(Του Θ. Τραϊανού, από το
ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)…
Δεν έχει το ίδιο μάκρος με την Πίνδο, έχει
όμως το ίδιο ανάστημα, είναι τίγκα στα χιόνια το Χειμώνα και έχει πολλή ομορφιά
στα δάση του όλες τις εποχές,
ιδιαίτερα όμως το Φθινόπωρο, όταν οι βελανιδιές,
οι οξιές, τα σφενδάμια και οι σημύδες διαγκωνίζονται σ’ έναν αγώνα χρωμάτων.
Αλλά και την Άνοιξη, όταν μέσα από το χιόνι,
που λιώνει στις σάρες και στις παρυφές των αλπικών λιβαδιών, ξεπετάγονται
μικρολούλουδα σε μια χρωματική κλίμακα που σε μεθά.
«Ωραία
φθινόπωρα και τρυφερές άνοιξες»
(Στερίκας Κούλης, ζωγράφος της
Φλώρινας)
Ξεχειλίζει από νερά, που τα μαζεύουν ρέματα
και τα οδηγούν κελαρυστά στις Πρέσπες για να τις κρατάνε γεμάτες ή στον
Αλιάκμονα μέσω του Λαδοπόταμου στα Κορέστεια ή στον Αξιό μέσω του Εριγώνα στην
Πελαγονία.
Είναι ένα από «...τα μεγάλα βουνά τα λογγωμένα γύρω...» από την Ηγεμονία της Πρέσπας.Είναι
ο Βαρνούντας, μια επιβλητική οροσειρά στα βορειοδυτικά της Φλώρινας, την οποία
μοιραζόμαστε με τη Βόρεια Μακεδονία.
«Αν
ρωτήσετε του ντόπιους για το βουνό αυτό, θα σας πουν ότι δεν το ξέρουν», γράφει ο Γιώργος Κατσαδωράκης και συνεχίζει: «Εκείνοι το ονομάζουν με το όνομα μιας από τις κορυφές του: Μπέλα Βόντα». (Πρέσπα, μια ιστορία για τη φύση
και τον άνθρωπο)
Αλλά και στο βιβλίο «Βίτσι. Στα βήματα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή), διαβάζω: «Για τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού
Ελλάδας όλος ο ορεινός όγκος είχε ένα όνομα: Μπέλα Βόδα. Χαρτογραφικά υπάρχουν
τρεις κορφές με το όνομα Μπέλα Βόδα, καθώς το ίδιο όνομα έδιναν στην κορυφή,
που έβλεπαν από το χωριό τους τόσο οι κάτοικοι του Αγίου Γερμανού όσο και αυτοί
του Πισοδερίου και του Μπούφι (Ακρίτας)».
Για την Μπέλα Βόντα, ως κορυφή, μου μίλησε
πρώτα ο φίλος μου, ο Νίκος, όταν
σπουδαστές στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Φλώρινας ανεβαίναμε στην Αγία Κυριακή
και το Ιτς Μπουνάρ.
Είχαμε γευτεί τη γεμιστή σπλήνα στην ονομαστή
τότε ταβέρνα «Η Ωραία Ελλάς» ή «Ταβέρνα της χήρας», την κρέμα ρουαγιάλ στο κολονάτο
ποτήρι στο «Ολύμπιον» και την ανάμεικτη κρέμα με λουκουμάδες στις «Άλπεις».
Είχαμε γοητευτεί από την ταινία «55 ημέρες στο Πεκίνο» με την Άβα Γκάρντνερ και τον Τσάρλτον
Ίστον στο σινεμά «Αγγέλικα» και γυρίζοντας στο δωμάτιο, που νοίκιαζα, αργά
το βράδυ, τουρτουρίζοντας από την παγωνιά καθώς η όμορφη πόλη ήταν βυθισμένη
στο σινιάκι, σκηνικό φοβερά υποβλητικό, που γι’ αυτό πολλά χρόνια αργότερα το
διάλεξε για τις ταινίες του ο μεγάλος δημιουργός Θ. Αγγελόπουλος, έμεινα ενεός βλέποντας τον υδράργυρο στο
θερμόμετρο του φαρμακείου του Δοσίου
να έχει πάρει τον κατήφορο και να στέκει στους -21 °C.
Είχαμε συμμετάσχει εκόντες άκοντες σε
εκδηλώσεις για την αλήστου μνήμης 21η Απριλίου.
