Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Το κουμάρο…


Του Α.Θ.Ρ.  (Από την έντυπη έκδοση του ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟΥ)
  Η εξιδανίκευση και αγιοποίηση του παρελθόντος, που σχεδόν πάντα το τυλίγει η μυστηριακή αχλή του, πάμπολλες φορές προσπερνά άσχημες παραμέτρους ή απαλείφει αιχμηρές γωνίες που μας πλήγωναν, τα τότε χρόνια. 

  Έτσι πασπαλισμένα, με γλυκιά λουκουμόσκονη, τα τότε χρόνια, τ’ αποκαλούμε «χρόνια της αθωότητας»…
  Οι δεκαετίες του πενήντα, εξήντα και εβδομήντα που αναφερόμαστε, δέκα με τριάντα χρόνια μετά τη σιωπή του απαίσιου κροταλίσματος των πολυβόλων του στρατού και της αντάρτικης «τουρτούρας», είχαν εν μέρει φυσικό, μια αγριότητα, μια παγωμάρα, έναν μόνιμο ψιλοφόβο κι έναν ανελεύθερο μολυσμένο αέρα, που τύλιγε ιδίως την ακριτική επαρχία μας, που ήταν πλημμυρισμένη στην κυρίαρχη «στρατο-χωροφυλακή».
  Μια διάχυτη ευπρεπής κι ανεκτή φτώχεια κυριαρχούσε με διακυμάνσεις απ’ την ψιλοανέχεια μέχρι τον «πλούσιο», που ‘χε γεμάτο γέννημα το αμπάρι του, εμπορεύματα στα ράφια του μαγαζιού του, πελάτες στο εργαστήρι του.
  Είχε τακτικό έμβασμα απ’ το μετανάστη πατέρα ή γιό, είχε πελατεία το ιατρείο, το φαρμακείο, το δικηγορικό του γραφείο, είχε λίρες, ματωμένες ή κλεμμένες, απ’ τα προηγηθέντα δύσκολα χρόνια.
  Ο Δημόσιος Υπάλληλος μόλις κι επιβίωνε με τον γλίσχρο μισθό του, πράγμα που φαίνονταν και στο τριμμένο καθημερινό του ρούχο, που ήταν το γαμπριάτικο κουστούμι του.
  Η μετανάστευση, που σήμερα ξανακούστηκε σαν λύση, ήταν όνειρο και ιδανικό για την πλειοψηφία των νέων, που έβλεπαν στον ύπνο τους να παίρνουν διαβατήριο για Καναδά, Αυστραλία κι αργότερα για Γερμανία, Βέλγιο, με γέλια ανάμικτα με κλάματα.
  Το «Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων», που διαφέντευε ο αστυνόμος, ο παπάς, ο δήμαρχος, ο αγροφύλακας, ο έμμισθος και ο εθελοντής ρουφιανάκος, ήταν το «χρυσό κλειδί» για κάθε «πόρτα» του πολίτη, που εννοείται ζούσε σ’ ένα Συνταγματικό κράτος.
  Σ’ αυτό το ζοφερό κλίμα δεν έλειπε το γλέντι, το χαμόγελο, τα χωρατά, η ελπίδα, η κοινωνικότητα, η ξεγνοιασιά του ανθρώπου που έλεγε …«δόξα το Θεό», τουλάχιστον σταμάτησαν τα απαίσια πολυβόλα! Και συνέχιζε με την ευχή …να μην ζήσετε εσείς οι νέοι αυτά τα χρόνια. Τότε το «καλύτερο» το έβλεπε να έρχεται στα επόμενα χρόνια. Κι όταν περίσσευε καμιά δραχμή, σαν τον μέρμηγκα την έβαζε στο Ταμιευτήριο, να ‘χει κάποιο κομπόδεμα. Τώρα πλέον δεν έκανε τις δραχμές λίρες χρυσές, όπως τα προηγούμενα ανώμαλα χρόνια…
  …Τεράστια εισαγωγή για το θέμα σου… θα μου σημείωνε ο μακαρίτης, σπάνιος Φιλόλογος, Γιώργος Νικολαϊδης, που ήταν πολλά χρόνια μπροστά απ’ την εποχή του!
