Δεν ξέρω από τι βάθος χρόνου ξεκίνησε το
μοναδικό αυτό έθιμο της «λατρείας» της φωτιάς που γίνεται στο Αμύνταιο, το
βράδυ 3 προς 4 Δεκεμβρίου, γιορτή της Αγίας Βαρβάρας.
Σίγουρα, η παλαιότητα του δεν μπορεί να
συγκριθεί με τις φωτιές που ανάβονται σε διπλανά μας χωριά και τη Φλώρινα,
πιθανόν και αλλού στην Ελλάδα, ή σε γειτονικά κράτη, παραμονή Χριστουγέννων και
Πρωτοχρονιάς.
Οι φωτιές αυτές έχουν χιλιάδες χρόνια
ιστορίας – προϊστορίας, αφού συνδέονται με το χειμερινό ηλιοστάσιο, που ήταν
αστρονομικός σταθμός λατρείας, για τον Προχριστιανικό – παγανιστικό κόσμο.
Λογικότατα και έξυπνα, το λατρευτικό αυτό
κεκτημένο των ειδωλολατρών – πολυθεϊστών που είχαν βαθύ έρωτα με τη φύση, τον
ουρανό, τον Ήλιο, τη Σελήνη, τον ετήσιο κύκλο των εποχών και τις εναλλαγές του
που έδεναν στενά με τη ζωή τους, υιοθέτησε, προσαρμοσμένο με μια όμορφη παιδική
ιστοριούλα, η νέα θρησκεία, κι έγινε η φωτιά που άναβαν οι βοσκοί για να
ζεσταθεί ο νεογέννητος θεός!
Τώρα, ποια θεωρία και ποια ιστορία στέκει πιο
κοντά στη λογική και την αλήθεια, είναι …άλλου παπά ευαγγέλιο…
Έτσι τα «Τσιριβάρβαρα» όπως τονίζει τα’ όνομα
τους, σίγουρα είναι χριστιανική γιορτή, λαϊκή, τοπική εκδήλωση λατρείας της
Αγίας Βαρβάρας.
Βέβαια στο Αμύνταιο δεν υπήρχε αντίστοιχος ναός
στο όνομα της, εκτός απ’ το ναϊδιο στο δρόμο κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα, κι
ένα αντίστοιχο στο φρύδι του υψώματος προς Βεγόρα, που «κατάπιε» το τέρας –
λιγνιτωρυχείο, αργότερα.
Ο πατέρας της χριστιανής όμορφης Βαρβάρας,
που θανάτωσε τη κόρη του αφού δεν αλλαξοπίστησε, κάηκε από κεραυνό – φωτιά που
έπεσε πάνω του! Αυτά, στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας.
Ο Χριστιανισμός μας, είναι γέννημα και θρέμμα
της Μικράς Ασίας. Της Ανατολίας, όπου σήμερα κυριαρχεί το «βαθύ κράτος» του
Ερντογάν, σε αντίθεση με την Πόλη, τη Σμύρνη, τα Ευρωπαϊκά παράλια.
Παρ’ όλα αυτά, όταν και στα βάθη της Τουρκίας
ακούει ο αγαθός Ανατολίτης «Γιουνάν», δείχνει μια θετική διάθεση, σχεδόν πάντα,
για τον παλιό κάτοικο – συντοπίτη της Ανατολής.
Πριν χρόνια, σε επίσκεψη μας στην Καππαδοκία,
όταν στάθμευσε το λεωφορείο μας στην πλατεία του χωριού, μας πλησίασαν κάποιοι
ηλικιωμένοι Τούρκοι και ρώτησαν με ενδιαφέρον …«Καϊλάρια»; Αν ήμασταν δηλαδή
απ’ την Πτολεμαΐδα, που σίγουρα ήταν η γενέτειρα των δικών τους.
Πρόσφυγες εμείς, πρόσφυγες κι αυτοί, κι όμως
μυαλό δεν βάζουμε ποτέ και τα μάτια μας βγάζουμε, διαρκώς, βλακωδώς, ηρωϊκώς
και ανελειπώς!
