Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Ονειρικές, ανέμελες, απενοχοποιημένες, αξέχαστες αλλοτινές γιορτές – πρωτοχρονιές…

(Του Α.Θ.Ρ., από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)…
  Πρωτοχρονιές και Χριστούγεννα μιας άλλης εποχής, που μόλις έβγαινε απ’ τη γραφικότητα μιας διαχρονικής – παραδοσιακής, αποδεκτής κι αξιοπρεπούς φτώχειας και συντηρητικής συμπεριφοράς, στη γυαλιστερή ψευτογκλαμουριά, μιας ελπιδοφόρας, αναπτυσσόμενης (έστω με δανεικά) ελεύθερης (επιτέλους) κι αλανιάρας Ελλαδάρας…
  Και μπορεί η ασπρόμαυρη τηλεόραση μας, με το απαραίτητο σεμεδάκι πάντα πάνω της, να ‘ταν γεμάτη χιονάκι στην οθόνη και μείς κάθε τόσο στα κεραμίδια σαν γάτοι, να προσπαθούμε να πιάσουμε σήμα από Μεταξάδες, Βίτσι και για να πάρουμε τηλέφωνο να βάζουμε μέσον τον βουλευτή ή τον φίλο μας τον ΟΤΕτζή, τον Τσόλη, μπορεί να βάζαμε στο Zastava, το Scoda, το Fiat 124, μεταχειρισμένα ελαστικά απ’ τον Λάζο στον Περδίκα (τα έφερνε απ’ την Γερμανία), σκέτες σκοτώστρες, μπορεί, τη πρώτη ηλεκτρική μας σκούπα (Ρώσικη μάρκας  Typhon), να την είχαμε αγοράσει στα Μπίτολα και να την περάσαμε με τη ψυχή στο στόμα απ’ τους κέρβερους τότε τελωνιακούς, αλλά, η κουστουμιά μας έκανε στράκες, κι οι πάμπολλες λουλουδάτες γραβάτες, που δένανε με τα λαμέ - φαντεζί μπλουζάκια, τα σούπερ μίνι, με τις οξυζεναρισμένες μπούκλες των συμβίων μας, που παρέπεμπαν σε πιστά αντίγραφα μιας ξανθιάς, Άντζελας Δημητρίου!
  Στην καφετέρια πίναμε πάντα ουίσκι, ποτέ καφέ, με ύφος μπλαζέ, τσιγάρο να καίει αδιάκοπα, να θυμιατίζει την οντότητα μας, το είναι μας, την υπερτροφική κι ανίκητη αυτοπεποίθηση μας.
  Στις γιορτές των φίλων, τα μπουκάλια με τα Johnnie, τα Ballantines, την πέρδικα, το ευγενές Σκωτσέζικο ποτό, πηγαινοερχόταν.
  Η μπύρα ήταν στοιχείο ανέχειας γι’ αυτόν που την έπινε, το τσίπουρο ταυτίζονταν με χωριατιά, που απέφευγαν κι οι χωριάτες…
  Όταν το ’82 πήγα πρώτη μου φορά στο Λονδίνο, στην Pub που πήγαμε, πρόσεξα ότι όλοι σχεδόν πίνανε μπύρα! Ρώτησα γι’ αυτή τους τη συνήθεια τον συγγενή μας και μου είπε ότι στην Αγγλία, το ουίσκι φορολογείται αγρίως! Και αυτόματα, σκέφτηκα τον παράδεισο – Ελλάδα, με φτηνό ουίσκι και τσιγάρα!
  Τα  Rothmans, τα Dunhill, τα Marlboro, τα Camel, παίρναν και δίναν στα περίπτερα.
  Στην Σαλονίκη, πηγαίναμε μέσω παγωμένης Κέλλης και στην Αθήνα, από μια «Εθνική Οδό» καρμανιόλα, που για να προσπεράσεις τις χιλιάδες νταλίκες έπρεπε να μπεις στο αντίθετο ρεύμα, με αμάξια που δεν είχαν τότε επιτάχυνση, ζώνες ασφαλείας, αερόσακους, ABS
  Και πάντα στον Καραβόμυλο είχαμε τραβήξει τα ουζάκια μας, με το σχετικό ψαρικό… Το τιμόνι τότε, πήγαινε πακέτο με το αλκοόλ…
  Μπορεί αν γλίτωνες τα σημερινά Ευρω-φονικά διόδια, αλλά τότε ήταν συνετό, να κάνεις ασφάλεια ζωής πριν το ταξίδι!
