Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Το πανηγύρι τελείωσε, τώρα τα κεφάλια μέσα… Και καλό χειμώνα, αλλά προς θεού, όχι τον Σιβηρικό περσινό!



«Ελάτε να ελέπετε, ελάτε να τερείτε, τα μέτερα παιδόπα, να καλκεύουσι τα τρανά τα μοτοσυκλέττα, να ορεύουσι ομάλε – ομάλε»!!!
  Μπρρρμ, μπρρρρμ, μπααμ, μπααμ, μπαμ, οι εξατμίσεις, οι μηχανές στο φουλ, μ’ ένα μεθυστικό μείγμα βενζίνης – καυσαερίου στον αέρα…
 
  Κι εμείς, ώρες ατέλειωτες, να βλέπουμε μ’ ανοιχτό το στόμα και στο τσάμπα, τα ακροβατικά τους στην εξέδρα, έξω απ’ τον ξύλινο πύργο, πάνω σε περιστρεφόμενους κυλίνδρους.
  …Κυρίες και κύριοι, καλωσήρθατε στον μαγικό Γύρο του θανάτου»!!!
  Το super θέαμα του τοτινού πανηγυριού μας, ο ίλιγγος της ταχύτητας, της περιστροφής, το καρδιοχτύπι όλων όταν κουνούσαν δαιμονισμένα τα ξύλινα τοιχώματα του πύργου στις περιστροφές τους, 2 – 3 μοτοσικλετιστές με δεμένα μάτια κι εναλλασσόμενα ανεβοκατεβάσματα, που φτάναν μέχρι το χείλος του βαρελιού! κι έκανε τους θεατές να τραβιούνται πίσω, από φόβο και αγωνία.
  Καταργήθηκε εδώ και πολλά χρόνια σαν θέαμα, όταν –λογικά- μπήκαν απαραίτητοι όροι, στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας, για ακροβάτες και θεατές.
  Εκείνη η προβοκατόρικη προτροπή απ’ τα μεγάφωνα … «όσοι είναι καρδιακοί και οι έγκυες, να μην παρακολουθούν την επίδειξη», λειτουργούσε μάλλον ως δέλεαρ, για περισσότερους θεατές, που πάντα διαχρονικά αρέσκονται στην παρακολούθηση extreme sport.
  Από την εποχή των μονομάχων μέχρι σήμερα, στις αιματηρές ταυρομαχίες, το extreme θέαμα τσιγκλάει γαργαλιστικά, αυξάνοντας τους παλμούς της καρδιάς του ρέκτη θεατή, που εκ ου ασφαλούς ο ίδιος δεν θα’ λεγε όχι και στη θέα λίγο ξένου αίματος…
  Κι άντε μετά να παρακολουθήσεις μάθημα, Σαββατο – Δευτεριάτικα και ν’ ακούς τον Αντωνιάδη, τον Ζούλα, όταν λίγα μέτρα απ’ την αυλή του σχολείου, εκεί που τώρα κτίστηκαν η Εθνική και Αγροτική (Πειραιώς) τράπεζες, μαρσάριζαν εκκωφαντικά οι μηχανές και χαλούσε ο κόσμος με τραγούδια απ’ τα μεγάφωνα του Καζαντζίδη, κι έστεκε αγέρωχος ο πύργος του «Γύρου του Θανάτου»! που παρά το μακάβριο όνομα του, ήταν το αγαπημένο θέαμα μικρών και μεγάλων…
  Και σίγουρα, οι κοπελιές της θα ψιλοκαρδιοχτυπούσαν για κείνους τους μαυριδερούς Πόντιους, που ντυμένοι σαν καουμπόηδες του Φαρ Ουέστ …κάλκευαν τα τρανά τα μοτοσυκλέττας!
  Οι αρσενικοί οι τοτινοί, σε πλήρη σεξουαλική στέρηση κι αναβροχιά, ψιλοκαρδιοχτυπούσαν χαζεύοντας, με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού, τις μισόγυμνες χορεύτριες ή βοηθούς των ταχυδακτυλουργών, που δίναν παράσταση σε 2 – 3 αντίσκηνα σε κάθε πανηγύρι, πάντα με συνοδεία live ορχήστρας (κλαρίνο, τρομπόνι, ακορντεόν, τύμπανα), με τσιφτετέλια και λάγνα κουνήματα.
  Οι τζαμπατζήδες του θεάματος, σηκωμένοι στις μύτες των παπουτσιών τους, χάζευαν ένα μέρος απ’ το Οριεντάλ θέαμα, απ’ την επί τούτου μισοτραβηγμένη κουρτίνα της εισόδου του αντίσκηνου, που μάζευε έτσι κόσμο στην είσοδο του.
