Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

Πλούσιοι επτώχευσαν κι επείνασαν, κι αμέτρητοι νεόπτωχοι, τα χρόνια των μνημονίων, εμφανίστηκαν… *


(Από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)...
  Για δεκαετίες πολλές, με μία παρένθεση την κατοχή και λιγότερο του εμφυλίου, υπήρχε στη χώρα μας ένα οικονομικό status σχεδόν αδιατάρακτο, όσον αφορά την οικονομικο – κοινωνική και ταξική διαστρωμάτωση των Ελλήνων.
 

  Εκατό κυρίαρχες οικογένειες της πλουτοκρατίας (γνωστή ατάκα του καθηγητή οικονομίας Ανδρέα), που κυβερνούν 200 χρόνια τη χώρα, μια μεγάλη μερίδα μικροαστών, που χαρακτηρίζεται και σαν σκελετός της Ελληνικής οικονομίας και μια τεράστια μεριά φτωχολογιάς, εργατιάς, φτωχο – αγροτιάς, που ζούσε με τη ψυχή στο στόμα και το στομάχι, σε μόνιμη νηστεία.

  Εφοπλιστές, βιομήχανοι, τραπεζίτες, εισοδηματίες, τσιφλικάδες, εισαγωγείς προϊόντων και λαμόγια της δεξιάς παραεξουσίας, αποτελούσαν, μαζί με το μεγαλο – παπαδαριό, την άρχουσα τάξη της τοτινής τριτοκοσμικής και πενόμενης Ελλάδας, που κάθε γενιά της είχε τη «τύχη» να μακελευτεί σ’ έναν ανθρωποβόρο πόλεμο, με κορυφαίους τη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή και τον εμφύλιο.

  Τη τάξη των μικροαστών, που γιγαντώνονταν σταδιακά, στα πλαίσια μιας αναπτυσσόμενης πλέον, έστω και τριτοκοσμικής Ελλάδας, αποτελούσαν αμέτρητοι αυτοαπασχολούμενοι – μικροεπαγγελματίες, μαγαζάτορες, βιοτέχνες, μικροέμποροι, επιστήμονες, ιδιώτες, δημόσιοι υπάλληλοι, τσορμπατζήδες αγρότες και κτηνοτρόφοι, ναυτικοί και συνταξιούχοι καλών ταμείων.

  Ζούσαν στο δικό τους κόσμο, τον γνωστό και συνήθη, που χαρακτηρίζει τη μεσαία τάξη, χωρίς υπερβολές, ακρότητες, με οργανωμένη εγκράτεια και στοχευμένη πορεία προς το καλύτερο και θα τους χαρακτήριζε κανείς, ούτε πλούσιους ούτε φτωχούς.

  Συνηθισμένους πολίτες, με οργανωμένη και προδιαγεγραμμένη πορεία στη ζωή τους.

  Το παγκόσμιο όνειρο του μικροαστού, είναι να ξεφύγει απ’ τη τάξη του και να μπει θριαμβευτής στη τάξη των μεγαλοαστών! Πράγμα το οποίο γίνεται τόσο συχνά, όσο συχνά κερδίζει κάποιος το πρωτοχρονιάτικο λαχείο…

  Στο πάτο της διαστρωμάτωσης, φυτοζωούσε, μέχρι πείνας, η φτωχολογιά και το προλεταριάτο, που παλιότερα ήταν και η μεγαλύτερη τάξη σε αριθμούς.

  Με πρώτους των πρώτων, τον φτωχό αγρότη, που χωρίς βοήθεια, χωρίς μηχανικά μέσα, αναδασμούς, γεωτρήσεις, λιπάσματα, σωστούς σπόρους και φάρμακα, έρμαιο στα νύχια των εμπόρων, πολεμούσε με θεούς και δαίμονες για τον επιούσιο και την επιβίωση της μεγάλης τότε, οικογένειας του.

  Βέβαια, αυτός σε σχέση με τον τοτινό εργάτη ήταν εμφανώς προνομιούχος, αφού είχε σπίτι, ζωντανά, τη τροφή του, τη γη του και δεν πεινούσε ούτε τα χρόνια της κατοχής!

