Τρίτη 7 Μαΐου 2019

…Δι’ υπόθεσίν σας, να προσέλθετε στο Τμήμα μας… (52 χρόνια από την τελευταία(!) περιπέτεια της Ελλάδας)


(Του Α.Θ.Ρ., από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)...
  Αν σήμερα τρέμουμε το «μπιγετάκι» με τη κλήση «Δι’ υπόθεσιν μας», στη Τράπεζα, την Εφορία, τα Ασφαλιστικά Ταμεία, τον …μπακάλη της γειτονιάς ή τον διαχειριστή της πολυκατοικίας, η οποία «υπόθεση» είναι ένα διαμαρτυρόμενο χρέος, κάποιες καθυστερημένες δόσεις του δανείου μας, που κάποτε χουβαρδάδικα μας πίεζε να πάρουμε, η ίδια η τράπεζα που τώρα
 
 δείχνει τα δόντια της, πολλά χρόνια πριν, ο φόβος που σέρνονταν σ’ όλους μας σχεδόν, ήταν απ’ τη κλήση «δι’ υπόθεσιν σας» στο τοτινό Τμήμα Χωροφυλακής!
  Δεν είμαι σίγουρος αν τότε κινδύνευες περισσότερο απ’ το βαρύ χέρι του αρειμάνιου Χωροφύλακα, ή τώρα, απ’ το μπλέξιμο σου με το μανικιουρισμένο όμορφο χέρι της χειρίστριας του τραπεζικού της κομπιούτερ, που ξετυλίγει ανελέητα και λεπτομερειακά τις καθυστερημένες σου δόσεις, που κάποτε, τόσο επιπόλαια κι απερίσκεπτα υπέγραφες…
  Φυσικά και εξήρω περιόδους ανθρωποφάγες, που …η υπόθεσή σας, πάμπολλες φορές, αθώων ή ελάχιστα παραβατών συνελλήνων, τους οδήγησαν στην κρεατομηχανή φρικτών ανθρώπινων ιστοριών.
  Οι παλιοί αριστεροί κι οι κατ’ επανάληψη εξόριστοι ή φυλακισμένοι –αν γλύτωναν το εκτελεστικό- Σλαβομακεδόνες, με το κτύπημα της πόρτας και την αναγγελία απ’ τον χωροφύλακα της κλήσης για το Τμήμα, αυτόματα τύλιγαν το μπογαλάκι με τη κουβέρτα, τη φανέλα, τις αλλαξιές που θα τους συντρόφευαν στα γνωστά τους σκοτεινά μονοπάτια, που είχαν τόσο σημαδέψει, δεκάδες χρόνια τη ζωή τους…
  Ακόμα θυμάμαι το μπογαλάκι πίσω απ’ την εξώπορτα του σπιτιού μας, του παππού μου Αργύρη, που είδα ξημέρωμα 22/4/1967 και που ευτυχώς έμεινε αχρείαστο, αφού ακόμα κι η χούντα είχε περισσότερη λογική –για κάποια πράγματα- απ’ το άγριο κι αδυσώπητο κράτος, μετά τη Βάρκιζα του ’45…
  Πρόσφατα, έφυγε από κοντά μας ένας παλιός συνειδητός, ορθόδοξος κομμουνιστής, τυραννισμένος αλλά τόσο αγέρωχος όσο κι ο άκακος, με μακρόχρονες φυλακίσεις και κυνηγητά, ο μακαρίτης πλέον Βαγγέλης Στάϊος απ’ το Κλειδί.
   Ένα είδος ανθρώπου υπό εξαφάνιση, στη πεζή εποχή μας του ωχ – αδελφισμού, του υπερεγώ, της λούφας, της μόστρας, της κλεψιάς, της κούφιας συνθηματολογίας και της εγκληματικής πατριδοκαπηλίας, εδώ και κάποια χρόνια κάτοικος Αμυνταίου, ο μακαρίτης πλέον Βαγγέλης.
  Με βαριά χρόνια πνευμονοπάθεια, σίγουρα απότοκη κάποιας φυματίωσης αποκτημένης στα μπουντρούμια μεσαιωνικών φυλακών, του τοτινού μετεμφυλιακού μας, άγριου κράτους.
  Με βαριά «παραμορφωτική αρθρίτιδα», που έκαμνε δύσκολη κι επώδυνη τη κίνηση και τη βάδιση. Μονόφθαλμος και με «γλαυκωματικό» το άλλο μάτι του.