   Κλασικό σκετς, ήταν με την ξαπλωμένη ημίγυμνη κοπέλα και τον ταχυδακτυλουργό να πριονίζει στη κοιλιά, χωρίζοντας της σε δύο κομμάτια. Μάλιστα, έτρεχαν και κόκκινα υγρά!
  Τα χρόνια της «αξιοπρεπούς φτώχειας» σχεδόν όλων μας, αλλά ιδίως των αγροτών, δεν υπήρχε αυτή η πλημμυρίδα καταναλωτικών αγαθών που έφερε η παγκοσμιοποίηση και έφτασε να τρώμε …σκόρδα Κίνας! Και να βλέπουμε τους μισούς εμπόρους του πανηγυριού σήμερα, να ‘χουν από κατραμένιο χρώμα, μέχρι σκούρο μελαχρινό των Ινδο – Πακιστανο – Μπαγκλαντέζων.

Τότε, όλο κι όλο το πανηγύρι, χωρούσε μέσα στη πλατεία Αγοράς της πόλης.
  Λίγο αργότερα, βγήκαν απ’ την αγορά τα «αλογάκια», οι κούνιες κι ο «Γύρος του θανάτου».
  Χρόνο με το χρόνο, φτάσαμε στο σήμερα, με κατειλημμένη σχεδόν όλη τη πόλη.
  Οι σαμαράδες, οι πεταλωτές, οι ζωέμποροι, ήταν πάντα έξω απ’ την αγορά.
  Άλλωστε το πανηγύρι ονομάζονταν στη προκήρυξη του Δήμου «Μεγάλη ετήσια εμποροπανήγυρη και ζωοπανήγυρη». Και φυσικά δεν εννοούσε ότι …πανηγύριζαν μαζί με τους ανθρώπους και τα ζώα, αλλά ότι υπήρχε χώρος για εμπόριο ζώων.
  Η ζωοπανήγυρη γινόταν πάντα στο χώρο βόρεια της πόλης, μέχρι το σημερινό Κέντρο Υγείας. Πρόβατα, γελάδια, άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια, περίμεναν υπομονετικά την αγοροπωλησία τους.
  Κλασικοί ζωέμποροι, πανέξυπνοι και γεννημένοι πωλητές, χωρίς σπουδές στα αμέτρητα σήμερα τμήματα «Διοίκησης επιχειρήσεων» (ποιών αλήθεια επιχειρήσεων;), ήταν οι μελαμψοί, συμπαθέστατοι με γιλέκο, κιμπάρικη κοιλιά, τραγιάσκα ή στραβοπατημένη ρεπούμπλικα, τα απαραίτητα για το πρεστίζ χρυσά δόντια, οι ζωέμποροι, γύφτοι.
   Μέχρι πριν 2 – 3 αιώνες, για χιλιάδες χρόνια, στα παζάρια του κόσμου, πάντα υπήρχε χώρος για το εμπόριο ανθρώπων – σκλάβων.
  Είναι το μόνο χαμένο εμπόριο, που η κατάργηση του χαροποιεί κάθε σωστό άνθρωπο.
  Αν και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, που σήμερα ζει και βασιλεύει παγκόσμια, είναι κι αυτή μια πιο λάιτ δουλοπαροικία, που ίσως μετά πολλά χρόνια περάσει κι αυτή στην ιστορία, σαν μια ανθρώπινη καταδικασμένη πλέον πρακτική. Μακάρι…
  Τα βήματα γίνονται αργά, αλλά νομοτελειακά σταθερά, έστω με τα όποια πισωγυρίσματα, η ανθρώπινη πορεία βαδίζει προς το καλύτερο.
  Μετά τους ανθρώπους, απαγορεύτηκε το εμπόριο άγριων ζώων. Τώρα ακούγονται φωνές, για κατάργηση της εμπορίας και τω κατοικίδιων ζώων.
  Είναι βήματα που αγκαλιάζουν οι νέοι σήμερα. Κι είναι παρήγορο κι ελπιδοφόρο αυτό.
  Στη νοτιο – ανατολική πλευρά της πλατείας, απέναντι απ’ τα μαγαζιά του Μηντσούλη, Μαυρίδη, στήνονταν η τεράστια σκηνή – θέατρο του θιασάρχη Γιώργου Παππά. Παλιού πρωταγωνιστή του θεάτρου και κινηματογράφου.
