«(…) σου
γράφω για να παρηγορηθώ.
Και
εξαιτίας της απόστασης μας
τρελά
θα εξηγηθώ.
Μα από
τότε που λείπεις,
παρατήρησα
ξανά
μα κάτι
ακόμα εδώ δεν προχωρά»
LUCIO DALLA - L’ anno che verra
Νικούλα μου,
λατρεμένη φίλη των παιδικών χρόνων και της
εφηβείας μας, σου γράφω τώρα που πλέον
δραπέτευσες από τον πόνο και τον φόβο της αρρώστιας και ίπτασαι στα δροσερά
άλση ενός άλλου κόσμου. Σαράντα
ημέρες μετά τη φυγή σου αρνούμαι να δεχτώ το αναπότρεπτο. Αρνούμαι να σε φανταστώ
ξέπνοη και ακίνητη, θέλω να σε σκέφτομαι απλώς ξαπλωμένη κάτω από το μάρμαρο,
ήρεμη, σαν να έχεις γαληνέψει και να κοιμάσαι... Μα όσο και αν
αρνούμαι να δεχτώ το οριστικό, υπήρξα δυστυχώς αυτόπτης μάρτυρας του
τάφου σου. Και ο Μαύρος Καβαλάρης ό,τι
γράφει δεν ξεγράφει.
Εφεξής
θα ζεις μόνο μέσα από τις αναμνήσεις της μαμάς σου, του αδερφού σου, του
Γιώργου και των παιδιών σας, των συγγενών σου, των φίλων σου, των αγοριών που
ερωτεύτηκες και σ’ ερωτεύτηκαν. Συγκοινωνούντα δοχεία η μνήμη μας, διατηρεί ακέραιο το όλον.
Το
στερνό σου λίκνο βρίσκεται πλέον στα
δημοτικά κοιμητήρια σε κάποια γωνιά της αττικής γης. Μακριά από τον
βορειοδυτικό γενέθλιο τόπο σου. Καθώς ακουμπούσα τα τριαντάφυλλα πάνω στο μάρμαρο και στα λευκά βότσαλα που
καλύπτουν το χώμα που σκεπάζει το άψυχο σώμα σου, σκέφτηκα πως μόνο αυτόν τον
υπεραιωνόβιο Αττικό Ουρανό θα έπρεπε να αντικρίζουν εφεξής τα κλειστά σου
βλέφαρα. Τον έναστρο θόλο του τις νύχτες και τον φωτεινό του ήλιο τις
ημέρες. Κάθε άλλος ουρανός θα έμοιαζε
εξορία για σένα.
Είχαμε
λίγα χρόνια να τα πούμε δια ζώσης. Φευγαλέα και στο πόδι η επικοινωνία μας,
αμείλικτη, βλέπεις, η κλεψύδρα της ρουτίνας: γάμος, δουλεία, παιδιά, άσε και
την απόσταση Φλώρινα - Αθήνα.
Κάποιο
μήνυμα στο Διαδίκτυο, ένα ολιγόλεπτο τηλεφώνημα που αναλώνονταν εν πολλοίς σε
κοινοτυπίες… «Τι κάνουν τα παιδιά; Τι σκέφτεται να κάνει ο μεγάλος, τον δικό μου θα
τον στείλω Ιατρική», «Πως τα πας με το Φαρμακείο; Η Άσπα μου λέει
πως έχουν ζορίσει πολύ τα πράγματα»,
«Να βρεθούμε, ρε εσύ, άμα ανέβεις επάνω» και άλλα τέτοια.
Ωστόσο,
με κάποιους ανθρώπους ούτε τα αμήχανα τετριμμένα, ούτε η αμήχανη σιωπή, ούτε η
καθημερινή απουσία μπορούν να διαγράψουν πως στο Κάποτε ζήσατε πράγματα που θα
σας ενώνουν στο Πάντοτε. Και με τους παλιούς αληθινούς φίλους υπάρχει αυτή η
ευεργεσία: όταν βρεθείτε ξανά, κάθε φορά αισθάνεσαι ακαριαία και ακέραια την
οικειότητα που σε δένει άπαξ και δια παντός, σαν να μην είχε περάσει μια μέρα
από την τελευταία φορά που είχατε ξαναβρεθεί.
Σε
ξεχωρίζω, Νικούλα μου, από πολλούς παιδικούς φίλους, γιατί εγκαίρως είχα διαισθανθεί
ότι στον πυρήνα μας μοιάζαμε τόσο πολύ.
Φαινομενικά κι δυο εξωστρεφείς, κοινωνικοί, «της παρέας», ωστόσο
ταυτόχρονα μονήρεις στο βάθος, λαχταρούσαμε τις στιγμές της μοναχικότητας, εκεί
που βρισκόμασταν ενώπιος ενωπίω με τον αληθινό εαυτό μας. Πασχίσαμε μια ζωή να
διατηρήσουμε την ατομικότητα μας στον πολυμελή θίασο της ζωής μας.
Σε
ξεχωρίζω, Νικούλα, γιατί ήσουν χαριτωμένη
σαν πρωινή δροσιά καλοκαιριού. Καθρέπτης τα πράσινα σου μάτια,
αντανακλούσαν τη ζεστασιά από το ζωγραφιστό σου χαμόγελο. Αέρινη καστανόξανθη
χαίτη τα μαλλιά σου σκόρπιζαν αισιοδοξία στο πέρασμα σου. Αλεξικέραυνο για την ασχήμια και τη μιζέρια
του κόσμου η μορφή σου.
Σε
ξεχωρίζω και για έναν ακόμα λόγο:
υπήρξες εξαρχής πολυσχιδής,
πολυτοπική και πολύμορφη, σαν μην σε βόλευαν μόνο ένα τόπος, ένα σχήμα, ένας
τρόπος έκφρασης, μια μόνο νόρμα ζωής.