  Σε περίμενε όμως μια Αθήνα, με μπουζουξίδικα ανοιχτά, έξι μέρες τη βδομάδα, κι έπρεπε να σε καλοδεί ο πορτιέρης τους για να περάσεις στο φισκαρισμένο από κόσμο, καπνό, σκόνη απ’ τα χιλιάδες γύψινα σπασμένα πιάτα, «λαϊκό» μαγαζί.
  Κι όταν η καθημερινότητα μας είχε αυτό το status, επόμενο ήταν, οι γιορτές, κι ιδίως η πρωτοχρονιά, να εκτινασσόταν ψηλά, σε ξεχωριστή εμφάνιση με σούπερ σταριλίκι, στο επετειακό ρεβεγιόν των κολλητών μας, που κάθε χρονιά γινόταν και σε άλλο σπίτι.
  Σπίτια ανοιχτά διάπλατα, προσιτά, καταδεκτικά κι άδολα, φτιαγμένα για ανθρώπους αγαπητούς, που μπαινόβγαιναν τη κάθε μέρα…
  Σπίτια, χωρίς ίχνος επίδειξης μουσείου, που είναι κλειστά, σχεδόν για όλους…
  Και μάζευε το ρεβεγιόν, φίλους και γνωστούς, αγαπητούς, καρδιακούς, χωρίς υστερόβουλες άκρες, ψεύτικα χαμόγελα και φαρισαϊσμούς…
 
Αφού τελείωνε ο ανοιχτός μπουφές, με τα μοντέρνα τότε …σουφλέ δίπλα στα παραδοσιακά κεφτεδάκια, τα μπουρεκάκια, χορτασμένοι, χαλαρωμένοι απ’ το οινόπνευμα, στηνόμασταν στη τραπεζαρία για φιλικό κουμάρο, χωριστά αρσενικοί απ’ τα θηλυκά, σαν φανατικοί χριστιανο – μουσουλμάνοι!
  Πάντα με γέλια, με κέφι, με πειράγματα, με αστεία πιπεράτα, περίπου μισοπιωμένοι, με το ‘να μάτι στην τράπουλα και το άλλο στα ημίγυμνα μπαλέτα, που πολύ πριν τη δική μας «θεούσα» τηλεόραση, έπαιζε η TiVi, την πρωτοχρονιά, της Τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας.
  Το ’81 με το ΠΑΣΟΚ, ήρθαν και σε μας τα πρωτοχρονιάτικα μπαλέτα του «Moulin Rouge»!
  Οι γυναίκες είχαν άλλο «καρέ», με συνοδά καυτά νέα της μικρής μας πόλης, που έβγαινε ξαφνικά απ’ τα …μηηηη, τα …δεν πρέπει, τα …τι θα πει ο κόσμος!
  Και το τσιγάρο, σύννεφο ολονύχτιο λιβάνισμα, έβαφε ρούχα, κουρτίνες, τοίχους, στρωσίδια, χωρίς έγνοια της νοικοκυράς που για μέρες θα μύριζε το σπίτι της, βρώμικο καφενείο…
  Η απενοχοποίηση, η ελευθεριότητα, η βλακεία της ασχετοσύνης εν πολλοίς, δεν αφορούν μόνο ζητήματα ηθικής ή υγείας, αλλά καλύπτουν κι ένα ευρύτερο φάσμα συμπεριφορών, ποτ εκ των υστέρων μπαίνει σε εύλογη, αυστηρή, προτεσταντική κριτική, από κάθε λογικό κι όχι μόνο τον πουριτανό.
  Μισομεθυσμένοι, διαλυμένοι, σε «τσακίρ κέφι», οδηγούσαμε σε δρόμους απαράδεκτους, με αυτοκίνητα που θα τα ‘λεγες σήμερα …καροτσάκια!
  Κι όχι νέοι κι άμυαλοι κι απερίσκεπτοι, αφού τότε δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα αυτοκίνητα, αλλά παντρεμένοι με τα μικρά παιδιά μας μέσα, με μια απαράδεκτη αφέλεια, αν όχι εγκληματική βλακεία, κι ανατριχιάζω όταν τα σκέφτομαι σήμερα.
  Όλ’ αυτά είναι «πακέτο» με το κλίμα, τη νοοτροπία, την ομορφιά ή τη βλακεία μιας τελείως άλλης «αθώας» εποχής, σχεδόν μισό αιώνα πίσω.
