Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Επιτάφια επιγράμματα...



  (Του Α.Θ.Ρ. απο το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)
  Απ’ το σχολείο, εκείνο που όλοι θυμόμαστε σαν επιτάφιο επίγραμμα, είναι αυτό του  Σιμωνίδη στον Τύμβο των πεσόντων Σπαρτιατών του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες: «Ω ξειν, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις …».
  Έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο Γάλλου Ελληνιστή (DENIS ROCQUES), των εκδόσεων Άγρα, φυσικά σε μετάφραση, μ’ ένα απάνθισμα Επιτάφιου Λόγου, μιας εποχής 1000 ετών, ελληνικής πολιτιστικής κυριαρχίας.


  Επιτύμβια που βρέθηκαν σ’ όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, αλλά και στο μακρινό Αφγανιστάν και τα βάθη της Μ. Ασίας και της Μέσης Ανατολής και καλύπτουν από τον 5ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 5ο μ.Χ.
  Ένα απάνθισμα ποιητικό, ανθρώπινο, συγκινητικό, χωρίς διόλου μελό και κλάψα, χωρίς προσδοκίες μεταθανάτιες παρηγοριάς,   που   συνοδεύουν
  στην αιωνιότητα το αποδημήσαν προσφιλές πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται.
  Χωρίς τίποτε άλλο να γνωρίζεις γι’ αυτόν τον μυστήριο Λαό, μπορείς με μόνο αυτό το ντοκουμέντο να εκτιμήσεις τον πολιτισμό του, τη μεγαλοσύνη του, την ωριμότητα του, τη σπανιότητα του.
  Και φυσικά, να συγκρίνεις την ποιότητα, την ομοιότητα, τη συνέχεια όλων ημών που κατέχουμε την αποκλειστική διαθήκη της κληρονομιάς του θαυμαστού κλασικού Ελληνικού πολιτισμού και κονομάμε χρήμα και υπόληψη διεθνώς και υπάρχουμε σαν έθνος και κρατική οντότητα.
  Φυσικά, ένα που είναι αδιαμφισβήτητο, από τα 3.000 επιγράμματα που βρέθηκαν μέχρι το 1989, είναι η Ελληνική γλώσσα.
  Ίσως το μόνο «χειροπιαστό» δεδομένο που μας δένει με το Αρχαίο κόσμο των Ελλήνων…
  Όσο γι’ αυτό, ας είναι καλά εκείνος ο σοφός Μακεδόνας, γιος του στρατηγού Πτολεμαίου του Αλέξανδρου, επίγονος του και σατράπης της Αιγύπτου, ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος, με καταγωγή την Εορδαία, που σκέφτηκε να μεταφράσει με τους «εβδομήκοντα» την Παλιά Διαθήκη από τα Εβραϊκά, στην Αλεξανδρινή Ελληνική γλώσσα, κυρίαρχη στον τότε γνωστό κόσμο.
  Η μετ’ ολίγον νέα θρησκεία, ο Χριστιανισμός, με την ορμή του νέου και τη θεσμοθέτηση της απ’ το Βυζαντινό κράτος, διατήρησαν μέσω της διάδοσης των Ευαγγελίων την Ελληνική γλώσσα, που θα ‘χε χαθεί σίγουρα στην πορεία των χιλιετιών, όπως χάθηκαν τόσες αρχαίες γλώσσες άλλων Λαών.
Φυσικά και η σχετική ανεκτικότητα στο διαφορετικό της πολυφυλετικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας που, στα 400 – 500 χρόνια σκλαβιάς, θα μπορούσε –αν το ήθελε- να εξαφανίσει από προσώπου γης κάθε διαφορετικότητα (στην παράγραφο αυτή θέλω ψύχραιμες κριτικές και όχι κορώνες αφοριστικές από κάποιους).