  Τον είχα χρόνια πελάτη στο ιατρείο μου, χωρίς να τον ακούσω ποτέ να υπερβάλει στο βαρύ του πρόβλημα, να παραπονιέται, να καταριέται αυτούς που συνετέλεσαν, ακόμα και χρόνια πολλά τώρα λεύτερος, να κουβαλάει στους ώμους του τα βαριά δεσμά μιας ισόβιας καταδίκης της υγείας του, κι όλα αυτά, χωρίς να πιαστεί με όπλο αντάρτη στο βουνό!
  Καθημερινά, έπαιρνε το δρόμο –τον είχα γείτονα στο Αμύνταιο- σιγά – σιγά, μέχρι το πρακτορείο εφημερίδων του Καρίκα, να πάρει τον «Ριζοσπάστη»... τον «ξεκοκάλιζε» ολημερίς, μ’ έναν μεγεθυντικό φακό μπροστά στο ένα του μάτι, σα να έψαχνε το νόημα τω λέξεων, πίσω απ’ τις λέξεις.
  Σα να γύρευε κάποιο συνθηματικό μήνυμα για τους βαθειά ορθόδοξους του κόμματος, που μόνο αυτοί θα μπορούσαν να αποκρυπτογραφήσουν…
  Κάποτε του πρότεινα να του δώσω να διαβάσει ένα βιβλίο του Ανδρουλάκη του Μίμη, για να τον πειράξω… «Άσε Άγγελε, τι να μας πει αυτός ο προδότης», αλλά το πήρε και το διάβασε και μου έκανε εντύπωση αυτό!
  Πάντα διάβαζαν με μανία, αν και οι πλείστοι του Δημοτικού, οι παλιοί αριστεροί.
  Χαίρομαι κυριολεκτικά, που έχω φανατικό αναγνώστη στο «ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ», έναν περίπου 93χρονο Ξινονερίτη αριστερό, τον Παντελή Κρ. Μου στέλνει και τις αντιρρήσεις του, όταν κάτι δεν του αρέσει απ’ τα γραφόμενα μου, σ’ αυτό τον φανατικό Σταλινικό…
  Πάντα πείραζα τον Βαγγέλη όταν συναντιόμασταν και πάντα χαμογελαστός, ήταν έτοιμος για μια …μικρή διάλεξη, για την υπάρχουσα κατάσταση στον κόσμο, για την οποία ευθύνεται απόλυτα ο καπιταλισμός, ο οποίος σε συνθήκες…. κτλ… κτλ… κτλ…
  Κάποτε παλιά έπεσε στα χέρια μου από κάποιον γνωστό, επιστολή σταλμένη απ’ το Κλειδί, γύρω στα ’55, με παραλήπτη τον Βαγγέλη, κατάδικο σε κάποια φυλακή, κι αποστολέα ένα γνωστό παράγοντα του χωριού του (απ’ την επιστολή, ξεχώρισα τον Βαγγέλη).
  Μετά μια γενικόλογη εισαγωγή για τα νέα του χωριού τους, μπαίνει στο …ψητό, που είναι και ο λόγος που στάλθηκε η επιστολή…
- Βαγγέλη, να ξέρεις ότι θέλω το καλό σου, αν και ποτέ δεν ταιριάζαμε πολιτικά…
- μου υποσχέθηκαν, ότι αν κάνεις «δήλωση», θα περάσεις αναθεωρητικό και θα σε απολύσουν…
- Όλοι αυτό κάνουμε και γύρισαν στο χωριό, στο σπιτάκι, στην οικογένεια τους…
- Σκέψου τη μάνα σου που περιμένει να γυρίσεις, να κάνεις οικογένεια, να δει στα γεράματα εγγόνια…
- Ο Βάνες ο …., ο Τρύφος ο …., ο Κίτσιος ο …., γύρισαν, δουλεύουν τα χωράφια, έχουν κοπάδι, χαίρονται στο χωριό…
  Ποιος αλήθεια δε θα λύγιζε με τέτοια δελεαστική πρόταση, με μια υπογραφή να μάσεις τα «τσαμπασίρια» σου απ’ το υγρό κελί και να βρεθείς στον καθαρό αέρα του Τσέροβου;
  Έστω, κι αν τη «δήλωση» μετάνοιας σου και αποκήρυξης του ΕΑΜο – κουκουέδικου παρελθόντος σου, διαβαζόταν –όπως γίνονταν τότε- τη Κυριακή, στη γεμάτη χωριανούς εκκλησία του χωριού σου…