  …Προσπάθησα να φτιάξω το κλίμα και το «ντεκόρ», μέσα στο οποίο, τα χρόνια εκείνα, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80, άνθησε και κυριάρχησε σαν την αγριάδα, ιδίως στην επαρχία, σαν εθνικό σπορ που παίζονταν με μανία και πάθος, το δραχμοβόρο και ψυχοφθόρο κουμάρο…
  Νοέμβρης, Δεκέμβρης, με κορύφωση τον Γενάρη, κυριαρχούσε το κουμάρο σε χωριά και πόλεις, σε λέσχες, καφενεία, χαμοκέλες, δωμάτια με παλιόσομπες που κάπνιζαν σαν τραίνα. Αλλά και στα σαλόνια με καρυδένια τραπέζια και καρέκλες, το κουμάρο, η χαρτοπαιξία και κάπου πιο προχωρημένο, τα ζάρια, είχαν την τιμητική τους. Η  τράπουλα ήταν παιχνίδι που δεν έλειπε από τα παιδικά χέρια όλων μας, τότε την προ-τηλεόραση εποχή.
  Η ξερή, ο παπάς, το 21, το 31, η κολτσίνα, ο Θανάσης, η Πόκα, ήταν μάθημα που όλοι προσπαθούσαν να εμπεδώσουν και να γίνουνε ξεφτέρια.
  Οι βαρείς χειμώνες, με τους πολυήμερους τότε αποκλεισμούς, χωρίς σχολεία, αγροτικές ασχολίες, αδύνατες εργατικές δουλειές, με μαγαζιά που δεν έβλεπαν πελάτη λόγω κλειστών δρόμων, όλα συνωμοτούσαν να βγει η τράπουλα, το τραπέζι, η λάμπα πετρελαίου, όταν πολύ συχνά δεν υπήρχε ηλεκτρικό και να περάσουν οι ώρες, που τρέχουν σαν το νερό, στη γλυκιά παραζάλη της χαρτοπαιξίας.
  Το κουμάρο, βέβαια, νοστίμευε η προσμονή του κέρδους, των χρημάτων που γύριζαν όλη νύχτα ναζιάρικα από παίκτη σε παίκτη και τελικά άφηναν το μόνο σίγουρο κέρδος στον καφετζή ή ακόμα και στον νοικοκύρη που έπαιρνε την καθιερωμένη «γκανιότα» για την παροχή στέγης και ζέστης στους αφιονισμένους φίλους του, παίχτες.
  Το παιχνίδι συνήθως γινόταν στην κουζίνα, αφού έκαιγε η μασίνα και υπήρχε δυνατότητα για καφέδες, που γλύκαιναν το φαρμακωμένο στόμα απ’ τα τσιγάρα και την αγωνία.
  Πότε – πότε, μετά τα μεσάνυχτα, μισάνοιγε η μέσα πόρτα και εμφανιζόταν με αγριεμένο και ξενυχτισμένο μάτι, αναμαλλιασμένη και με την ρόμπα πάνω απ’ το νυχτικό, η νοικοκυρά, μουρμουρίζοντας ακατάληπτα …θα το ξενυχτίσετε; …δεν έχετε σπίτια εσείς; Κανείς τους δεν γύριζε κεφάλι να την δει ή να της απαντήσει…
  Το αφιόνι του κουμάρο είναι ισάξιο σε δύναμη μόνο με την πρέζα και λίγο τον νοιάζει η ντροπή και ο συνήθης καθωσπρεπισμός, νοικοκυραίων κατά τα άλλα ανθρώπων.