Είχαμε διαβάσει το «Πόλεμος και Ειρήνη» του
Λ. Τολστόι και την «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ.
Ακούγαμε από τον Neil Sedaka το «Oh Carol» και από τον Διονύση Σαββόπουλο το «Μη
μιλάς άλλο για αγάπη».
Τραγουδούσαμε την «Άρνηση» του Σεφέρη και την «Μια Παναγιά» του Μάνου Χατζιδάκι.
Πηγαίναμε σε πάρτι, χορεύαμε ροκ εν ρολ και
μπλουζ πίνοντας βερμούτ.
Ήταν η ευδαίμων περίοδος της νιότης μας, των
ονείρων και των βεβαιοτήτων.
Θα τελειώναμε την Ακαδημία, θα υπηρετούσαμε
την στρατιωτική μας θητεία και θα διοριζόμασταν!
Την πρωτοείδα ως κορυφή -είναι η κορυφή, η
οποία στο χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού αναφέρεται ως Καλό Νερό και
στο χάρτη «Πρέσπα, Βίτσι, Βόρας» των εκδόσεων Ανάβαση ως Κίρκο- λίγα χρόνια
αργότερα, όταν πρώτη φορά δρασκέλισα τη διάβαση της Βίγλας, πηγαίνοντας κάποια
Πρωτομαγιά στη μαγική Πρέσπα. Ήταν ακόμη τα χρόνια, που για να πας εκεί, χρειαζόσουν
άδεια από το φρουραρχείο της Φλώρινας.
Όταν η κλεψύδρα του χρόνου γύρισε και
απόμαχος πια δάσκαλος σκεφτήκαμε να κάνουμε ορειβασία στον Βαρνούντα, δεν
διαλέξαμε την κορυφή, που γνωρίζω ως Μπέλα Βόντα.
Προτιμήσαμε την κορυφή Κίτσεβο ή Δεσποτικό,
την ψηλότερη του Βαρνούντα στην ελληνική μεριά (2.334 μ. υψ.). Ένιωσα, σαν να
διέπραττα απιστία στην πρώτη γνωστή μου, εκείνη της νιότης, αλλά το
δικαιολόγησα με το έωλο επιχείρημα, ότι την κορυφή Κίτσεβο την βλέπω καθημερινά
στις μικρές περιπλανήσεις μου στις εξοχές του Αμυνταίου, από τα αμπέλια στη Σαμαρόπετρα
και το Λόφο!
Είναι αλήθεια, ο Βαρνούντας, το νότιο τμήμα
του, φαίνεται από τις ανηφοριές στα νοτιοανατολικά του Αμυνταίου. Βοηθάει σ’
αυτό και ο αυχένας ανάμεσα στο λόφο του Καρά Ντορού και τον Προφήτη Ηλία στα
δυτικά του Αμυνταίου.
Ξεκινήσαμε από το Κρατερό, όμορφο χωριό στις
ανατολικές παρειές του βουνού σε υψόμετρο 980 μ. Πήραμε τον ορεινό δασικό
δρόμο, ο οποίος καβαλώντας κυριολεκτικά το βουνό από τα ανατολικά στα δυτικά,
φτάνει στον Άγιο Γερμανό.
Η διάνοιξή του έγινε από τη «Μηχανική» του Πρόδρομου Εμφιετζόγλου, χάρη στη στενή
σχέση του με την περιοχή, είναι χαλικόστρωτος, σε καλή κατάσταση και μετά από
πανέμορφο δάσος, που σου κόβει την ανάσα, φθάσαμε με το Subaru και το Golf στον
αυχένα, ανάμεσα στην Τούμπα και το Κρίβι Κάμεν, στην αλπική ζώνη του βουνού.
Εδώ το ανάγλυφο είναι χαλαρό, κυριαρχούν τα
αλπικά λιβάδια, και οι στρογγυλεμένες κορυφές του Βαρνούντα θαρρείς πως
συγκροτούν μια όμορφη γειτονιά!
Μπορείς από εδώ, με λίγη προσπάθεια να
πεταχτείς από την μια κορυφή στην άλλη.
Στρατιές από πανέμορφα μικρολούλουδα ανθίζουν
στα πλαϊνά του δρόμου και πιο πέρα. Τα έχει θρέψει, στο λιγοστό χώμα, το κρύο
νερό του λιωμένου χιονιού και ο ξεχωριστός ήλιος της Άνοιξης στο βουνό.