  Ο εργατάκος, ήταν μια θέση πάνω απ’ τον σκλάβο της ιστορίας. Χωρίς δικαιώματα, ασφάλιση, διεκδίκηση, μόνιμα στο στόχαστρο της χωροφυλακής και του αφεντικού.

  Σίγουρα, είχε γεμάτο το στομάχι του, μόνο τα χρόνια που έτρωγε καραβάνα και φορούσε ζεστά ρούχα κι υποδήματα, κι ας πολεμούσε σε κάποιον τόσο συνηθισμένο τότε πόλεμο…

  Ίσως τότε αποκτούσε –και την ένοιωθε- και κάποια αξία κι υπόληψη, η άχαρη και βασανιστική καθημερινότητα της προηγούμενης ζωής του.

  Υπήρχαν όμως και ανθρώπινα πλάσματα και κάτω απ’ τους κάτω, τότε, χωρίς πρόνοια και επιδόματα, κοινωνικό παντοπωλείο, επίδομα πετρελαίου, σύνταξη και μόρια για κάποια δημόσια πρόσληψη, όπως –πολύ σωστά- ισχύει σήμερα.

  Ο απόλυτα φτωχός,, ο άνθρωπος με κάποια υστέρηση, συνήθως ψυχοπαθολογική, δεμένη με μια συμπαθητική απ’ όλους γραφικότατα, μέσα απ’ την πραγματικότητα της παρουσίας του. Αυτός ο «τρελός» του χωριού, που πολλές φορές ήταν πιο έξυπνος και γνωστικός απ’ τον κάθε εξυπνάκια που τον πείραζε, μισό αστεία – σοβαρά.

  Οι μακαρίτες χρόνια τώρα της πόλης μας, που ζήσαν μέχρι τη δεκαετία του ’70 και τους αναφέρω σαν μνημόσυνο στη ψυχούλα τους, ήταν ο Κόλες, η Τουμία, η Φρόσω, ο Κύρτσιες, ο Ντίτσιος, σίγουρα και κάποιος άλλος.

  Συμπαθέστατες, αγαπητές, γνωστές σε όλους καθημερινές φιγούρες, που ομόρφαιναν με την παρουσία τους, το χαμόγελο τους, τις ατάκες τους, τον τόπο και τους ανθρώπους του.

  Άνοιγε ξαφνικά η πόρτα του σπιτιού, κι έβλεπες έναν Κύρτσιε, να ζητάει πουκάμισο ή γυαλιά ηλίου, που πάντα αγαπούσε να φοράει. Τουλάχιστον δέκα πουκάμισα, το ‘να πάνω στο άλλο, δύο γυαλιά ηλίου και παλτό, χειμώνα – καλοκαίρι!

  Η γειτονοπούλα μου η Νιόβη, του ‘κοβε τα βρωμισμένα γαμψά νύχια του και τον ξύριζε, κι ο Κυριάκος παραμιλούσε ακαταλαβίστικα, όλος χαρά!

  Ο Κόλες κι η Τουμία, ήταν μόνιμοι ζητιάνοι, στην έξοδο μας απ’ τον Άγιο Κων/νο, κάθε Κυριακή. Δεκάρες, λειτουργιές και κόλλυβα εξασφάλιζαν. Ο Κόλες πάντα χαμογελαστός, η Τουμία, μουτρωμένη.

  Ο Ντίτσιος, ήταν τροχονόμος των τραίνων, που τότε περνούσαν πολλά απ’ την πόλη μας. Σοβαρός, με πηλήκιο στρατιωτικού κι ένα παράσημο στο σακάκι, μιλούσε κοφτά, με παραγγέλματα.

  Αδέσποτα σκυλιά, δεν υπήρχαν τότε στη πόλη. Φανερά – φανερά τα φαρμάκωναν οι χωροφύλακες και μεις χαζεύαμε που σπαρταρούσαν.

