Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024

Στη μαγική εικόνα της Ελλάς, είναι ίδια, κι όμως διαφέρουν!

(Του Α.Θ.Ρ., από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)…
  Παλιά, σε εφημερίδες και περιοδικά ευρείας κατανάλωσης, τότε, προ διαδικτύου και TiVi, που οι πλείστοι μας τα είχαμε για καθημερινή μας «πνευματική τροφή», υπήρχαν σαν άσκηση παρατηρητικότητας και δύο ίδιες φαινομενικά εικόνες, που διέφεραν όμως σε 7 σημεία που έπρεπε να διακρίνεις, για να λύσεις τον γρίφο του προβλήματος.
   Ισχυριζόμαστε –και σε κάποιο βαθμό δικαίως- ότι είμαστε γνήσιοι απόγονοι εκείνων των παγκόσμια θαυμαζόμενων αρχαίων Ελλήνων, πόσο όμως αυτό είναι αληθές, ακριβές και αντικειμενικά αποδεκτό;
   Σαφώς, η Ελληνική μας γλώσσα και γραφή και το ότι κατοικούμε στον ίδιο τόπο που ζήσαν και μεγαλούργησαν, οι… μυστήριοι αυτοί γίγαντες, κάποια έθιμα που επέζησαν 2-3000 χρόνια, κάποια χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας μας (μια συνήθης αμφισβήτηση, μια ψιλοαναρχική διάθεση, μια αντιεξουσιαστική λογική), ίσως και κάποια άλλα λίγα χαρακτηριστικά, να βεβαιώνουν περιγραφικά ότι… «είμαστε ίδιοι, κι όμως διαφέρουμε»!
   Πέρα απ’ τις εύλογες επιμειξίες, στην πάροδο 3000 χρόνων, τις μετακινήσεις λαών, τις επιγαμίες, τις πολεμικές εξολοθρεύσεις, νομίζω ότι εκείνο που διαφοροποιεί στην ουσία, σαν χαρακτηριστικό, τον αρχαίο απ’ τον νέο Έλληνα, είναι η νέα θρησκεία του!
 Κι όπως επέδρασε εύλογα ή καταναγκαστικά, αυτή, στη ζωή, τα ήθη, την κουλτούρα, την παιδεία, την ιστορία, την εξέλιξη του Έλληνα. Κι είναι βιολογικά και κοινωνικά λογικό να διαφέρουμε, 3000 χρόνια μετά, με τόσο μακρινούς μας συγγενείς!
   Η νέα τους θρησκεία, 400 χρόνια μετά Χριστόν, γεννημένη στις ερήμους της Παλαιστίνης, αδελφο-ξαδέλφη με τον αρχαίο Ιουδαϊσμό, τον αυστηρό, τον τιμωρό, τον αγέλαστο, ήταν μια άλλη τελείως δοξασία απ’ το γλαφυρό, χαλαρό, ερωτικό, ποιητικό, ερευνητικό, καλαίσθητο, ανθρωπόμορφο των θεών των Ελλήνων! Μιας θαλασσοφίλητης, ταξιδιάρας, χαρούμενης, ποιήτριας Ελλάδας…
   Σίγουρα, στα συν της νέας θρησκείας, υπήρχαν πολλά πρωτάκουστα μηνύματα, για μονοθεϊσμό, για αγάπη, για ισότητα στους ανθρώπους, για ειρήνη, για συγχώρεση! Που άκουσαν στον Άρειο Πάγο, λίγα χρόνια μετά Χριστόν, απ’ τον μορφωμένο Παύλο, ελεύθερα, με περίσκεψη, οι Δημοκράτες κι ανοιχτού στις δοξασίες, Αθηναίοι.
   Φυσικά, ο εκχριστιανισμός τους δεν έγινε χωρίς βία και διώξεις, όταν τον είχαν πλέον ενστερνιστεί οι Βυζαντινοί (Ρωμαίοι) κυρίαρχοι…
   Εκεί περίπου μπορεί να μπει η διαχωριστική γραμμή του κλασικού αρχαίου κόσμου, με τα ήθη, την παιδεία, τον πολιτισμό, τις επιστήμες, τις τέχνες, με τον καινούργιο Χριστιανο/Βυζαντινό.