  Ζαλισμένοι, υπνωτισμένοι, αγχωμένοι, φαρμακωμένοι απ’ τα τσιγάρα και το ξενύχτι, ζούνε στον κόσμο τους. Μουρμουρίζουν, χτυπούν το χέρι στο τραπέζι όταν πετούν γερό φύλλο, βρίζουν μεγαλόφωνα «χριστο-παναγίες» όταν έρχεται ανάποδο χαρτί. Ο κόσμος όλος είναι ο «άσσος», ο Βαλές, η Ντάμα και το τσιγάρο στο χέρι, με ξέχειλο το τασάκι…
  Στη μικρή μας τότε πόλη, υπήρχε και ταξική κι όλως ξεχωριστή διαστρωμάτωση στα τραπέζια που στήνονταν και τις παρέες που τα αποτελούσαν.
  Το «πρώτο τραπέζι πίστα», το πιο κυριλέ, ήταν μόνιμα στημένο στη Λέσχη Αξιωματικών (τώρα ΚΑΠΗ). Ο Φρούραρχος, ανώτεροι αξιωματικοί, ο Δήμαρχος με το μισό Δημοτικό Συμβούλιο, ο Διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας, δυο – τρείς «μεγάλοι» μαγαζάτορες της πόλης, ο Γιατρός, ο Οδοντίατρος κι ο Δικηγόρος (υπήρχαν τότε τέσσερις δικηγόροι!), κι ένα δύο «παράγοντες» απροσδιόριστου επαγγέλματος διπλανών μας χωριών, ήταν οι μόνιμοι σχεδόν παίχτες. Όλοι τους εγνωσμένης κι αποδεδειγμένης, στα προηγούμενα χρόνια, εθνικοφροσύνης –μνημονιακούς- θα τους λέγαμε σήμερα!
  Στη Λέσχη και τα καρέ της δεν έμπαινε εύκολα κάποιος που δεν ήταν στο τοπικό «Libro Doro», που είχε σαν απαραίτητους τίτλους τα …πλούσιος, εθνικόφρων, παράγοντας. Ο επιστήμονας μπορεί να ήταν και κρυφο-κομμουνιστής… αλλά η ανάγκη του, έκαμνε τους πάντες να τον προσπερνούν.
  Η επόμενη καλή παρέα στη «τσόχα» ήταν των εμπόρων, μικροβιοτεχνών, επαγγελματιών της πόλης. Αυτών, που δεν ήταν πρώτα ονόματα να μπουν στη Λέσχη ή δεν ταίριαζαν τα χνώτα τους λόγω φρονημάτων, είτε δεν γούσταραν τη μόστρα της επαρχιώτικης μπουρζουαζίας. Στέκι τους βασικό ήταν το καφενείο του «Μπαρμπα – Γιάννη» (σήμερα Σπυρόπουλου), που ήταν το μεγάλο καφενείο της αγοράς.
  Εμποροράφτες, υποδηματοποιοί που έγιναν υποδηματοπώλες, φουρνάρηδες, μπακάληδες, έμποροι νεοτερισμών, αποικιακών(!), ξυλείας, σιδερικών, φορτηγατζήδες, ταξιτζήδες, μυλωνάδες, λαναράδες, τενεκετζήδες. Οι αγρότες έλειπαν σχεδόν τελείως απ’ τα τραπέζια του «μπάρμπα-Γιάννη», πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, λόγω της τότε φτώχειας της αγροτιάς.
  Μέσα στο καφενείο, σε μια γωνία, λειτουργούσε και κουρείο ο αγαθός μπάρμπα Νίκος Πέτσκας, που μας κούρευε «λούξ» με μια – μιάμιση δραχμή! Μέσα σε σύννεφα καπνού, φωνές και κτυπήματα στο τραπέζι, ζούσαμε μικρά, περιμένοντας να κουρευτούμε, τη μαγεία του καφενείου, των χαρτιών, του τάβλι, του κόσμου των μεγάλων.
