Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

Με τη λήξη ενός θαυμαστού πανηγυριού…

(Του Α.Θ.Ρ., από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)…
  Ο χρόνος, στην ατέρμονη διαδρομή του, έχει ορόσημα σημαδιακά – χρονοδείκτες, που σηματοδοτούν τις περιόδους του, που η κάθε μία της έχει τα δικά της χαρακτηριστικά που την προσδιορίζουν.
  Σίγουρα, για τους τουριστικούς προορισμούς, ιδίως της νησιωτικής Ελλάδας, το φθινόπωρο ορίζεται απ’ την αποχώρηση του τελευταίου εναπομείναντος μισοξεχασμένου, ρομαντικού τουρίστα, που θα κλείσει μια κατ’ έτος πλούσια σεζόν.
  Για τους μαθητές, το φθινοπωρινό κουδούνι της έναρξης του σχολείου, που βάζει τέλος στην καλοκαιρινή ραστώνη, μαθητών και διδασκόντων.
  Για τους εναπομείναντες λιγοστούς πλέον τσελιγκάδες των βουνών μας, η φθινοπωρινή
ψύχρα, που κατεβάζει τα κοπάδια απ’ τα βουνά στα χειμερινά τους χειμαδιά.
  Για μας τότε, στο παλιό Αμύνταιο, το τέλος του πανηγυριού, σήμαινε, μαζί με τη συνοδό του ψιλομελαγχολία- την είσοδο μας πλέον σε κείνον τον παλιοκαιρίτικο τοπικό – σιβηρικό μας χειμώνα!
  Ο τρύγος, λίγες μόνο μέρες πριν το πανηγύρι, είχε σχεδόν τελειώσει και τα στέμφυλα στο υπόγειο, γουργούριζαν ευτυχισμένα με τη συνδρομή των ζυμομύκητων, μέχρι να φυσήξει ο Σοροβιτσιώτικος κρύος Βοριάς, που θα καθάριζε μπρούσικο το κρασί.
  Χωρίς καν ημερολόγιο, μπορούσες απλά παρατηρώντας γύρω, να υπολογίσεις χρόνο και εποχή…
  Αυτό δεν κάνουν άλλωστε κι οι αξιαγάπητοι πελαργοί, που πάντα έρχονται στη περιοχή μας 25 Μαρτίου και έχουν αναχωρήσει 2 – 3 μέρες πριν τον 15/Αύγουστο; Χωρίς ρολόι, ημερολόγιο, κομπιούτερ, TiVi, facebook!
  Και βλακωδώς, εμείς οι εξυπνάκηδες, αυτή τους την ικανότητα τη θεωρούμε κάτι φυσικό! Έχουν «ένστικτο», λέμε σοφά…
  Το ίδιο λέγαν περίπου κι οι αρχαίοι μας για τους κεραυνούς… τους ρίχνει ο Δίας! Έτσι σοφά και καθαρά! Και θεοτικά!
  Σίγουρα, μετά 1000 χρόνια, η επιστήμη με τον όρο «ένστικτο» θα γελά, όταν θα μπορεί να εξηγήσει πως μπορούν να ταξιδεύουν, χωρίς χάρτες και ραντάρ, χιλιάδες μίλια! Ποιά Rafale και ποιά F-35 και Bayractar… χάλασε τους τα ηλεκτρονικά και ούτε δύο μέτρα δε θα σαλεύουν…
  Το βροντώδες μεγάφωνο του «Γύρου του θανάτου» που έφτανε μέχρι τον κάμπο, ενημέρωνε, αργά το βραδάκι της Δευτέρας, για τη τελευταία του ατραξιόν… Κι εμείς, που
είχαμε εισπνεύσει, μέρες τώρα, ατέλειωτα λίτρα καυσαερίων βενζίνης και καμένων λαδιών απ’ τις δύο μοτοσυκλέτες που ‘καναν κάθε τόσο επίδειξη, με εκκωφαντικό θόρυβο πάνω σε περιστρεφόμενους κυλίνδρους, στην εξέδρα έξω απ’ το ξύλινο βαρέλι του συγκροτήματος, ήμασταν σχεδόν έτοιμοι να βάλουμε τα κλάματα, για το τέλος του μαγικού αυτού κόσμου του πανηγυριού μας!
