Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Πρωτοχρονιές, πριν μισό και κάτι αιώνα…



  Το Αμύνταιο και τα πέριξ του, όλο το χρόνο, αλλά με αποκορύφωμα τους χειμερινούς μήνες και με ζενίθ παραμονές Πρωτοχρονιάς, πριν μισό αιώνα, ήταν αν όχι ένα λαμπερό κουμαρτζίδικο Λας Βέγκας, σίγουρα, ένα τεράστιο τραπέζι στρωμένο με πράσινη τσόχα.
 
   Ιδίως τα προσφυγικά χωριά, Φιλώτας, Ανάργυροι, Βαλτόνερα, Φανός, αλλά και τα ντόπια, Πεδινό, Ξινό, σε καφενεία, χαμοκέλες, σπίτια μικροαστών, γίνονταν ατέλειωτο παιχνίδι με τη τράπουλα και τους βαλέδες της, φυσικά σε χιλιάρικα κι όχι σε …φασόλια ή σε …λουμπάκια (ποιος θυμάται τη ξεχασμένη αυτή λέξη);
  Στο Φιλώτα, οι πιο μόρτες ρίχναν και τα «κόκκαλα» (ζάρια) …στο πιο άγριο και γρήγορο τζογάρισμα…
  Όλοι μας, θυμάμαι, από μικρά παιδιά κρατούσαμε και μια τράπουλα! Μια σβούρα «πάρτα – όλα», στα λιγοστά μας έως ανύπαρκτα παιχνίδια.
  Τις ατέλειωτες νύχτες των τοτινών χειμώνων, χωρίς τηλεόραση, χωρίς φυσικά ιντερνέτ, με μια σόμπα στην κουζίνα κι ένα μόνο ζεστό δωμάτιο, εύλογο ήταν κάποτε να βγει μια τράπουλα στο τραπέζι, έστω για μια «ξερή», τη «βούλα του Παπά», ή «21» σε φασόλια.
  Πόσο μπορούσε να κρατήσει μια ιστορία απ’ το κοντινό «έπος του ‘40», τη κατοχή, τον εμφύλιο, που ακούγαμε σε πολλοστή επανάληψη, αλλά πάντα με ενδιαφέρον;
  Οι τράπουλες των σπιτιών, είχαν φύλλα σαν χαρτόνια ξεφτισμένα, αφού ήταν παρμένες απ’ τι ξεζουμισμένες των καφενείων, που πλέον κανείς καφενόβιος δεν έπαιζε.
  Τότε, η τράπουλα η καινούργια, είχε ταινία μονοπωλίου με φόρο, όπως τα τσιγάρα, τα σπίρτα. Σίγουρα, μ’ αυτόν πληρώνονταν κάποιο κρατικό δάνειο από Εγγλέζικη τράπεζα, εκατοχρονίτικο, απ’ την διαχρονικά δανειζόμενη και μηδέποτε ξεχρεωμένη Ελλαδάρα…
  Δεν ξέρω πόσο κουμαρτζίδικος Λαός είμαστε οι Έλληνες, που τώρα μπορεί να μην στήνονται σε τραπέζια τσόχας και γειτονικών καζίνο, αλλά γεμίζουν με τις ώρες τα παλιά «προποτζίδικα» με τα πάμπολλα σημερινά δελεαστικά και ευρωφάγα διαφημιζόμενα τυχερά παιχνίδια.
  Ο Καζαντζάκης έγραφε, ότι ο πιο κουμαρτζίδικος Λαός του κόσμου –σίγουρα εννοούσε προεπαναστατικά- ήταν οι Κινέζοι.
  Όταν ξετινάζονταν στο χαρτί ή τα ζάρια κάποιος, μπορούσε να ποντάρει τη γυναίκα του –αν έπιανε στο μάτι- ή ακόμα, κι ένα δάχτυλο του χεριού του! Αντί για χρήμα, στο μεθυστικό σαν αφιόνι, παιχνίδι. Τέτοια αρρώστια, που δείχνει χαρακτηριστικά την εξάρτηση του μανιώδους παίχτη.