  Τα έργα που έπαιζε ήταν τα γνωστά κωμειδύλλια, της εποχής έργων «φουστανέλας» (ο αγαπητικός της βοσκοπούλας, η Γκόλφω κ.α.).
  Είχε για θεατές του τους «νοικοκύρηδες» της εποχής, οικογενειακώς, με τα «καλά» τους.
  Η σημερινή πλημμυρίδα ταβερνών υπαίθριων, που σηκώνουν νέφος από το κάρβουνο και τη τσίκνα του κρέατος, ήταν άγνωστη τη τότε στερημένη εποχή.
  Δυο – τρεις υπαίθριες της κακιάς ώρας κατασκευές, με μια μικρή σχάρα και καλαμωτή τριγύρω, έψηναν κεμπάπια που καταναλώνονταν στα όρθια, συνήθως με μια – δυο φέτες άσπρο ψωμί και μπόλικο μπούκοβο, απ’ τους πειναλέους πανηγυριστές, που όμως είχαν μικρό στομάχι, κι όχι σαν τον σημερινό «τορβά – στομάχι» το δικό μας.
  …Βάλε και λίγο τσιορμπα! Ήταν η συνήθης παραγγελία, στην Σωτήρα, τον μπάρμπα Τρύφο Σίπκα, που είχε μόνιμα κι ένα γαρίφαλο κόκκινο στ’ αφτί, κι ήταν οι δυο πιο κλασικοί υπαίθριοι ταβερνιάρηδες της εποχής. (τσιορμπας, ήταν μια «σάλτσα» από λιωμένο λίπος απ’ τα κεμπάπια, με μπόλικο κόκκινο πιπέρι, για βούτες, με το χάσικο μαλακό χειροποίητο ψωμί).
  Το ποτό που κυριαρχούσε τότε γενικά, ήταν το χύμα κόκκινο μπρούσικο κρασί της περιοχής μας. Η ρετσίνα και η μπύρα ήταν μια ακριβότερη πολυτέλεια, αν όχι σπατάλη, που επιδείκνυαν κάποιοι μοντέρνοι της εποχής.
  Μια γλωσσική και φυλετική Βαβυλωνία κυριαρχούσε στο πανηγύρι μας, που του ‘δινε ένα γραφικό – φολκλορικό χρώμα, που χάθηκε στη πορεία του ισοπεδωτικού κυρίαρχου παρόντος.
  Σλαβομακεδόνικα, βλάχικα, αρβανίτικα, τούρκικα, γύφτικα, μαζί με ποντιακά και φυσικά ελληνικά, διαχέονταν στον αέρα μιας πολυπολιτισμικής περιοχής, που τροφοδοτούσε με τη ζωντάνια της, την ακμαία τότε εμπορικά κωμόπολη μας.
  Την Κυριακή, γύρω στο μεσημέρι, έβλεπες σαν φωτοβολίδες, εκείνες τις βελούδινες φανταχτερές κόκκινες, μωβ, πράσινες φορεσιές, με τις κεντημένες ποδιές και τα πλουμιστά τσεμπέρια από επισκέπτριες των χωριών της Φλώρινας, (Πολυπόταμο, Τριανταφυλλιά, Πέρασμα, Σκοπιά, Άλωνα), που σαν από έθιμο, έρχονταν πάντα με λεωφορείο δρομολογημένο από Φλώρινα, για το πανηγύρι μας.
  Ήταν μια όμορφη πινελιά – γέφυρα με το μακεδονικό μας παρελθόν, που χρόνο με το χρόνο χάνονταν ανεπιστρεπτί.
  Ποια ήταν τα προϊόντα που κυριαρχούσαν στο πανηγύρι τότε;
  Χωρίς δεύτερη σκέψη, τα μάλλινα στρωσίδια, κουβέρτες υφαντές, φλοκάτες, μάλλινα εσώρουχα, φανέλες, σώβρακα, τραγίσιες κάπες για τους τσομπάνηδες, που έρχονταν μέχρι από τα Χάσια για το ονομαστό μας πανηγύρι.
  Χάμουρα, καπίστρια, κουδούνια για τα αιγοπρόβατα, τα άλογα, τα σκυλιά, σαμάρια και πέταλα. Κάναμε χάζι πιτσιρικάδες τους πεταλωτές, που με σβελτάδα κάναν το …πεντικιούρ στα μεγαλωμένα νύχια των αλόγων – μουλαριών και γαϊδάρων, πριν προχωρήσουν στο πετάλωμα τους.