  Ο Πατριάρχης της Πόλης είχε δοσμένη απ’ τον Μωάμεθ τον Β’ εξουσία θρησκευτική και διοικητική πάνω στο υπόδουλο γένος των Ρωμιών (Ρουμ Μιλιέτ). Η απολυτότητα ενός εθνικού φανατισμού δεν προσιδιάζει πάντα με την επστημονικότητα και την αλήθεια. Και είναι άλλο οι όμορφες ιστοριούλες για παιδιά.
  Κανείς ποτέ –σε βάθος χρόνου- δεν έχασε απ’ την προσήλωση του στην αλήθεια, όσο σκληρή προσωρινά κι αν είναι.
  Το παράδειγμα της οικονομικής φούσκας που ζήσαμε όλοι για 2-3 δεκαετίες στην Ελλάδα, απείχε από την αληθινή θεώρηση της πραγματικότητας και είχε κόστος η αναγνώριση της για το πολιτικό σύστημα. Αυτό πληρώνουμε οδυνηρά σήμερα.
  Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, την τραγικότητα του θανάτου, ποιητικά, ρεαλιστικά, με φρόνηση, με σεβασμό, με πόνο, χωρίς υστερία.
- Διοσκουρίδου (3ος αιών π.Χ.), (Σε μετάφραση)
  Της Νικαρέτης και του Ευπόλιδος, η θυγατέρα η Λαμίσκη, που τη στερνή πνοή της άφησε, στης γέννας τις οδύνες, στις Λιβυκές ακτές, κοντά στο Νείλο, κείται Σαμιώτισα το γένος. Είκοσι χρονώ. Τα δίδυμα της χάθηκαν κι εκείνα.
  Κι εσείς κορίτσια, που δώρα στη λεχώνα φέρνετε, πάνω στο μνήμα το ψυχρό, θερμό το δάκρυ χύστε.
- Καλλιμάχου (4ος – 3ος αιών π.Χ.)
  Τριώ χρονών, και στο πηγάδι, έπαιζε ο Αρχιάναξ.
  Της μορφής του, το άλαλο είδωλο τον δελέασε.
  Και κάθυγρο τον άρπαξε απ’ το νερό η μάνα.
  Νάχει ζωή; Ίχνος ζωής; -Αυτό έτρωγε το νου της.
  Τις Νύμφες όχι, τ’ αγγελούδι δεν τις μίανε. Τώρα, στα γόνατα της μάνας του, ύπνον αξύπνητο κοιμάται.
- Αντίπατρου Θεσσαλονικέως (εποχή Αυγούστου)
  «Αχ, πως τη γέννα η γυναίκα να ευχηθεί» στέναξε η Πολυξώ – Τόκος τριπλός τα σωθικά της έσκιζε.
  Στα χέρια πέφτει της μαμής νεκρή.    
  Απ’ τις λαγόνες της, γλιστρούν αγόρια τρία. Γόνος ζωής από νεκρή μητέρα.
  Α!, κάποιος θεός της πήρε τη ζωή, στα τέκνα της, να τη χαρίσει.
- Ανύτης Τεγεάτιδος (3ος π.Χ.)
  Το μνήμα ετούτο, για το άλογο του το πολεμικώτατο το ‘στησε.
  Ο Δάμης. Στο πορφυρό του στέρνο, το έπληξε ο Άρης. Μαύρο το αίμα και ζεστό πετάχτηκε απ’ το σκληρό του δέρμα, κι από τα’ απαίσιο φονικό, ποτίστηκε το χώμα.
- Ασκληπιάδου Σάμιου (3ος π.Χ.)
  Την Αρχιάνασα κρατώ, εταίρα απ’ του Κολοφώνα. Που, ως και στις ρυτίδες της, έδρευε ο έρωτας.
  Α, οι εραστές εσείς, που δρέψατε την ήβη της όταν πρωτοάνθιζε, και ποια η πυρκαγιά που διανύσατε;
- Ανώνυμου
  Στον έρωτα και στο ηδύ της Αφροδίτης έργο ήκμαζες, μα, σφράγισες τα μάτια σου τα γλυκά Πατροφίλη.