Ένα κοπάδι ημιήμερων αλόγων καλπάζει στις
πλαγιές τις Τούμπας. Σε λίγε εβδομάδες θα έχουν παρέα τα κοπάδια των προβάτων
και των αγελάδων, που κατά συνήθεια αιώνων, ανεβαίνουν στα ψηλά βουνά μετά το
ξεχειμώνιασμα κάπου νότια!
Ξεπεζέψαμε. Στο διάσελο βρήκαμε να μας
περιμένει το μονοπάτι με κατεύθυνση προς τα βόρεια.
Ανηφορίσαμε σε χορταριασμένη πλαγιά, με μικρή
κόντρα, και μετά σύντομο λαχάνιασμα φτάσαμε στην πρώτη κορυφή της διαδρομής, το
Κρίβι Κάμεν.
Μια πυραμίδα μας υπενθύμισε ότι βρισκόμασταν
πάνω στη συνοριακή γραμμή. Με μια πιο επίπονη προσπάθεια σε πλαγιά χωρίς καθαρό
μονοπάτι και σκόρπιους σχηματισμούς βράχων, βρεθήκαμε στην κορυφή Κίτσεβο ή
Δεσποτικό.
«Μεγάλος Είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου»!
Η εκ του φυσικού σκηνογραφία του χώρου είναι
συναρπαστική. Η ομορφιά της Πρέσπας ιδωμένη από εδώ, μας αφόπλισε!
Οι ποιητές έχουν το χάρισμα να την αποδίδουν
με στίχους: «…κι ήρθε κι από την
Πρέσπα, τον τόπο το νησόχτιστο και σα ζωγραφισμένο, στη λίμνη την αξέχαστη με
τα δασά λιβάδια, με τα μεγάλα τα βουνά τα λογγωμένα γύρω…» (Κωστής Παλαμάς, Η
φλογέρα του βασιλιά. Από το βιβλίο «Πρέσπα» του Γιώργου Κατσαδωράκη)
Εμείς, οι περαστικοί, οι διαβάτες των βουνών,
έχουμε την ευκαιρία να την δούμε και να την ρουφήξουμε, σαν το νέκταρ των
Ολύμπιων Θεών και να την αποθησαυρίσουμε στην κιβωτό των παραστάσεών μας.
Και δεν ήταν μόνο η Πρέσπα, που ξετυλίχτηκε
μπροστά μας. Ήταν και ολόκληρη η Μπέλα Βόντα στα νότια, ο υπόλοιπος Βαρνούντας
στα βόρεια με την ψηλότερη κορυφή του, το Πέλιστερ (2.601 μ. υψ.) και στα ανατολικά
ο φλωρινιώτικος κάμπος και η μισή Ελλάδα!
«Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη»!
Μια ορειβατική ραψωδία είχε πλέον ολοκληρωθεί
και γεμάτοι ευφορία και νιώθοντας ευεξία επιστρέψαμε.
Ήταν 5 Ιουνίου 2016.
Οι ευνοούμενοι της συγκυρίας ήταν: Τάκης
Στεφανίδης, Σάκης Γκερσάνης, Μιχάλης Παρλάνης, Τίμης Ιωαννίδης, Θωμάς
Τζήγας, Γιάννης Λιάσης, Γιάννης Τραϊανός και εγώ.
ΥΓ 1. Στο δρόμο της επιστροφής, σ’ ένα κιόσκι
στο όμορφο δάσος, χορτάσαμε την πείνα μας με ζυγούρι στη γάστρα και φέτα, που
είχε φέρει ο Τίμης και το είχε ετοιμάσει αποβραδίς η Βαρβάρα (ευχαριστούμε
πολύ). Τυχαία σμίξαμε εκεί με μια παρέα ωραίων, ρομαντικών Ιταλών!
ΥΓ 2. Σε καφενείο στο χωριό Εθνικό, δίπλα στο
ποτάμι, ανάμεσα σε μπίρες και καφέδες ο Σάκης με το χιούμορ του (ομολογώ
ιδιότυπο) μας απομάγευσε και μας προσγείωσε στην πεζή καθημερινότητα.
ΥΓ 3. Είπαμε να ανεβούμε μια άλλη φορά στην
«πρώτη γνωστή μου» Μπέλα Βόντα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.