Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Ο «Γύρος του θανάτου»…



Γράφει ο ΑΘΡ (Στο ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)
…Ελάτε να ελέπετε,
ελάτε να τερείτε,
τα μέτερα παιδόπα,
να καλκεύουσι τα τρανά
τα μοτοσικλέτας,
να ορεύουσι, ομάλε – ομάλε,  τα ξύλινα τοιχώματα…

ακούγονταν απ’ το μεγάφωνο στη «διαπασών», σ’ όλο το τοτινό πανηγυριώτικο Αμύνταιο, ανάμεσα σε μαρσαρίσματα μηχανών, το κάλεσμα του μεγαλύτερου σόου του πανηγυριού μας, ο «Γύρος του θανάτου».
  Η διαπεραστική φωνή του γραφικού Πόντιου σπήκερ απ’ το μεγάφωνο και τα μαρσαρίσματα των μηχανών που κυλούσαν δαιμονισμένα πάνω σε κυλίνδρους στην είσοδο του «βαρελιού», σαν επίδειξη πρόσκληση στο κοινό που χάζευε με ανοιχτό το στόμα, γίνονταν πάντοτε πριν την έναρξη του επικίνδυνου σόου μέσα στον ξύλινο πύργο.
  Όταν άρχιζε το πρόγραμμα της επίδειξης, σταματούσε κάθε άλλος θόρυβος, ακόμα και ο ψίθυρος των θεατών, που με κομμένη ανάσα έβλεπαν το παράτολμο αυτό σόου των ακροβατών – μοτοσικλετιστών, που πιθανόν για λόγους ασφάλειας, σταμάτησε σαν επίδειξη εδώ και 10 
  – 20  χρόνια.
  Ακόμα πιο περίεργα – δελεαστικά, ηχούσε εκείνη η σοβαροφανής ειδοποίηση του εκφωνητή, που παρακαλούσε να μην προσέρχονται στο θέαμα οι έγκυες κι όσοι πάσχουν από καρδιά!!!
  Ε, αυτό κι αν ήταν δέλεαρ για όλους, αφού εκτός από τις πάμπολες τότε έγκυες, ελάχιστοι είχαν ή γνώριζαν ότι έχουν καρδιά κι έτσι αποφάσιζαν και σχεδόν όλοι πλησίαζαν το ταμείο των εισιτηρίων τους.
  Ήταν κι ένα τεστ αντοχής στα δύσκολα. Τότε που αγνοούσαμε τα «εξτρίμ σπορ» με τα παράτολμα ρεκόρ τους, λόγω απουσίας της TV.
  Τότε, που κυριαρχούσε, τελείως ανόητα, σαν άσκηση η «Σουηδική γυμναστική»… Ανάταση, διάσταση, οκλαδόν, σημειωτών!
  Σήμερα, με την εξοικείωση μας απ’ τα ΜΜΕ στα «εξτρίμ σπορ», αισθανόμαστε σχεδόν όλοι έτοιμοι ν’ ανεβούμε τα Ιμαλάϊα, να πηδήξουμε ανετότατα χωρίς αλεξίπτωτο απ’ το αεροπλάνο ή να κολυμπήσουμε παρέα με καρχαρίες…
  Τα χρόνια πριν την TV, το δύσκολο, το επικίνδυνο σπορ, είχε όλη την αλήθεια και τη βαρύτητα του και κανείς λογικός δεν διανοείτο ότι μπορεί να καταφέρει το ακατόρθωτο.
  Είναι άλλο πράγμα να βλέπεις το «Γύρο του θανάτου» μια φορά το χρόνο στο πανηγύρι του χωριού κι άλλο καθημερινά χιλιάδες εικόνες επικίνδυνων υπερβολών απ’ την οθόνη της TV.
  Έκλεινε τα παράθυρα του σχολείου μας ο Ζούλας, ο Αντωνιάδης, ο Παπαπέτρου, να μπορέσει να αρθρώσει λίγη ιστορία, λίγη γεωγραφία, κάποιο κείμενο.
  Το μαγικό, απ’ το μεγάφωνο, Ποντιακό κάλεσμα, σαν το τραγούδι των σειρήνων του Οδυσσέα, πλημμύριζε τ’ αφτιά και την καρδιά μας, για 3-4-5 μέρες πάντα τέτοια εποχή. Είμαι σιγουρότατος ότι μόνο «τρελο»-Πόντιοι ασχολούνταν με τον «Γύρο του θανάτου».
  Μέχρι το ’60, ο «Γύρος του θανάτου» στήνονταν μέσα στο παζάρι. Δίπλα στο σημερινό χρυσοχοείο του Ντάνη (τότε ξυλόφουρνος των Μπάντηδων).
  Άλλωστε, όλο το πανηγύρι, τότε, χωρούσε άνετα μέσα στην πλατεία Αγοράς! Κι ας είχε 2-3 θέατρα, κούνιες, αλογάκια και ταβέρνες με ψάθα, που σέρβιραν κεμπάπια και μπρούσκο κρασί.