  Κι αυτά τα άτιμα, χωρίς αντίρρηση, δέχονταν αυτή τη περιποίηση και τα καινούργια τους σιδερένια «παπούτσια».
  Σήμερα, χάθηκε αυτό το επάγγελμα, αφού η περιποίηση των νυχιών τώρα αφορά τις γυναίκες, κι όχι τα αλογο – μούλαρα…
  Τα χάλκινα σκεύη, κατσαρόλες, καζάνια, ταψιά, γκιούμια, κανάτες, χρησιμότατα τότε, που ήταν άγνωστο το πλαστικό. Όλα τους γανωμένα με τέχνη αρχαία και σφυρηλατημένα από επιδέξια χέρια τεχνιτών.
  Οι τσαγκάρηδες, με τα χειροποίητα παπούτσια, παντόφλες, για νέους, γέρους, νύφες, πεθερές, παιδιά, είχαν μεγάλο μέρος με «σεργκιά».
  Τα παπούτσια κρέμονταν σαν τσαμπιά σε ορθοστάτες. Έκθετα στη σκόνη, της χωμάτινης τότε αγοράς. Το μόνο βιομηχανικό είδος παπουτσιού που υπήρχε, ήταν τα λαστιχένια παπούτσια (τα λέγαμε «εργατικά»), οι λαστιχένιες μπότες και τα σοσόνια, κι οι λαστιχένιες παντόφλες για τις γυναίκες.
  Δεν υπήρχε αγρότης ή εργάτης χωρίς λαστιχένια παπούτσια μάρκας «Αλυσίδα» (το εργοστάσιο της πετυχημένης αυτής μάρκας ήταν στη Σαλονίκη).
  Υφάσματα σε τόπια για ράψιμο, απ’ τις χρυσοχέρες τότε νοικοκυρές και μαλλί για γνέψιμο ή πλέξιμο (το λέγαν «μαλάκι»).
  Το μαγαζί του πατέρα του «ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟΥ» (Ανανίας), ήταν κυρίαρχο στο είδος πλεκτικής, νεοτερισμών, όπως λέγονταν τότε τα μοντέρνα είδη.
  Μπακαλικά είδη, εκτεθειμένα κι αυτά στις μύγες και τη σκόνη. Μπακαλιάρος, παστές σαρδέλες, σαλάμια, ζάχαρη, σαπούνι, λάδι, ελιές, χαλβάς, λουκούμια.
  Η καφετέρια και το «αραλίκι» με τις ώρες στα τραπεζοκαθίσματα του σήμερα, δεν υπήρχε. Καφενεία πάμπολλα, για τους άνδρες και ζαχαροπλαστεία (3) για την οικογένεια, που σέρβιραν νοστιμότατα γλυκά, όχι καφές ή ποτό.
  Τα δύο καλά εστιατόρια (Γούσιας, Μηνάς Αθανασίου) της πόλης, απ’ τα ξημερώματα είχαν πελατεία για πατσά ή τας – κεμπάπ με μπόλικη σάλτσα για βούτες με μαλακό άσπρο ψωμί, των μερακλήδων, ιδίως απ’ τα προσφυγικά χωριά, που ανέκαθεν ήταν γαλαντόμοι, σε σχέση με τους σφιχτοχέρηδες εντόπιους.
  Οι πολυάριθμες ταβέρνες της πόλης, λόγο του μεγάλου αριθμού στρατού, υπαλλήλων, μαθητών, είχαν μέρα – νύχτα κίνηση. Κάποιες είχαν και ορχήστρα με χάλκινα. Κεμπάπια, μπούκοβο και μπρούσικο κρασί, ήταν το σύνηθες μενού τους. Και χαλβάς, μετά τη κρασοκατάνυξη, να φύγει η πικρίλα του κρασιού απ’ το στόμα.
  Ο Σιστάκος, είχε μοσχομυριστό – ευωδιαστό κρασί, που έθελγε τους μερακλήδες του κρασιού, που τότε υπεραφθονούσαν στο Αμύνταιο.
  Η κλασική ταβέρνα του Μαλάτση, δεν είχε καν νερό. Μόνο νόστιμο κρασί και τάβλα με μεζέδες.
  Το μοναδικό φρούτο που πουλιόταν στο πανηγύρι, ήταν σταφύλια απ’ τον Άγιο Παντελεήμονα.
  Τα ψαράδικα είχαν φυσικά μόνο λιμνήσια ψάρια. Θαλασσινά έφερνε ο Θανάσης Τσιρωνάς. Παλαμίδα, σαρδέλα και γαύρο, φθηνά και άφθονα τότε.