  Βέβαια, «Σέκφο τσιούντο, ζα τρι ντένα»! (κάθε νέο, για τρείς μέρες) λέγαν παλιά οι ντόπιοι Μακεδόνες. Αλλά, κι αυτές οι τρείς μέρες είχαν αξία τότε… πόσο βασάνισε το Βαγγέλη, τον κάθε δυνατό Βαγγέλη, τέτοια δελεαστική πρόταση, κι αυτό, όχι όταν βροντούσε ο Όλυμπος κι άστραφτε η Γκιώνα, κι ήταν στα άρματα όλη η παράτολμη νεολαία της Ελλάδας, αλλά όταν όλα για το ΚΚΕ είχαν χαθεί εδώ και 5-6 χρόνια; Πόση αξία είχε τότε, η έννοια της ντροπής;
  Απύθμενη δύναμη; Τεράστιο πείσμα; Παλληκαριά; Βλακεία; Ξεροκεφαλιά; Σίγουρα κάτι θαυμαστό και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης δύναμης, που μπορείς να κάνεις αδιανόητα κατορθώματα, για μας τους λοιπούς, συνηθισμένους ανθρώπους, του σήμερα και του τίποτα…
  Ο Αρχιεπίσκοπος της εποχής, Χρύσανθος, επηρεασμένος και μ’ ευκαιρία την επίκαιρη τότε δίκη και καταδίκη του Μπελογιάννη και των συντρόφων του και την συνταρακτικά παλικαρίσια τους στάση στο Στρατοδικείο, κι ιδίως του τραγικού –σε άλλη δίκη- Πλουμπίδη, που κράτος και το κόμμα του (ΚΚΕ) τον έλεγε προδότη, χωρίς αυτός να λυγίζει τα πιστεύω του, είπε τα εξής πρωτοφανή, που ίσως αυτά συνετέλεσαν στο να τον καθαιρέσει απ’ τον θρόνο του η χούντα το ’67… Όχι θα τον χάριζαν, οι τύποι, σαν τον Αμβρόσιο … χριστιανοί!
  Είπε λοιπόν ο ειλικρινής και γενναίος αυτός κληρικός (Χρύσανθος): «Το μαρτύριο των μελλοθάνατων αριστερών, είναι πιο μεγάλο απ’ αυτό των μαρτύρων χριστιανών την εποχής των διωγμών! Γιατί οι κομουνιστές, δεν πιστεύουν ότι θα ‘χουν ανταμοιβή για τη θυσία και τη πίστη τους, σε μια μεταθανάτια ζωή! Κι αυτό κάνει πιο καθαρή, πιο ηρωική, πιο μεγάλη τη θυσία τους για τις ιδέες τους». Έχετε ακούσει μεγαλύτερη αλήθεια;
  Φυσικά, οι πιο προσγειωμένοι Μουσουλμάνοι, κάναν πιο χειροπιαστή κι ελκυστική τη μεταθανάτια ανταμοιβή, με ουρί, πιλάφια, σαντουρο – βιολιά… Αρκεί να μη σε σκοτώσει στη μάχη καμιά λεβέντισσα αντάρτισσα Κούρδισα, γιατί τότε χάνεις το προσφερόμενο πακέτο αιώνιας γλεντοκόπου διαμονής, σε ουράνιο πεντάστερο παλάτι… Βάϊ, βάϊ…
  Πόσο θα ξενύχτησε, θα αμφιταλαντεύτηκε, ίσως και να ‘κλαψε ο Βαγγέλης, ο κάθε Βαγγέλης που είπε ΟΧΙ στην εύκολη υπογραφή που θα τον έφερνε στο φως του ήλιου, της κοινωνίας, της οικογένειας, της ζωής; Έστω και λυγισμένο, έστω και ντροπιασμένο, έστω και νικημένο…
  Πόσο μοναχικό δρόμο βαδίζει ο μάρτυρας των ιδεών του; Και πόσο εύκολο είναι, να ‘σαι μέσα στο κοπάδι που το φυλάγουν τριγύρω άγρια μαντρόσκυλα, αλλά και οι διπλανοί όμοιοί σου;
  Πόσο μπορείς ν’ αντέξεις, με άρνηση, στο κάλεσμα των σειρήνων που σε θέλουν όμοιο με τους ομοίους, σ’ ένα υπάκουο κοπάδι «λογικών» συνετών νοικοκυραίων;