«Τέτοιους
πελάτες να ‘χουμε διαχρωνικώς, τι άλλο θέλουμε», μονολογούνε σιωπηλώς οι «ειρηνόφιλοι» σύμμαχοι
οπλοβιομήχανοι, Ευρώπης, Ρωσίας και Αμερικής!
Πιστεύω, ότι εκτός από καθαρά λατρευτικό,
εορταστικό, διασκεδαστικό περιεχόμενο των παλιών λαϊκών εθίμων, όλα τους είχαν
κι ένα χρηστικό ρόλο που βοηθούσε την τότε σκληρή και ανελέητη, από άποψη
εργασίας ιδίως των αγροτών, ζωή, που πάντα είναι πιο κοντά σε έθιμα και
παραδόσεις.
Μέσα Οκτώβρη, με τελειωμένο τον τρύγο κι ο
μούστος να βράζει, τα πρωτοβρόχια σε πλούσια παροχή νερού στο ξεραμένο
αμμουδερό Αμυνταιώτικο κρασότοπο, σειρά είχε το αλέτρι για το φθινοπωρινό
όργωμα, πριν έρθουν τα πολλά τότε χιόνια του χειμώνα, με το βαρύ τους πέπλο.
Τα χρόνια εκείνα, το αυτοφυές ζιζάνιο που
κυριαρχούσε στον κάμπο, ήταν εκείνη η αγκαθωτή «μπάλα», ίδια με κείνες που
βλέπαμε να παρασέρνει ανελέητα μαζί με τη σκόνη, ο αέρας, στις καουμπόικες
ταινίες, που εννοείτε διαδραματίζονταν στις κατάξερες εκτάσεις του Τέξας και
της Αριζόνα.
Δεν ξέρω το επιστημονικό του όνομα, το κοινό
λαϊκό όμως, κι αντιληπτό απ’ όλους μας τουλάχιστον εδώ, ήταν «βαλιάφτσα»!
σίγουρα, ούτε ο Μπαμπινιώτης θα καταγράφει στο ογκώδη λεξικό του, την
ετοιμολογία της, τη προέλευση, τη σημασία…
Εδώ, μικροί – μεγάλοι, δεξιοί – αριστεροί,
Πατριαρχικοί κι Εξαρχικοί, όλοι τη λέγανε «βαλιάφτσα».
Με τα βαθιά τρακτερίσια οργώματα, τα
φυτοφάρμακα και την έντονη καλλιέργεια, σχεδόν έγινε είδος υπό εξαφάνιση… Δεν
πρόκειται για τα ζιζάνια, γνωστά σαν «τριβόλια», που εδώ τα λέγαμε «τσίιτσκες»
(το «τσι» παχύ), κι ήταν ο μεγάλος μας μπελάς, με τις τρύπιες σαμπρέλες των ποδηλάτων
μας και της συχνής τότε, επώδυνης «ξυποληταρίας» των παιδιών. Κι αυτές τώρα
(ευτυχώς), ψιλοχάθηκαν…
Αυτή λοιπόν η ευφλεκτώτατα ξερή «βαλιάφτσα»,
που έβγαζε το αλέτρι κι απομάκρυνε ο νοικοκύρης αμπελουργός, στην άκρη του
κτήματος του, ήταν το κύριο, το βασικό υλικό φωτιάς των αλλοτινών
«Τσιριβάρβαρων».
Από τα μέσα του Οκτώβρη, αφού πετούσαμε
ανακουφισμένοι τη τσάντα, το απομεσήμερο, συνεννοημένοι, εκστρατεύαμε προς τον
Λόφο σε ομάδες καθορισμένες αυστηρά κατά γειτονιά, για τη συλλογή αυτού του
πολύτιμου υλικού, που θ’ ανάβαμε ξημερώματα 3 προς 4 Δεκέμβρη.
Άγνωστα τότε τα Αγγλικά – Γαλλικά,
φροντιστήριο απ’ το Δημοτικό, κομπιούτερ, TiVi,
μπαλέτο, γυμναστική και Facebook! Χρόνος ατέλειωτος
για μπάλα, για βαλιάφτσες, για λίμνη, για περιπλανήσεις, χωρίς έλεγχο από
κανέναν. Κι όμως επιζήσαμε, όπως επέζησαν και αλλού δισεκατομμύρια παιδιά, στον
πλανήτη του τρίτου κόσμου.
