Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Η άνοδος κι η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας…



(Του Α.Θ.Ρ. - Από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)  
 Αυτή η θλιβερή μανιέρα (γεροντική;) της παραπομπής στο πρόσφατο, ή απώτερο παρελθόν, για σύγκριση και κριτική με το σκοτεινό μας παρόν και το ακόμα πιο αβέβαιο σίγουρα μέλλον, γίνεται με μόνο σκοπό –εκτός απ’ την αναπόληση- τη προσπάθεια ερμηνείας και πρόβλεψης της σημερινής κι αυριανής μας οικονομικής κατάντιας, σαν λαό και κρατική οντότητα.
  

  Ίσως φαντάζει λίγο μεγαλόστομο, αφού δεν κατέχω οικονομικές και ιστορικο – κοινωνικές ακαδημαϊκές περγαμηνές.

  Ούτε φυσικά, μελλοντολογικά χαρίσματα του τύπου Λίτσας Πατέρα κι άλλων γιγάντων, που με απόλυτη σαφήνεια, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, προβλέπουν τη πορεία της τύχης δισεκατομμυρίων ανθρώπων, σε μια αδιατάρακτη συνέχεια μιας τέχνης – φάρσας που συνεχίζεται ακάθεκτη από τους Βαβυλώνιους, πριν 5 – 10.000 χρόνια μέχρι σήμερα, αφού οι άνθρωποι ελάχιστα άλλαξαν χαρακτηριστικά στο μέγεθος της αφέλειας, της πίστης, της ελπίδας, της βλακείας, της συνωμοσιολογίας, της μπαρούφας και της μούφας.

  Την 20ετία 1950 – 70, κι αφού οι «νοικοκυραίοι» ξεμπέρδεψαν κακήν κακώς με την ανταρσία της 22χρονης φλωρινιώτισσας Αναϊδας, που μπροστά στις κάνες του εκτελεστικού –πριν το απαίσιο μπαμμ- ρώτησε απορριμμένα και αθώα …Τι κακό έκανα; Έδωσα ψωμί και νερό στους ανθρώπου…

  Όπως, τόσο τραγικά και συγκινησιακά, μας την γνώρισε ο ξεχωριστός πατριώτης μας, φιλόλογος, Θεοδόσης Νικολαΐδης, στο θεατρικό, στα εγκαίνια της θαυμάσιας Δημοτικής μας Βιβλιοθήκης.

  Αφού λοιπόν, τελευταίοι οι Φλωρινιώτες, απ’ όλη την Ελλάδα, τελείωσαν τις ματωμένες υποχρεώσεις τους, άρχισαν ν’ ανασκουμπώνονται στη δουλειά και να σκέφτονται μέσα απ’ τα ερείπια, τα άδεια σπίτια και τους φρεσκοσκαμμένους τάφους, το ειρηνικό πλέον μέλλον τους, που ξημέρωνε αχνά.

  Ο αγρότης με το μουλάρι, απόκτημα από την ΟΥΝΡΑ, επέστρεφε στο χορταριασμένο κι εγκαταλειμμένο του χωράφι και συμμάζευε το σκουριασμένο στην αυλή του αλέτρι, που μέσα στη δίνη ανταρτών και στρατο-χωροφυλάκων, το εγκατέλειψε σαν άχρηστο, το ευλογημένο αυτό εργαλείο.

  Άρχισε το όργωμα, με τη κρυφή χαρά της ειρήνης, της προκοπής, του ζεστού ψωμιού, της φαμελιάς πάλι γύρω απ’ το τραπέζι.

  Οι βλοσυροί αγροφύλακες, που πέρασαν κι αυτοί από «πυρός και σιδήρου», εκτός απ’ το να ρουφιανεύουν και να απειλούν τον πρώην ΕΑMίτη συγχωριανό τους με εντολές της ΟΥΝΡΑΣ, ρίχτηκαν στον κάμπο, να μπολιάσουν τις αγριογκορτσιές, τις βερικοκιές, τις κερασιές, που η δεκαετής εγκατάλειψη των καλλιεργούν, τις είχε θεριέψει. Να φάει φρούτα, να πάρει βιταμίνες ο λιμασμένος δέκα χρόνια πληθυσμός, που τον θέριζε η φυματίωση, η ελονοσία, ο τύφος, οι παρασιτώσεις.

  Οι νέοι της εποχής, όσοι απέμειναν απ’ το δεκαετές μακέλεμα, όσοι δεν πέρασαν το Βίτσι για την Αλβανία, το ’49, κι όσοι δεν σακατεύτηκαν, άνεργοι κι απένταροι στην πλειοψηφία, με νυχτερινούς αιματοβαμμένους εφιάλτες στα όνειρα τους και τρύπια τη τσέπη του στρατιωτικού και μοναδικού του παντελονιού τους, προσδοκούσαν και προστρέχαν στη πρόσκληση κάποιου μακρινού τους συγγενή, από ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία, με πληρωμένο από εκεί το εισιτήριο τους, που θα ξεχρέωναν αργότερα πλένοντας εκατομμύρια πιάτα, σε κάποιο ελληνικό ρεστοράν.

