Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Θάλαττα! Θάλαττααα!!!



(Του Α.Θ.Ρ. από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)…
  Αυτή, η μυριόστομη κραυγή χαράς και ανακούφισης, που βροντοφώναζαν στη θέα της οι περιπλανώμενοι για χρόνια κι αποδεκατισμένοι Έλληνες μισθοφόροι του Κύρου των Περσών, που μας άφησε ο γλαφυρός Ξενοφών, τι άλλο να σημαίνει, εκτός από …Ελλάδα, πατρίδα, σπιτάκι μου, παιδάκια μου, μανούλα μου …έρχομαι, έφτασα!
  
  Συνώνυμο της Ελλάδας, η θάλασσα της. Το Αιγαίο, το Ιόνιο, το Κρητικό, το Θρακικό πέλαγος.
  Αυτό το γαλάζιο ουράνιο χρώμα, που στολίζουν διάσπαρτα ριγμένα, χίλια πολύμορφα πετράδια – νησιά του.
  Αυτό που αντικρίζουν από απέναντι χιλιάδες απελπισμένοι πρόσφυγες και προσπαθούν με κάθε μέσο να διαπλεύσουν στο δρόμο τους προς τον παράδεισο. Κι αλλοίμονο, για πολλούς γίνεται πράγματι ένας υγρός, πνιγηρός παράδεισος!
  Χωρίς να ‘ναι νησί, αυτή η ατελεύτητη κορδέλα – ακτογραμμή, με τις αλλοτινές χιλιάδες παράκτιες σε Μαύρη θάλασσα και Μεσόγειο αποικίες της, είναι αυτό που εννοούμε Ελλάδα.
  Θαλασσινοί ανέκαθεν, ανοιχτομάτηδες, ανήσυχοι, ταξιδευτές, κυνηγοί του άγνωστου, της «χαμένης κιβωτού», κυρίαρχοι για δεκάδες χρόνια, πρώτοι των πρώτων στην αρένα της παγκόσμιας ναυτοσύνης και εφοπλισμού, οι Έλληνες πολίτες μιας μισοκαταποντισμένης και μισο – σόβαρης χώρας!
  Δεν βλέπετε κάτι οξύμωρο σ’ αυτή την μυστήρια εξίσωση; που χρόνια τώρα ισχύει;
  Εκείνη η υγρή μεσ’ την ομίχλη και το φονικό πούσι, που περιγράφει ο Καββαδίας για τη θάλασσα της Νότιας Κίνας, με τα αόρατα της Ίντιας τα φανάρια και τον πνιγηρό Κουροσίβο, πόση παλικαριά, κι ανοιχτά μάτια, θέλουν απ’ τον καπετάνιο, τον μηχανικό, το λοστρόμο, το ναύτη, για να μην βρεθούν στα βράχια, άνθρωποι, καράβι και φορτίο;
  Τι έχει δει κι αντιμετωπίσει στη στεριανή ζωή του ο αγρότης, ο υπάλληλος, ο μαγαζάτορας, εκτός απ’ το ατελείωτο πήγαιν’ έλα, δουλειά – σπίτι – καφενείο;
  Και τι έχουν δει και γνωρίσει τα μάτια του κοσμογυρισμένου ναυτικού;
  Τι να φέρει, τι να εμπνεύσει, τι να προσθέσει ένα …υπουργείο Βόρειας Ελλάδας, συγκρίνοντας το με ένα υπουργείο Ναυτιλίας. Κούφιος γραφειοκρατορο – σφραγιδοκράτορας, ο ένας, διαχειριστής ενός αμύθητου θησαυρού ο άλλος.
  Αλλά τώρα, αν στην ισοπεδωτική κι ανεγκέφαλη Ελληνική πραγματικότητα, δεκάδες χρόνια, κι ο υπουργός Ναυτιλίας, αναλώνεται σε ρουσφετολογικές μεταθέσεις γλειψιματιών λιμενικών…
  …Τα «ξύλινα τείχη», αυτά θα σας σώσουν… προφήτεψε η Πυθία των Δελφών, στην καταστροφική κάθοδο των Περσών του Ξέρξη προς την Αθήνα.
  Είναι σίγουρος, αν συνέχιζε να κάνει προφητείες το Μαντείο των Δελφών, ή της Δωδώνης, κι όχι ο Εβραίος προφήτης Μαλαχίας, το ίδιο θα συνιστούσε για την εδώ και κάποια χρόνια, καταποντισμένη Ελλάδα.
  Η ναυτοσύνη, εκεί να στραφείτε, εκεί να ποντάρετε, αυτή υπάρχει στη ράτσα σας.
  Ο Πειραιάς, η Σύρος, η Χίος, οι Οινούσες, η Κρήτη, η Κεφαλονιά, η Καλαμάτα, η Κάσος, η Σύμη, η Άνδρος, εκεί υπάρχει ανεκτίμητο, συσσωρευμένο χιλιάδες τώρα χρόνια, γενετικό ναυτικό υλικό.