  Απ’ τις συγκλονιστικότερες εικόνες που περιγράφει ο Χρόνης Μίσσιος στο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», κατάδικος απ’ τα ’45 για 10ετίες, σκληρότερη εικόνα κι απ’ αυτά τα βασανιστήρια, είναι αυτή που περιγράφει, θέλοντας να τονίσει τη μοναξιά που βασανίζει τον κατάδικο, ιδίως όταν είναι αδικοκυνηγημένος…
  Νέος τότε 25χρονος, γύρω στο ’55, σε μια μεταγωγή του απ’ τη φυλακή σε κάποιο δικαστήριο, χάζευε π’ τη καρότσα του στρατιωτικού τον κόσμο που περπατούσε στα πεζοδρόμια, τα παιδιά που έπαιζαν στην πλατεία, τα κορίτσια που τιτίβιζαν γελώντας, έναν άλλο, τελείως ξένο γι’ αυτόν κόσμο, αφού ήταν μέσα ήδη 10 χρόνια και ήταν 25χρονος…
  Ο συνοδός χωροφύλακας, πρόσεξε αυτό το φευγαλέο θλιμμένο βλέμμα του νέου και τον κάρφωσε με κείνο το επαγγελματικό, αναίμακτο καμάκι, που φτάνει μέχρι την καρδιά: «Χρόνηηη! Τα βλέπεις και μόνος σου, κανείς δε νοιάζεται για σένα. Όλοι φτιάχνου τη ζωούλα τους. Ο πόλεμος τέλειωσε, κατάλαβε το»
  Αυτή η απέραντη αίσθηση μοναξιάς του καταδικασμένου, που φορτώθηκε στις αδύναμες πλάτες του έναν ατελείωτο κι ασήκωτο δρόμο, είναι νομίζω αυτό που θα σπάσει και θα ζητήξει –οι πιο πολλοί- φέρτε μου να υπογράψω! Να σκύψω, να προσκυνήσω! Να… «γυρίσω στη μάνα μου, στο χωριό μου, στο χωράφι μου! Έστω και με το κεφάλι κάτω! Τελειώσαμε, χάσαμε, νικηθήκαμε. Πουληθήκαμε, θυσιαστήκαμε, σκοτωθήκαμε, φτάνει πια! Έλεος!»
  Πάρα πολλές φορές, σκανταλιάρικα, αφού δε θύμωνε, πείραζα τον Βαγγέλη: «Α, ρε Βαγγέλη, φαντάσου τι στεφάνια γαρυφαλλένια, σφυροδρέπανα, τι ομιλίες, τι σημαίες κόκκινες θα έχουμε στην κηδεία σου»
  Αυτός γελούσε άκακα και χωρίς διόλου να κολακεύεται.
  Λυπήθηκα που έλειπα και δεν πήγα στην κηδεία του, να του αφήσω ένα κόκκινο γαρύφαλλο…
  Και για να χαλαρώσουμε –μπαίνει κι η Άνοιξη- θα συνεχίσω με άλλες τελείως λάιτ, κλήσεις «δι’ υπόθεσιν σας»…
  Γύρω στα ’72 – ’73 στη Σαλονίκη, έχει αρχίσει να βράζει το αντι - χουντικό καζάνι, ιδίως στο Πανεπιστήμιο και τους φοιτητοχώρους.
  Η διασκέδαση τότε του φοιτηταριού είναι το σινεμά, οι ταβέρνες, το γήπεδο και τα πάρτι στην ονομαστική εορτή του κολλητού, του γνωστού, του τυχαίου γνωστού του γνωστού!
  Εκεί, στο επί τούτου μισοσκόταδο, καλλιεργείται –ιδίως στα σκληρά μπλουζ- το καμάκι, επί παντός επιστητού θήλεος που προσήλθε κι αυτό, για ευγενή σκοπό.
  Να θυμίσω ότι καφετέριες και κλαμπ, για αντίστοιχο καμάκι, ήταν σχεδόν άγνωστα στην τοτινή Σαλνίκη, αλλά και παντού…
  Το συγκεκριμένο πάρτι γίνεται στο τριάρι διαμέρισμα μας (το μοιραζόμασταν τρείς), στην Π. Μελά 22, 5ος όροφος χωρίς ασανσέρ!
  Χαμός από προσέλευση, με καλό σχετικά περιεχόμενο… το Βερμούτ χύμα, μια νταμιτζάνα, μαζί με τα ξηροκάρπια, από φτηνιάρικο μαγαζί στο Καπάνι. Το εμφιαλωμένο «Καλογιάννης» δε μας συνέφερε για μεγάλες μαζώξεις.
