπήρχαν κι άλλα προσφιλή καύσιμα στα «Τσιριβάρβαρα».
  Οι κληματσίδες (λουζίνκες) και οι κορμοί καλαμποκιού (λιούσκες), που τροφοδοτούσαν τη φωτιά των παιδιών. Μόνο, που αυτά ήταν χρησιμότατα και φυλαγμένα απ’ τους νοικοκυραίους αποκτήματα για τη σόμπα και τον φούρνο του σπιτιού και δεν ήταν στη διάθεση των …ληστών – παιδιών.
  Η απόκτηση λοιπόν αυτών των υλικών, γίνονταν με σχεδιασμένη στρατηγική, νυχτερινά γιουρούσια πάνω από μαντρότοιχους και με τον κίνδυνο πάντα αγριόσκυλων και το ξυλοφόρτωμα από τον νοικοκύρη, αν έπεφτε στην αντίληψη του, η επιχείρηση - ρεσάλτο.
  Επιθέσεις – γιουρούσια, γίνονταν και στις φυλαγμένες προμήθειες καυσίμων άλλων γειτονιών, με τον σχετικό «πόλεμο» γειτονιάς με γειτονιά, τους ήρωες, τους μύθους και τις υπερβολές, τους κιοτήδες και τους δειλούς, που πάντα υπήρχαν για να μεγαλώσει ο θρίαμβος αρπαγής λίγων δεματιών με κληματόβεργες…
  Τέσσερις γειτονιές, με τις αντίστοιχες ομάδες και φωτιές, υπήρχαν τότε στο παλιό Αμύνταιο.
  Δυτικά η δική μας, στην αυλή του χτιζόμενου για χρόνια Γυμνασίου.
  Νότια, πάνω απ’ τις γραμμές του τραίνου, προς Βεγόρα, σε αλάνα δίπλα στο σπίτι του Μαλάμα.
  Κεντρικά, κάτω απ’ την αγορά, προς το Κέντρο Υγείας, πίσω απ’ του Κωτσόπουλου.
  Ανατολικά, στο πιο παλιό και κύρια αγροτικό, το ονομαζόμενο κι «Ανατολικό Βερολίνο», στον ίδιο χώρο που γίνεται τώρα με τον Θεοδωρίδη η φωτιά, στην ίδια «αρχαία» αλάνα, που άναβε κι η τελευταία και η μεγαλύτερη φωτιά, γύρω στις 4 τα ξημερώματα.
  Δεν υπήρχε χορός, ορχήστρα, σουβλάκια και χαϊλίκια τότε…
  Κάποιες καλονοικοκυράδες μόνο, μας έφτιαχναν λουκουμάδες –η θεία μου η Νίκη Ρακοπούλου πάντα- που γλύκαιναν το στεγνωμένο στόμα μας, πικρό απ’ τα πρώτα μας τότε τσιγάρα, που σαν έθιμο κι αυτό, μας μεγάλωνε ξαφνικά μέσα στη παγωνιά μιας μαγικής, κυρίαρχης των παιδιών, νύχτες.
  Τότε βλέπαμε και τα ζευγάρια να ξεφωτίζουν, των ερωτευμένων, που βρίσκαν ευκαιρία να δείξουν το αμόρε τους, μέσα, στην ανεκτική για παρανομία νύχτα…
  Πάντα είχαμε στο πρόγραμμα να κλέψουμε κανα τσουβάλι πατάτες, απ’ την αγορά, ή ξεχασμένο και εντοπισμένο από μέρες, για το σκοπί αυτό.
  Οι ψητές πατάτες στη θράκα, ήταν το μεζεκλίκι μας…
  Ξημερώματα, με παρδαλές ρόμπες και νυχτικιές, αναμαλλιασμένες, οι νοικοκυρές της εποχής, πάντα έπαιρναν θράκα για το άναμμα της σόμπας του σπιτιού.