Πάρε ναυτάκι Συριανό,
λοστρόμο Πειραιώτη,
μηχανικό Μυτιληνιό,
τιμόνι Καλαματιανό
και καπετάνιο Χιώτη…
  Δεν είναι χωρίς ουσία και νόημα, το λαϊκό του σοφού δάσκαλου Ζαμπέτα.
  Έτσι, σημαιοστόλιστο κι αρματωμένο, με τέτοιο σπάνιο υλικό, να μπαίνει στα λιμάνια της Σαγκάης, της Χάι Φόνγκ, της Ορλεάνης, του Βλαδιβοστόκ, του Χονγκ Κονγκ, του Ρότερνταμ, του Λίβερπουλ, του Αμβούργου, του Λάγος, του Πορτ Σάιντ, της Βομβάης, φορτωμένο τ’ αγαθά όλου του κόσμου, σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο, χωρίς σύνορα, τέλη, τελωνεία, πλανήτη.
  Όλη η Ελλάδα, ένα περήφανο ποντοπόρο καράβι, με άξιους κι ανοιχτομάτηδες ναυτικούς – εμπόρους, κουβαλητές, που αλωνίζουν τον κόσμο όλο.
  Αυτό άλλωστε δεν γίνεται σήμερα με τους εφοπλιστές – πρώτους των πρώτων στον πλανήτη;
  Δεν είναι περίεργο – δυσεξήγητο, να υπερέχουν σε στόλο από αλλοτινούς κυρίαρχους των θαλασσών; Τους Άγγλους, τους Ισπανούς, τους Ολλανδούς, τους Σκανδιναβούς, τους Πορτογάλους;
  Αυτό το περίεργο γεγονός της επιτυχίας σ’ έναν τόσο δύσκολο τομέα της οικονομίας, δεν θα ‘πρεπε να εστιάσει η πολιτεία, η Παιδεία, η οικογένεια, η νεολαία, το ενδιαφέρον της;
  Πρώτο τη τάξη υπουργείο, θα’ πρεπε να είναι αυτό της ναυτιλίας, με τον πιο έξυπνο και δραστήριο υπουργό.
  Τώρα, με ευκαιρία το BREXIT, υπάρχει δυνατότητα ο Πειραιάς να γίνει ένα μικρό CITY του Λονδίνου, όπου είναι θρονιασμένες αμέτρητες ναυτιλιακές εταιρείες, με κυρίαρχες τις Ελληνικές. Κίνητρα και ιδίως σοβαρή στροφή, πειστική φιλοναυτιλιακή χρειάζεται, κι όχι κλείσιμο των λιμανιών, κάθε τρεις και πέντε.
  Με …επενδύσεις σε νέες καφετέριες και με κατειλημμένα ολημερίς τα τραπεζοκαθίσματα από νεολαίους που ξεροσταλιάζουν βρίζοντας τη μοίρα τους και το άσπλαχνο κράτος, θα προκύψει η ανάκαμψη κι η σωτηρία, μιας ημιθανούς χώρας;
   …Μααα, είναι δύσκολο το ναυτικό επάγγελμα! …Μακριά απ’ την οικογένεια…
  Πολύ σωστά. Μένουμε λοιπόν στη καφετέρια της γειτονιάς, μέχρι τελικής πτώσης, που, είμαι σίγουρος, όσο τίποτε, βρίσκεται πλέον στο κατώφλι μας…
  Το μόνο επάγγελμα με ασύγκριτες αποδοχές και κενές θέσεις εργασίας, είναι του ναυτικού.
  Καλές οι σπουδές στη Θεολογία, αλλά δεν δίνουν ψωμί… μόνο λειτουργιά και αντίδωρο…
  Όλα είναι ζήτημα επιλογής κι απόφασης. Και φυσικά η ευθύνη –όταν πρόκειται για ενήλικες- είναι προσωπική υπόθεση, όσο κι αν καταφεύγουμε συνήθως στη καταδίκη του άσπλαχνου κι ανερμάτιστου Ελληνικού κράτους.
  Αυτό το «κράτος – πατερούλη» που όλοι μας, δεξιοί και αριστεροί, λατρεύουμε, είναο το όπιο του λαού που μας οδηγεί –χρόνια τώρα- στο βυθό.
  «…Μήνα Νοέμβριο γεννήθηκα, του Αγίου μηνά του 1882.
  Η μάνα μου το Νικολέτι, μονάχη στο σπίτι.
  Ο πατέρας έλειπε σε ταξίδι.
  Μικρή, τον πατέρα μου τον έβλεπα λίγο.
  Ήδενε τη σκούνα του στην Αρμένη, κάθε φθινόπωρο κι πόμενε μαζί μας ως τον Απρίλη.
Πριν το Πάσχα, τα πληρώματα είχαν μαζευτεί. Ήφευγαν ούλοι.
Ηπήα στο σχολείο μέχρι την Τρίτη δημοτικού, ΄θστερις με κράτησε η μάννα μου κοντά τση.