Πρώτη χρονιά το ’41, Γερμανικής κατοχής. Τα
παιδιά, στο ετήσιο τους ραντεβού του εθίμου, αγνοούν την απαγόρευση κυκλοφορίας
τη νύχτα κι ανάβουν τη φωτιά τους και φωνάζουν χοροπηδώντας πάνω της … «Τσίρι – τσίρι Βάρβαρααα»!
Κινητοποιούνται νυχτιάτικα οι Γερμανοί, που
έχουν στο Αμύνταιο μεγάλες αποθήκες καυσίμων και στον σταθμό του τραίνου
διακινούν τα υλικά τους, σίγουρα όμως αντιλαμβάνονται ότι η φωτιά δεν τους
απειλεί άμεσα.
Ξυπνάνε τον Πρόεδρο της τότε Κοινότητας
Αμυνταίου, τον Λεωνίδα Ρακόπουλο
(αδελφός του παππού μου), ο οποίος μέσω της διερμηνέως, της νεαρής και άξιας Σόνιας, τους καθησυχάζει εξηγώντας τους
ότι… πρόκειται για έθιμο η φωτιά. Κι έτσι και την κατοχή γίνονταν τα
«Τσριβάρβαρα» (Η δεκαοκτάχρονη – εικοσάχρονη Σόνια, Σαλονικιά(;), διερμηνέας
των Γερμανών στο Αμύνταιο, βοήθησε πάμπολλες φορές τους ανθρώπους).
Το άλλο καύσιμο που τροφοδοτούσε την φωτιά
στα Τσιριβάρβαρα, έστω και σε μικρότερη ποσότητα, αφού ήταν υλικά χρήσιμα των
αγροτικών αλλά και των μικροαστικών σπιτιών, ήταν οι «λιουζίνκες», κληματσίδες
Ελληνιστί, κι οι «λιούσκες» (το «σ» παχύ). Εδώ αγνοώ την αντίστοιχη Ελληνική,
για τον κορμό του καλαμποκιού.
Τα καύσιμα αυτά υλικά, γίνονταν αποκτήματα με
νυχτερινά ρεσάλτα σε αυλές με μαντρότοιχους και μαντρόσκυλα απειλητικά, κι αυτά
από 15χρονα παιδιά!
Ήταν χρήσιμα υλικά για το άναμμα του φούρνου
και σαν προσάναμμα της σόμπας στις νοικοκυρές, κι έτσι φυλάγονταν απ’ τους
«πειρατές» εν ονόματι των «Τσιριβάρβαρων»!
Ένας ακήρυχτος νυχτερινός πόλεμος
φθινοπωριάτικα, κάτι ανάλογο με τον σημερινό των Εξαρχείων που κάνουν
μεγαλύτερα παιδιά, που δεν χάρηκαν τους παιδικούς «πολέμους» με αντίπαλες
ομάδες για αρπαγή την καύσιμη τους ύλη για τα Τσιριβάρβαρα, γίνονταν σχεδόν
κάθε βράδυ, γειτονιά με γειτονιά.
Το Αμύνταιο από παλιά είχε βασικά τέσσερις
ομάδες και αντίστοιχες φωτιές, με σαφή χωροταξικό διαχωρισμό, ίσως κι ελαφρά
…φυλετικό.
Η πιο μεγάλη, πιο παραδοσιακή, πιο δυνατή
ομάδα, ήταν αυτή του παλιού, κατά βάση αγροτικού Αμύνταιου, που παλιά λεγόταν
«Ανατολικό Βερολίνο»! το κέντρο της κι ο χώρος της φωτιάς της, ήταν στο ίδιο
ακριβώς σημείο – αλάνα που και σήμερα ανάβεται η φωτιά στο ανατολικό Αμύνταιο.
Ντόπιο σχεδόν τότε στο σύνολο του, με γεμάτα
πολυάνθρωπες οικογένειες, όλα τα διώροφα ή αγροτόσπιτά του, με μια Ε» Μεραρχίας
να σφύζει από ζωντάνια, κίνηση, νυφοπάζαρο, νεολαία.