  Το ’51, μετανάστευσε ο πατέρας μου στον Καναδά. Απ’ το φυλάκιο του συρματοπλεγματο - φραγμένου Αμύνταιου, στον σταθμό του Πειραιά – Νέα Υόρκη, 15 μέρες με υπερωκεάνιο.

  Έκλεινε, πάνω από δέκα χρόνια στο χακί και την αντάρα.

  Στις ιατρικές εξετάσεις που πέρασαν, στη σειρά για να πάρουν βίζα για Καναδά, ρωτούσε ο Ελληνομαθείς Καναδός γιατρός, τον κάθε συνήθη λιπόσαρκο εξεταζόμενο «πόσες φορές τη βδομάδα τρως κρέας»; «Που και πού», ήταν η συνήθης απάντηση. «Άντε παιδί μου στον Καναδά, να χορτάσεις κρέας»! έλεγε, κτυπώντας στη πλάτη, ο καλόκαρδος γιατρός.

  Κάτι σαν νομοτέλεια θεϊκή κι ανθρώπινη αδιαμφισβήτητη συνθήκη, συνέχιζε για πάμπολλα χρόνια η σταθερότητα της οικονομικο – κοινωνικής εικόνας, ανθρώπων και καταστάσεων, στη μεταπολεμική Ελλάδα, που άρχιζε χρόνο με το χρόνο ν’ ανασαίνει με την Αμερικάνικη βοήθεια και τα ποτάμια ιδρώτα και προσπάθεια των ανθρώπων της.

  Κι επειδή ο κάθε μικρός τόπος κι η κοινωνία του είναι μια μικρογραφία –χωρίς μεγάλες διαφορές- απ’ την όλη εικόνα της χώρας και της πορείας της, θα προσπαθήσω να θυμίσω το οικονομικό status στο τότε Αμύνταιο, που εκ των πραγμάτων γνωρίζουν και θυμούνται, όλοι οι παλιότεροι…

  Ποιοι λοιπόν στέκονταν γερά στα πόδια τους και βλέπαν ένα σίγουρο μέλλον, για τη δουλειά και τον μπεζαχτά που θα ‘φηναν στα παιδιά τους με καμάρι;

  Και πότε άλλαξε δραματικά κι ανέλπιστα η εικόνα των οικονομικά κρατούντων στη πιάτσα του Αμυνταίου, κι εννοείται όλης της Ελλάδας;

  Εύλογα, θα βιαστεί κάποιος να πει, για τη λαίλαπα που μας βρήκε τα χρόνια των μνημονίων, που γονάτισε το 90% των ελλήνων… Και θα ‘χει μεγάλο μέρος της άποψης του, δίκιο.

  Όμως, η κατάρρευση άρχισε νωρίτερα. Εκείνοι που κατέρρευσαν χρόνο μα το χρόνο, έστω κι ανεπαίσθητα στην αρχή, μέχρι που έβαλαν το κλειδί στη πόρτα του μαγαζιού τους, ήταν οι έμποροι, οι επαγγελματίες, οι μικρο - κατασκευαστές, οι μικρο - επιστήμονες.

  Αυτοί πλήρωσαν και πληρώνουν το μεγαλύτερο κόστος της αλλαγής που έφερε στον κόσμο μας, πρώτα η είσοδος μας στην Ε.Ε., στην ΟΝΕ, η παγκοσμιοποίηση με τα’ ανοιχτά σύνορα σε δασμούς και προϊόντα και το τελικό χτύπημα –νοκ άουτ- ήρθε απ’ τα μνημόνια, που ρίξαν το ΑΕΠ (μισθούς, συντάξεις, κατανάλωση) και φέραν φόρους, εισφορές, υποχρεώσεις ασήκωτες.

  Ο Δημόσιος υπάλληλος, ο συνταξιούχος, ο αγρότης και λιγότερο ο ιδιωτικός υπάλληλος, χρόνο με το χρόνο, απ’ το ’81 και μετά, βλέπαν ν’ αλλάζει προς το καλύτερο η ζωή τους. Πράγμα που δεν κρύβεται, στην εικόνα των σπιτιών, αυτοκινήτων, της ζωής τους και την άνεση που δείχναν.