  Τα εμπορεύματα ήταν ελάχιστα. Σχεδόν τα πλείστα φλοκάτες και μάλλινα για το χειμώνα.
  Γύρω στα ’60, ο «Γύρος του θανάτου», οι κούνιες και τα αλογάκια, πήγαν στον άκτιστο τότε χώρο της Εθνικής – Αγροτικής Τράπεζας.
  Στα τελευταία του ο «Γύρος», επί χούντας, στήθηκε στην πλατεία Αγίου Κωνσταντίνου, δίπλα στις σκάλες της εκκλησίας.
  Η αύξηση του χώρου του πανηγυριού, χρόνο με το χρόνο, που σήμερα καταλαμβάνει όλο το κέντρο της πόλης, μπορεί ν’ αποτυπώσει παραστατικά την αύξηση του καταναλωτισμού και το άνοιγμα των αγορών του κόσμου, που έφερε την πλημμυρίδα των προϊόντων και την αλλαγή στον τρόπο αγορών μας.
  Ένας ξύλινος πύργος, με σοφά συναρμολογούμενα μέρη, ύψους 6 περίπου μέτρων κι άλλο τόσο διάμετρο, μ’ έναν περιμετρικό εξώστη – διάζωμα στο πάνω του μέρος, με δύο σκάλες ανόδου – καθόδου, σκεπασμένος με τέντα κι έναν εξώστη μπροστά όπου κάναν επίδειξη οι μηχανές, ήταν ο χαμένος πλέον απ’ την ιστορία της ακροβασίας, «Γύρος του θανάτου».
  Αποδείκνυε στην πράξη, τη δράση της «φυγόκεντρης δύναμης» της φυσικής, αφού μπορούσαν να περιστρέφονται κάθετα στα τοιχώματα 2-3 μηχανές συγχρόνως, με κόλπα, με διασταυρούμενες τροχιές, πάνω κάτω, με δεμένα τα μάτια, χωρίς να κρατούν τιμόνι, με μεγάλη ταχύτητα, που έκανε τους θεατές να χτυποκαρδούν σαν να οδηγούσαν οι ίδιοι.
  Φυσικά, εκτός απ’ τη «φυγόκεντρη δύναμη» της φυσικής, εδώ είχε δράση και η ικανότητα και το θάρρος και η «τρέλα» των οδηγών, των δαιμόνιων αυτών μηχανών.
  Κάποτε γυρνούσε τα τοιχώματα κι ένα μικρό τετράτροχο όχημα, κάποτε και ποδήλατο που ισορροπούσε γυρίζοντας γύρω – γύρω στα τοιχώματα.
  Το ανεπανάληπτο όμως και θορυβώδες θέαμα έκαμναν οι μοτοσικλέτες, που ούρλιαζαν χωρίς εξάτμιση, σαν δαίμονες της κολάσεως.
  Πάντα, πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα, ζητούσε απ’ το μεγάφωνο ο σπήκερ την οικονομική βοήθεια για τους αγωνιζόμενους μοτοσικλετιστές, που ήταν ανασφάλιστοι. Κι έριχναν οι θεατές από ψηλά, στον πάτο του πηγαδιού, κέρματα, φραγκοδίφραγκα κι ευχαριστούσαν με υπόκλιση οι ακροβάτες ιπποτικά και θεατρικά, σαν μονομάχοι Ρωμαϊκής αρένας ή Σπανιόλοι ταυρομάχοι.
  Ύστερα – ξαφνικά, σταματούσαν μουσικές και παρλάτες, απόλυτη σιωπή. Η αγωνία και η προσμονή στο έπακρο. Οι μανιβέλες έβαζαν μπροστά με εκκωφαντικό θόρυβο τις μηχανές, σταυροκοπούνταν ευλαβικά οι οδηγοί, πράγμα που σήμαινε για το πλήθος την επικινδυνότητα του εγχειρήματος τους κι ανέβαζε στα ύψη την αδρεναλίνη του φιλοθεάμονος κοινού, που πάντα –κακά τα ψέματα- ενδόψυχα, θέλει και λίγο αίμα στην αρένα –διαχρονικό υπόλειμμα- απ’ τα χρόνια του «άρτος και θεάματα»..
  Φορούσαν λοιπόν το κράνος οι οδηγοί και «κάλκευαν», κατά τον πόντιο σπήκερ, «τα  τρανά τα μοτοσικλέτας» και άρχιζαν τους ατέλειωτους γύρους, που τρόμαζαν τη ψυχούλα μας.