  Ο Ντοστογιέφσκι, που ήταν ένας τέτοιος, έγραψε το κορυφαίο έργο του, περιγράφοντας περίπου τον εαυτό του.
  Μια διαστρωμάτωση περίπου απαράβατη, υπήρχε τότε στο τραπέζι και τις παρέες του τζόγου, στην ζωντανή από εμπορική κίνηση και κόσμο, στρατοκρατούμενη μικρόπολη μας.
  Ένα τυπικό Libro Doro, που είτε εξ ανάγκης, είτε εκ των πραγμάτων, λειτουργούσε για δεκαετίες, μέχρι το σάρωμα των ψεύτικων παραεξουσιών και ταμπού, με τη Πασοκική – λαϊκή επέλαση του ’81.
  Η τοτινή Λέσχη Αξιωματικών –το σημερινό ΚΑΠΗ-, ήταν το κλειστό κλαμπ της «αριστοκρατίας» του βαλέ και της εθνικοφροσύνης, που μάζευε στο πράσινο τραπέζι της, κοντά στους ένστολους, κι όλο το «αφάν γκατέ» της κοινωνίας της πολίχνης μας.
  Ο Φρούραρχος, μεγάλο – αξιωματικοί, ο αστυνόμος, ο Ειρηνοδίκης, ο Δ/ντής της Εθνικής Τράπεζας, ο διαχρονικός μας Δήμαρχος, που εκτός από άξιος ήταν και φοβερός μάστορας της τράπουλας, μεγαλοπαράγοντες Δημοτικοί Σύμβουλοι, έμποροι γνωστής δηλωμένης πολιτικής τοποθέτησης, στην κυρίαρχη τότε ΕΡΕ, ένας γιατρός, ένας δικηγόρος, ένας οδοντίατρος, οι οποίοι μπορεί και να αριστέριζαν, αλλά, λόγω ιδιότητας και χρησιμότητας αυτό παραβλέπονταν σοφά, ένας – δύο παράγοντες διπλανών χωριών, με αμφιλεγόμενη έως ύποπτη επιχειρηματική δραστηριότητα, όλοι τους αξιοσέβαστοι, γραβατωμένοι μόνιμα, καλοχτενισμένοι. Βέβαια, για το τακτικό πλύσιμο των ποδιών τους, κανείς με σιγουριά δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί. Όλοι τους ήταν οι τακτικοί θαμώνες του πρώτου τραπεζιού της τσόχας, στο πιο σινιέ κατάστημα – σύμβολο της πόλης μας.
  Κι ήταν μεγάλο το πρεστίζ τότε να συνδιαλέγεσαι και να χαριεντίζεσαι με τους ολημερίς κι ολοχρονίς ένστολους βαθμοφόρους, πολλοί απ’ τους οποίους –οι ανώτεροι- κρατούσαν στο γαντοφορεμένο χέρι τους κι έναν ξύλινο βούρδουλα!!! Ουάου… που θα ‘λεγε κι ο Βαρουφάκης.
  Άλλες εποχές, άλλα ήθη, απόρροια των μόλις 10 χρόνων απ’ τη κατάληψη του «Άπαρτου κάστρου» των ανταρτών (Βίτσι).
  Εικόνες και ήθη, που ισοπέδωσε ανεπίστρεπτα και πολύ ορθά, ο λαϊκός ανεμοστρόβιλος του ’81.
  Οι έμποροι, που ήταν πάμπολλοι και με ανθούσες επιχειρήσεις, με χαρτούρα – μασούρι όλοι τους στη τσέπη, κι όχι όπως σήμερα που το 90% των Ελλήνων αν ψάξεις δεν θα βρεις μεγάλο χαρτονόμισμα στη τσέπη, είχαν άλλα στέκια για τις κουμαρτζήδικες τους εξορμήσεις.
  Εκτός απ’ το μεγάλο καφενείο του «Μπάρμπα Γιάννη» (Σπυρόπουλου μετέπειτα), στήνονταν γερά παιχνίδια και σε συγκεκριμένα σπίτια παιχτών.