  Κι ενώ αυτοί ανέβαιναν, οι μαγαζάτορες, χρόνο με το χρόνο, ιδίως στην επαρχία, κατέβαιναν!

  Μέχρι που τα μνημόνια, έκλεισαν εκατοχρονίτικα μαγαζιά και στην Σταδίου, την Πανεπιστημίου, την Πατησίων της Αθήνας, την Βασ. Όλγας, το κέντρο της Σαλονίκης.

  Κι αυτά που αντικατέστησαν τα κλειστά εμπορικά, είναι καφετέριες και φαστ - φουτάδικα… Δε χρειάζεται να ‘σαι οικονομολόγος για τις διαπιστώσεις που βγάζουν μάτι…

  Τράπεζες, ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΟΣΕ, ΕΛΠΕ, ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ, φάνηκαν γαλαντόμες πάνω απ’ το δέον στους εργαζόμενους τους, σε σχέση με προσόν – προσφορά προς απολαβή.

  Οι αγρότες, με το «καρότο» των επιδοτήσεων της Ε.Ε., οι πλείστες απ’ τις οποίες δεν επενδύθηκαν όπως όφειλαν, δημιουργικά, στη μηχανοκαλλιέργεια, τα σύγχρονα εφόδια και μέσα για να γίνουν ανταγωνιστικοί, ανέβηκαν πάμπολλα σκαλοπάτια, απ’ τα «υπόγεια» που βρίσκονταν η γενιά των πατεράδων τους.

  Και εν πολλοίς, είναι δίκαιο αυτό, γιατί είναι και οι μόνοι που παράγουν στην Ελλάδα της «καφετέριας»…

  Οι επιστήμονες ιδιώτες (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, φαρμακοποιοί κλπ), με την υπερπληθώρα δυναμικού που πάραξαν τα ευκολότερα σήμερα στην πρόσβαση ΑΕΙ – ΤΕΙ, ήταν επόμενο να χάσουν σε μέγεθος απ’ το κομμάτι πίτας που έτρωγαν παλαιότεροι τους συνάδελφοι.

  Η αλλοτινή αίγλη των Πολυτεχνείων και της Ιατρικής έχει θολώσει επικίνδυνα, απλά σήμερα σε κάνει έναν μετανάστη με σίγουρο εισόδημα στο εξωτερικό και με γονείς να περιμένουν τις γιορτές, να χαρούν το μετανάστη γιό ή κόρη.

  Οι Δημόσιοι υπάλληλοι κι οι συνταξιούχοι του ευρύτερου δημόσιου, μετά την κορύφωση των αποδοχών τους, που πλησίασε αυτών της Ευρώπης, πριν μια δεκαετία, άρχισε την καθοδική πορεία, όχι όμως σε συνθήκες απόγνωσης και εικόνα υστερίας που για ώρες μας προβάλουν οι Παπαδακηδοαφτιάδες, από …όρθρου βαθέος…

  Το «χρυσό» εχέγγυο της σίγουρης, μόνιμης και αδιατάρακτης εργασίας, σε μια εποχή που βασιλεύει η ανασφάλεια των απολύσεων, της ανεργίας, της υποαπασχόλησης, αποσιωπάται σαν ακριβό μυστικό.

  Σε ακόμη χειρότερη θέση απ’ αυτή του μικροεπαγγελματία, βρέθηκε ο πρώην εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα, τώρα άνεργος κι απογοητευμένος νέος, τριάντα και βάλε χρονών, πτυχιούχος ΑΕΙ, με χίλια – δύο προσόντα και ντοκουμέντα, άνεργος, με σχεδόν αγνοημένο το αντικείμενο σπουδών του, ζει με το χαρτζιλίκι του συνταξιούχο γονιού και ετοιμάζει την έξοδο του, απ’ την αγλαή Ελλάδα.