  Στις δύο σκηνές με τους ταχυδακτυλουργούς, τους φακίρηδες και τις μισόγυμνες χορεύτριες, στον ήχο live μουσικής (κλαρίνο, ακορντεόν, τρομπέτα, νταούλι), κι αυτοί με μικρότερα μεγάφωνα, ενημέρωναν για το τέλος των παραστάσεων τους…
  Οι μερακλήδες του θεάματος, αλλά μπατίρηδες, πατώντας στις μύτες των παπουτσιών τους, απολάμβαναν τις τελευταίες θαυμαστές εικόνες απ’ την επί τούτου μισοσηκωμένη κουρτίνα της εισόδου, των λάγνων κουνημάτων, στον παθιάρικο ήχο, των μισόγυμνων ομορφοκόριτσων, που δεν έμοιαζαν με τα χωριατοκόριτσα μιας πουριτανής επαρχίας…
  Σίγουρα, για μήνες, αυτές οι σκανδαλιάρικες εικόνες, θα γέμιζαν τα ήσυχα νεανικά μας όνειρα και τις φαντασιώσεις μιας στερημένης σεξουαλικά νεολαίας της εποχής…
  Η άλλη, τεράστια σκηνή θεάτρου (Γιώργου Παπά), που έπαιζε κωμειδύλλια φουστανέλας και τσιγκελωτού μύστακος, κι αυτή έπαιζε τη τελευταία της παράσταση, συνήθως τον «αγαπητικό της βοσκοπούλας»!
  Στις υπαίθριες ψευτοταβέρνες, με τη καλαμωτή τριγύρω και μια φτηνιάρικη σκάρα που έψηνε κατά βάση κεμπάπια, μπεκρόπιναν μπρούσκο κρασί οι πάμπολλοι τότε λάτρεις του Βάκχου στη περιοχή μας και σίγουρα, θα έχαναν το τελευταίο λεωφορείο για το χωριό τους, κι ακόμα σιγουρότερα, τις παραγγελίες της συμβίας, να φέρουν απ’ το πανηγύρι, που τους παράγγελνε, όταν φουριόζοι, το πρωί, φέυγαν απ’ τη στάση του λεωφορείου.
  Τα πράσινα λεωφορεία του ΚΤΕΛ, βαρυφορτωμένα πελάτες και μπαγκάζια, με τους
τελευταίους τους επιβάτες, κάναν τα δρομολόγια του τέλους του πανηγυριού για τα χωριά του λεκανοπέδιου.
  Συνήθως την Κυριακή, με επί τούτου διαδρομή, έρχονταν απ’ τα χωριά της Φλώρινας (Πολυπόταμο, Τριανταφυλλιά, Σκοπιά) ιδίως γυναίκες, με κείνες τις φανταχτερές σε χρώματα και βελούδο επίσημες στολές τους, να κάνουν τα ψώνια και τη τσάρκα τους, στο ξακουστό πανηγύρι μας.
  Τώρα έρχονται χιλιάδες επισκέπτες απ’ τα γειτονικά Bitola, κι είναι ωραίο αυτή η επαφή, η ειρηνική εισβολή, η γνωριμία με ανθρώπους, που δυστυχώς, κι απ’ τις δύο μεριές, κάποιοι τους θεωρούν… ανθρωποφάγους!
  Οι λιγοστές, τα χρόνια εκείνα, πραμάτειες των μικροεμπόρων, τεχνιτών, μικροπαραγωγών, ότι δεν πουλήθηκε, συσκευάζεται σε μπόγους και φορτώνεται σε ζώα, σε λεωφορεία, μικρά φορτηγά.