  Τα εύγλωτά σου θέλγητρα εσίγησαν, πάει το τραγούδι, η μουσική, οι άπληστες προπόσεις πάνε.
  Άδη αμετάπιστε, γιατί μας άρπαξες τη ποθητή μας συντροφιά; Η μην, και τα δικά σου τα μυαλά, τα πήρε η Κυπρίς;
- Στατύλλιου Φλάκκου (1ος π.Χ.)
  Σώθηκε απ’ τη λαίλαπα και τη μανία της θάλασσας, και τώρα κείται ναυαγός, στη Λιβυκή αμμουδιά, όχι μακριά απ’ την ακτή. Ξεπνοημένος και γυμνός, ύπνον βαθύ κοιμάται, ο καραβοτσακισμένος.
  Κι οχιά ολέθρια τον σκοτώνει. Μάταια λοιπόν πολέμησες τα κύματα, σπεύδοντας στη στεριά και στη μοίρα, που όφειλες;
- Ισιδώρου Αιγεάτου
  Μήτε η θύελα, μήτε των αστεριών η δύση, μήτε της Λιβυκής τα κύματα επήραν τον Νικόδημο.
  Η άπνοια έδεσε το πλοίο του, κι ο δυστυχής – του έφρυξε η δίψα.
  Έτσι με τους ανέμους: ανάθεμα για τους θαλασσινούς, ή πνέουν, ή δεν πνέουν.
- Ανώνυμου
  Πικρό, αλίμονο, κακό, γαμπρό ή νύφη να θρηνείς.
  Μα ουδένα πένθος πιο βαρύ, απ’ το διπλό χαμό τους, σαν τον χαμό της Εύπολης και του Λυκάντιου, της καλός του, που ο γάμος τους τελεύτησε, την πρώτη μόλις νύχτα, όταν σωριάστηκε το δώμα.
  Θρηνεί τη κόρη του ο Εύδικος, τον γιο του κλαίει ο Νίκις.
- Λουκιανού (2ος μ.Χ.)
  Πέντε χρονώ παιδί, αμέριμνη η ψυχούλα μου. Κι άκαρδος με άρπαξε ο Άδης. Καλλίμαχο με λέγαν. Μα μη με κλαις – μικρή ζωή μου στάθηκε, αλλά και στης ζωής τα βάσανα, μικρό μερίδιο είχα.
- Ανώνυμου
  Ετών εξήντα. Διονύσιος απ’ τη Ταρσό. Εν δάδε κείμαι. Άγαμος. Μακάρι κι ο πατέρας μου, άγαμος να ‘χε μείνει.
- Καλλίμαχου (4ος – 3ος π.Χ.)
- Τώρα που πέθανες πες μου Τίμων: το σκότος ή το φως, ο εχθρός σου;
- Το σκότος. Γιατί στον Άδη, οι περισσότεροι σας βρίσκονται.
- Ανώνυμου
  Όσα έφαγα, όσα μ’ αλαζονεία έπραξα, όσα τερπνά στον έρωτα διδάχτηκα, αυτά κρατώ. Μα τα μεγάλα πλούτη μου, όλα χαθήκαν.
- Ανώνυμου
  Βασανισμένος από φτώχεια και γεράματα, κι ουδέ ψυχή δε βρέθηκε, για να με συμπονέσει.
  Αργά στο μνήμα μ’ έφεραν τρεμάμενα τα πόδια, να βρω το τέλος μιας ζωής ελεεινής.
Κι ο νόμος άλλαξε για με. Δε θα πεθάνω πρώτα, κι ύστερα η ταφή μου, παρά, θε να ταφώ για να πεθάνω.
- Σιμωνίδου του Κείου
  Πολύ ήπια, πολύ έφαγα, πολλά κακά για τους ανθρώπους είπα. Και τώρα κείμαι. Τιμοκρέων Ρόδιος.
