(Του
ΕΛΕ από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)….
Είχαμε συγκεντρωθεί οι συμμονάζοντες για τα μεθεόρτια του Θωμά του
Απίστου, τα οποία φέτος συμπίπτουν με τη κατάθεση των υποψηφιοτήτων για τις
επικείμενες πολλαπλές εκλογές.
Βεβαίως στην πτωχή μας σκήτη, το ενδιαφέρον περιορίζεται στα του
Καλλικρατικού Δήμου.
Εισηγητής θα ήταν η ταπεινότης μου, λόγω της επαγγελματικής συνάφειας με
τον μακαρίτη τον Καλλικράτη, αρχιτέκτονες γαρ αμφότεροι.
Εκεί,
μετρά το πρώτο τσίπουρο, ακολουθεί μια μικρή σιωπή πλήρη σεμνότητας, ωσαν οι
αδελφοί να συσκέπτονται με τον εαυτό τους για την επόμενη δήλωση. Σαν ένας
αόρατος μαέστρος να χτύπησε προειδοποιητικά την μπαγκέτα του πριν την έναρξη
της Εαρινής συμφωνίας. Πλήρης σιωπή.
Ξαφνικά ακούστηκε από τα Ανατολικά, ήχος ανθρώπων απροσδιόριστος.
Κοιταχτήκαμε απορούντες με το ποτηράκι μετέωρο μεταξύ τραπεζιού και
χειλέων.
Ο
αδελφός Πορφύριος απεφάνθη πάραυτα: «Είναι
πανηγυρισμοί. Μάλλον ισοφαρίσαμε».
Έβαλε το δάχτυλο στο στόμα και το ‘βγαλε σαλιωμένο να δείχνει ψηλά και
πρόσθεσε: «έρχεται από τη Λέσχη μεριά».
Ήταν
ο γεροντότερος όλων. Πουλούσε πασατέμπο στις κερκίδες των γηπέδων της Σαλονίκης
και γνώριζε τους ήχους, αλλά πέρασαν δεκαετίες πια και άρχισε να τα χάνει. Γι’
αυτό και ήταν μειωμένης αξιοπιστίας.
Του
απάντησε ενοχλημένος σχεδόν ο αδελφός Ακάκιος:
«Χαζομάρες!
Δεν είναι ιαχές, είναι θρήνος γοερός και προέρχεται από την πλευρά της Γρ.
Νικολαϊδη. Εξάλλου το ματς έχει τελειώσει εδώ και δυο μέρες».
Ο
Πορφύριος ανασήκωσε τη κάτασπρη κεφαλή του πάνω από τους κυρτωμένους ώμους και
του απάντησε με μοναχική πραότητα: «Αδελφέ απατάσε, το ματς μόλις άρχισε».
Και
ενώ εμείς οι υπόλοιποι δεν ξέραμε με τίνος άποψη να συνταχθούμε, πρόβαλλε από
το διπλανό σοκάκι μια γνωστή ρασοφορεμένη μορφή με ανεμίζοντα γενειάδα,
τσαλαβουτώντας στα λιμνάζοντα νερά της οδού Φιλελλήνων.
Όταν
πλησίασε αναγνωρίσαμε τον αδελφό Κύριλλο,
ένα Σλάβο μοναχό από την Χελανδαρίου. Ήταν συμπαθής μοναχός, έψελνε
καταπληκτικά τα Βυζαντινά μέλη, παρόλο που τα Ελληνικά του ήταν για την κόλαση.
Και
για τους δυο παραπάνω λόγους, ο Ακάκιος δεν τον χώνευε και όταν αναφερόταν σ’
αυτόν τον αποκαλούσε «ή Καλας, ή Μπολσεβίκα».
Μπήκε στη σκήτη σταυροκοπούμενος και φωνάζοντας με την ψιλή του φωνή: «Γκόσπουτι,
Γκόσπουτι! Πυροβόλησαν τον δήμαρχο!»
Ο
αδελφός Πορφύριος, είπε αδιάφορα: «Α! γι’ αυτό οι πανηγυρισμοί»!
Ο
αδελφός Ακάκιος, είπε εξίσου αδιάφορα: «Α! γι’ αυτό οι θρήνοι και οι κοπετοί»! και αλληλοκοιτάχθηκαν με σημασία.
Και
μόνον εγώ απόμεινα αποσβολωμένος και ενεός από το μέγεθος της είδησης.
Μέτρησα από μέσα μου, Γιαγκούλης,
Μίγκος, Στάϊος, Θεοδωρίδης, Λιάσης, Ιωσηφίδης, εν συνόλω έξη, ζωή να ‘χουνε. Μακάρι να είναι άλλη μια
παραίσθηση αυτηνής της ξεκουτιασμένης Μπολσεβίκας, θου Κύριε.
Ο
αδελφός Κύριλλος κάθισε ασθμαίνων στο πρώτο έδρανο που βρήκε κενό, γέμισε ένα
νεροπότηρο ρακή, κατέβασε το μισό και ακούμπησε το ποτήρι στο μάρμαρο.