  Τελευταίοι των τελευταίων, οι συμπαθείς μπεκρήδες, παραπατώντας, παραμιλώντας, αν τους έμεινε δραχμή στη τσέπη, τραβούν για το χάνι του Παντελή Χατζηιωάννου, το ξενοδοχείο της Μαρίκας Καραμάνου ή του Παρτάλη, για διανυκτέρευση, αφού έχουν χάσει το λεωφορείο της επιστροφής για το χωριό…
  Την Δευτέρα το βράδυ, ίσως κι από κείνο το σφίξιμο στην καρδιά, νοιώθαμε πάντα το ξερό Αμυνταιώτικο πλέον ξεροβόρι, σαν δήλωση του τέλους μιας ευωχίας…
  Στο σπίτι άναβε η μασίνα, που ζέσταινε κι έψηνε φαγητό, έβραζε τα όσπρια κι ήταν μια προσφιλής, προσιτή λύση για όλους σχεδόν τους κατοίκους του τόπου μας.
  Πάντα θυμάμαι εκείνο το βράδυ, τρώγαμε τηγανιτή παλαμίδα, με συνοδεία τουρσιά και μούστο, απ’ το καζάνι με τα στέμφυλα. Κι ήταν όλα τόσο νόστιμα, τόσο χορταστικά και καταπραϋντικά, στη γενικότερη δυσθυμία που έφερνε το τέλος, μιας τόσο σημαντικής γιορτής, σε μικρούς και μεγάλους. Εννοείται ότι τα μαθήματα του σχολείου, ζούσαν κι αυτά στο ρυθμό του πανηγυριώτικου χαμού…
  Για χρόνια θυμάμαι, στην έναρξη του πανηγυριού την Παρασκευή, να πηγαίνω στο πρακτορείο του ΚΤΕΛ, να προϋπαντήσω τη θεία μου τη Ντάντε απ’ το Σκλήθρο, που κατ’ έτος έρχονταν, σαν σε διακοπές, στο σπίτι μας στο Αμύνταιο για το πανηγύρι, μέχρι το βράδυ της Δευτέρας. Και πάντα, θυμάμαι, έφερνε στο καλάθι της αγελαδινό τυρί, μυζήθρα, βούτυρο και τηγανητές κόκκινες πιπεριές, με ντομάτα, σκορδάκι, μαϊντανό (στολτσιένες), όλο γλύκα, γεύση, ποιότητα, ασύγκριτα με ψευτο – γκουρμεδιες σημερινές της κονόμας…
  Ποιο ήταν το πιο εμπορεύσιμο προϊόν, που γέμιζε τα χρόνια εκείνα τους μίζερους – τριτοκοσμικούς πάγκους των εκθετών του πανηγυριού μας; Αναμφίβολα, το πρόβειο μαλλί και τα υποπροϊόντα του… όπως και τα προϊόντα της λαμαρίνας, του μπρούντζου, του ξύλου, του σίδερου, του δέρματος.
  Στην προ – νάιλον εποχή, που σήμερα κατακλύζει, βρωμίζει και δηλητηριάζει τη γη, το νερό, τον αέρα, την στρατόσφαιρα, τα χρόνια εκείνα κυριαρχούσε –αν κι από άγνοια- μια υποχρεωτική γενικευμένη οικολογική συνείδηση και πρακτική!
  Οι φλοκάτες, οι μάλλινες κουβέρτες και στρωσίδια, τα μάλλινα εσώρουχα, φανέλες, παντελόνια, σακάκια, παλτά, ήταν μαζί με τα δερμάτινα παπούτσια, όπως και τα μάλλινα ή βαμβακερά υφάσματα, τα κύρια εμπορεύσιμα καταναλωτικά προϊόντα του πανηγυριού μας.