  Οι αγρότες είχαν στέκι το καφενείο του Χασιώτη στον κεντρικό δρόμο. Δεν παίζαν κουμάρο, μόνο ξερή και τάβλι. Στο καφενείο του Χασιώτη που ήταν και «παράγοντας» αγροτο-συνδικαλιστής, κάθε Δευτέρα που είχαμε παζάρι, δέχονταν τους φίλους του ο συμπαθέστατος βουλευτής της ΕΡΕ – ΝΔ, ο Ανδρεάδης ο Γιώργος.
  Απέναντι απ’ του Χασιώτη, χαλούσαν τον κόσμο στο καφενείο του Νταγκούλη, που ήταν στέκι νεολαίας και προπάντων των παραγόντων του ΕΡΜΗ.
  Στου «Μητσάκη», τον «Θερμαϊκό», απέναντι από τον Σταθμό, σύχναζαν οι σιδηροδρομικοί με τις ωραίες σκούρες μπλε στολές τους και τα πηλίκια, με τα χρυσά σιρίτια σαν αρχιστράτηγοι. Παίζαν τάβλι και ξερή, όχι κουμάρο, με μόνιμο παίχτη τον συμπαθέστατο και αεικίνητο Μητσάκη, με σηκωμένα μανίκια και άσπρη ποδιά πάντοτε.
  Ο Μητσάκης ήταν ο τελευταίος «μερακλής» καφετζής, όπως μερακλήδες ήταν τα χρόνια εκείνα οι πλείστοι των επαγγελματιών, τεχνητών, εμπόρων, παραγωγών, την εποχή που το φιλότιμο, η μπέσα και το μεράκι, ήταν ο πλούτος των λαϊκών ανθρώπων, αλλά και πάμπολλων πλουτοκρατών. Οι Εθνικοί ευεργέτες, οι Σωτήρες, οι φιλάνθρωποι πλούσιοι, σήμερα, είναι είδος εξαφανισμένο απ’ το χάρτη της Ελλάδας.
  Τα χωριά τριγύρω μας, που είχε «κράτος και εξουσία» το κουμάρο, ήταν κύρια τα προσφυγοχώρια. Ανάργυροι, Βαλτόνερα, Φανός, ο Φιλώτας, όπου παίζονταν και «ζάρια» και λιγότερο έως καθόλου τα χωριά των διαχρονικά «εφικτών» εντόπιων.
  Απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’80, τα νέα ζευγάρια της κωμόπολης μας άρχισαν τα «πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν». Με μπουφέ μοντέρνο, ρούχα γιορτινά, μπιζού γυαλιστερά, μαλλί ξυμένο και οξυζεναρισμένο οι πιο μοντέρνες.
  Ευχές, χαχανητά, φιλιά και άδολη φιλία, που στήνονταν στο χαρτί – κουμάρο, σε χωριστά τραπέζια άνδρες γυναίκες, σαν φανατικοί μουσουλμάνοι. Κάθε χρόνο και σε άλλο σπίτι φίλων.
  Η ασπρόμαυρη τηλεόραση μας, με μόνο κρατικά κανάλια, αργά, μετά τα μεσάνυχτα, έπαιζε «Μουλέν Ρουζ» με γυμνόστηθες δίμετρες, με φτερά και πούπουλα… και μείς, το ‘να μάτι μας ήταν στα χαρτιά και τ’ άλλο στο μαγικό θέαμα και τα νέα ήθη που έφερνε η «Αλλαγή» του ’81 και ο αέρας της που παρέσερνε τη σκόνη δεκαετιών συντήρησης, μυστικοπάθειας, υποκρισίας.
  Τότε, κοντά, είδαμε στις ειδήσεις της ΕΡΤ, μια νεαρή με στρόγγυλα γυαλάκια, που δύσκολα έκρυβαν δυο υπέροχα γαλαζοπράσινα μάτια και μαλλί φυσικό καστανόμαυρο. Ήταν η ακόμα και σήμερα γόησσα, Έλλη Στάη.