  Αρκετά περασμένα μεσάνυχτα, χτυπήματα στην πόρτα, αφού το κουδούνι μέσα στην οχλαγωγή, δεν ακούγεται. Στο άνοιγμα της πόρτας, μπάστακες, δύο χωροφύλακες.
  «Ο ιδιοκτήτης; Στοιχεία και πρώτη και τελευταία, χαμηλώστε τη μουσική, γιατί παραπονιούνται οι γείτονες, χαίρεται»!
  Φυσικά, χάλασε η μανέστρα κι αλλάξαμε ρεπερτόριο, μέχρι που το διαλύσαμε…
  Το ’73 τα πράγματα αγριεύουν, πολύ πριν το πολυτεχνείο, κι ο αέρας αρχίζει να μυρίζει μπαρούτι…
  Κάποια μέρα, βρίσκω κάτω απ’ την πόρτα το μπιγετάκι απ’ το Δ’ Αστυνομικό Τμήμα, Δι’ υπόθεσή μου… κρύος ιδρώτας, τρέμουλο, όχι ρε μαλάκα μου… τώρα;
  Μετά 2-3 ώρες με βαθιές ανάσες κι ηρωικές σκέψεις από σκηνές της εξόδου του ’21, χτυπάω τη πόρτα του Δ’ Αστυνομικού, στην Πρίγκηπος Νικολάου.
  «Λέγομαι έτσι, με ζητήσατε»… Ανοίγει ένα τεφτέρι ξεφτισμένο και με κοιτάει πάνω απ’ τα γυαλιά του, το όργανο της πολιτείας.
  «Συνεχίζεται να οχλαγωγείτε, παρά τις συστάσεις μας και να ενοχλείτε τους γείτονες σας. Εάν συνεχίσετε θα μηνυθείτε. Προσέχετε»
  Άρχισε πάλι να χτυπάει κανονικά η καρδιά μου, που κόντευε να μου φύγει απ’ το στόμα, με το προηγούμενο της φτέρνισμα.
  ’73, λίγες μέρες μετά το Πολυτεχνείο. Το Πανεπιστήμιο θυμίζει νεκροταφείο. Ψίθυροι και φήμες, από γνωστούς και αγνώστους, ότι οργιάζουν οι συλλήψεις… βρίσκω τη συνάδελφο και πατριώτισσα Στεφανή, που έχει πάντα έγκυρες πληροφορίες κι επαφές και μου το επιβεβαιώνει. Αρχίζουν να με ζώνουν τα φίδια…
  Η τιμωρία πλέον των φοιτητών, όσων συλλαμβάνονται –όχι για βαριά παραβατικότητα (βόμβες), φυσικά τώρα σωστά τα λέμε, αντιχουντική – αντιστασιακή δράση-, αλλά απλά, για συμμετοχή σε αντιχουντικές εκδηλώσεις, είναι …διακοπή της αναβολής σπουδών και …φανταράκι σε κέντρο ανεπιθυμήτων …Εν δυό, εν δυό στραβάδι, θα πήξει η μάνα σου στραβάδι! (Η κλασική έκφραση πριν το καψώνι…)
  Δεκαπενταριά μέρες πριν το Πολυτεχνείο, από ένα τυχαίο τελείως γεγονός, βρεθήκαμε στην ανάγκη να κρύψουμε, μία μόνο βραδιά στο σπίτι μας, εγώ, ο Γιάννης κι ο Τζόλες, έναν Αθηναίο φοιτητή που ήρθε Σαλονίκη σαν σύνδεσμος της ξεσηκωμένης και σε κατάληψη Γεωπονικής Σχολής Αθηνών, με την αντίστοιχη της Σαλονίκης.
  Μάλιστα, στη διάρκεια ομιλίας του στο αμφιθέατρο της Γεωπονικής, για τον ξεσηκωμό της σχολής του στην Αθήνα, κυνηγήθηκε και παραλίγο να συληφθεί απ’ τους ασφαλίτες και τους χουντικούς της σχολής. Από τύχη γλύτωσε, κρυπτόμενος. Έκτοτε, καθημερινά άλλαζε σπίτι μέχρι να φύγει, αρκετά μετά, για Αθήνα.
  Αρχές Δεκέμβρη θα ήταν, παγωνιά λόγο χειμώνα, αλλά περισσότερο απ’ την αγριάδα και τη φοβέρα της εποχής, που μετά το Πολυτεχνείο έκλεισε εκείνη η ψευτοφιλελευθερη πολιτική παρένθεση Μαρκεζίνη, που θα έβγαζε τη χώρα απ’ τα γαλόνια και τις αρβύλες της χούντας.