  Θυμάμαι, τα χρόνια της απαγόρευσης λειτουργίας των νυχτερινών κέντρων, μετά τις 2 μετά τα μεσάνυχτα απ’ τον «θεούσο» Παπαθεμελή, μισομεθυσμένοι, μετά τη σχετική μπαρότσαρκα με τον μακαρίτη τώρα κολλητό μου Πέτρο και τον Τζιόλε, να ρολάρουμε σχεδόν ακυβέρνητα σε ένα κέντρο Αθήνας, πλημυρισμένο από όμοια με μας μισομεθυσμένους, στο τσακίρ κέφι, που βγαίναν απ’ τα χιλιάδες τότε νυχτομάγαζα, μιας βασίλισσας – ξενύχτισσας τότε Αθήνας…
  Εικόνα που μοιάζει να απέχει αιώνες, όχι απ’ την κατάκλειστη σήμερα, λόγω κορωνοϊού Αθήνα, αλλά κι απ’ την χθεσινή, που λόγω κρίσης γλεντάει Παρασκευή – Σάββατο. Όπως γλεντούσαν πάντα όλες οι πρωτεύουσες της Δύσης, του προτεσταντισμού, της δουλειάς, του νόμου και της υπακοής, αν όχι της υποταγής…
  Το «κουμάρο» των εορτών – Χριστουγέννων, με κορύφωση το βράδυ πρωτοχρονιάς, ήταν το κυρίαρχο έθιμο τότε, αποδεκτό απ’ όλους κι όχι φυσικά τα φωτισμένα (με Κινέζικα στολίδια) δέντρα, σπίτια, σαλόνια,, όπως αντιγράψαμε λόγω της παγκοσμιοποιήτριας εικόνας της TiVi.
  Ούτε φυσικά η ψητή γαλοπούλα …με το θερμόμετρο τον κώλο, που κι αυτό το υιοθετήσαμε σαν πιστοί αντιγραφείς, από έθιμα Αμερικάνων.
 
Το «κουμάρο», πλην ακραίων νοικοκυραίων, τσιγκούνηδων και φανατικών της θρησκείας, ήταν απενοχοποιημένο, γενικευμένο, με διάχυση απ’ το καφενεδάκι του ορεινού χωριού, μέχρι το αριστοκρατικό σαλόνι της πρωτεύουσας. Κι αυτό, παρά τη δήθεν απαγόρευση απ’ την πολιτεία, που όμως προσπερνούσε αδιάφορα… Εκτός, ‘όταν είχε επώνυμη καταγγελία από κάποια αγανακτισμένη συμβία, που έψαχνε τον κουμαρτζή σύζυγο!
  Δεν μπορούσα να διανοηθώ τον εαυτό μου, νέο τότε, να μην παίξουμε με την παρέα, ιδίως παραμονή Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς, χαρτιά σε χρήματα, που δεν μας περίσσευαν τότε και σχεδόν πάντα …τζούφλερνα (έχανα).
  Ακόμα και σε εφημερία στο Ιπποκράτειο, θυμάμαι, παίξαμε όλη νύχτα, παραμονή πρωτοχρονιάς, κουμάρο, γιατροί και νοσοκόμοι!
  Απ’ τα παιδικά μας χειμωνιάτικα παιχνίδια στο σπίτι, ήταν η τράπουλα, η «ξερή», ο «παπάς», το «21»! Όλα απενοχοποιημένα, που τότε είχε άλλο μέτρο ηθικής και πρακτικής, προσαρμοσμένο στα της εποχής. Ιδίως στους έγκλειστους, βαρείς τοτινούς χειμώνες, που παρέλυαν κάθε δραστηριότητα.
  Κλείστε σήμερα τηλεόραση, κομπιούτερ, τηλέφωνο, σ’ ένα δωμάτιο χωρίς βιβλία και θα δείτε την αξία της τράπουλας!
  Δεν απενοχοποιώ μια ολέθρια και καταστροφική για πολλούς συνήθεια – μανία, που και τότε, αλλά ιδίως αργότερα με τα καζίνο, οδήγησε νοικοκύρηδες κατά τα άλλα ανθρώπους στην καταστροφή! Η κατάχρηση δεν αίρει τη χρήση… Όπως και σε πάμπολλες άλλες συνήθειες.
  Οι πλείστοι, κάποτε ξεπερνούν ένα παλιότερο πάθος – συνήθεια, χωρίς ιδιαίτερες επιπλοκές.
  Στρωμένος λοιπόν τότε, με αποκορύφωση την πρωτοχρονιά, σ’ ένα τραπέζι με πράσινη τσόχα ή και χωρίς αυτή, όλος σχεδόν ο αντρικός πληθυσμός της μικροπόλης μας και των γύρω χωριών.
  Από χαμοκέλες με λάμπα πετρελαίου, μέχρι κυριλέ σαλόνια, καφενεία, σε ότι τέλος πάντων κάλυπτε το «αφιόνι» του πάθους τους.