   Αυτή η διαχωριστική γραμμή που ξεχωρίζει δύο κόσμους, περιγράφεται παραστατικά κι ανάγλυφα και σε μια έκφανση της ζωής των ανθρώπων, αναπόφευκτης ανά τους αιώνες, όπως είναι ο θάνατος.
 
  Στο βιβλίο του Denis Rocques, σε μετάφραση Παντελή Μπουκάλα «Επιτάφιος Λόγος, Αρχαία Ελληνικά Επιτύμβια επιγράμματα», εκδόσεις Άγρα.
   Το πιο κοινό και σίγουρο ση ζωή του ανθρώπου, ο θάνατος, σε 3000 διασωθέντα επιτύμβια επιγράμματα από ανασκαφές ως το 1988 και καταγραφές, στη «Παλατινή Ανθολογία» του (1050 – 1070 μΧ), του Στεφάνου του Φιλίππου (40 πΧ), την «Ανθολογία του Κων/νου Κεφαλά» (900 μΧ) κλτ.
   Επιτύμβια Επιγράμματα, διασωθέντα, γεμάτα ποίηση, ρεαλισμό, οδύνη, θαυμασμό, αλήθεια κι ειρωνεία, όπου χωρεί! Γεμάτα πολιτισμό, περιεχόμενο, πραγματισμό, ανθρωπιά!
   Αντιγράφω σε μετάφραση από τα αρχαία του Παντελή Μπουκάλα…
 Θουκιδίδου (τέλη 5ου αιώνα πΧ): Όλη η Ελλάδα μνήμα του Ευριπίδη, γη Μακεδών, φυλάσσει τα οστά του – ότι έληξε εκεί ο βίος του.   Πατρίδα του η Αθήνα, Ελλάς Ελλάδος. Με των Μουσών το χάρισμα, πολλούς έτερψε – κι έλαβε, των πολλών τον έπαινο.
 Ανωνύμου: Εγώ, που με το γέλιο εφαίδρυνα, το βίο των ανθρώπων, τον πολυστένακτο, ο Φιλιστίων από τη Νίκαια, ενταύθα κείμαι – απομεινάρι μιας ζωής.
   Πολλούς θανάτους πέθανα, μα σαν κι αυτόν ποτέ μου!
 Ισιδώρου Αιγεάτου: Με τα καλάμια και τις ξόβεργες, κέρδιζε τη τροφή του απ’ τον αέρα ο Εύμηλος. Λιτά ζούσε μα ελεύθερα. Και χέρι ξένο, για χάρη της γαστέρας του, ποτέ του δεν ασπάστηκε.
   Αυτό, η τροφή του στάθηκε, αυτό η ευφροσύνη χρόνια ενενήντα εμέτρησε, και τώρα αναπαύεται. Στα τέκνα του κληρονομιά, φτερά, καλάμια, ξόβεργες αφήνει. 
Διοσκουρίδου (3ος αιώνας π.Χ.): Της Νικαρέτης και του Ευπόλιδος η θυγατέρα η Λαμίσκη, που τη στερνή πνοή της άφησε, στις γέννας τις οδύνες, στις Λιβυκές ακτές κοντά στο Νείλο, κείται.
 Σαμιώτισα το γένος. Είκοσι χρονώ. Τα δίδυμά της, χάθηκαν κι εκείνα. Κι εσείς κορίτσια, που δώρα στη λεχώνα φέρνετε, πάνω στο μνήμα το ψυχρό, θερμό το δάκρυ χύστε.
 
Αντιπάτρου Θεσσαλονικέως (εποχή Αυγούστου): «Αχ, πως τη γέννα η γυναίκα να ευχηθεί» στέναξε η Πολυξώ – τόκος τριπλός, τα σωθικά της έσκιζε.
 Στα χέρια πέφτει της μάνας νεκρή. Απ’ τις λαγόνες της γλιστρούν αγόρια τρία. Γόνος ζωής, από νεκρή μητέρα.