  Στους μακαρίτες σήμερα, του γιατρού Καράντζα, του δικηγόρου Αλτίνη, του Δήμαρχού μας του Χατζή
  Τα θυμάμαι σαν χθες, γιατί μ’ έστελναν μικρό τότε, απ’ το σπίτι …να κόψω κίνηση …απ’ έξω, όταν χάνονταν δυο – τρείς μέρες ο μακαρίτης ο θείος μου ο Νίκος, σε συνεχή ρεσιτάλ πόκας, χωρίς σημεία λοιπής ζωής, πράγμα, που κινητοποιούσε το σπίτι μας.
  Τώρα με τα «κινητά», ούτε στη ζούγκλα του Αμαζονίου μπορεί να εξαφανιστεί κάποιος ρέκτης. Το «κινητό» ή η Νικολούλη θα τον ξετρυπώσουν…
  Ο θείος μας ο Νίκος, ήταν ο σοβαρός παίκτης πόκας, που πάντοτε τον αναζητούσαν επίμονα για το στρωμένο το βράδυ τραπέζι, δελεαστικά οι φίλοι του, …μέχρι τις δώδεκα, όχι περισσότερο …Νικολάκη, το βράδυ στον Καράντζα θα είμαστε όλοι…
  Αν κάτι χαρακτηρίζει τον καλό χαρτοπαίχτη, είναι η φοβερή και οξυμένη μνήμη του.
  Μετά χρόνια, από ένα καλό παιχνίδι στην τσόχα, ο θείος μου μπορούσε να σου περιγράψει τι φίλο και τι κινήσεις έκανε ο κάθε παίκτης και γω που άκουγα, γνώριζα χωρίς να συμμετέχω το κλίμα και τις εικόνες του θρυλικού εκείνου παιχνιδιού…
  Άλλο χαρακτηριστικό του καλού παίκτη είναι η ψυχραιμία στην έκφραση συναισθημάτων κι η αντοχή στο ξενύχτι, τη τσιγαρίλα, τους καφέδες, φυσικά το ποτό, είναι ο θάνατος του παίκτη…
  Η καταστροφή του αδύναμου σωματικά – πνευματικά στο ξενύχτι, γίνεται ξημερώματα απ’ τον σωστό παίκτη, που τότε αντεπιτίθεται σαρωτικά. Όταν γλαρώνει κι απονευρώνεται απ’ την κούραση του ξενυχτιού, ενώ, ο γερός παίχτης κρατάει ακέραιες τις σωματικές – πνευματικές του εφεδρείες κι έχει στυλωμένες τις αισθήσεις του.
  Έλεγε χαρακτηριστικά και παραδέχονταν σε αντοχές, τον Βασίλη Κοπανάρη τον κλαριντζή, που μπορεί να έπαιζε πόκα δύο μερόνυχτα, χωρίς να χαλαρώσει το κόμπο της γραβάτας του!
  Άλλο χαρακτηριστικό του καλού παίκτη είναι ο έλεγχος κάθε έκφρασης, χαράς, λύπης, αγανάκτησης, θυμού, ανάλογα με τη σημασία του τραπουλόχαρτου που κρατά, για να στηρίξει τη μπλόφα που θα παρασύρει τους συμπαίκτες του. Πράγμα που έλειπε απ’ τον μακαρίτη φίλο μου Κόλιο Χ., όπως έλεγε ο θείος μου, αφού ο ανωτέρω όντως είχε έναν εκρηκτικό θορυβώδη χαρακτήρα εν γένει που τον οδηγούσε και στη χασούρα, στην απαιτητική για απάθεια, πόκα.
  Περιέγραφε παιχνίδια φοβερά, μ’ ένα μονόχειρα Πτολεμαϊδιώτη παίκτη, που εμφανίζονταν σαν κομήτης γύρω στις γιορτές, στις παρέες της περιοχής, κι όντας σίγουρα χαρτοκλέφτης, οδηγούσε έξυπνα το παιχνίδι σε καταστάσεις οδυνηρού δραχμο – ξετινάγματος, για τους «Αθώους» τοπικούς μας χαρτοπαίκτες.