Τηνε βοηθούσα στις δουλειές. Μέχρι που ηπαντρέυτηκα το 1897 το μήνα Απρίλιο στις 17. Ήμουν ηλικίας 15 χρονών κι 7 μηνών.
Ηπήρα τον καπετάνιο Γ. Σιγάλα, που είχε το «Αης Νικόλας», μια σκούνα, με χρέος 22 χιλιάδες και την αξία του. Ήταν 30 χρονών.
  Με τον καλού μου πατέρα την ευχή, μες το χρόνο ξεχρέωσα το χρέος, κι επείρα δεύτερη σκούνα.
  Το 1933 στη μνήμη του πατέρα μου, ηγόρασα το βαπόρι «Άγιος Γεώργιος».
  Το 1935 ηπήρα το «Καρδιώ», το 1936 το «Τέτη». Το 1937 το «Πόπη». Το 1938 το «Τασία», κι ακόμα ένα το «Άης Γιώργης»
…Κι επειδή εγώ ευλαβούμαι πολύ την Αγία Αικατερίνα, άμα ήκουσα το όνομα του βαποριού, τα’ αγόρασα. Ταξίδευε συνέχεια στην Αμερική φορτωμένο όλο καλοί ναύλοι και μου ‘φερε γούρι. Τα’ άλλα πάθαιναν αβαρίες, το «Κατερίνα» τίποτις.
  Από την ευχαρίστηση μου, ήκαμα ένα ευαγγέλιο χρυσό για την Αγία Αικατερίνα και το ‘στειλα σε μια εκκλησία στη Σαντορίνη.
… Ηφύανε οι Γερμανοί, κι ηρχινήσανε τα Δεκεφβριανά. Δεν ησύχαζε ο κόσμος.
Σπίτι δεν ήτονε, να μην έχει σκοτωμένο ή σακάτη.
  Κι αν ειπείς για τη ναυτιλία, βαπόρια κι άνθρωποι, στον πάτο τσι θάλασσας. Καταστροφή.
  Τορπιλιστήκανε τότες δα πόσα βαπόρια. Πάνε οι άνθρωποι, πάνε κι οι περιουσίες, τα ρήμαξε ο πόλεμος.
  Εγώ είχα φορτηγά και δουλεύανε μα τσοι Εγγλέζοι και τα ποστάγια μου κάνανε τη συγκοινωνία μέσα στην Ελλάδα»
  Ατέλειωτες αγορές καραβιών, σπιτιών, πλούτοι αλλά και καραβοτσακίσματα και πνιγμοί και ναυάγια τραγικά. Μια επική ιστορία του Ελληνικού εφοπλισμού.
  Έτσι κτίστηκε το θαύμα του εφοπλισμού, που λίγο ένοχα, λίγο από μικροαστικό κόμπλεξ και κατινισμό, λίγο από αλήθεια, όλοι σχεδόν θεωρούμε μια λαμογιάρικη – ύποπτη επιχείρηση, που όμως είναι πρώτη στον κόσμο, κατά τελείως περίεργο κι ανεξήγητο τρόπο.
  Αλλά, αλλά, επειδή είναι κατακαλόκαιρο και η χαδιάρα θάλασσα της Χαλκιδικής μας καλεί στις χάρες της, φαντάζομαι, το ίδιο επιφώνημα «θάλαττα – θάλαττα», μόλις περάσουν τα Μουδανιά θ’ αναφωνούν στη γλώσσα τους (Μόρε – μόρε, λέλε μάϊκο), μετα τα κοπιαστικά χιλιόμετρα ταξιδιού, τα ειρηνικά στίφη Σλάβων, που ευτυχώς για μας, εισβάλουν και κατακλύζουν –όλο και περισσότεροι κάθε χρόνο- τις παραλίες και τα θέρετρα της Βόρειας Ελλάδας.
  Και με το φτωχό τους περίσσευμα, τονώνουν τη λιμασμένη μας οικονομία, χωρίς τοκογλυφικά δάνεια εταίρων μας της Ε.Ε.
  Ήλιο, θάλασσα, ελιά κι αμπέλι, δεν λέει ο Ελύτης ότι είναι το υφάδι, το διαμάντι, η ψυχή της Ελλάδας;
  Εκτός κι αν είναι ο freddo κι η φραπεδιά, κι η γνωστή επωδός μας …για το χάλι μας φταίνε διαχρονικά οι ξένοι, που μας ζηλεύουνε και μας μισούνε…

  ΥΓ 1. Τα αποσπάσματα είναι απ’ το βιβλίο της Καδιώς Κολύμβα «Η πάνω μεριά του κόσμου» (Αρμός), βασισμένα στο ημερολόγιο της εφοπλιστίνας γιαγιάς της.
  ΥΓ 2. Όταν μια αγράμματη χωριάτισσα Σαντορινιά γίνεται εφοπλιστίνα, κάτι σίγουρα υπάρχει στο DNA αυτής της μυστήριας ράτσας…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.