 Α, κάποιος θεός της πήρε τη ζωή, στα τέκνα της να τη χαρίσει.
 Ποσειδίππου (3ος αιώνας π.Χ.): Τριώ χρονώ και στο πηγάδι έπαιζε κοντά ο Αρχιάναξ. Της μορφής του το άλαλο είδωλο τον δελέασε και κάθυγρο τον άρπαξε απ’ το νερό η μάνα, να’ χει ζωή; Ίχνος ζωής; Αυτό έτρωγε το νου της.
 Τις νύμφες, όχι, τα’ αγγελούδι δεν τις μίανε. Τώρα στα γόνατα της μάνας του, ύπνον αξύπνητον κοιμάται.
 Διοτίμου Μιλησίου (1ος αιώνα; π.Χ.): Μονάχα γύρισαν, απ’ το βουνό τα βόδια, μαστιγωμένα απ’ τις νυφάδες του χιονιού.
 Υπνο αξημέρωτο κοιμάται - αλί! Ο Θρασύμαχος στη σκεπή της βελανιδιάς. Πυρ ουρανού τον κοίμισε.
 Ανύτης Τεγεάτιδος (3ος αιώνας π.Χ.): Το μνήμα τούτο για τ’ άλογο του το πολεμικώτατο, το ‘στησε ο Δάμης. Στο πορφυρό του στέρνο το έπληξε ο Άδης, μαύρο αίμα και ζεστό, πετάχτηκε απ’ το σκληρό του δέρμα, κι από το απαίσιο φονικό ποτίστηκε το χώμα.
 Ασκληπιάδου Σάπιου (3ος αιώνας π.Χ.): Την Αρχεάνασσα κρατώ, εταίρα από τον Κολοφώνα, που ως και τις ρυτίδες της έδρευε ο έρωτας.
 Α! οι εραστές εσείς, που δρέψατε την ήβη της όταν πρωτάνθιζε και ποια η πυρκαγιά που διανύσατε.
 Αντιπάτρου Ειδωνίου (2ος αιώνας π.Χ.): Κείνη που μέσα στο χρυσάφι, στη πορφύρα, ετρυφούσε στον μοιρασμένο έρωτα, εντός μου κείται η Λαϊς, πολίτις της θαλασσόζωστης Κορίνθου, ή και της Κυπρίδος της απαλής, αβρότερη.
 
Λαμπρότερη απ’ της Πειρήνης, τα νερά τα γάργαρα, θνητή Κυβέρεια. Κι απ’ της Ελένης του Τυνδάρεω περισσότεροι οι φημιστοί μνηστήρες της, τις χαρές της έδρεπαν, την πληρωμένη αγάπη. Μοσχοβολάει ο τάφος απ’ τους κρόκους, σαν ν’ αναδύνουν μύρα τα οστά, σαν ν’ αποπνέει μύρα τα οστά, σαν ν’ αναπνέει θυμίαμα η στιλπνή η κόμη.
 Γι’ αυτήν την πανωραία μορφή της χάλασε η Αφρογένεια, κι ο έρωτας ολόλυζε, στο γόο παραδομένος.
 Κι αν του κέρδους δούλη, κοινή τη κλίνη της δεν έθετε θα μάχονται για κείνη οι Έλληνες, καθώς για την Ελένη.
 Ανωνύμου: Στον έρωτα τον ηδύ, της Αφροδίτης το έργο άκμαζες, μα σφράγισες τα μάτια τα γλυκά σου, Πατροφίλη.
 Τα εύγλοτα σου θέλγητρα εσίγησαν, πάει το τραγούδι, η μουσική, οι άπληστες προπόσεις πάνε.
 Άδη αμετάπειστε, γιατί την άρπαξες τη ποθητή μας συντροφιά; Η μην και τα δικά σου τα μυαλά, τα πήρε η Κύπρος;
 Ισιδώρου Αιγεάτου: Μήτε η θύελα, μήτε των αστεριών η δύση, μήτε της Λιβυκής τα κύματα, επήραν τον Νικόφημο.