- Απολλωνίδου Σμυρνέως (1ος μ.Χ.)
  Πρώτος απέθανεν Ηλιόδωρος, και μια ανάσα έπειτα η Διογένεια, για να βρει τον καλό της, κίνησε.
- Αντιπάτρου Θεσσαλονικέως (εποχή Αυγούστου).
  Δεν ξέρω – το Διόνυσο να ψάξω, ή τη βροχή του Δία; Και τα δυό, γλιστρούν τα πόδια.
  Στην εξοχή ευωχήθηκε ο Πολύξενος, στο γυρισμό, πέφτει σε λόφο γλιστερό, τσακίζεται. Τώρα μακρυά απ’ την Αιολίδα Σμύρνη, κείται. Ά το σκοτάδι της νυκτός να το φοβάστε! Αν βρέχει, κι είστε κιόλας μεθυσμένοι.
- Καλλιμάχου (5ος – 3ος π.Χ.)
  Την πάσα ελπίδα του εδώ απέθεσεν ο Φίλιππος. Το γιο του τον Νικοτελή! Μόλις δώδεκα χρονώ.
- Λεωνίδα Ταραντίνου (3ος π.Χ.)
  Να η Τιμόκλεια, η Φιλώ, η Αριστώ, η Τιμαιθώ, του Αριστόδικου οι θυγατέρες όλες, οι ωδίνες τις θανάτωσαν. Τάφο κοινό τους έστησε ο πατέρας τους. Και πέθανε.
  Ατέλειωτα (3.000) επιτύμβια επιγράμματα, χρυσή κληρονομιά μας, κι όλο και νέα ανακαλύπτονται.
  Ποια ΑΟΖ και ποιο πετρέλαιο κι αέριο, που σίγουρα θα μας μπλέξουν και σε άλλα τράβαλα.
  Εδώ υπάρχει πλούτος, ντοκουμέντα, έγγραφα, διαπιστευτήρια, που κατέχουμε σαν μοναδικοί, χρυσοί κληρονόμοι.
  Και είναι λυπηρό να δείχνουμε μίζεροι, μικροί, φοβισμένοι, κακομοίρηδες, στενόμυαλοι, στενόκαρδοι, φανατικοί και μισαλλόδοξοι. Παρασυρμένοι στο παιχνίδι ακραίων εθνικιστών τύπου Γκρούεφσκι και των ομοίων του, ένθεν κι ένθεν.
 Ο Ελληνισμός θριάμβευσε στο ανοιχτό παιχνίδι, πέρα από σύνορα, φοβικές απαγορεύσεις, σε χρόνια πολύ πιο δύσκολα από το σήμερα.
  30 χρόνια είχε κλειστά τα σύνορα του το φασιστο-στρατοκρατικό ψευδοκράτος του Ντεκτάς, για Ελληνοκύπριους και Έλληνες.
  Κάποτε, ωφελιμιστικά σκεπτόμενο, τα άνοιξε.
    Στην πρώτη επίσκεψη στο κατεχόμενο χωριό της, η γυναίκα μου, κτυπούσε με τα δυο της χέρια και ούρλιαζε, την πόρτα του πατρικού της, που τώρα κατέχει Τούρκος έποικος. Ευτυχώς, δεν άνοιξε…
  Στη δεύτερη επίσκεψη μας, έκοψε ένα λεμόνι και κλαδάκια γιασεμιού απ’ την αυλή του πατρικού της και φύγαμε βουβοί και δακρυσμένοι…
  Στην τρίτη επίσκεψη μας, κάτσαμε στην ταβέρνα της πλατείας και φάγαμε «οφτόν κλέφτικον», μια κυπριακή σπεσιαλιτέ που τρων Έλληνες και Τούρκοι της Κύπρου και μιλήσαμε με Τουρκοκύπριους, πατριώτες της. Μας κέρασαν μάλιστα και τον καφέ.