  Επίσης, τα κάθε είδους εργαλεία και είδη οικιακής χρήσης. Έργα σιδηρουργών και λαμαρινάδων, ξυλουργών, τσαγκαράδων, σαμαράδων, ήταν προσφιλή και εμπορεύσιμα. Μέχρι απ’ τα Χάσια, τα Γρεβενά, την Ήπειρο έρχονταν λαϊκοί τεχνίτες – δημιουργοί, με την πραμάτεια τους… Σαμάρια, σχοινιά, βαρέλια, πέταλα, λουριά, όλα χειροποίητα, καλοφτιαγμένα, μερακλήδικα τεχνουργήματα λαϊκών μαστόρων!
  Την Τρίτη απ’ το πρωί, ο Στάθης, ο Μίχας, ο Βαγγέλης, με σκούπες και φαράσια και δύο κάρα σκουπιδιάρικα, μέσα σε μια – δυό μέρες καθάριζαν τα λιγοστά παρατημένα σκουπίδια…
  Οι στάχτες απ’ τις σόμπες των σπιτιών, ήταν τα χρόνια εκείνα, το σύνηθες «σκουπίδι» που
κουβαλούσαν τα κάρα τα σκουπιδιάρικα.
  Θεωρώ απόλυτα τυχερή τη γενιά μου, που γνώρισε από κοντά δύο τόσο διαφορετικά «πανηγύρια», που φωτογραφίζουν παραστατικά δύο τόσο διαφορετικούς κόσμους και την οικονομική ζωή τους. Τον κόσμο της εποχής των «κλειστών συνόρων» του εμπορίου, της ανεκτής κι αξιοπρεπούς φτώχειας και τον φανταχτερό, τον γυαλιστό, τον «νάιλον» κόσμο του ανοιχτού διεθνούς εμπορίου και της θεοποίησης, σαν μέτρο ανάπτυξης, του υπερ – καταναλωτισμού!
  Νομίζω, εκτός των άλλων, το πανηγύρι στην ιστορική του διαδρομή, απεικονίζει τέλεια αυτούς τους δύο ξεχωριστούς κόσμους…
  Δε θα βαθμολογήσω αξιολογικά τον έναν ή τον άλλον κόσμο της αγοράς που σχετίζεται άμεσα με τη ζωή μας… Πρόοδος για μένα δε σημαίνει ένα γεμάτο σπίτι, από πλείστα άχρηστα ή περιττά αγαθά! Πρόοδος σημαίνει, να μην πεθαίνουν μικρά παιδάκια από κοκίτη, από ιλαρά, από διφθερίτιδα, ή ενήλικες από τύφο - παρατυφικά, από φυματίωση, από πνευμονία, από τέτανο, από σκωληκοειδίτιδα, από λύσσα! Κι αυτό έγινε τα τελευταία 50 χρόνια και μπράβο και ζήτω!
  Πρόοδος σημαίνει, να μην υποσιτίζεται κανένας, κι αυτό έγινε τουλάχιστον στον Δυτικό κόσμο! Επειδή όμως ο πλανήτης μας δεν είναι ιδιοκτησία μόνο των ανθρώπων, θα πρέπει να βαθμολογήσουν την αλλαγή απ’ τον έναν, του προ – νάιλον στον άλλον, τον γυαλιστερό κόσμο της κατανάλωσης, κι αμέτρητα άλλα έμβια όντα, κάτοικοι κι αυτά της πολυκατοικίας – γης!
  Ας πούμε, οι μυριάδες βάτραχοι της λίμνης, του ποταμιού, των κήπων μας, που συντρόφευαν τις ανοιξιάτικες νύχτες μας με πανδαισία μουσικών κοασμάτων…
  Οι πανέμορφες λιβελούλες, που φτερούγιζαν στους τότε υγροτόπους σαν ειρηνικά ελικόπτερα…
  Οι γοητευτικές πεταλούδες, με αμέτρητους συνδυασμούς χρωμάτων διάσημου ζωγράφου, που πετούσαν στους κήπους μας…
  Οι σκαντζόχοιροι, οι χελώνες, που σκοτώνουν σαδιστές με τα κινούμενα σφαγεία τους.