Έρωτες
ανομολόγητοι, αγάπες προδομένες, αφιονισμένες, πυρπολημένες, που βρίσκαν βολικό
καταφύγιο, να χαρούν τα νιάτα τους, στην τοτινή ζούγκλα των παρακείμενων κήπων
και λιβαδιών, στην τότε δήθεν συντηρητική κοινωνία…
Εκεί δεν τολμούσαμε, οι του άλλου Αμύνταιου,
να κάνουμε επιδρομή για «βαλιάφτσες» και «λιούσκες»!
Η δική μου συμμορία ήταν του δυτικού
Αμύνταιου, με επίκεντρο των δραστηριοτήτων μας (τσιγαράκι, παρεούλα, λημέριασμα)
στο σημερινό Γυμνάσιο, που κτίζονταν για δεκαετίες. Αρχηγοί, ο Αλέκος Αβραμίδης, ο Ντούμος, ο Κώτσιος Γαργάνης. Στην αυλή του σχολείου ανάβαμε παραδοσιακά τη
φωτιά μας. Για αρκετά χρόνια, τις «βαλιάφτσες» τις συγκεντρώναμε στην πίσω αυλή
που ήταν περίκλειστη, του πατρικού μου.
Η άλλη, μικρότερη ομάδα και φωτιά, ήταν
νότια, με σύνορο την σιδηροδρομική γραμμή που ήταν –λόγω μεγέθους- στόχος
συχνών δικών μας ρεσάλτων, για λεηλασία της καύσιμης ύλης.
Η επόμενη ήταν στην βόρεια πλευρά και
κεντρικά κάτω απ’ την Πλατεία αγοράς προς Κέντρο Υγείας. Κι αυτή σε ήταν
πολυάριθμη και γίνονταν στόχος επιδρομών.
Ο αρχηγός της, ο Ντόρτσιες, που αμύνονταν σθεναρά στις επιθέσεις, λέγανε, ότι είχε
σφεντόνα που εκτόξευε συγχρόνως δέκα πέτρες! Κάτι σαν τους σημερινούς S-400,
κατ’ ομολογία…
Και εκτός εποχής «Τσιριβάρβαρων», οι ομάδες –
γειτονιές, με την ίδια οργανωτική δομή και πάθος, ασκούνταν στο extreme
sport της εποχής, τον πετροπόλεμο, γειτονιά – γειτονιά.
Στα κουρεμένα «λουξ» κεφάλια των πιο ζωηρών,
μπορούσες να μετρήσεις, σαν αδιάψευστα παράσημα, πετρο – κεφαλο ανοίγματα
παλιών μαχών…
Το κόκκινο πιπέρι, στο ανοιχτό τραύμα του
κεφαλιού, ήταν το φάρμακο εκλογής, μαζί με τον καπνό! Για μέρες –αφού το
πλύσιμο γίνονταν το Σαββατόβραδο- έδειχνε προηγηθέν «θερμό επεισόδιο»!
Θυμάμαι τον Πελοπίδα (τώρα Καναδά), που ζηλεύαμε το Γερμανικό κράνος που
φορούσε και δεν κινδύνευε από τις πετριές…
Ξύλινα σπαθιά, σφεντόνες, ακόντια, τόξα και
ρόπαλα ήταν τα όπλα μας. Ένας στρατός «ξυπόλυτος», γραφικός, επεισοδιακός! Μόνο
που εμείς …«δεν είχαμε για αρχηγό
την Αργυρώ», όπως τόσο όμορφα
τραγουδάει ο Μ. Λοΐζος, για ανάλογες «μάχες» στην Αθήνα.
Τα κορίτσια της επαρχίας, ήταν σε …απομόνωση…
τουλάχιστον εμφανώς… Γιατί και τότε υπήρχε έρωτας!
Η χωροταξική αυτή κατανομή της κωμόπολης, σε
τέσσερις ομάδες – φωτιάς τα «Τσιριβάρβαρα», είχε και χαρακτηριστικά ιδιαίτερης
καταγωγής των εορταστών.