  Η Γερμανία, ακόμα καθάριζε τα ερείπια των ισοπεδωμένων απ’ τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς των Αγγλο – Αμερικάνων, πόλεων της.

  Γύρο στα ’60, άρχισε η μετανάστευση στις φάμπρικες της Γερμανίας και τις στοές των ορυχείων του Βελγίου.

  Οι αμέτρητοι μικρομεσαίοι επαγγελματίες της μικρής μας πόλης, τσαγκάρηδες, ραφτάδες, τενεκετζήδες, μαραγκοί, φουρνάρηδες, σιδεράδες, μπακάληδες, ταβερνιάρηδες, καφετζήδες, υφασματέμποροι, ξυλέμποροι, κτιστάδες, χαμάληδες, φορτηγατζήδες, εργάτες, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι πάμπολλοι στρατιωτικοί, αστυνομικοί, αγρότες και αμπελουργοί, οι οποίοι αποτελούσαν την ασφυκτική οικονομική δύναμη που άφηνε πίσω της τρομαγμένη ένα ζοφερό παρελθόν, κι ήλπιζε σ’ ένα πλέον καινούργιο ειρηνικό και δημιουργικό μέλλον.

  Το Αμύνταιο στην ουσία, στη δεκαετή ανώμαλη κι αιματηρή περίοδο ’40 – ’50, σε σύγκριση με άλλες πόλης, δεν έπαθε σημαντική καταστροφή σε ζωές και υλικές καταστροφές.

  Τα περισσότερα θύματα του ήταν απ’ τις αποφάσεις του στρατοδικείου της Φλώρινας! (’46-’49).

  Του δικού μας, του Ελληνικού εννοώ, όχι των …Σλαβοκίνητων συμμοριτών!! Τέτοια ωραία, που κάποιους στεναχωρούν τώρα.

  Φαντασθείτε τι υπερορίες θα ‘καναν οι στρατοδίκες, αν δεν την «κοπανούσε» ο μισός σχεδόν πληθυσμός του μαρτυρικού Νομού Φλώρινας…

  Έχω ψηφοφόρο, χρόνια τώρα, που με ψηφίζει επειδή ο παππούς μου ο Άγγελος πήγε μάρτυρας υπεράσπισης, στο στρατοδικείο της Φλώρινας, για τον δικαζόμενα άδικα γείτονα του…

  Το «βιοτεχνικό δάνειο» των 5 – 10.000 δραχμών από την Εθνική, τον Δ/ντή Γεωργιάδη, ήταν το καλύτερο όνειρο του μικρομαγαζάτορα, για να κινήσει το μαγαζί του…

  Όταν το επτασφράγιστο χρηματοκιβώτιο της Εθνικής ήταν κλειστό για σένα, κι άνοιγε φυσικά για κάποιους «παράγοντες» της λαμογιάς της εθνικοφροσύνης και της πατριδο – εμπορίας της μικρής μας κοινωνίας, τότε αναγκαστικά την «έπεφτε» ο ζορισμένος εμποράκος, στα φιλικά του εσνάφια… Νικολάκη, ένα χιλιαρικάκι, για μια βδομάδα, καίγομαι, λήγει το γραμμάτιο…

  Φυσικά, χωρίς τοκογλυφία αυτά…

 Ο κραταιός τότε, πανέξυπνος και φιλότιμος, Θόδωρος Γραικός, ήταν ο σημαντικότερος χρηματοδότης του ζορισμένου με γραμμάτιο εμποράκου. Κάποιοι «μεγαλοσχήμονες» πονηροί, τον φέσωσαν, αφού μάγκωσαν γερά δανεικά κι αγύριστα. Αίσχος…

   Το μικρομάγαζο της επαρχίας, ήταν ένα πιστωτικό ίδρυμα για τον πελάτη του, αφού κανένας σχεδόν δεν πλήρωνε μετρητοίς.

  Κάτι ανάλογο, με τις σημερινές VISA και Master Card, ήταν το τότε «τεφτεράκι» του πελάτη και το τεφτέρι του έμπορου. Πώς το ‘λεγε ο Παπαδιαμάντης για το τεφτέρι του μπακάλη στο «Σταχομαζώχτρα»…

  Σήμερα αν φεσώσεις τη VISA, θα σου πάρει το σπίτι. Τα χρόνια εκείνα, αρκούσε να διαδώσει ο φεσωμένος δανειστής εμποράκος, ότι ο τάδε συνάδελφος του …δαγκώνει άσχημα… είναι φεσατζής, είναι «μπατάκι»… σαν ένα άλλος «Τειρεσίας», έχανες την εμπιστοσύνη της πιάτσας, με ότι ολέθριο σήμαινε αυτό.