 Η άπνοια έδεσε το πλοίο του κι ο δυστυχής, τον έφρυξε η δίψα. Έτσι με τους ανέμους, ανάθεμα για τους ναυτικούς, ή πνέουν, ή δεν πνέουν.
 Ανωνύμου: Πικρό, αλίμονο, κακό, γαμπρό ή νύφη να θρηνείς. Μα ουδένα πένθος πιο βαρύ απ’ το διπλό χαμό τους – σαν τον χαμό του Εύπολη και του Λυκαίνιου, της καλής του, που ο γάμος τους τελεύτησε την πρώτη μόλις νύχτα, όταν σωριάστηκε το δώμα.
 Θρηνεί η κόρη ο Εύδικος, το γιο του κλαίει ο Νίκις.
 
Λουκιανού (2ος αιώνας μ.Χ.): Πέντε χρονώ παιδί, αμέριμνη η ψυχούλα μου, κι ο άκαρδος με άρπαξε ο Άδης. Καλλίμαλο με λέγαν. Μα μη με κλαίς, μικρή ζωή μου στάθηκε αλλά και στης ζωής τα βάσανα, μικρό μερίδιο είχα.
 Ανωνύμου: Ετών εξήντα. Διόνυσος απ’ τη Ταρσό. Ενθάδε κείμαι. Άγαμος. Μακάρι κι ο πατέρας μου, άγαμος να ‘χε μείνει.
 Ανωνύμου: Όσα έφαγα, όσα μ’ αλαζονεία έπραξα, όσα τερπνά στον έρωτα διδάχτηκα, αυτά κρατώ, αλλά τα πλούτη τα πολλά, τα’ άρπαξε η ματαιότις.
 Ανωνύμου: Θνητός εσύ και μη θαρρείς αθάνατος πως είσαι. Τίποτε ασφαλές στο βίο για τους εφήμερους, αφού κι ο Κάσανδρος αυτός στον τάφο κείται, άνθρωπος π’ άξιζε, αθάνατος να μείνει.
 Ανωνύμου: Βασανισμένος από φτώχεια και γεράματα, κι ουδέ ψυχή δε βρέθηκε, για να συμπονέσει.
 Αργά στο μνήμα μ’ έσυραν, τρεμάμενα τα πόδια, να βρω το τέλος μιας ζωής ελεεινής.
 Κι ο νόμος άλλαξε για με, δε θα πεθάνω πρώτα κι ύστερα η ταφή μου, παρά θε να ταφώ, για να πεθάνω.
 Σιμωνίδου Κείου (7ος αιώνας π.Χ.): Πολύ ήπια, πολύ έφαγα, πολλά κακά για τους ανθρώπους είπα. Τώρα κείμαι εδώ. Τιμοκρέων ο Ρόδιος.
 Αντιπάτρου Σιδωνίου (2ος αιώνας π.Χ.): Της ασπρομάλλας Μαρωνίδας τούτος ο τάφος. Στον τύμβο επάνω βλέπεις πέτρινο κρασοπότηρο γλυπτό.
   Κι αυτή η σκλάβα τ’ άκρατου κρασιού η λαλίστατη καν για τα τέκνα της θρηνεί, καν για τον δόλιο άντρα της, για ένα μόνο μες το μνήμα οδύρεται, γιατί δεν είναι ξέχειλο κρασί το σύνεργο του Βάκχου, το επιτάφιο.
 Απολλωνίδου Σμυρνέως (1ος αιώνας μ.Χ.): Πρώτος απέθανε ο Ηλιόδωρος, και μια ανάσα έπειτα η Διογένεια, για να βρει τον καλό της κίνησε.
 Ζούσαν μαζί. Τώρα κάτω απ’ την ίδια πλάκα κατοικούν, κοινό το τάφο τους να χαίρονται ωσάν παστάδα.
 
Απολλωνίδου Σμυρνέως (1ος αιώνας μ.Χ.): Και ποίος στου γιού του το χαμό δεν θρήνησε στο μέγιστο κακό; Μα του Πετσίδιππου τέσσερις γιους στο σπίτι καταπλάκωσε, τέσσερις γιούς μαζί του άρπαξε ο Άδης, τη πάσα ελπίδα του πατέρα αφανίζοντας.