  Τώρα, απλά προσπερνάμε το χωριό της και καταλήγουμε, όπως όλοι, στη μαγευτική – τουριστική Κερύνεια. Τρώμε γύρο και κεμπάπ μοσχαρίσιο, πίνουμε μπύρα Τούρκικη EFES και συνεχίζουμε στα μαγαζιά με τα ποιοτικά, μαϊμού - φίρμες, Τούρκικα είδη ρουχισμού. Όπως όλοι οι Ελληνοκύπριοι και Έλληνες τουρίστες. Έτσι απλά κι ανθρώπινα.
  Λίγα χιλιόμετρα μακριά απ’ τα πατρογονικά τους, βρίσκονται αποκλεισμένοι δεκάδες χιλιάδες θύματα μιας ανώμαλης – φοβερής εποχής.
  Οι πραγματικές Δημοκρατίες έχουν ανοχή και στον θεόμουρλο, πιστό του Χίτλερ, τον θαυμαστή του Κιμ - Ιλ -Σουνγκ, σε κάποιον που πιστεύει ότι είναι απόγονος του Φιλίππου, του Αλέξανδρου, ακόμα και του …Βουκεφάλα, απόγονος του Βουλγαροκτόνου Βασιλιά.
  Διαφορετικά, είναι Δημοκρατίες μόνο για τους θαυμαστές τους, πράγμα που αναιρεί την ουσία της έννοιας.
  Στην πρώτη, λοιπόν, μετά από 60 χρόνια επίσκεψη, ο υπέργηρος πολιτικός πρόσφυγας για τις ιδέες του –με τις οποίες οι πλείστοι δεν συμφωνούν- θα χτυπήσει την πόρτα του πατρογονικού του, στο οποίο εδώ και 50 χρόνια τώρα κατοικεί ένας φερμένος απ’ το κράτος, φτωχός Ηπειρώτης.
  Στη δεύτερη θα πιει τσίπουρα με εναπομείναντες – λιγοστούς συμπατριώτες του στο καφενείο του χωριού. Θα ανάψει ένα κερί στους τάφους των προγόνων του –αν έχουν απομείνει τέτοιοι-. Θα κλάψει και το βράδυ θα φύγει για το σημερινό του σπίτι, που έχει την οικογένειά του.
  Στην τρίτη του επίσκεψη θα πάει με τα εγγόνια του για ψώνια στη Σαλονίκη και μπάνιο στη Χαλκιδική, όπως έκαμναν 2000 χρόνια οι πρόγονοί του.
  Πάλι δήμαρχος της πόλης του, νομάρχης του χωριού, θα είναι ο Χι, Ψι, ο Πανίκας, ο Παπαγεωργόπουλος, ο Μπουτάρης ο Βλάχος, που άρχισε να ζωντανεύει και να αλλάζει την πόλη του στη σημερινή δύσκολη εποχή.
  Το αστείο της υπόθεσης –αν υπάρχει αστείο- είναι ότι, τα σύνορα μας που έγιναν σουρωτήρι για τον Αφγανό, Πακιστανό, Νιγηριανό, καλά οι Αλβανοί πλέον είναι μισοί Έλληνες, τα τρύπια μας αυτά σύνορα, είναι Βερολινέζικο τοίχος γι’ αυτόν που έχει θαμμένες γενιές και γενιές σ’ αυτό τον τόπο κι έχει ακόμη αδέλφια στη ζωή.
  Ξέρω τον αντίλογο και τον περιμένω…
  Εκείνο που σιχαίνομαι είναι η υστερία του φανατικού.
  Κάποτε, όλοι στρεβλά πίστευαν ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω απ’ τη γη, σαν θεϊκός νόμος, και ρίχναν στην πυρά όποιον το αμφισβητούσε, απ’ την οποία φτηνά τη γλύτωσε ο Γαλιλαίος, όπως έξυπνα μας θυμίζει η σχετική διαφήμιση του ΟΠΑΠ.