  Κι αυτές και ‘μεις, χαιρόμασταν αυτή την επαφή, που συνοδευόταν πάντα από ευχές …και του χρόνου…
  Λίγο πριν το ξημέρωμα, κινούσαμε ξενύχτηδες, σκυλοπεινασμένοι, κατακουρασμένοι αλλά ευτυχισμένοι, για το σπίτι, να πάρουμε την τσάντα για το σχολείο.
  Α!! πόσο θα θέλαμε να μην έχουμε μάθημα τη μέρα εκείνη…
   Κι ο μακαρίτης ο Ζούλας, αφού χτυπούσε με τη βέργα την πλάτη κάποιου μακάρια κοιμισμένου στο θρανίο μαθητή και σήκωνε σύννεφο σκόνη και μαυρίλα, φώναζε όλο κομπασμό …Πάλι στις Βαρβαρίτσες ξημερωθήκατε; Ε! Ε!
  Άντε τώρα, να προσπαθείς ν’ ανοίξεις τα βαριά σου ασήκωτα βλέφαρα, πέντε ώρες μέχρι να σχολάσεις…
  Γύρω στα ’80, που σήμαινε μια αλλαγή για όλους και σε όλα, σε νοοτροπία, οικονομική άνεση, ευκολία και «δεν βαριέσαι»… κι ένα νέο ορμητικό life style, η επόμενη από μας γενιά των «Τσιριβάρβαρων» σκέφτηκε έξυπνα αλλά καταστροφικά, ότι, αντί για την ταλαιπωρία του μαζέματος της βαλιάφτσας, μπορούσαν άνετα να καίγονται χωρίς κόπο …λάστιχα αυτοκινήτων στις φωτιές του εθίμου!
   Έτσι, μπήκαμε στην εποχή του ευτελισμού και της παρακμής, μέσα απ’ τη βρωμιά, παράλληλα με τη κατάργηση εκείνου του ομαδικού παιχνιδιού, στον κόπο, για μήνες, συλλογής των τότε υλικών και μιας καθαρής – οικολογικής φωτιάς.
  Αυτό οδήγησε τη δεκαετία του ’90, να μπει στο χορό του εθίμου ο Δήμος, που ανέλαβε να τροφοδοτεί τις φωτιές των παιδιών με αγορασμένα ξύλα, για ν’ αποφύγουν τα λάστιχα της συμφοράς.
  Σε λίγο, άρχισαν τα «πολιτιστικά» δρώμενα, …διαφήμιση, ξένοι επισκέπτες, ορχήστρα, σουβλάκια, κι όλο το γνωστό πανηγύρι που χαρακτηρίζει σχεδόν όλα τα παραπλήσια δήθεν πολιτιστικά, που χάλασαν τα παραδοσιακά πανηγύρια, που τόσο διέφεραν από χωριό σε χωριό, από τη σημερινή τους «πολτοποίηση».
  Το 1941, τον πρώτο χρόνο της κατοχής, παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας το βράδυ, τα παιδιά του Αμυνταίου άναψαν τις καθιερωμένες φωτιές του εθίμου.
  Οι Γερμανοί, που είχαν αποθήκες με βενζίνες κοντά στο Γυμνάσιο και το παλιό νεκροταφείο, χωρίς ευτυχώς ακραίες πρακτικές, ξύπνησαν τον τότε Πρόεδρο της κοινότητας, Λεωνίδα Ρακόπουλο, να τον ρωτήσουν τι διάολο συμβαίνει…
  Πειστικά ο πρόεδρος τους εξήγησε ότι πρόκειται για παιδικό αθώο έθιμο, πράγμα που δέχθηκαν οι Γερμανοί, χωρίς παρατράγουδα.