  Και άιντε μετά …να πληρώσεις το επαγγελματικό σου δάνειο στην Εθνική και το γραμμάτιο που έληγε, στον Μπίντση
  Ευτυχώς τότε δεν υπήρχαν φόροι, ΕΝΦΙΑ, φουσκωμένα ΔΕΗ – ΟΤΕ, πετρέλαιο, αυτοκίνητο, ασφάλειες, τέλη, φροντιστήρια κι όλα αυτά τα σύγχρονα – χρυσά δεσμά, που έδεσαν χειροπόδαρα τον ευτυχή σύγχρονο Έλληνα…
  Ο καφετζής, ο μπουφετζής –αν δεν ήταν κι ο ίδιος χαρτοπαίχτης- με τη καθιερωμένη γκανιότα και την ολονύχτια κατανάλωση ποτών και καφέδων ήταν ο μόνος κερδισμένος της «πράσινης τσόχας» και της τύχης, που παιχνιδιάρικα και τσαχπίνικα γυρίζει όλη νύχτα, από παίκτη σε παίκτη, σαν αλανιάρα μπαρόβια…
  Για να χτυπήσει ο Καντιώτης τη μάστιγα της τοτινής εποχής, το κουμάρο της Πρωτοχρονιάτικης βραδιάς, καθιέρωσε γύρω στα ’70, την μεσονύχτια Πρωτοχρονιάτικη λειτουργία στον Άγιο Κων/νο και Ελένης, γεγονός όμως, που μάζευε μόνο όσους, έτσι είτε αλλιώς, δεν πιάναν ποτέ χαρτί στο χέρι τους…
  Δεν θυμάμαι για δεκαετίες, παραμονή Πρωτοχρονιάς ή κάλαντα, να μην στήναμε με τους φίλους μας, παιχνίδι σε χρήμα. Τριανταένα ή εικοσιένα πάντα στο σπίτι κάποιου, που προσφερόταν φιλότιμα να μας στεγάσει.
  Ακόμα ηχεί στα αφτιά μου, η δήλωση πριν αρχίσουμε το παιχνίδι, του φίλου μου του Λάζαρου Κωτσόπουλου, που γίνονταν κάθε χρόνο επίσημα στην ομήγυρη των φίλων. …Εγώ γύρω στα μεσάνυχτα θα πάω σπίτι να κόψουμε με τους γονείς, οικογενειακά τη βασιλόπιτα και θα γυρίσω μετά…
  Τουλάχιστον 30 χρόνια, απ’ τα φοιτητικά μας, μέχρι αργότερα με παιδιά, που βρισκόμασταν παραμονές Πρωτοχρονιάς… ποτέ δεν θυμάμαι να πραγματοποιήθηκε η αναγγελμένη αποχώρηση του, απ’ τη μαγεία της τράπουλας, έστω για μια ώρα! Γεια σου παλιόφιλε Λάζαρε, με την αγαπημένη μας φίλη Βέτα
  Η μέρα της πρωτοχρονιάς, ήταν συνήθως μια «άρρωστη», μουντή, ανόρεχτη μέρα, με μουτζούφλικα πρόσωπα ξενύχτηδων και μπατίρηδων…
  Συνήθως, είχαμε οι πλείστοι, ξετινάξει τον ισχνό μας τοτινό προϋπολογισμό και βλαστημούσαμε την ώρα και τη στιγμή που τραβήξαμε απ’ τα 27, εκείνο το έρμο πεντάρι, ενώ είχαμε ποντάρει γερά στο Άσσο που κρατούσαμε…
  Άιντε τώρα, το βράδυ, να εξοικονομήσουμε το δίφραγκο για ένα σινεμά, θα χρωστούσαμε και κει, άλλο ένα δίφραγκο στον κύριο Βαγγέλη –φυσικά αγύριστο- ή για κείνη τη σιροπιαστή πεντανόστιμη και χορταστική «Κοπεγχάγη» της κυρίας Άννας – Τάκη Μπάτσιου, που ήμασταν πελάτες, εναλλάξ με το σινεμά… ακόμα έχω τη γεύση του γαρίφαλου στο σιρόπι της, στο στόμα μου…
  Θυμάμαι μόνο, να κερδίζω σε κουμάρο, το ΄83, σε εφημερία, παραμονή Πρωτοχρονιάς στο Ιπποκράτειο, με παίκτες γιατρούς και νοσοκόμους της βάρδιας.