 Τα μάτια του, όλο να κλαίει, να γοά, χάσαν το φως τους.
 Νύχτα κοινή κατέχει τώρα, και τους πέντε.
 Καλλιμάχου (4ος – 3ος αιώνας π.Χ.): Τον τάφο του γιού του Βάττου προσπερνάς. Καλά ήξερε να τραγουδά και στου κρασιού την ώρα πρεπόντως να συντάρπεται.
 Θεαιτήτου (3ος αιώνας π.Χ.): Νύχτα. Χειμώνας. Και πυρκαγιά κρυφή κατέφαγε τον οίκο τον τρανό του Ανταγόρα, στη μέθη του παραδομένο.
 Ογδόντα ανθρώπους, μα δούλους, μα ελεύθερους, ζώσανε οι φλόγες αδηφάγες.
 Και πως, αδύνατο, τα οστά τους, οι συγγενείς τους να χωρίσουν, η Τεφροδόχος τους κοινή, κοινό το ξόδι.
 Κι ο τάφος τους κοινός. Μα ο Άδης, έναν προς έναν όλους τους γνωρίζει εύκολα, κι ας αποτεφρωμένους.
 Καλλιμάχου (4ος – 3ος αιώνας π.Χ.): Την πάσα ελπίδα του, εδώ απέθεσεν ο Φίλιππος. Τον γιό του, τον Νικοτέλη. Μόλις δώδεκα χρονώ.
 Λεωνίδα Ταραντίνου (3ος αιώνας π.Χ.): Να η Τιμίκλεια, η Φιλώ, η Αριστώ, η Τιμοθώ. Του Αριστοδίκου οι θυγατέρες. Όλες οι ωδίνες τις θανάτωσαν. Τάφο κοινό τους έστησε ο πατέρας τους. Και πέθανε.
 Ανύτης Τεγεάτιδος (3ος αιώνας π.Χ.): Όσο ζούσε ο δούλος Μάνης ήταν. Πέθανε τώρα, κι η δύναμη του, με τον Δαρείου του μεγάλου, εξισώθηκε.
 Ανωνύμου: Με τη σφεντόνα φονική, της πείνας του όπλο χήνες κτυπούσε ο Αρίστων, αθόρυβα παραμονεύοντας για να τις ξεγελάσει, όσο εκείνες έβοσκαν, λοξοκοιτώντας.
 Πέθανε τώρα. Ορφάνεψαν τα βέλη του, βουβά κι αχρηστεμένα.
 Και τα πουλιά, πάνω απ’ το τάφο του πετούν.
 Αγνώστου (3ος αιώνας π.Χ.): Ποια και ποιανού είσαι δέσποινα, που μάρμαρο της Πάρου σε σκεπάζει;
 Του Καλλιτέλη κόρη η Πραξώ. Πατρίδα σου; Η Σάμος.
 Και ποιος σε κήδεψε; Ο Θεόκριτος, σ’ αυτόν με δώσαν οι γονείς μου. Και πως απέθανες; Τη γέννα. Κι ήσουν χρονώ; Είκοσι δύο. Άτεχνη τάχα;
 Α! Τον Καλλιτέλη άφησα, στα τρία ορφανεμένο. Είθε να ζήσει αυτός για σε, ως το βαθύ το γήρας. Η τύχη, όλα τα καλά, ξένε, να στα δωρίζει.
 Frejus Γαλλία (2ος αιώνας μ. Χ.): Ετοίμαζαν τον τάφο για τους γέροντες, μα η Μοίρα ορέχτηκε τον Γάιο, εφτά χρονών ψυχούλα.
 Αυτοί που τον μεγάλωσαν, αυτοί τον κήδεψαν, γονιοί και συγγενείς. Του ανέμου οι ελπίδες των ανθρώπων.