  Τα φίδια, που τάιζαν τους πάμπολλους τότε πελαργούς…
  Τα κουνούπια που τάιζαν τα σπαθάτα χελιδόνια, που λόγω έλλειψης τροφής μειώθηκαν, άλλαξαν τόπους, χάθηκαν…
  Τα ψάρια, στις βρωμισμένες και στραγγισμένες λίμνες μας που χάνονται, οι λαγοί, οι πέρδικες, τα ορτύκια, τα τρυγόνια, που πέσαν σε άνιση μάχη απ’ τα… πολυβόλα των κυνηγών (ψηφοφόρων)… Αλλά κι απ’ την υπερκαλλιέργεια και τα φυτοφάρμακα της γης…
  Η ανισορροπία στην κυριαρχία κάθε συστήματος από έναν αχόρταγο κονκισταδόρα άνθρωπο, έφερε την απρόβλεπτη απάντηση, οργισμένους τυφώνες, υπερθέρμανση, πλημύρες, πυρκαγιές, κι όχι μόνο στις τριτοκοσμικές, αδύναμες σε υποδομές χώρες, αλλά στην πλούσια Αμερική, την Δυτική Ευρώπη, την Αυστραλία…
  Ήταν όλα καλά κι ωραία, τότε παλιά;
  Είναι όλα μαύρα κι άραχνα και καταδικαστέα σήμερα;
  Ούτε το πρώτο ισχύει, ούτε το άλλο. Κι είχαν για όλα απάντηση έτοιμη, εκείνοι οι αγνοημένοι μας, οι αρχαίοι! …Μέτρον άριστον! Λοιπόν!
  Αλλά ο αδηφάγος ο καπιταλισμός, κι ιδίως ο νεοφιλελευθερισμός, θέλει να τρώει συνεχώς, να φτιάχνει, να πουλάει, να κερδίζει και να μη χορταίνει διαρκώς…
  Και ούτε αναλογίζεται ότι ένας τοσοδούλης, αόρατος κι άγνωστος ως τα τώρα κορωνοϊός, μπορεί να τινάξει την μπάνκα στον αέρα, απ’ τη Γιουχάν της Κίνας, μέχρι το Αμύνταιο, το Γκούγκοβο, το Παρίσι, το Λονδίνο και τον… Ατραπό!
  Εμείς βέβαια, επανειλημμένα, όπως είπε με διαγγέλματα πλειστάκις ο Πρωθυπουργός… «έχουμε νικήσει τον κορωνοϊό»! Χάνουμε βέβαια ως τα τώρα γύρω στις 33.000 νεκρούς! Όπως κι ο Πύρρος τότε παλιά νίκησε τους Ρωμαίους (279 π.Χ.), αλλά έχασε όλο τον στρατό του, κι όλους τους αξιωματικούς! Κι όταν τον πλησίασε ένας στρατιώτης του (γλειψιματίας), για να τον συγχαρεί, ο θυμόσοφος Πύρρος του είπε… «μία ακόμη τέτοια νίκη επί των Ρωμαίων και θα χαθούμε εντελώς»!!!
  Εμείς όμως –πολύ περίεργα- ακόμη αντέχουμε (και με 33.000 από κορωνοϊό, νεκρούς), είμαστε μια χαρά και είμαστε έτοιμοι να εκστρατεύσουμε (σαν στρατιά Μπρανκαλεόνε) μέχρι το… Βλαδιβοστόκ!
  Για τα πανηγύρια είμαστε, δυστυχώς! Αλλά έχουμε αυτοπεποίθηση, άγνοια του κινδύνου, υπεροψία, αφέλεια και βέβαια DNA απόλυτα… Ελληνικό! Δωδεκαθεϊστικό κι Ελληνοχριστιανικό! Κι άντε, βρες εσύ την άκρη…
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.