  Κάποια μέρα λοιπόν, βρίσκω το «μπιγετάκι» δι’ υπόθεσιν μου, να προσέλθω στο Ε’ Αστυνομικό τμήμα, τώρα. «Τώρα μάλιστα, τα βρήκαμε τα λεφτά. Το Ε», ήταν στην Κολόμβου, δεν ανήκα στην ευθύνη του»… τώρα πλέον, με έζωσαν τα φίδια, αλλά με δάγκασε κόμπρα… αυτό είναι σίγουρα! Το Ε’ έχει ρόλο στις συλλήψεις, εύλογα κόλλησε το τσιπάκι, στις αντιχουντικές μας αταξίες.
  Δεν ετοίμασα «μπογαλάκι», αλλά οι δύο κολλητοί μου, μου πρότειναν να μου δώσουν λεφτά, να ‘χω το κάτι τις μου, εκεί στο άγνωστο. Και με συνόδεψαν μέχρι το απέναντι καφενεδάκι του Ε’ Αστυνομικού τμήματος, όπου ήπιαμε το πικρό καφέ της παρηγοριάς και για συμπαράσταση, είπαν, ότι μάλλον σύντομα θα μ’ ακολουθήσουν, αφού πάντα ήμασταν χρόνια τώρα μαζί, στα καλά, τα τρελά και τα ωραία… Φιληθήκαμε ψιλοδακρυσμένοι και χωρίσαμε…
  Με τρεμάμενο χέρι χτύπησα τη πόρτα του αξιωματικού υπηρεσίας. Του ‘δειξα το «μπιγετάκι», χωρίς ν’ αρθρώσω λέξη, που δεν έβγαινε απ’ το ξεραμένο μου στόμα. Άνοιξε ένα τεφτέρι και μου είπε χωρίς να με κοιτάξει… «Α! σας θέλει ο υπομοίραρχος τάδε, στο γραφείο τάδε»
  Βγήκα παραπατώντας, τώρα πλέον ήμουν σίγουρος για τις φοβίες μου. Κτύπησα άψυχα κι ανεπαίσθητα τη ξύλινη πόρτα, κι άνοιξα χωρίς σχεδόν ν’ ακούσω εμπρός. Πήρε το «μπιγετάκι» που του πρότεινα, αφού δυσκολευόμουν να πω ότι με θέλουν …Δι’ υπόθεσιν μου…
  «Α!, Α! κύριε Ρακόπουλε», κι άνοιξε ένα συρτάρι του γραφείου του με θόρυβο. Νόμιζα ότι θα βγάλει βούρδουλα, χειροπέδες ή πιστόλι!
  Έβγαλε ένα πορτοφόλι! Ένα κόκκινο γυναικείο πορτοφόλι.
  «Πριν ένα χρόνο, βρήκατε στην Εγνατία, εδώ κοντά μας, ένα πορτοφόλι μιας τουρίστριας Αμερικανίδας και μας το παραδώσατε. Εκτός απ’ την ταυτότητα της και τα προσωπικά της, κατά το νόμο, είναι δικό σας πλέον το περιεχόμενο του»… και μου μέτρησε κάποια δολάρια και δραχμές.
  Βγήκα μισοαναίσθητος, τρεκλίζοντας, χωρίς διόλου συναίσθημα χαράς, λύπης, φόβου. Ένα αίσθημα κενού μόνο…
  Το βράδυ που βρέθηκα με τους κολλητούς μου, κάναμε τρικούβερτο γλέντι, με τραγούδια του Θεοδωράκη και του Καζαντζίδη στο μαγνητόφωνο, χωρίς να λογαριάζουμε τους ρουφιανάκους γειτόνους μας…
  Μπήκε στα γεμάτα το ’74. Σαν από διαίσθηση, αλλά κι απ’ την ανελλιπή καθημερινή μας ενημέρωση, απ’ τη ραδιοφωνική συχνότητα της «Ντόιτσε Βέλε» με τη φωνή του μακαρίτη Μπακογιάννη, διαβλέπαμε το τέλος της χούντας, παρά την αλλαγή της προς το σκληρότερο, με τον δικτάτορα Ιωαννίδη τώρα.
  Σε μια απ’ τις καθημερινές αντι - χουντικές συζητήσεις, οι τρείς κολλητοί, τους έβαλα στα ξαφνικά ένα πιο ζόρικο ζήτημα από τη ρουτινιάρικη πλέον ρητορική των κατάρων και του υβρεολογίου.