 Βιθυνία (3ος – 4ος αιώνας μ.Χ.): Κοιτώνα νυφικό μου φτιάχναν οι γονείς μου, μα η Μοίρα τάφο πρόσταξε. Από το ρόδο γρηγορότερα μαράθηκα. Κι ενθάδε κείμαι.
 Αγνώστου (3ου αιώνα π.Χ.): Στα ξένα πέθανε ο Φώκος. Το μαύρο του καράβι δεν άντεξε τα κύματα, δεν έφυγε τον κίνδυνο.
 Ποντίστηκε στην άβυσσο του Αιγαίου.
 Τη θάλασσα όλη είχε ταράξει ο άγριος νοτιάς.
 Άδειο το μνήμα στη πατρίδα του. Δίπλα του η μάνα, η προμηθίδα, όμοια πουλί τρισάθλιο, την πάσα μέρα ολολύζει το γιο θρηνεί, που τόσο γρήγορα τον κτύπησε η μοίρα.
 Αγνώστου Τρωάς (3ος αιώνας μ.Χ.): Ενθάδε κείται ο Αίας ο αρειμανής, ενθάδε ο Αχιλλέας, εδώ ο των θεών ισάξιος σύμβουλος Πάτροκλος.
 Εδώ κι ο ήρωας Μουσώνιος, στο φρόνημα και στη θανή παρόμοιος, των τριών ηρώων.
 
   Αμέτρητα σίγουρα (3.000 μέχρι το 1988 ευρεθέντα) τέτοια ποιητικά ταφικά επιγράμματα, φωτογραφίζουν παραστατικά, έναν τελείως διαφορετικό από εμάς Λαό! (πάμπολλα παρέλειψα στο φτωχό μου άρθρο).
 Γεμάτο φιλοσοφία, ποίηση, ευαισθησία, αυτοσαρκασμό, ομορφιά, ειλικρίνεια, αλήθεια, ρεαλισμό.
   Ελεύθερο από εξαρτήσεις δογματικές, προσγειωμένο, χωρίς ανιστόρητες φοβίες, δεισιδαιμονίες και αναπόδεκτες φρούδες ελπίδες.
   Έναν άλλο Ελληνικό Λαό, γοητευτικό, μαγκίτη, θαυμαστό, σαν κάποιο μακρινό μας ιδανικό συγγενή!
  Αν ψάξεις σήμερα τριγυρνώντας στους περίτεχνους τάφους όλων των επώνυμων νεοελλήνων, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, μέχρι τους κακότεχνους των άσημων, απλών Ελλήνων στην Αθήνα ή σε κάποιο χωριό, πουθενά δε θα συναντήσεις ένα «Επίγραμμα Επιτάφιο» που να σε συγκινήσει ποιητικά, ανθρώπινα!
   Ένα επίγραμμα, δύο λέξεις για κάποιον άσημο, φτωχούλη… για ένα άλογο, για μια πόρνη, για έναν πότη!
   Μετά 2-3000 χρόνια δυστυχώς!
   Ένας «ποιητικός» φανφαρονισμός, με ακατάσχετη υμνολογία για κάποιον επώνυμο, διάσημο, πλούσιο, δυνατό, αμφιλεγόμενο, είναι ο γενικός κανόνας. Κάτι σαν τους επικήδειους και τους πανηγυρικούς λόγους των εθνικών επετείων, που κανένας εχέφρων δεν παρακολουθεί!
     Μετά 2-3000 χρόνια δυστυχώς!
 Τόση φτώχεια, ρηχότητα, φτήνια, προχειρότητα, σα να πρόκειται για μια βιαστική υποχρέωση συμβατική, ακόμα και των οικείων του προς τον νεκρό! Τον σκεπάσαμε με γυαλισμένο μάρμαρο και τελειώσαμε μ’ αυτόν… στην ταφόπλακα μόνο τα’ όνομα του και μια θολή φωτογραφία. Ούτε καν δύο λόγια αγάπης για τον νεκρό, για την προσωπικότητα του. Άντε, κι ένα… «Προσμένω Ανάσταση νεκρών» (που δήθεν λέει αυτός…).