Το Δυτικό Αμύνταιο είχε ελάχιστους γηγενείς
Αμυνταιώτες. Οι πλείστοι κάτοικοι του ήταν πρόσφυγες (Μοναστηριώτες, μέτοικοι
διπλανών χωριών που εγκαταστάθηκαν μετά τον εμφύλιο, Θρακιώτες, Μικρασιάτες).
Η Νότια, με σύνορο τη γραμμή του τραίνου,
σχεδόν όλοι μέτοικοι διπλανών χωριών του λεκανοπεδίου μας. Ήταν η πιο νεόκτιστη
γειτονιά.
Η Βόρεια – κεντρική, κατά βάση είχε
Αμυνταιώτες, κι η Ανατολική, κατά μήκος της Ε’ Μεραρχίας, βέρους Αμυνταιώτες,
ντόπιους, οι πλείστοι αγρότες που σταδιακά χάθηκαν απ’ το προσκήνιο, σαν
μετανάστες εξωτερικού – εσωτερικού.
Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο κεντρικός μας
δρόμος, η Μεγ. Αλεξάνδρου, εκτός από ένα – δύο καφενεία, το φωτογραφείο του Ροΐδη και ταβέρνες ντόπιων Αμυνταιωτών,
δεν υπήρχε άλλο εμπορικό ή επιχείρηση στα χέρια βέρου Αμυνταιώτη, τότε που
άκμαζε εμπορικά κι οικονομικά το Αμύνταιο! Κι έχει πολλές ερμηνείες η
παρατήρηση αυτή.
Οι φωτιές ανάβανε μετά τα μεσάνυχτα, με
τελευταία τη μεγαλύτερη του Ανατολικού τομέα, που μάζευε και τον κόσμο από τις
άλλες φωτιές.
Φυσικά, κεντρική οργάνωση, χρηματοδότηση,
προμήθειες απ’ τον Δήμο, τότε, ήταν αδιανόητα… Όλα ήταν εθελοντικά, σαφώς
φτωχότερα, χωρίς «χάλκινα» και σημερινές «φαραωνικές» κατασκευές και
πολυάριθμους σε συμμετοχή Πολιτιστικούς Συλλόγους κι από διπλανά χωριά, αλλά με
ζέστη, με ενθουσιασμό, με κέφι, με αμέτρητες παιδικές ανθρωποώρες κοπιαστικής
δουλειάς.
Λουκουμάδες και λαγγίτες φτιάχναν και μας
κερνούσαν και γλύκαιναν το φαρμακωμένο στόμα μας, φιλότιμες καλο –
νοικοκυράδες, που χαίρονταν με τη συμμετοχή τους στη χαρά μας!
Η θεία μου η Νίκη, πάντα μας φίλευε ζεστούς, σιροπιαστούς, θεϊκούς λουκουμάδες
και χαίρονταν άδολα και φανερά μαζί μας.
Όλη η νύχτα, αυτή η γλυκιά γεύση και κάποιες
ψητές – μισοκαμένες στην χόβολη πατάτες, μας στήριζαν σαν εξαίρετο σημερινό
γκουρμέ της TiVi.
Εδώ και 20 – 30 χρόνια, ο Δήμος –όπως σχεδόν
γίνεται κι εδώ και αλλού και με τις άλλες εκδηλώσεις- έχει αναλάβει την
οργάνωση, τις προμήθειες, τη διαφήμιση, τους λουκουμάδες (κρύους και
πεθαμένους), τη μουσική και τα απαραίτητα «χορευτικά»!
Η «θεϊκή» αυτενέργεια, ο εθελοντισμός, ο
αυθορμητισμός, ο ανθρώπινος προσωπικός τόνος, τόσο πολυποίκιλος και ξεχωριστός,
όλα έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί! Δυστυχώς!
Ο πολίτης πλέον απλά συμμετέχει, δεν
πρωταγωνιστεί. Έγινε κομπάρσος που καλοτρώει, καλοπίνει, λαπαδιάζει ασυναίσθητα
και λαίμαργα, ακούει «χάλκινα» χωρίς να χορεύει, να ξεδίνει, να απογειώνεται,
απλά συμμετέχει…
Η εκδήλωση είναι επιτυχημένη, με την απλή
συρροή ευάριθμου κόσμου, κι ας μοιάζει το «γλέντι» με …περιφορά επιταφίου!