  Η Λέσχη των αξιωματικών (τώρα ΚΑΠΗ), ήταν το πιο πιασάρικο στέκι της τράπουλας.
  Ο για χρόνια Δήμαρχος –κι αδιαμφισβήτητα πετυχημένος σ’ αυτό- της πόλης μας Τ.Χ., ήταν «μάγος» της τράπουλας και «πρύτανης» του Άσσου. Οι πιο πετυχημένοι επιστήμονες του τόπου, ο γιατρός, ο οδοντίατρος, ο δικηγόρος, βαρβάτοι έμποροι της αγοράς μας, ο φρούραρχος, διάφοροι μυστήριοι με απροσδιόριστα εισοδήματα (φυσικά όλοι μέλη του τοπικού Libro Doro της κατοχικο – εμφυλιο – μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης), είχαν μόνιμη καρέκλα στην ¨πολυτελή» Λέσχη Αξιωματικών, κρυμμένοι πίσω από βαριές κουρτίνες στα παράθυρα του κεντρικού μας δρόμου.
  Το καφενείο «Μπαρμπαγιάννη» (αργότερα Σπυρόπουλου), ήταν Β’ Εθνική από άποψη επισημότητας των παιχτών του.
  Αργότερα, πολυτελές σχετικά στέκι του χαρτιού, ήταν το καφέ του Πάνου και του Μήτσου, για πολλά κατοπινά χρόνια.
  Ο θείος μου ο Νίκος, παίχτης περιστασιακός αλλά ταλαντούχος, χάνονταν για μερόνυχτα τις γιορτές και τον ψάχναμε στα σπίτια γνωστών παιχτών, που δεν χόρταιναν τη πόκα, που εκμηδενίζει το χρόνο και ισοπεδώνει τη μέρα με τη νύχτα, την οικογένεια, τις υποχρεώσεις, την ρουτίνα της χαμοζωής που ήταν γεμάτη βάσανα, ίσως περισσότερα τότε.
  Τα προσφυγικά χωριά ήταν παραδομένα, τα πλείστα, στον Βαλέ, την ντάμα, το άσσο, αλλά και στα ολέθρια ντόρτια των ζαριών!
  Φιλώτας, Ανάργυροι, Βαλτόνερα, Φανός αλλά κα Ξινό Νερό και Πεδινό, πρωτοπορούσαν.
 
Ο φίλος μου ο Κώστας, μου έλεγε για τον πατέρα του που ήταν μέγας παίχτης στην περιοχή, ότι όταν πουλούσε τη σοδιά της χρονιάς και τα ζώα που ήταν για πούλημα, έδινε το ποσό που χρειάζονταν να περάσει τη χρονιά της η οικογένεια στην μάνα μου και κρατούσε ο ίδιος ένα μικρότερο για πάρτη του, για το μεράκι του στο κουμάρο… Κιμπάρικα, αποδεκτά κι αντρικά πράγματα.
  Ρώτησα κάποτε, στην αρχή της οικονομικής μας κατρακύλας, γύρω στα 2014, τον Αλέκο Π., κρεατέμπορα από διπλανό χωριό μας… «καλά ρε Αλέκο, εσύ που υπήρξες άνθρωπος της πιάτσας, του εμπορίου, της πόκας, του ξενυχτιού και του ποτηριού, πόσα χρήματα υπήρχαν και κυκλοφορούσαν, τότε που έπαιζε ο κόσμος μερόνυχτα κι είχε μασούρι τα πεντοχίλιαρα στη τσέπη και τι έγινε όλο αυτό το χρήμα που γυρνούσε, σαν όμορφη του σκυλάδικου, απ’ τον έναν στον άλλον;».
  «Τότε Άγγελε, το είχαν οι άνθρωποι, όχι το κράτος, οι τράπεζες, οι ασφάλειες, οι υπηρεσίες, οι φόροι, οι καθημερινές σημερινές υποχρεώσεις των ανθρώπων, που δεν υπήρχαν τότε και φυσικά, τώρα το πολύ χρήμα της πιάτσας το κινούν οι πολυεθνικές, όχι ο μικρός ή μεσαίος έμπορας κι ο βιοτέχνης, που χάθηκε οριστικά».