  Και μείς, όλοι χαμογελαστοί κι ευτυχισμένοι, μισοζαλισμένοι απ’ το ουίσκι, την παραζάλη των χαρτιών, τα μπαλέτα «Μουλέν Ρουζ», τους χυμούς των νιάτων μας και την ελπίδα που εξέπεμπε η «Αλλαγή» για το μέλλον μας, απολαμβάναμε άλλη μια αξέχαστη Πρωτοχρονιά, με αγαπημένους φίλους.
  Τώρα πλέον, τη θέση των «Μουλέν Ρουζ» στην έγχρωμη τηλεόραση μας, πήρε η φράου Μέρκελ, που το πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα της σίγουρα θα αφορά άμεσα και τη δική μας και των παιδιών μας ζωή… Χωρίς ελπίδα, τουλάχιστον ορατή, για το κοντινό μας μέλλον! Όπισθεν ολοταχώς! Δυστυχώς!
  Στα παιδικά μας χρόνια, το κουμάρο ή το «γιουνκ», παίζονταν με δεκάρες, εικοσάρες. Το πενηνταράκι και η δραχμή, ήταν μεγάλα νομίσματα για τις τσέπες μας…
  Τώρα, σε μια –ό μοι γένοιτο- επιστροφή στη δραχμή, ένα ΕΥΡΩ, θα αντιστοιχεί σε 750 δραχμές, όπως πρόσφατα έγραψε ο Σημίτης. Κι αυτό, την πρώτη μέρα της εξόδου από το Ευρώ. Γιατί γρήγορα θα κατρακυλήσει κι άλλο.. Αλί!
  Επιστροφή στο παρελθόν μετά 40 χρόνια!!! Εκτός, εκτός κι αν υπάρχει πρόβλεψη, εκτός των οικονομικών, να επιστρέψουμε και ηλικιακώς!!! Τότε το συζητάμε κι εμείς και η Έλλη Στάη… και σίγουρα εκείνη η παιδούλα-γριά Μαριάνα Βαρδινογιάννη. Ποιος δεν θα πουλούσε τη ψυχή του στον διάολο, για 40 χρόνια κερδισμένης ζωής;
  Τώρα το κουμάρο έγινε ηλεκτρονικό μέσω κομπιούτερ απ’ το σπίτι, έγινε στοίχημα, έγινε καζίνο στα Bitola, έγινε «φρουτάκια». Έγινε παιχνίδι για μοναχικούς, αμίλητους, θλιμμένους παίχτες, που καταθέτουν τον οβολό της ελπίδας, για τη σωτηρία απ’ το σκοτεινό παρόν και πιο μαύρο μέλλον…
  Έγινε ποντάρισμα σ’ ένα όνειρο που χάθηκε! Και όπως όλοι γνωρίζουν καλά, στο κουμάρο, σχεδόν εξ’ ορισμού, κερδίζει πάντα η «κάσα». Και η «κάσα» σήμερα λέγεται Γερμανική, Εβραϊκή, Αμερικάνικη, Αγγλική Τράπεζα…
  Παρ’ όλα αυτά, κι επειδή η ελπίδα πάντα πεθαίνει τελευταία, εμείς θα ποντάρουμε στην επιβίωση κι ανάκαμψη της πατρίδας μας. Και σαν την «Αργώ» της Βολιώτικης αρχαίας παρέας, θα περάσει τις Συμπληγάδες, πάλι προς το ανοιχτό γαλάζιο πέλαγος…
…Και στο «κάτω της γραφής» τώρα δεν κροταλίζουν πολυβόλα, δεν εκτελούνται στα στρατοδικεία αθώοι άνθρωποι, δεν είναι ο παππούς μας στο Γεντί Κουλέ, δεν φοβόμαστε τον χωροφύλακα! Όλα θα πάνε καλά…

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ και καλές γιορτές σε όλους μας!

1 σχόλιο:

  1. Γιατρέ, εξαιρετικό!!! Μου θύμισες πολλά. Έχω υπηρετήσει πολλές φορές στα παιδικά-εφηβικά μου χρόνια "Κομαρτζήδες" με καφέδες, σαντουιτς, ποτά κλπ. Καλά Χριστούγεννα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.