Οι «γιορτές» πλέον είναι των «αρχόντων»,
εκδηλώσεις ρουτίνας, αγγαρείας, απλά γίνονται για να μην κατηγορηθούν ότι στη
θητεία τους έσβησε το τάδε έθιμο!
Για να προβληθούν, σε ρουτινιάρικα
περιφερειακά ΜΜΕ, να κάνουν εκείνες τις απολαυστικές και πρωτότυπες δηλώσεις… «όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, ο Δήμος
μας, μπλά, μπλά, μπλά»
…μπούρδες»!
Σίγουρα δε φταίνε μόνο αυτοί για τον «θάνατο»
γνήσιων λαϊκών, τοπικών, ζωντανών εθίμων. Στο σπίτι των πλείστων μας, τώρα,
υπάρχει ψυγείο γεμάτο καλούδια, θέρμανση σ’ όλο το σπίτι, δωμάτιο ξεχωριστό για
τον καθένα, Nova TiVi με σύνδεση σε ότι
τραβάει η ψυχή του «πονηρού» ή του «χριστιανού», Pc
με internet, ανοιχτό διαρκώς.
Πόσο να σε συγκινήσει η ορθοστασία
καταχείμωνο στην αλάνα, μ’ ένα ποτήρι στυφό κρασί κι έναν παγωμένο λουκουμά στο
χέρι;
Το
σπίτι πλέον έγινε το βασίλειο μας, αυτό που είχαν οι Αμερικανο – Δυτικοί εδώ
και μισόν αιώνα και πλάσαραν σαν «Αμερικάνικο όνειρο».
Κι αν δεν αναλάμβαναν οι δήμοι να οργανώνουν
χιλιάδες παραδοσιακές τοπικές εκδηλώσεις, θα ‘χαν χαθεί χιλιάδες έθιμα τα
τελευταία χρόνια.
Χρόνο με το χρόνο «κρατικοποιείται» η
κοινωνική ζωή του πολίτη, ο πολιτισμός και τα έθιμα του. Η κρατική, επίσημη
θρησκεία μας, εδώ και αιώνες, είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα «Σοβιετοποίησης»
και των καλών που αποφέρει αυτή σ’ όποιον μπαίνει κάτω απ’ την ομπρέλα, κι
ιδίως του κορβανά του κράτους.
Δεν ξεγελιούνται σε τέτοια οι «άγιοι»
Δεσποτάδες μας, φανατικοί Δεξιοί – Σταλινικοί, ούτε καν Λενινιστές ή Μαρξιστές,
οι πανέξυπνοι, αν όχι παμπόνηροι ρασοφόροι. Ακόμα και οι δήθεν φιλελέδες,
ιδεολόγοι, κι αυτοί απ’ τα μαστάρια της αγ-Ελλάδας τρέφονται!
«Νταρζιάβα» (κράτος), έλεγε με θαυμασμό ο
φίλος γιατρός Κώστας, για το ΕΣΥ!
Θαλασοδάνεια
Τραπεζικά, δανικά κι αγύριστα,
υπερτιμολογήσεις αγαθών
κι υπηρεσιών,
κλέψιμο χοντρό κι όχι
ψιλικατζίδικο,
σε φόρους και
δικαιώματα εργατών,
και χίλια μύρια όσα
κόλπα Ελληναράδικα,
καλυμμένα πονηρά και
επιστημονικά,
με παρλαπίπες
πατριωτικές, δήθεν Χριστιανικές,
ηρωικές, εθνικές κι
ηθοπλαστικές,
και εβίβα το κορόιδο,
ο πληρωτής!
Εγώ, εσύ κι εμείς!
Ξημερώματα, ήταν έθιμο, σαν ιερή τελετουργία
για το «καλό», ν’ ανάβουν τη σόμπα με χόβολη που παίρναν οι νοικοκυρές απ’ τη
φωτιά. Με τη …τσίμπλα στο μάτι, τη σάρπα στο κεφάλι, τη κλαρωτή ρόμπα, τη
ζακέτα και τα πασούμια, με κοντές κάλτσες…
Κι εμείς, σαν καλικάντζαροι ξενυχτισμένοι,
μαυριδεροί και βρωμισμένοι απ’ τον καπνό, ένας – ένας, σέρναμε τα βήματα μας τα
ασήκωτα για το σπιτικό μας...