  Μια οικονομική ανάλυση επιπέδου «Κολάμπια» και βάλε, γιατί οι άνθρωποι της πιάτσας πάντα κατάφερναν να «τετραγωνίζουν τον κύκλο», που αδυνατούν οι επιστήμονες…
  «Τώρα, το χρήμα το έχουν αυτοί στα χέρια τους, γύρισε το παιχνίδι. Ακόμα και στο κουμάρο, κράτος με ΟΠΑΠ και μαφία με τα μαγαλο – καζίνο, βάλαν χέρι…
  Τότε, έπαιζα για να παίζω. Ούτε ήξερα αν κερδίζω ή χάνω. Όταν τελείωναν τα λεφτά που είχα μπροστά μου, πήγαινα έξω, στο πορτ μπαγαζ του αυτοκινήτου μου, κι έπαιρνα από μια τσάντα ένα χοντρό πακέτο!
  Όμως, την άλλη μέρα είχα γεμάτο ένα φορτηγό ψυγείο κρέας για Αθήνα, δε μ’ ένοιαζε η χασούρα, το χρήμα πηγαινοερχόταν. Και γύριζε και μεταξύ μας, δεν έφευγε… Τώρα τελείωσαν όλ’ αυτά! Τέλος!».
  Ήταν καλύτερα; Ήταν χειρότερα; Ζήσαμε απερίσκεπτα μια φενάκη μιας επιδοτούμενης εποχής; Φάγαμε την αγελάδα που μας έδινε κάθε χρόνο ένα μοσχάρι; Ανοιχτά ερωτήματα… Κι είναι εύκολη η κριτική αποτίμηση μετά το γεγονός…
  Καλή χρονιά μας το 2021, πατριώτες, σε όλους μας! Προπάντων, τουλάχιστον, με υγεία! Γιατί όλα τα άλλα είναι χαμένα από χέρι, ούτως ή αλλιώς, παρόλο που μας κυβερνάνε, ευτυχώς, οι άριστοι των αρίστων, γενικώς!
  Κούλης, Μαρινάκης, Άδωνις, Πορδοσάλτε, το απάνθισμα κι ο αφρός των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών, δόξα τω θεώ!
  Και μεγαλώνει η ψαλίδα απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ, που σύντομα θα φτάσει το εκατόν ένα τα εκατό! Μόνο που πέρα απ’ την πλάκα, η αλήθεια κι η πραγματικότητα λέει ότι βουλιάζουμε αύτανδροι σαν τον Τιτανικό και χωρίς τους S-400 του Ερντογάνη, που θα ‘ταν τουλάχιστον μια δικαιολογία εύλογη, ν’ αναλύσει εύστοχα ο Άδωνης στην TiVi.
  Εγώ λυπάμαι ειλικρινά, γιατρούς και νοσηλευτές των ΜΕΘ, μετά τη δήλωση του «άριστου» Γεραπετρίτη, ότι «…αν είχαμε περισσότερες ΜΕΘ, θα ‘χαμε και περισσότερους θανάτους»(!!!)
  Μάλλον μπέρδεψε το αναρρωτήριο του Άουσβιτς με τις μονάδες ΜΕΘ των Ελληνικών νοσοκομείων… Ή, ο κορωνοϊός έχει προσβάλει σοβαρά και τα μυαλά των αρίστων… Κι όταν ο Γεραπετρίτης, που αξιολογεί και βαθμολογεί τους υπουργούς, λέει όλα αυτά τα τρελά, φαντάζεστε τι επικρατεί στον λοιπό του Κούλη, των αρίστων τον στρατό!
  Παρόλα αυτά φίλοι μου, σε όλους μας ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ και το 2021 να διαφέρει αληθινά απ’ το κορωνοϊο – φαρμακωμένο και γκαντέμικο, σχεδόν για όλους 2020!
  Εξαίρεση υπήρξα εγώ, γιατί ήταν για μένα εξαιρετικά καλή χρονιά, αφού έγινα παππούς μιας κουκλίτσας εγγονής!
ΥΓ. Επί Τσίπρα, αναλάβαμε την ευθύνη να καλύψουμε με F16 τον εναέριο χώρο της Βόρειας Μακεδονίας (των πρώην «γυφτοσκοπιανών»).
  Επί Μητσοτάκη, αναλάβαμε την ευθύνη να τους χορηγήσουμε εμβόλια για τον κορωνοϊό!
  Τα υπόλοιπα είναι …τουφεκιές στο γάμο του καραγκιόζη!
  Τελικά, η Μακεδονία η Ελληνική, είναι μία και Ελληνική!

 

2 σχόλια:

  1. Και κυρίως είμασταν ΝΕΟΙ.Για το λόγο αυτό κι ήταν όλα ωραία...Καλή χρονιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συμφωνω μαζι σου..ομως,πρεπει να συμφωνησεις και συ, οτι η εικοσαετεια, 1980/2000..ηταν μια..μαγικη,ξεχωριστη περιοδος, να ζεις..Α.Θ.Ρ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.