  Τώρα λοιπόν που θ’ ανεβαίναμε στο Αμύνταιο για τις καλοκαιρινές μας διακοπές, να γράψουμε συνθήματα αντι – χουντικά. Σαν μια μικρή, δική μας συμβολή στο σιχτίρισμα της.
  Συμφώνησαν χωρίς αντίλογο. Μάλιστα αποφασίσαμε τι θα γράψουμε και σε ποια σημεία της πόλης. Δεν ξανασυζητήσαμε το λίαν παράτολμο για κείνη την εποχή του ζόφου, το θέμα αυτό.
  Όταν αρχές Ιούλη πήγα στο Αμύνταιο, ο πατέρας μου, μου είπε ότι «σε έψαχνε ένας χωροφύλακας, (Ηλίας Μουρατίδης), να περάσεις απ’ το τμήμα που σε θέλουν. Του είπα ότι δεν ήρθες ακόμη κι ότι τώρα έχεις εξετάσεις»...
  Έτσι ξαναπέρασα το κατώφλι – τώρα πιο θαρραλέα, αφού είχα πάρει το «κολάι», του δικού μας τώρα Τμήματος Χωροφυλακής. Αφού στήθηκα μια ώρα έξω απ’ το γραφείο του Διοικητή, ίσως εξ επί τούτου κάποτε βρέθηκα απέναντι από έναν Κρητίκαρο, σε …άκης, όπως έγραφε η πινακίδα του ονόματος του, στο τραπέζι του γραφείου του, χωρίς όμως την αγριάδα και την αψάδα του κρητικού.
  Όταν μετά κάποια ώρα σήκωσε το βλέμμα του απ’ αυτά που διάβαζε και με κοίταξε ίσια στα μάτια, πάνω απ’ τα γυαλιά του, κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Με φωνή που δεν σήκωνε αντίρρηση ή αμφισβήτηση των λεγομένων του, μου είπε: «Λοιπόν, εσύ θέλεις να κάνεις κάτι κακό στον τόπο σου… Πρόσεχε καλά, σε προειδοποιώ, ότι ξέρουμε καλά τι θέλεις να κάνεις! Αυτά, τελειώσαμε…».
  Δεν πρόλαβα κι ούτε μπόρεσα ν’ αρθρώσω μια άρνηση, ένα … «ξέρετε εγώ, το οποίον, καταλάβατε»;
  Το βράδυ που βρεθήκαμε με τους κολλητούς, απορούσαμε πως έφτασε στα αφτιά της χωροφυλακής η «τζούφια» απόπειρα μας, ν’ ανατρέψουμε το καθεστώς με πινέλο και μπογιά (τότε δεν υπήρχε ούτε σπρέι για συνθήματα).
  Η χούντα στηριζόταν κύρια σ’ ένα φοβερό ρουφιανο - σύστημα, που δούλευε σαν καλοκουρδισμένη μηχανή της σημερινής CIA. Το δε Αμύνταιο και τα πέριξ του, ήταν τυλιγμένο, μέχρι ασφυξίας, απ’ τα χρόνια του εμφυλίου, μ’ ένα υπερμεγέθες δίκτυο έμμισθων κι άμισθων ρουφιάνων, που μετάφεραν και το …θρόισμα των φύλων! Σίγουρα, κάποιος απ’ τους τρεις μας κάπου είπε το υπό κατασκευή μελλοντικό κατόρθωμα μας…
  24 Ιούλη ’74, έπεσε σαν σάπιο αχλάδι η χούντα, αφού έφερε τους Τούρκους στη μισή Κύπρο και κινδύνεψε η Ελλάδα, από ένα καταστροφικό γι’ αυτήν πόλεμο.
  Το ίδιο βράδυ γέμισαν οι κολώνες, στο κέντρο της πόλης μας, από αφίσες του προ – δικτατορικού Καραμανλή, που κότσαραν αυτοί, που πριν λίγο σήκωναν στους ώμους τους την χούντα!
  17/11/74, είχαμε εκλογές για κυβέρνηση. Τότε που πήρε 54% ο Καραμανλής. Και μείς περιμέναμε να βγει ο Ανδρέας!
  Λίγες μέρες πριν, είχαμε από μια κλήση, για το τοπικό Τμήμα Χωροφυλακής, με τον φίλο μου τον Κώστα τον γιατρό. Τώρα διοικητής είναι ο ανθυπ/στης ο Κασόλας.
  Μέσα σε κείνο το αντιχουντικό – δημοκρατικό πανηγύρι, που φόβιζε τώρα για το μέλλον του τον κάθε προηγούμενα φανατικό στυλοβάτη της, μας δέχθηκε όλο χαμόγελα και γλύκα.