  Οι οδηγοί θύμιζαν στο ντύσιμο τον «Ξένοιαστο καβαλάρη», τον Πήτερ Φόντα του σινεμά, πολύ πριν λανσάρει αυτός το στυλ αυτό. Πάντοτε δερμάτινες μπότες. Μαύρο στενό παντελόνι με σιρίτι πλάι, πουκάμισο πλουμιστό, ανοιχτό στο στήθος, γιλέκο με κρόσσια συνήθως πέτσινο. Μαλλί, με πλούσια χαίτη, ν’ ανεμίζει…
  Φαντάζομαι, οι κοπελιές της εποχής να ‘ταν όλες ερωτευμένες μ’ αυτούς τους ατίθασους, ριψοκίνδυνους καβαλάρηδες, που μύριζαν ελευθερία, αντριλίκι, καπνό και βενζίνη και μυστήριο.
  Εμείς οι άλλοι, μικροί μεγάλοι, ήμασταν αν όχι ερωτευμένοι, σίγουρα μαγεμένοι απ’ τις μισόγυμνες χορεύτριες που κουνιόντουσαν λάγνα στη μουσική κλαρίνου, ακορντεόν και νταουλιού, στα 2-3 θέατρα που στήνονταν, με φακίρηδες και πάντα τον απαραίτητο βόα… να τυλίγεται ναζιάρικα στο σώμα της χορεύτριας.
  Το μεγάλο θέατρο ήταν σοβαρό, του Γιώργου Παππά, με έργα Γκόλφω και Αγαπητικό της Βοσκοπούλας και άλλα φουσταλενοφόρα, βλαχο-λυρικά σκετσάκια.
  Πάμπολες ώρες απ’ τη ζωή μας φάγαμε έξω απ’ τον εξώστη του «Γύρου του θανάτου», ακούγοντας αχόρταγα το μαρσάρισμα των μηχανών και εισπνέοντας απολαυστικά τη μυρωδιά της βενζίνης, μαζί με πλούσια σε λάδια καυσαέρια.
  Μόνο τα ποντιακά του σπήκερ του συγκροτήματος μας προσγείωναν στα καθ’ ημάς, αλλιώς, αν ακούγαμε και κάποια Αγγλο-Ισπανικά το όνειρο που ζούσαμε, θα έδενε τέλεια με τους ήρωες της «Μάσκας», του «Μυστήριο», του «Μικρού Ήρωα» που μας ταξίδευαν στο όνειρο οι περιπετειώδεις ιστορίες τους.
  Θυμάμαι μια έκθεση της Γ’ Γυμνασίου, του φίλου μου του Λάκη, όταν μας έβαλε για θέμα η καθηγήτρια, να γράψουμε ελεύθερα – ό,τι θέλουμε.
  Ο Λάκης, μετέφερε στο τετράδιο μια περιπέτεια πιστολέρων, που είχε πρόσφατα διαβάσει στη «Μάσκα», με πρωταγωνιστή τον ίδιο…
  Ένα ατέλειωτο τσ, τσ, τσ, ακούγονταν απ’ τους ψιλοτρομαγμένους, μαγεμένους κι έκθαμβους θεατές, που κατέβαιναν προσεκτικά τη σκάλα της εξόδου, στο τέλος της παράστασης, με το βούισμα των μηχανών ακόμη στ’ αφτιά τους.
  Η μαγεία του θεάματος ξεχείλιζε τη ψυχή τους, απολαυστικά – χορταστικά, που θα κάλυπτε έναν ολόκληρο χρόνο.
  Τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ, μέχρι αργά, κουβαλούσαν καραβάνια ατελείωτα από προσκυνητές – πανηγυριστές, που γύριζαν χορτασμένοι, ευτυχισμένοι στα χωριά τους, με γεμάτα τα χέρια τους δέματα, με τα απαραίτητα ψώνια της χρονιάς και οπωσδήποτε κάποιο παιχνίδι, μια σβούρα, μια κούκλα. Κι ένας φακός, ένας σουγιάς, ζέσταινε τα παιδικά χέρια, τρόπαιο του πανηγυριού.
  Άντε και του χρόνου, φίλοι μου, να χαρούμε το πανηγύρι μας στην πόλη μας, που σιγοσβήνει …δυστυχώς.
  (Κατά περίεργο τρόπο, τα πανηγύρια έχουν ξεφύγει, τουλάχιστον προσώρας, απ’ το στραγγάλισμα της τρόικας).
  Raus, verboten, alles kaput, πανηγυριέν!!!
  Βρε ούστ… εγγονάκια του Χίτλερ, ο «Γύρος του θανάτου» δεν πεθαίνει… Ο Γιώργος Θαλάσσης ζει…

1 σχόλιο:

  1. ΚΙ Ο ΠΑΓΚΡΑΤΙΔΗΣ ΕΡΧΟΤΑΝ ΣΤΟ ΑΜΥΝΤΑΙΟ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΓΥΡΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΟΠΩΣ ΓΡΑΦΕΙ Ο θΕΣΣΑΛΟΝΙΚΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ Θ. ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ, ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΙΤΛΟ....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.