  Νομίζω, ότι ακόμα και με τα όποια βελτιωτικά και ψιλοαισιόδοξα που αναγγέλλονται και μπαίνουν σε εφαρμογή, μετά την έξοδο μας απ’ τα μνημόνια, ένα μεγάλο «μπουμ» όσον αφορά την οικονομία των Ελλήνων, θα συμβεί μετά 5, 10, 20 χρόνια, όταν φύγουν απ’ τη ζωή οι σημερινοί και χθεσινοί «υψηλοσυνταξιούχοι», σε σχέση με τους νέους συνταξιούχους.

  Τότε αλλοίμονο, θα βρεθούν άνθρωποι 40, 50 χρονών, που ζούσαν με τη σύνταξη των γονιών τους… Άνεργοι, χωρίς κάποια ειδικότητα, ικανότητα, δυνατότητα, χωρίς διόλου εισόδημα, έρμαια στην Κοινωνική Πρόνοια, κράτους και οργανώσεων.

  Ο ορισμός του νεόπτωχου, του αδύναμου, του αδιέξοδου, του κατεστραμμένου, χωρίς να ‘ναι αλήτης, ρεμάλι, άρρωστος κι ανίκανος. Απλά, θύμα μιας απερίσκεπτης, επιπόλαιας λαμογιάρικης, φαύλης οικονομικής πολιτικής, που δεκάδες χρόνια έτρωγε τις σάρκες της.

  Το αστείο της υπόθεσης, γιατί υπάρχει, έστω και τραγικό αστείο, είναι ότι αυτοί που έχουν τεράστια ευθύνη για την οικονομική καταβαράθρωση που συντελέστηκε τα τελευταία 30 – 40 χρόνια, έστω κι αν την αντιληφθήκαμε εμείς οι πολίτες πριν 8 – 10 χρόνια, φαίνονται δημοσκοπικά ότι έρχονται πανηγυρικά να μας σώσουν! Αυτό κι αν είναι παράδοξο!

ΥΓ 1. Έφτασε πλέον η ύστατη ώρα για το μεγάλο «ναι» ή το μικροκομματικό «όχι», στο αν θα ονομαστεί ο βόρειος γείτονας μας, «Βόρεια Μακεδονία», όπως οι ίδιοι ψήφισαν στη βουλή τους, ή σκέτη «Μακεδονία», όπως επιζητούν οι εκατέρωθεν εθνικόφρονες κι εθνικιστές, οι κομμουνιστές, οι Ρωσόφιλοι και φυσικά όσοι λατρεύουν τον Αλέξανδρο και συγχρόνως αντιστρατεύονται την πολιτική και ιδεολογία του, που αν κάτι τον χαρακτήριζε, ήταν η έλλειψη στενοκεφαλιάς και φανατίλας…

ΥΓ 2. Με οριακή διαφορά στη βουλή γλιτώσαμε εκτός των άλλων, την παγκόσμια χλεύη και το όνειδος μιας χώρας –κατ’ όνομα Ευρωπαϊκή και σύγχρονη- στην ουσία όμως χαμένη στα βάθη της …Βακτριανής, που δεν πρόλαβε να εκπολιτίσει ο Αλέξανδρος:

   Μόνο ένας εθελότυφλος κι απερίσκεπτος δε φροντίζει να κλείσει πολύχρονες ανοιχτές πληγές στα νώτα του, όταν στ’ ανατολικά του βρυχάται ένα απρόβλεπτο, επικίνδυνο και γιγαντόσωμο αγριόσκυλο…

  Εκτός, αν κάποιοι ζούνε ακόμη με τον από …βορά κίνδυνο…

 * Ρέκβιεμ, για ένα υπερεκατοχρονίτικο μαγαζί (1914 2019), που κατέβασε στις μέρες μας οριστικά τα κεπέγκια, θύμα κι αυτό της φοβερής αναδιάταξης στο εμπόριο, τα επαγγέλματα, που έφερε η παγκοσμιοποίηση κι η οικονομική κρίση των μνημονίων.

   Το 1914, στο πρόσφατα ελευθερωμένο και μισοκαμένο Σόροβιτσ – Αμύνταιο, δεν υπήρχε τσαγκαράδικο να φτιάχνει σύγχρονα παπούτσια, για τους κατοίκους όλης της περιοχής του λεκανοπεδίου μας.