  Στη πλούσια Ιαπωνία, το όνειρο του κάθε νέου που τελειώνει το μέσο ή ανώτερο σχολείο, είναι να προσληφθεί, από μια απ’ τις πάμπολλες Γιαπωνέζικες μεγάλες εταιρίες (Γιαμάχα, Μιτσουμπίσι, Νισάν, Τογιότα κτλ). Όταν γίνει αυτό και μέχρι το θάνατο του, σε γεράματα, όλα τα αναλαμβάνει η εταιρεία!
  Την κηδεία του, το γάμο του, το δάνειο για σπίτι, την αρρώστια, τη σύνταξη του, τις διακοπές του… όλα είναι καθήκον κι ευθύνη της εταιρείας.
  Έτσι, ο εργαζόμενος κάνει δικό του σπιτικό και αγαπά την εταιρεία και τα συμφέροντά της και υπερβάλει εαυτό για το καλό της.
  Περίπου, με την ίδια λογική, στο πιο τσιγκόυνικο, λειτουργούν όλες οι πολυεθνικές του κόσμου.
 Μια αντίστοιχη «Σοβιετοποίηση», στο πιο φτωχό όμως, υπήρχε και στην οργάνωση της κοινωνίας, των πρώην κομμουνιστικών κρατών.
  Στο τόπο μας, η «Σοβιετοποίηση», στο πολύ πιο λάιτ, χρόνο με το χρόνο, επεκτείνεται στη ζωή μας και κερδίζει όλο και κάτι απ’ την αυτενέργεια, το ιδιωτικό, το αυθόρμητο, το παιδικό, το ανεξέλεγκτο, το ελεύθερο…
  Κανείς μας, εδώ και χρόνια, δεν καθαρίζει το χιόνι στην εξώπορτα του, περιμένοντας, βρίζοντας, απειλώντας το εκχιονιστικό του Δήμου, που πάντα αργεί…
  Κανείς μας δεν σκουπίζει τα πεσμένα φύλλα των δέντρων του πεζοδρομίου του, που έχουν γίνει σωρός, περιμένοντας τον εργάτη του Δήμου…
  Το τοπικό πανηγύρι του χωριού, που έζησε επί αιώνες, θα πεθάνει αν δεν χρηματοδοτηθεί απ’ τα κονδύλια του Δήμου…
  Το καρναβάλι, περιμένει το πακέτο του…
  Η ποδοσφαιρική ομάδα, τρώει άδοξα γκολ, αφού ο Δήμος δεν πλήρωσε μεταγραφές χρυσοπόδαρες…
  Το σπασμένο τζάμι του σχολείου, το χαλασμένο κομπιούτερ του Κέντρου Υγείας, ο παπάς της ενορίας, ο φτωχός της πόλης, ο, η, το, όλοι ψάχνουμε τον προϋπολογισμό, τη ζεστή αγκαλιά, τον «πατερούλη» Δήμο!
  Είμαι σχεδόν σίγουρος, ότι ίσως σε όχι κοντινό χρόνο, θα υπάρχουν …Δημοτικά πλυντήρια – σιδερωτήρια, για τα ρούχα των Δημοτών…
  Δημοτικά μαγειρεία για καθημερινό φαγητό, που θα προσέρχεται όποιος αποφεύγει ή αδυνατεί να μαγειρέψει…
  Θα υπάρχουν Δημοτικά Υπνωτήρια, για όποιον δεν έχει σπίτι, ή αδυνατεί να νοικιάσει.
  Θα υπάρχουν φτηνά καταναλωτικά προϊόντα για τον Δημότη που θέλει να αγοράσει οικονομικά.
  Πιθανόν να φτάσουμε και σε ίδιο ντύσιμο αλά Μάο, με δωρεάν στολές Δημοτικές, για τους πολίτες.
