Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Ενθύμιο Αμυνταίου: "O μπάρμπα Σταύρος και το κουτούκι του, μια ταβέρνα – μουσείο"…

Η μνήμη, όταν λειτουργεί σε παλιές αναφορές, σκαρώνει παράξενα παιχνίδια. Το γενικό χάνεται μέσα στον χρόνο και ξεπηδά το ειδικό, το μεμονωμένο. Και τότε μοιάζει με ένα σιωπηλό ναρκοπέδιο, που ξαφνικά σκάει μια νάρκη μέσα μας και μας τρομάζει.

  Στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου στο Αμύνταιο, (απέναντι από τον Σιδηροδρομικό σταθμό), βρισκόταν το «κουτούκι του Μπάρμπα Σταύρου»
  Ήταν τότε το σημείο αναφοράς όχι μόνο για τους ντόπιους καλοφαγάδες, αλλά και για επισκέπτες της περιοχής, που μαζί με το τσουχτερό κρύο, τα χιόνια, τον στρατό και το καλό κρασί, έκαναν γνωστό το Αμύνταιο σε όλη την Ελλάδα!
Βραδιές γεμάτες διασκέδαση, κέφι και νοσταλγία, με ζωντανή μουσική κάποιες φορές, μερακλίδικους μεζέδες στην λαδόκολλα και εκπλήξεις από τον πάντα κεφάτο Σταύρο Γρηγοριάδη  ξαναζωντάνεψαν στη μνήμη μου, όταν η κόρη του, κα Σούλη Βερυκούκη, σύζυγος του Δημήτρη Βερυκούκη, μου έδωσε το παρακάτω κείμενο που αρχικά δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα των Αθηνών το 1973.
  
  Ο συγγραφέας του, Αστέριος Λουκάς, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο, τις αναμνήσεις του από το οδοιπορικό του στην περιοχή του Αμυνταίου και ειδικά την εμπειρία του από το «κουτούκι του μπάρμπα Σταύρου» στο Αμύνταιο.
  Δυστυχώς, σήμερα, «το κουτούκι του μπάρμπα Σταύρου» παραμένει κλειστό και το μόνο που θυμίζει την παλιά του αίγλη είναι η προσωπογραφία του μπάρμπα Σταύρου στην είσοδο του μαγαζιού.
 