  Ο χειμώνας έβγαζε τα δόντια του πάντα στο πανηγύρι. Τότε άναβαν οι σόμπες των σπιτιών.
  Το βράδυ της Δευτέρας, ξεθεωμένοι, κρυωμένοι, θλιμμένοι για το τέλος του πανηγυριού, αδιάβαστοι για το σχολείο της επομένης, σχεδόν πάντα τρώγαμε τηγανητή παλαμίδα, γευστικότατη και χορταστική, που μοσχομύριζε θάλασσα.
  Οι μόνες που δυσανασχετούσαν με το θαλασσινό μας αυτό έδεσμα, ήταν οι γάτες μας, που στραβομουτσούνιαζαν, αφού ήταν μαθημένες στις λιμνήσιες γεύσεις.
   Το πανηγύρι έκλειναν, αργά τη νύχτα, κάτι πολύ μερακλήδες του κρασιού απ’ ατ γύρω χωριά, που παραπατώντας και παραμιλώντας, τραβούσαν για το ΚΤΕΛ.
  Σίγουρα, είχαν ξεχάσει τελείως τις παραγγελίες για ψώνια της συμβίας, που θα γκρίνιαζε ατέλειωτα τη νύχτα… πάλι μπεκρούλιαζες ανεπρόκοπε!
  ΥΓ. εκτός απ’ την original παγκοσμιοποίηση που έφερε προιόντα με 1€ που πουλάνε οι Κινέζοι, Ινδοί, Πακιστανοί και γέμισε η αγορά με του κόσμου τα προϊόντα –κι έκλεισε η δική μας βιοτεχνία-, υπάρχει και μια εγχώρια «παγκοσμιοποίηση», που σβήνει μικρές ως πριν λίγο ανθούσες επιχειρήσεις και ντόπιους παραγωγούς.
  Τον κιμά για τα κεμπάπια που τρώγαμε πριν 50 χρόνια στο πανηγύρι, τον αγόραζαν οι ταβερνιάρηδες απ’ τους Παπαϊωάννηδες, τον Γούλια, τον Γκάτζιο, τον Τρυφωνόπουλο.
  Κι αυτοί, το πρόβατο, την αγελάδα, που κάναν κιμά, τον αγόραζαν απ’ τον αγρότη του Βαλτόνερου, του Αετού, του Σκλήθρου, του Ξινού, της Κέλλης.
  Τώρα, οι τόνοι κρεατικά που χλαπαδιάσμε στις αμέτρητες ταβέρνες του πανηγυριού, ήρθαν απ’ τον Λαγκαδά, τη Κατερίνη, τα Γρεβενά, τη Καστοριά, από οργανωμένες μονάδες μαζικής παραγωγής κι εμπορίας κρεάτων, που είναι αδύνατον ν’ ανταγωνιστεί ο μικρός κρεοπώλης.
  Καλά, για κρασί ή τσίπουρο που παράγουμε, αν είδατε σε τραπέζι …γράψτε μου!
  Το επόμενο βήμα θα είναι, να έρχονται με cargo αεροσκάφη στη Σαλονίκη, κι από κει με drone, κρεατικά απ’ την Αργεντινή, τη Νέα Ζηλανδία, τη Νότιο Αφρική!!!
  Σ’ ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία κι ανελέητα, αν δε ταρακουνηθούμε όλοι μας, υπάρχει μέγας και ορατός κίνδυνος να βρεθούμε ξυπόλητοι στ’ αγκάθια, ή …ξεβράκωτοι στ’ αγγούρια…

1 σχόλιο:

  1. Φιλος Αμυντιωτης ,μου θυμησε τη παραλειψη μου, να γραψω για για τις παμπολες παραγκες-καζινο-λοταριας ,που υπηρχαν τοτε στο πανηγυρι μας. Κι ειχε δικιο.Το κουμαρο τα χρονια εκεινα ανθουσε και στο πιο μικρο χωριο,πολυ περισοτερο στη ..γκλαμουρια..του πανηγυριου μας..Ο.. γουργουλας, ηταν η αλλη αθωα- νομιμη πλευρα της ρουλετας, που εννοειται απαγορευονταν και διωκονταν, απ την πανθορρουσα τοτινη χωροφυλακη.Και οι μερακληδες του κουμαρου ,πονταραν στη πρασινη τσοχα τον μπεζαχτα τους,με υφος Νικ δε Γκρικ..μεχρι τελικης ..τζουφλας.Α.Θ.Ρ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.