Πέσαμε επάνω του όλοι μαζί και μ’ ένα στόμα ρωτήσαμε αγωνιωδώς: «Ποιος
το’ κανε, ποιος»;
Και
ο καθένας χώρια: «Μήπως ο Μαζιώτης;
Μήπως ο Ξηρός; Μήπως ο Κουφοντίνας»;
Ο
αδελφός Χαλανδαρίτης απάντησε χτυπώντας την παλάμι του πάνω στο μηρό του, ψηλά
προς τον γλουτό: «Νιέτ, νιέτ, νιέτ! Γιούλα Τιμοσένκο μπέσε, Σπιούνα κατόλικα». Και κατέβασε μονορούφι την υπόλοιπη ρακή που απόμεινε στο ποτήρι
του.
Τα
πράγματα γινόντουσαν δύσκολα. Ο εχθρός δεν ήταν πλέον «αντε πόρτας», ήταν ήδη
μέσα. Λίγο οι ετερόκλητες συμμαχίες δια της ευθείας οδού, λίγο οι υποχωρήσεις
δια της πλαγίας οδού και το ηθικόν καταβάλλεται.
Ξαναπέσαμε
επάνω του όλοι μαζί οι αδελφοί: «Και πως φτάσαμε ρε Κύριλλε μέχρι Σόροβιτς οι
κουφάλες;»
Ο
Κύριλλος σήκωσε το κεφάλι, μας κοίταξε έναν έναν ασκαραμυκτί προσπαθώντας να
μας κατανοήσει και είπε κουρασμένα: «Πιο Σόροβιτς βρε ευλογημένοι (δεν είπε
ακριβώς έτσι), στο Χάρκοβο έγινε! Κουλάρισε».
Αδελφοί, αν τον συναντήσετε αύριο στη διαδρομή από Ιβήρων μέχρι
Χελανδάρι, πρησμένο, μελανιασμένο και κουρεμένο, να μην πιστέψετε ότι έπεσε από
το μουλάρι. Απλώς τα νεύρα μας είναι λίγο εξιταρισμένα, όπως λέμε εδώ στη
σκήτη. Εξάλλου ο αδελφός Πορφύριος εδήλωσε ότι το ματς μόλις άρχισε.
Από
μέσα ακούστηκε η φωνή του αδερφού Εφραίμ:
«Μπείτε
μέσα, μη σας πάρει, διότι ξεκινώ την παραβολή».
Μαζευτήκαμε σιωπηλοί στη σκήτη. Ο γέροντας δεν αστειευόταν. Ξεκίνησε με
το Γ’ κεφάλαιο της Αποκάλυψης του Ιωάννου.
Μας
έπιασε ρίγος. «Οίδα σου τα έργα, ότι ούτε ψυκρος ει ούτε ζεστός. Όφελον ψυχρός ης ή
ζεστός».
Διάβασε
την απορία στα πρόσωπά μας και είπε: «Είστε ντουγάνια. Θα το σπάσω σε ψιλά μπας
και το καταλάβετε, διότι ο Γαβριηλίδης θα μας κόψει, τα θέλει σύντομα».
Και
συνέχισε: «Την τελευταία ημέρα των νηστειών, ο αδελφός ΔΗΜΑΡ-ατος, πήρε υπό μάλης το Ζεμπίλι
του και ανηφόρισε να συλλέξει ελιές από
το νέο ελαιόδενδρο που φύτρωσε στη μονή Σουρδίας.
Επέστρεψε άπρακτος διότι το δένδρο ήταν στέρφο. Κι ένα πουλί κελάηδησε μ’
ανθρώπινη λαλίτσα: «Όσα μαυρίζουν γύρω σου απέχουνε από τους
καρπούς δεκάδες παρασάγκες. Κι εγώ για ελιές τα πέρασα με είναι κακαράγκες».
Έτσι
επαληθεύθη το ρηθέν υπό των προφητών «ΠΑΣΟΚ κι ελιά η ίδια κουτσουλιά» και έκλεισε μ’ ένα Ειρήνη υμίν…
Εκ της σκήτης Φιλελλήνων
Ο αδελφός Ιωάννης ο Σχολαστικός
Κατά κόσμον ΕΛΕ
ΥΓ: Από την ιεραποστολή εκ της Γηραιάς
Αλβιώνος, έλαβα ένα Λακωνικό σχολιασμό. «Ο σύντροφος γραμματέας μαζί με τον ελ
χενεραλίσιμο!». Τον αναφέρω μόνο
επειδή μας θύμισε ένα παλιό στίχο σ’ ένα τραγούδι του Σαββόπουλου «…και η παρθένα με τον Σατανά».
Και εις έτη πολλά…
ΑΥΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΓΟΥΝ ΣΕ ΒΙΒΛΙΟ!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΡΟΣΚΥΝΩ ΠΑΝΟΣΙΟΛΟΓΙΟΤΑΤΕ.
Τι θελει να πει ο ποιητης...???Ρε παιδια???
Διαγραφή