ΣΤΟ ΟΜΟΡΦΟ ΑΜΥΝΤΑΙΟ...
  "Στην όμορφη πόλη του Αμυνταίου του Νομού Φλωρίνης, πολλά έχει να θαυμάσει και προπάντων να γευτεί ο επισκέπτης. Παλιά πόλη με πλούσια ιστορία και παράδοση είναι γνωστή στο Πανελλήνιο για το καλό ντόπιο κρασί και για τους καλούς νόστιμους ντόπιους Αμυντιώτικους μεζέδες.
  Οι καιρικές συνθήκες θα πρέπει να έπαιξαν κι αυτές κάποιο ρόλο στις ασχολίες των κατοίκων. Τα κρύα, τα χιόνια και κυρίως οι άνεμοι που επικρατούν στην περιοχή, παγώνουν κυριολεκτικά τη ζωή της πόλεως. Και μάλιστα λένε ότι την παλιά ονομασία της, Σόροβιτς, σ' αυτό την οφείλει (Σόροβιτς–τούρκικη λέξη από το σορ = ρώτα και γκέτς = φύγε, δηλ. ρώτησε και φύγε. Απ' τα πολλά χιόνια και το δυνατό κρύο που επικρατεί κυρίως τους χειμωνιάτικους μήνες δεν είναι για να μένει κανείς εδώ. Έτσι οι κάτοικοι καλλιεργούσαν παλιά πολλά αμπέλια κι έβγαζαν κρασί πρώτης ποιότητος και δυνατό τσίπουρο πού σε άναβε ολόκληρο. Το δυνατό κρύο θέλει κρασί και τσίπουρο.
  Στο Αμύνταιο, το πρώτο που θα ζητήσει ο επισκέπτης είναι να δοκιμάσει το κρασί και τους ντόπιους μεζέδες. Το «Κουτούκι του Μπάρμπα Σταύρου» είναι το πιο ιδανικό μέρος γι' αυτή τη δουλειά.  
   Ακριβώς κάτω απ' το σιδηροδρομικό σταθμό έχει το μαγαζάκι του ο Μπάρμπα Σταύρος απ’ το 1940. Ό Σταύρος Γρηγοριάδης πού είναι σήμερα 74 ετών, πολέμησε με ηρωισμό στον πόλεμο με τους Ιταλούς για τη σωτηρία του τόπου του που υπεραγα¬πάει. Ντόπιος Αμυντιώτης, καλόκαρδος και φιλόξενος ασχολήθηκε στην αρχή με το να φτιάχνει κάρα. Μετά έφτιαξε το ταβερνάκι με τόση αγάπη και μαστοριά, ώστε σήμερα ν' αποτελεί μια πραγματική «φωλιά της παράδοσης». Μόλις πρωτομπαίνεις στην ταβέρνα, βλέπεις τα ξύλινα τραπέζια με τις ψάθινες καρέκλες ν’ απλώνονται ομοιόμορφα στο μικρό χώρο της τόσο ζεστής και φιλόξενης ταβέρνας.
Πάνω από κάθε τραπέζι κρέμεται μια νεροκολοκύθα πού μέσα της έχει μια λάμπα πού φωτίζει με το αχνό φως της όχι μακρύτερα απ' το τραπέζι. Κι έτσι δημιουργείται μια παράξενη, ζεστή ατμόσφαιρα που σε ξαφνιάζει. 
  Στη μέση της ταβέρνας υπάρχει ένα χώρισμα από καλαμιά και δίπλα πάνω σε ξύλα οξιάς είναι γραμμένα τα εξής: «Σκοπός μας είναι να ψήσουμε τα πρώτα  100 χρόνια  καλά.  Για  τα υπόλοιπα 80 θα δούμε...», «Κι αν καμιά γυναίκα σ' αφήσει, για δέκα το κρασί αξίζει», «Μεθύστε με κρασί, με ποίηση ή με ομορφιά. Δεν έχει σημασία όμως μεθύστε». 
  Και στους γύρω, τοίχους ξύλινες ταμπέλες γράφουν: «Πίνω για να ξεχνώ τον πόνο», «Ρετσίνα μου αγνή, Αγάπη μου ξανθιά, κεχριμπαρένια».
   Και σ’ ένα κιτρινισμένο απ' το χρόνο, χαρτί γράφει: «ΠΡΟΣΟΧΗ Ο ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗΣ ΠΙΝΕΙ ΤΡΑΚΑ»,«ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΙ ΜΟΥ ΕΙ-ΠΕ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ. ΝΑ ΠΙΩ 2  ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΩ ΣΤΙΣ 9, Ή ΝΑ ΠΙΩ ΕΝΝΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΩ ΣΤΙΣ 2».