  «Κουντούρια» φορούσαν οι άνδρες που βαστούσαν παρά! (κάτι χοντροκομμένα χωρίς κορδόνια, σαν τα σημερινά παντοφλέ).

  «Κουντουρατζήδικα» πολλά, υπήρχαν στην ακμαία τότε Κοζάνη. Κάτι ανάλογο φορούσαν κι οι γυναίκες. Οι πάμπολλοι φτωχοί, χειροποίητα «γουρουνοτσάρουχα» κι οι γυναίκες τους, «τσόκαρα».

  «Κάθε Κυριακή, στην πλατεία, τα κορίτσια του Σόροβιτς χόρευαν με τσόκαρα»! έλεγε ο παππούς Άγγελος.

  Αυτή η απουσία σύγχρονου για την εποχή τσαγκαράδικου, όταν η βασική αιτία να εγκατασταθούν το 1914 στο Σόροβιτς, ο παππούς μου με τα τρία αδέλφια του, ύστερα απ’ την απελπισία τους απ’ την Τουρκοκρατούμενη πατρίδα τους, Κεσσάνη, της Ανατολικής Θράκης.

  Τους απέλασαν, γιατί ήρθαν κρυφά το 1912 και κατατάχθηκαν εθελοντές στον Ελληνικό στρατό, που ξεκινούσε την προς τα βόρεια θριαμβευτική του πορεία.

   Τα χρόνια που ακολούθησαν, σαν ένα σημερινό ΙΕΚ, μαθήτευσαν κοντά τους εκατοντάδες τσαγκαράδες, όλης της περιοχής.

  Την τέχνη της κατασκευής σύγχρονων δυτικών υποδημάτων, την έμαθε ο θείος Λεωνίδας στην Κωνσταντινούπολη. Αυτός ήταν κι η ψυχή του τσαγκαράδικου.

  Ο παππούς μου ο Άγγελος, έλεγε ότι τον κάλεσαν στην Βεύη και πήρε μέτρα, να κάνουν μπότες στον Γάλλο στρατηγό των συμμαχικών δυνάμεων, στον Α’ Παγκόσμιο! Μάλιστα, τον ρώτησε ο στρατηγός «πως γίνεται και βλέπω στο παζάρι του Σόροβιτς, να ‘ναι όλοι οι πολίτες ντυμένοι σαν Γάλλοι στρατιώτες»; Φυσικά εννοούσε το όργιο «μαύρης αγοράς» που γίνονταν, με ανταλλαγή κλεμμένου στρατιωτικού υλικού, με τόνους Αμυνταιώτικου κρασιού, που κατανάλωναν οι κρασόφιλοι Γαλλο – Ιταλοί, που ήταν στρατοπεδευμένοι στον κάμπο Αμυνταίου – Ξινού Νερού.

  Ο πατέρας μου έλεγε, ότι προπολεμικά, σχεδόν κάθε χρόνο, μετά του ευαγγελισμού, έρχονταν στο μαγαζί κάποιος πλούσιος Νυμφαιώτης (Νίκου;) και τους έδινε παραγγελία, κι ανέβαιναν στο χωριό και πέρναν μέτρα από φτωχούς του χωριού κι ετοίμαζαν για το Πάσχα πάμπολλα ζευγάρια, με το όνομα του φτωχού Νυμφαιώτη, που πλήρωνε ο πλούσιος συγχοριανός τους!

  Πολλές δεκάδες χρόνια, δε λείψανε, ιδίως προπολεμικά, απ’ τα παζάρια του Λεχόβου και του Σκλήθρου, που τότε ήταν ακμαία και πολυάνθρωπα χωριά.

  Χωρίς ίχνος «μελο», ένα ακόμη παλιό κλασικό μαγαζί που έγραψε την ιστορία του, αφήνει ένα κενό στον τόπο, τους ανθρώπους, τη ζωή μας.