  Γύρω στα ΄80, άρχισαν τα Πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν νέων ζευγαριών, κάθε χρόνο σ’ άλλο σπίτι φίλου. Με μπουφέ πλούσιο από εδέσματα, λουσάτα ρούχα, που παραπέμπουν στους «Απαράδεκτους», μίνι, ζώνες, μαλλί οξυζεναρισμένο, φο μπιζού κοσμήματα και ύφος μπλαζέ, σε στυλ «Δυναστείας», γρεβάτα λουλουδάτη εμείς και γένι επαναστατικό…
  Με φιλιά, καλωσορίσματα, ευχές και χαρά αληθινή, που ταίριαζε με τη βραδιά τους φίλους, τα νιάτα, το μέλλον μας, που φαίνονταν φωτεινό, ελπιδοφόρο για όλους, αν όχι τους πλείστους Συνέλληνες.
  Χαρτιά παίζαμε και στα ρεβεγιόν, μετά τις 12 το βράδυ και την αλλαγή της χρονιάς, χωριστά πάντα άνδρες – γυναίκες, σαν φανατικοί μουσουλμάνοι!
  Τότε άρχισαν και τα σκανδαλιάρικα θεάματα της TiVi, με τα γυμνόστηθα μπαλέτα του «Φολί Μπερζέ».
  Παλιότερα, Πρωτοχρονιά, βάζαμε κανάλια της Τιτοϊκής τότε Γιουγκοσλαβίας, να απολαύσουμε πιπεράτα μπαλέτα, που αρνούταν η σεμνότυφη Καραμανλοκρατία να απολαύσουν οι Έλληνες της…
  Τώρα, έχοντας το ένα μάτι στο χαρτί, το άλλο στις δίμετρες Γαλλιδούλες, τι προκοπή και τι κέρδος να ‘χεις στο τραπέζι της τσόχας;
  Εκείνο το φωτεινό – κοντινό αστέρι που βλέπαμε στον ξάστερο ουρανό μιας αναπτυσσόμενης ραγδαία Ελλάδας, εδώ και 5 – 6 χρόνια άδοξα έσβησε, αφού διέγραψε τον κύκλο του, ανεπιστρεπτί.
  Τώρα πλέον φωτίζει άλλες γειτονιές του κόσμου. Τις πρώην χαμοκέλες της Κίνας, τις εργατικές πολυκατοικίες της Ρωσίας, τις φαβέλες της Βραζιλίας, της Ινδίας, της Νότιας Αφρικής, τα φτωχικά της Περσίας, της Τουρκίας.
  Κι αυτό, σαν τους άσσους της τράπουλας, αλλάζει ναζιάρικα τυχερούς παίκτες στο στρωμένο μεγάλο τραπέζι της παγκοσμιοποιημένης τώρα, πόκας.
  Τώρα πλέον, την κάσα έχουν 100, 200, 1.000 μεγαλο – χαρτοκλέφτες και κάνουν παιχνίδι κατά πως γουστάρουν…
  Ο τζόγος πλέον τελείωσε, στο ρημαγμένο καφενείο του χωριού, της γειτονιάς. Τώρα παίζεται πλέον στην Morgan Stanley Bank, στην  City Bank, τη First National Bank και παίζεται με χοντρά σημαδεμένη τράπουλα και ζάρια «φτιαγμένα», που ξεζουμίζουν δικαίους και αδίκους υποτελείς τους.
  Ως πότε θα γίνεται αυτό;
  Μέχρι να ξυπνήσουν και να ξεσηκωθούν οι Λαοί, πιόνια – θύματα των χαρτοκλεφτών και τους αλείψουν πίσσα και πούπουλα, όπως τιμωρούσαν τους χαρτοκλέφτες στο λεβέντικο Φαρ Ουέστ κάποτε.
  Καλή χρονιά σε όλους!
  Και μακάρι, να πιάσαμε το 2017 τον πάτο…

1 σχόλιο:

  1. Μου ειναι αδιανοητο να καταλαβω πως ξεχασες τους
    πολιτικους που δεν συμπαθης

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.