  Πίσω απ’ τον πάγκο της κουζίνας, πάνω από τέσσερα μεγάλα ξύλινα βαρέλια υπάρχει μια μεγάλη ταμπέλα πού γράφει: «Το νερό αγαπητέ μου κάνει περισσότερο κακό απ’ το κρασί. Πώς το συμπεραίνεις αυτό; Τόσοι και τόσοι άνθρωποι έχουν πνιγεί στο νερό. ενώ στο κρασί δεν πνίγηκε κανείς ως τώρα».
 Πάνω σε μια παλιά παγωνιέρα βρίσκεται ή σχάρα όπου ψήνει ό ταβερνιάρης τα λουκάνικα τα σκορδάτα, τις χοιρινές μπριζόλες, τα σουβλάκια κ.λ.π. Δίπλα ή καρβουνόσομπα ζεσταίνει και ψήνει το ψωμί πάνω σ' ένα μεγάλο σιδερένιο δίσκο.
  Εδώ μπορεί κανείς να γευτεί ντόπιους Αμυντιώτικους μεζέδες. Λουκάνικα, λαρδί (χοιρινό λίπος), σουβλάκια χοιρινά, παϊδάκια, πιπεριές κόκκινες γλυκές, καφτερή, τουρσί πιπεριές, χοιρομέρι σπιτικό, κεφαλογραβιέρα (τυρί), πάπρικα πικάντικη κόκκινη, ψωμί ψημένο στην καρβουνόσομπα, χαλβά ντόπιο με λεμόνι και κανέλλα.
  Τους νόστιμους αυτούς μεζέδες ο μπάρμπα Σταύρος τους σερβίρει πάνω σε λαδόκολλα και ξύλο. Σε μια γωνιά του μαγαζιού είναι συγκεντρωμένα δεκάδες παλιά αντικείμενα πού τα χρησιμοποιού¬σαν οι Αμυντιώτες στα σπίτια τους και σε διάφορες άλλες ασχολίες τους.
  Σαμάρ', κολοκύθες, δρεπάνια πού θέριζαν τα χωράφια τα παλιά χρόνια, κουδούνια πού τα κρεμούσαν στα πρόβατα, δικράν' για τα χόρτα, τσαρούχια (βάρκες), μουτσούνες (σιδερένιο αντικείμενο πού το έβαζαν στη μούρη των λάδων για να μην τρώνε τα φύλλα άπ’ το καλαμπόκ' όταν όργωναν ή καθάριζαν το χωράφ' με το αλέτρι). Φτιαρ' πού ήταν για το λίχνισμα του σταριού, πέταλα από άλογα, τορβάδες πού κουβαλούσαν το φαγητό στα χωράφια, γάστρα όπου ψήναν φαγητά, πίττες, ψωμί κ.λπ. Πανέρια ψάθινα, τσικλίκ' ή ροδάν' όπου το μαλλί γίνονταν κλωστή, Λανάρ' όπου λανάριζαν το μαλλί, σταμνιά πήλινα, Φανάρ' πετρελαίου και ασετιλίνης, καβουρδιστήρι του καφέ, σίδερο με κάρβουνα με το οποίο σιδέρωναν οι νοικοκυρές, μπούκλα (μικρό ξύλινο βαρελάκι πού το γέμιζαν "νερό και το έπαιρναν στα χωράφια. Κρατούσε το νερό δροσερό κι όταν διψούσαν έπιναν άπ' αυτό).
Χάλκινο μικρό γκιούμ' όπου έβαζαν νερό και το ζέσταιναν στο τζάκι. Πυροστιά με κατσαρόλα όπου έβραζαν το φαγητό. Μπακράτσ', γουδί και πήλινα δοχεία για τουρσιά, κουπιά μικρά και πολλά άλλα παλιά αντικείμενα σε μεταφέρουν χρόνια πίσω, στην απλή και όμορφη ζωή του χωριού.
  Έτσι ενώ γεύεσαι τους νόστιμους Άμυντιώτικους μεζέδες και στα μάτια σου φανερώνονται παλιές εικόνες της ζωής του χωριού ξεχνάς και χαίρεσαι κι απολαμβάνεις το καλό κρασί και ξεφεύγεις απ’ τα συνηθισμένα και μονότονα πού σου δημιουργούν άγχος και ακεφιά.
  Κι όταν ευχαριστημένος φεύγεις διαβάζεις πάνω απ’ την πόρτα σε μια ξύλινη ταμπέλα: «ΟΠΟΙΟΣ ΠΙΝΕΙ ΞΑΝΑΠΙΝΕΙ».
  Και φεύγεις δίνοντας την υπόσχεση στον εαυτό σου γρήγορα να ξαναπεράσεις απ’ το «Κουτούκι του Μπάρμπα Σταύρου» να γευτείς ξανά τους εκλεκ-τούς μεζέδες και να νιώσεις βαθιά τη γλυκιά, ζεστή ατμόσφαιρα του μαγαζιού".

(Από την έντυπη έκδοση του ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟΥ) 

2 σχόλια:

  1. Από τα ομορφότερα θέματα.Ίσως η ομορφότερη φωλιά των(παράνομων)ερωτευμένων στο Αμύνταιο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γεια σου ρε Μπάρμπα Στάυρο.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.