  Όμως, με το έτσι ή το αλλιώς, η ζωή συνεχίζεται και θα συνεχίζεται ευτυχώς, άλλοτε προς τα πίσω κι άλλοτε προς τα μπρός…

ΥΓ. Αυτό το «Χομεϊνικό» επεισόδιο του συνταξιούχου στρατιωτικού που έγινε ιερέας και κρεμάει αβγά στη πόρτα εκλεγμένου βουλευτή και τον εγκαλεί σαν αμαρτωλό και προδότη, για τη Δημοκρατική του ψήφο στη βουλή, έχει απύθμενο μεσαιωνικό βάθος.

  Δεν είναι στρατώνας η Δημοκρατία μας, κύριε ρασοφόρε μου…

  Κι η Φλώρινα παλιότερα, όταν αφόριζε Αγγελόπουλους και γίνονταν θέμα πανελλαδικά, ανήκει στο σκοτεινό της παρελθόν.

  Ο βουλευτής –ο όποιος βουλευτής- ακόμα κι ο «αμαρτωλός» κατ’ εσέ, είναι εκλεγμένος, σ’ αντίθεση με σένα που είσαι διορισμένος… (και φυσικά χωρίς ΑΣΕΠ)!!!


(Πινάκας τίτλου: Σικελιώτης Γιώργος – Εργάτες – Επιστροφή)


1 σχόλιο:

  1. θα μπω στον κόπο να σχολιάσω μερικά μαργαριτάρια του στο:

    http://eperiskopio.blogspot.com/2019/03/blog-post_98.html



    "αποτελούσαν, μαζί με το μεγαλο – παπαδαριό, την άρχουσα τάξη"...ειναι και κοινωνιολόγος ο γιατρός. τύφλα να έχει ο μάρξ και ο ένγκελς...και φυσικά δεν του αρκει να πει "οι ιερεις" αλλά χρησιμοποιει μία πιό λαϊκόστροφη λέξη.



    "στην έξοδο μας απ’ τον Άγιο Κων/νο, κάθε Κυριακή"

    εδω βλέπουμε πως στα παιδικά του χρόνια ηταν παιδί της Εκκλησίας. καθ'οδόν όμως έγινε μαρξιστής...



    "Τους απέλασαν, γιατί ήρθαν κρυφά το 1912 και κατατάχθηκαν εθελοντές στον Ελληνικό στρατό, που ξεκινούσε την προς τα βόρεια θριαμβευτική του πορεία".

    εδω μαθαίνουμε πως ο πατέρας του ηταν εθνικιστής, παληκάρι από την Ανατολική Θράκη! (και μένα ηταν από το Κερμένι ο παππούς μου...).



    "... σ’ αντίθεση με σένα που είσαι διορισμένος… (και φυσικά χωρίς ΑΣΕΠ)!!! )

    εδω τα βάζει με τον π. Αναστάσιο, ο οποιος με πολύ ευγενικό τρόπο -αν ηταν ο π. Αυγουστινος Καντιώτης θα τον πετουσε έξω με τις κλωτσιές..- υπενθύμισε στον δίγλωσσο βουλευτή την προδοσία ή υποχώρηση που έκανε παίρνοντας το μέρος των διεθνιστων κομμουνιστων στο θέμα του ονόματος των σκοπιανων. και φυσικά το ασεπ τον μάρανε. έβαλε και τρία θαυμαστικά (!!!), ενω ο συγκεκριμένος ιερέας ειναι συνταξιουχος στρατιωτικός και άμισθος ιερέας!!!(αυτά ειναι δικά μου τα θαυμαστικά).



    τα οικονομικοκοινωνικοπολιτικά του γιατρου δεν αξίζει ο κόπος να τα αναλύσουμε. σε όλα τα καφενεια τα ίδια λένε και με καλύτερο τρόπο...

    στην παρουσα ιστοσελίδα μου και στο βιβλίο μου κάνω και εγώ τέτοιες αναλύσεις...(για το βιβλίο μου πληροφορίες εντός...).
    https://apologhtika.blogspot.com/2019/03/blog-post_3.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.