Ένιωθα
κάποιες φορές πως ήθελες να εννοήσεις επιτακτικά και οπωσδήποτε «τ’ όνειρο του κόσμου, -όνειρο πλάνο-
που πια τίποτε στα μάτια σου πια δε θα το ξαναφέρει».
Και
στη Τέχνη της Φωτογραφίας, ίσως να βρήκες την αληθινή σου κλίση. Σαν να
προαισθάνθηκες πως η βόλτα σου στη ζωή θα ήταν σύντομη. Για αυτό πάσχισες με τον φακό σου να αιχμαλωτίσεις τη
στιγμή, το φως, το τοπίο, τα πρόσωπα,
για να μην κυλήσουν όπως το νερό στο γυμνό δέρμα.
Σκέφτομαι
στα τελευταία εικοσιτετράωρα της ζωής σου,
ίσως, ακόμα κι εσύ η δυνατή, να προαισθάνθηκες με απελπισία ότι ήσουν
πια χαροπατημένη και δεν είχε πια κανένα νόημα η ανυπακοή σου στον θάνατο. Ίσως
και να αναρωτήθηκες: «Αν
πέθαινα σε λίγο, σήμερα, τώρα, αυτό ακριβώς το λεπτό, ποιος θα με έκλαιγε στ'
αλήθεια; Εξόν από τη μάνα, τα παιδιά μου και τον αδερφό μου, ποιος θα λογάριαζε
ως συντριπτική και σπαραχτική την απώλεια μου; Θα με νοσταλγεί άραγε κανείς σε
δέκα χρόνια; Ή θα είμαι ακόμα ένας νεκρός, όπως οι χιλιάδες λησμονημένοι
νεκροί, κεκοιμημένοι σε τάφο που τον επισκέπτονταν σπάνια με σκονισμένο το
μάρμαρο και ραγισμένο το βρώμικο τζάμι στη φωτογραφία που ξεθώριασε ο ήλιος;».
Τώρα
που όλα έχουν τελειώσει και έχουν περάσει ήδη 40 μέρες και 40 νύχτες, στο λέω
πως σε κλάψαμε πολλοί και πολύ, που λογαριάζουμε ως ανεξίτηλο το πέρασμα σου
από τις ζωές μας. Πέθανες μια φορά μα θα ανασταίνεσαι πολλές
φορές από εδώ και μπρος στη σκέψη μας.
Πιο
πολύ από όλους, συμπονώ, Νικούλα, τη μαμά σου -
περισσότερο ακόμα και από τους δυο σου γιους! Γιατί χειρότερη είναι η ορφάνια κάποιου που
χάνει, όχι το γονιό του, αλλά το παιδί του.
Προσπαθώ,
όποτε μιλάμε, να την κάνω να ξεχαστεί, να την παρηγορήσω, μα το νιώθω καλά πως
δεν τα καταφέρνω, Και πίστεψε με, δεν καμώνομαι κάλπικα λόγια ή ψευδεπίγραφη
συμπαράσταση!
Αν
τολμούσα, όμως, θα της ψέλλιζα την πικρή αλήθεια: «Μην
ψάχνεις από κανέναν ώμο παρηγορητικό, Ρούλα. Στον τόπο του αληθινού πόνου ο
καθένας είναι μόνος του».
Νικούλα,
τώρα που σου γράφω καίει ο τόπος, λιοπύρι καλοκαιρινό, που δεν το πρόλαβες.
Έρημη η Αθήνα από ντόπιους, παντού ανυποψίαστοι τουρίστες. Φιλώ τη γη που σε φιλοξενεί, το χώμα που σε
σκεπάζει. Εμείς οι ζωντανοί νιώθουμε λύπη για εσάς που πεθάνατε. Ας λυπηθούν η Μοίρα και οι θεοί και εμάς που μένουμε πίσω ορφανεμένοι από ανθρώπους
που αγαπήσαμε και τους αισθανόμασταν δικούς μας, με το ντέρτι μας να αναβλύζει
αρτεσιανά δάκρυα.
Άραγε,
σαν τι θα ‘θελες να εκπέμψεις από το υπερπέραν που τώρα στροβιλίζεσαι εδώ κάτω
στη Γη σε εμάς, Νικούλα;
Στήνω αυτί. Σαν να ακούω την ηχώ της
φωνής σου να λέει επαναληπτικά:
«Ήρθα
σαν τη δροσιά.
Φεύγω
σαν τη δροσιά.
Η ζωή
μου το όνειρο ενός ονείρου» *.
* Μετάφραση:
«Καλή μου φίλη σου γράφω». Παράφραση από τον πρώτο στίχο «Caro amico ti scrivo»
του Lucio Dalla από το τραγούδι του «L’ anno che verra».
* Απόσπασμα
από ποίημα του Κινέζου ποιητή του 4ου π.Χ.
Zhuangzi Chuang Tzu
https://www.youtube.com/watch?v=YjMqBCUB6Sw&ab_channel=%CE%95%CE%A1%CE%A4%CE%91.%CE%95.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜ’αυτό το γλυκό κορίτσι είμασταν συμφοιτήτριες στη Ferrara. Εκλαψα πολύ Νικήτα με τα λόγια σου, πολύ, γιατί είναι όλα αλήθεια… Ας είναι ελαφρύ το χώμα γι’αυτό το πλάσμα… “Cara amica ti scrive così si distrae un’pò…”
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ,τι έγραψα είναι από καρδιάς. Δέσποινα. Ήταν ξεχωριστό πλάσμα η Νικούλα. Την αγαπούσα και την αγαπώ πολύ
Διαγραφή