   Οι αρχαίοι μας κάναν τέχνη το «Επιτάφιο Επίγραμμα»! Όχι μόνο τη φιλοσοφία, την αστρονομία, τα μαθηματικά, το θέατρο, τις τέχνες, την ιατρική, την ιστορία και πλείστα τόσα θαύματα.
   Χωρίς «δήθεν» και «τάχα» μου, κι έτσι και γιουβέτσι, χωρίς ύφος και βαθυστόχαστες παρλαπίπες… Γι’ αυτό μένουν αιώνιοι κλασικοί και παγκόσμια παραδεκτοί!
   Κι ευτυχώς, για χάρη κι εξ αιτίας τους, επιβιώνουμε κι εμείς, εκατοντάδες χρόνια τώρα, κακομαθημένοι, μωροφιλόδοξοι, ακαμάτηδες κι ανεπρόκοποι, μοναδικοί κληρονόμοι, κι απόγονοι αυτών!
   Το έγκλημα στα Τέμπη, είναι η απόλυτη Ελληνική επιτομή αυτού που λέγεται «Ελλάδα» σήμερα… την εποχή της «τεχνικής νοημοσύνης» για τους άλλους και για τα τραίνα των Κινέζων που τρέχουν με 300 χιλιόμετρα την ώρα και διασχίζουνε τη χώρα, στην Ελλάδα που… «ηγείται της 4ης βιομηχανικής επανάστασης»! τα τραίνα μας… σέρνονται με οδηγό το… «πάμε κι όπου βγει»!!! Και μετά… το «μπάζωμα ευθυνών» άμεσα ακολουθεί…
   Το «Brand name» Ελλάς – Έλληνες, κι ότι αυτό σημαίνει, κυρίαρχο σε υπόληψη κι απόδοση χρηματιστηριακή, παγκόσμια, περισσότερο κι απ’ αυτά της «Coca Cola» και της  «Cosco», νομίζω ότι καταχρηστικά το κατέχουμε, κι απ’ αυτό κερδίζουμε… και σαν χώρα την βολεύουμε… Δίκαιο, σωστότερο και πιο αληθινό, νομίζω ότι είναι για «φίρμα» μας, μ’ ότι αυτό χρηματιστηριακά σημαίνει, το όνομα «Νέο Ελλάς» και «Νέο Έλληνες», μας αξίζει, έτσι, για να μετρήσουμε τον ίσκιο μας, το έχει, την αξία μας (κι αν κάτι από εμάς αξίζει στην ουσία), πέρα από κληρονομιές, τίτλους κι ανυπολόγιστες αξίες! (καλά, σε ύφος, παρλαπίπες, λοβιτούρες και μαφίες, ελάχιστοι στον πλανήτη μας προσεγγίζουν!).
   Αυτό που φωτογραφίζει, που σημαίνει, σηματοδοτεί σήμερα νέο – Έλληνας κι η λογική του, είναι η φατσούλα, η εικόνα, η επιτυχία στη ζωή του, ενός γίγαντα, που λέγεται… Γιώργος Αφτιάς! Μάλιστα! Αυτή είναι η εικόνα της Νέο – Ελλάδας σήμερα…
   ΥΓ: «Καλή κάλπη» στις 9 Ιούνη 2024… και να στείλουμε δείγματα «Νεοελλήνων» στην Ευρωβουλή, οπωσδήποτε κι εξάπαντος, φατσούλες παρόμοιες και πρακτικές, σαν τον γλυκούλη τον Αφτιά, της Βόζεμπεργκ, της Ασημακοπούλου, της Εύας Καϊλή! Και διάφορων γυρολόγων της πολιτικής, που βάλαν στόχο τα άκοπα, τα χοντρά χιλιάρικα της Ευρωβουλής!
   Και βέβαια (αλίμονο τώρα), και της Ελλάδας τη τιμή!
   Μια νομενκλατούρα γραφειοκρατική, χωρίς στην ουσία εξουσία, μια βιτρίνα απλά, αλλά, με κονόμα σε ευρώπουλα τρελή, είναι στην ουσία, δυστυχώς, η Ευρωβουλή!

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.