  «Έχω πληροφορίες, ότι σχίζεται αφίσες του Καραμανλή… Ξέρετε, ο νόμος…», τρίχες κατσαρές δηλαδή, ποιος νόμος και ποιός υπόνομος…
  «Εμείς δε σχίζουμε αφίσες κανενός», του είπαμε σχεδόν μαζί. «Εμείς θέλουμε να σχίσουμε, να καούν τα φάκελα που τόσα χρόνια γεμίζατε με υπερβάλλοντα ζήλο»
  «Και πώς θα μπορέσει να λειτουργήσει το κράτος χωρίς φακέλους»; Μας απάντησε, με χαραγμένη στο πρόσωπο του την ειλικρινή απορία…
  Για 40 τόσα χρόνια, ξέχασα τα …να προσέλθετε στο Τμήμα δι’ υπόθεση σας…
  Ξανάρχισαν τα «μπιγετάκια» της αστυνομίας να με προσκαλούν σε επισκέψεις, όταν άρχισε η …»βιομηχανία μηνύσεων Ιωσηφίδη» κατά πολιτικών του αντιπάλων… Εμένα πάντως με τίμησε δεόντως!
  Ευτυχώς τώρα, το πρόσωπο και ο ρόλος της αστυνομίας έχει δραματικά αλλάξει και το μόνο που σε νοιάζει, στις τωρινές κλήσεις, είναι εκείνες οι θλιβερές και κρύες αίθουσες δικαστηρίων, κι η προσπάθεια σου να βρεις το δίκιο σου. Κι αν το βρεις τελικά, ν’ αποδείξεις ότι …δεν είσαι ελέφαντας!
  Λίγο πριν το Πάσχα του ’67, έγινε το πραξικόπημα των κολονέλων, που άφησαν την Ελλάδα, αφού γκρεμοτσακίστηκαν το ’74 σχεδόν άοπλη, έρμαιη στις ορέξεις της Τουρκίας, που αν έκανε τότε «ντου», εκτός απ’ τη μισή Κύπρο θα χάναμε και μέρος της Ελλάδας.
  «Χριστός Ανέστη! Η Ελλάς Ανέστη»! λέγαν τότε, τσουγκρίζοντας κόκκινα αυγά τα φασιστοειδή κι οι ασπόνδυλοι γυμνοσάλιαγκες που τους ζητωκραύγαζαν.
  Και σήμερα, κάποιοι εκκολαπτόμενοι νέο – φασίστες, προσπαθούν να γυρίσουν το ρολόι του χρόνου, στο αλήστου μνήμης ’67, για να μας ξανασώσουν. Κι αυτό το θεωρούν …πατριωτισμό!
  Και φυσικά, μπορεί κάποτε να γίνει, αν είναι αληθινό αυτό που είπε κάποιος μεγάλος: «Το μόνο σίγουρο είναι, ότι η ιστορία δε διδάσκει τίποτε από τα λάθη της, τις επόμενες γενιές». Αλίμονο! Και τρισαλίμονο!
  Το μόνο αισιόδοξο είναι ότι έχουμε μπροστά μας το μοναδικό Ελληνικό καλοκαίρι… Και φυσικά, ότι κάπτε, στην επόμενη δεκαετία – εικοσαετία –νέος είναι- θ’ απολαύσουμε πρωθυπουργό τον Κούλη Μητσοτάκη! Γιούπι!
  Καλό Πάσχα σε όλους. Ελεύθερο, δημοκρατικό, ελληνικό, χριστιανικό, ακόμα κι άθεο…

1 σχόλιο:

  1. μπαίνω στον κόπο να ξαναστείλω το σχόλιό μου...
    στο ψεύτικο και άθλιο (διότι αποδίδει λόγια του μπελογιάννη σε έναν Αρχιερέα της Εκκλησίας μας) κόπυ πέιστ ο σκοπιανός γιατρός λέει:
    Είπε λοιπόν ο ειλικρινής και γενναίος αυτός κληρικός (Χρύσανθος): «Το μαρτύριο των μελλοθάνατων αριστερών, είναι πιο μεγάλο ...
    και σχολιάζω στην σελίδα μου:https://apologhtika.blogspot.com/2015/09/blog-post_64.html

    ελπίζω να το δημοσιεύσετε...διαφορετικά θα ειστε σαν τον σκοπιανό γιατρό...κακοί δημοσιογράφοι, ψεύτες ή απλως πασοκ-ιστανοί...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.