Το πρωί στο σχολείο, ο Ζούλας, που έλεγε τα «Τσιριβάρβαρα», «Βαρβαρίτσες», κτυπούσε με τη
βέργα στην πλάτη κάποιον κοιμισμένο στο θρανίο γαβριά και σηκώνονταν σύννεφο η
σκόνη απ’ το παλιό σακάκι, που φοριόταν το μισό χρόνο συνεχώς. Κι άιντε να
προσπαθείς, πέντε ώρες, να κρατάς τα βλέφαρα σου ανοιχτά και το κεφάλι σου, το
ασήκωτο, όρθιο στους ώμους…
...Το ''τσιρι τσιρι''κολητο στο βαρβαρα,ειναι,σιγουρα η..λεξικοποιηση,του ηχου..τσιρι τσιρι,που καναν στο καψιμο τους,οι ευφλεκτες βαλιαφτσες,που καιγονταν σαν ..πυροτεχνημα...Α.Θ.Ρ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Δήμος Αμυνταίου είναι γεγονός ότι ευτελίζει το έθιμο και προσβάλει την παράδοση του Αμυνταίου διαδοχικά από το 2011 κι έπειτα, οπότε επινοήθηκε το έκτρωμα που διαδραματίζεται απέναντι από τα κοιμητήρια. Ουδεμία σχέση έχει αυτή η εικόνα με τα Τσιριβάρβαρα, η οποία ως στόχο έχει απλά να υποβαθμίσει την ουσία του εθίμου και να το μεταβάλει σε κάτι ξένο προς την παράδοση του τόπου. Δεν έχουν καμία θέση στα Τσιριβάρβαρα οι παράγκες, οι σύλλογοι κάθε τοπικής κοινότητας, οι μωμόγεροι και κάθε άλλη κακόγουστη επινόηση που ως μόνο στόχο έχει εδώ και χρόνια (ανεξαρτήτως δημάρχου) τα παιχνίδια μικροπολιτικής.
ΑπάντησηΔιαγραφή..Κι επειδη η ''ιστορια'',εχει την αξια της,εστω κι αν βγαινει απο αδιασταυρωτη ..φημολογια,...Η διερμηνεας Σονια,των Γερμανων στο Αμυνταιο,λεγαν,οτι..".οταν ανακρινονταν καποιος,στο τοπικο Γερμανικο φρουραρχειο,παντα μετεφραζε,χωρις πιστη αναφορα, σε τυχον επιβαρυντικα λεγομενα, του φοβισμενου,κρατουμενου πατριωτη μας"!!!Η οικογενια του παππου μου Αγγελου,σε συλληψη τους,ειχε προσωπικη,ευτυχη εμπειρια,απ τη πατριωτικη προσφορα,στις ανακρισεις, της Σονιας..Α.Θ.Ρ..
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό που λέμε ζώσα ή ζωντανή παράδοση έχει εκλείψει, ακριβώς επειδή ο παραδοσιακός τρόπος ζωής έχει εκλείψει (δυστυχώς). Από εκεί και πέρα, το αν επιλέγουμε να είμαστε και υποκριτές, πέρα από όλα τα άλλα δηλαδή, αυτό είναι μια καθαρή, δική μας επιλογή. Είναι λυπηρή πάντως η όλη κατάσταση, και ίσως είναι καλύτερα να μην κάνεις κάτι, παρά να το κάνεις συνεχώς με λάθος τρόπο. Μια καλή λύση θα ήταν η επανασύνδεση πολλών απλών στοιχείων της παραδοσιακής ζωής με την καθημερινότητα, ώστε να μην περιμένουμε τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα για να εκφραστούμε δήθεν παραδοσιακά. Αυτό όμως προϋποθέτει μερική έστω αλλαγή του τρόπου ζωής, για όσους το αποφασίσουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓ. Τσ.