  Το ρόλο του Δήμου στο μέλλον, πιθανόν θα παίξουν κραταιές πολυεθνικές, που θ’ αναλαμβάνουν, με το αζημίωτο, τις παροχές του και την «ασυλοποίηση» των δημοτών – πολιτών, με μικρο – δελεαστικές προσφορές και καλύψεις, που θα τους κάνουν υποτελείς στα σχέδια και τις ορέξεις τους…
  Κινδυνολογώ; Αερολογώ; Μακάρι…
  Με αυτά και με άλλα πολλά, χάνεται και θα χαθεί τελείως κάποτε, η αυτενέργεια, το ατομικό, η ελευθερία, η τόλμη, το ρίσκο του δημιουργού. Οι παρέες, οι ομάδες, οι κοινότητες που φτιάχναν ένα τρικούβερτο πανηγύρι, τότε τα χρόνια της ακραίας φτώχιας.
  Τα παιδιά, που με τα χέρια τους, τη ζωντάνια και τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, φτιάχναν το τοπικό έθιμο, πιστά στη παράδοση αιώνων.
  Χάνεται αυτό το ταλέντο του Έλληνα που κάποτε δημιουργούσε απ’ το μηδέν και πρόκοβε ι έφτιαχνε τον μεγαλύτερο, εδώ και δεκάδες χρόνια, εμπορικό στόλο του πλανήτη!!!
  Εγώ, πραγματικά δεν πιστεύω ότι αυτοί οι κροίσοι των ωκεανών, έγιναν επειδή ευνόησε ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου, ο Σημίτης, ο Σαμαράς.
  Έγιναν, με βάση το ελληνικό δαιμόνιο – τζίνι, που όταν δεν θάβεται, βγαίνει απ’ το μπουκάλι και δείχνει την απύθμενη δύναμη του.
  Και το τζίνι θάβεται ακόμα κι όταν το παιδί δεν προσπαθεί να διορθώσει τα χαλασμένο του ποδήλατο και ο φιλόστοργος «πατερούλης», το πηγαίνει στο μάστορα… πράγμα που έκαμνα –βλακωδώς- κι εγώ…
  Παρ’ όλα αυτά, να γιορτάσουμε όλοι και φέτος γεροί και χαρούμενοι τα «τσιριβάρβαρα».


  Τσίρι – τσίρι – Βάρβαρα Μια αρχέγονη «ινδιάνικη» ιαχή, που έσχιζε τη παγωμένη νύχτα και γέμιζε χαρά τη καρδιά μας…

3 σχόλια:

  1. ΦΟΒΕΡΟ! κύριε ΑΘΡ, είμαι ένας από τους παλιούς αναγνώστες σου .Αυτή την φορά θα μου επιτρέψεις να αναδημοσιεύσω ορισμένες παραγράφους από το ομολογουμένως φοβερό χρονογράφημα σου. Θα το δείς στο ημερομπλόγκιο μου με τίτλο η.."σοβιετικοποίηση" . Αν διαφωνείς ευχαρίστως να το διαγράψω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστω για τα καλα σου λογια,,Κι εγω διαβαζω κι αγαπω τα οικολογικα σου,Α,Θ,Ρ,

      Διαγραφή
  2. Η ΠΑΛΙΟΑΜΥΝΤΙΩΤΙΣΣΑ3 Δεκεμβρίου 2015 στις 10:18 μ.μ.

    Δύο φωτιές, έτσι για να μη χαλάτε χατήρια...Λίγη φωτίτσα στο Δημόσιο Κτήμα και αργότερα μιά στο παλιοαμύνταιο...Τί μεσοβέζικα είναι αυτά;;;
    Η Φουρέιρα, ο Παντελίδης , η Πάολα κι η χ,ο ψ.πού κολάνε;πού είναι τα χάλκινα;
    Ά ρε, Άγγελε, πόσο δίκιο έχεις, αλλά γιατί συνηγορείς και δέχθηκες αυτό το συνοθύλευμα;;;Μία φωτιά και καλή στις 12.00 στην "αρχαία αλάνα".-τώρα με το Θεοδωρίδη-(αυτό τί το ήθελες;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.