  Σήμερα, ευτυχώς –προσώρας- «πυρά» δεν υπάρχει… Υπάρχουν όμως πάμπολοι που πιστεύουν σοβαρά ότι κάποιος αόρατος εχθρός μας «ψεκάζει» από ψηλά!
  Ο θεός των Ελλήνων να μας φυλάει.

ΥΓ. α) Πόσο έχουν αναφέρει οι καθηγητές και δάσκαλοι ότι μιλάμε Ελληνικά και είμαστε Έλληνες, εξ’ αιτίας ενός κοντοχωριανού μας Μακεδόνα…
  Πιθανόν να μην το ξέρουν ούτε οι Πτολεμαϊδιώτες.
β) Τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας που έφτιαξε και περιείχε όλη τη σοφία του Αρχαίου κόσμου, μια φορά την έκαψε ο Ιούλιος Καίσαρας και μια φορά ο Μέγας!!! Θεοδόσιος (τρομάρα του).
γ) Όταν ένας κάτοχος γης – περιουσίας νοιώθει απειλούμενος κι αδικημένος μόνιμα απ’ όλους τους περίοικους – γειτόνους του (Τούρκους, Βούλγαρους, «ακατονόμαστους», Αλβανούς), είναι σίγουρο ή ότι λογικά κάπου υπερβάλει ή πάσχει από «μανία» καταδίωξης»…
Καλή νύχτα μας.

3 σχόλια:

  1. Ασπρισε και ηρέμησε λίγο ο βαλκάνιος γιατρός, ου γαρ έρχεται μόνον...
    Μετά τα 70 δεν υπάρχουν καλές και κακές απόψεις Φίλοι ή εχθροί της Δημοκρατίας κλπ
    Υπάρχουν μόνο γέροι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γιατρέ,λες πως
    "Υπάρχουν όμως πάμπολοι που πιστεύουν σοβαρά ότι κάποιος αόρατος εχθρός μας «ψεκάζει» από ψηλά!"

    Αν ήξερες θα ένιωθες ντροπή γι αυτό που γράφεις.
    Οι αεροψεκασμοί υπάρχουν, και γίνονται σε ολόκληρο τον κόσμο.
    Έχουν μιλήσει γι αυτό οι μεγαλύτεροι επιστήμονες.
    Ο λόγος: Όχι δεν θέλουν να μας δηλητηριάσουν (αν και από αυτούς δεν αποκλείεται τίποτα), θέλουν να ελέγξουν το κλίμα, με πολύ επικίνδυνο τρόπο όμως, και με πολύ επικίνδυνες ουσίες.
    Ψαξε το πρώτα, δεν κάνει κακό...
    Μην χλευάζεις κάτι που αυριο μεθαύριο μπορεί να βγει αληθινό, κράτα και μια πισινή ρε αδερφέ, ποτέ δεν ξέρεις...

    όσο για το "Πόσο έχουν αναφέρει οι καθηγητές και δάσκαλοι ότι μιλάμε Ελληνικά και είμαστε Έλληνες, εξ’ αιτίας ενός κοντοχωριανού μας Μακεδόνα…
    Πιθανόν να μην το ξέρουν ούτε οι Πτολεμαϊδιώτες."
    Θα ήθελα μια ανάλυση επί αυτού.

    Και όσο για το "τα τρύπια μας αυτά σύνορα, είναι Βερολινέζικο τοίχος γι’ αυτόν που έχει θαμμένες γενιές και γενιές σ’ αυτό τον τόπο κι έχει ακόμη αδέλφια στη ζωή.",
    δυστυχώς έχεις δίκιο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. και που να τα εγραφε στα αγγλικα. παιδια, χρειαζεστε φροντιστηριο. η σιωπη ειναι χρυσος......

      Διαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.