  Πάντοτε βέβαια, υπήρχε ο κίνδυνος, ανάλογα με το ήθος του εμπόρου, το χρέος του πελάτη να αυγατίζει, σαν τους ιχθείς και τους άρτους της παραβολής του Ιησού.

  Παλιότερα, προπολεμικά, που η αφέλεια, η αγραμματοσύνη κι η εμπιστοσύνη των ανθρώπων ήταν μεγαλύτερη, πολλοί μετανάστες έστελναν το περίσσευμα τους, αντί στην ψυχρή Τράπεζα, στον μεγαλο – μπακάλη του χωριού τους, ή τον έμπορα του Αμυνταίου ή της Φλώρινας, ο οποίος τροφοδοτούσε σε είδος την οικογένεια του μετανάστη – επενδυτή της συμφοράς.

  Όταν ρωτούσε ο «έξυπνος» αυτός επενδυτής για τη τύχη που είχε το κομπόδεμα του, είχε συνήθως την δυσερεύνητη απάντηση του πονηρού μπακαλόγατου …Τφόϊτε, σου Μόϊτε… (τα δικά σου με τα δικά μου) …φασκελοκουκούλωτα δηλαδή… Κι άντε μετά να βγάλεις άκρη χωρίς χαρτιά κι αποδείξεις… Ποια είναι τα Τφόϊτε και ποια τα Μόϊτε!

  Η γλώσσα, αυτό το μαγικό ανθρώπινο εργαλείο, στην πολυπολιτισμική Φλώρινα, για τον έξυπνο έμπορο ήταν κλειδί, που έφερνε πελάτες.

  Μιλούσε όλα τα ιδιώματα και τις λαλιές του τόπου. Σλάβικα στον ντόπιο, βλάχικα στον Βλάχο, αρβανίτικα στον Αρβανίτη, Ποντιακά στον Πόντιο, Τούρκικα στον Καππαδόκη, Ελληνικά στον κρητικό χωροφύλακα, τον δημόσιο υπάλληλο, τον στρατιωτικό. Μια όμορφη πολύγλωσση Βαβυλωνία, σε αγαστή τις περισσότερες φορές συμβίωση, όταν φυσικά δεν κροτάλιζαν τα πολυβόλα…

  Η παραδοσιακή οικιακή οικονομία, πράγμα άγνωστο στη τωρινή large Αμερικανόφερτη οικονομία μας, ήταν ο γενικός κανόνας που στήριζε τα πενιχρά τοτινά οικονομικά, του κάθε μεσαίου νοικοκυριού. Το χρήμα το τοτινό, ήταν δυσεύρετο και ακριβό.

  Ο κάθε μικροαστός εμποράκος – κατασκευαστής – επαγγελματίας της επαρχιακής μας μικρόπολης, είχε το αμπελάκι του για το κρασί, το τσίπουρο, το ξύδι του.

  Το χωραφάκι, με το καλαμπόκι και το τριφύλλι για τις κότες, την αγελάδα, το γουρουνάκι του. Ακόμα και τις σβουνιές της αγελάδας ξέραιναν στο τοίχο, για να γίνουν καύσιμη ύλη για το πλύσιμο των ρούχων. Όπως κάνουν οι Βεδουίνοι σήμερα.

  Τακτοποιημένα, νοικοκυρίστικα συγκαταβιούσαν στη μικροαστική αυλή του, χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. 5 – 6 τόνοι κάρβουνο Βεύης το χρόνο, αρκούσε για τις 2 σόμπες του σπιτιού, τους τοτινούς βαρείς χειμώνες.

  Φυσικά, δεν υπήρχε αυτοκίνητο, τηλέφωνο, λογαριασμοί – φωτιά ηλεκτρικού – κινητών, νερού, θέρμανσης, φροντιστηρίων.

  Η εφορία ήταν άγνωστη υπηρεσία για τους πλείστους. Οι φόροι, ο ΕΝΦΙΑ άγνωστα, μ’ όλα τα σημερινά αρκτικόλεξα, που ξεζουμίζουν τον πολίτη.

  Ακόμη και τα υπόγεια, κι όποια χαμοκέλα υπήρχε στην αυλή τους οι Αμυνταιώτες, τα είχαν νοικιασμένα σε μαθητές του Γυμνασίου. Φυσικά και κάθε δωμάτιο που περίσσευε, σε καθηγήτρια ή στρατιωτικό, που τότε αφθονούσαν.

  Γύρω στα ’60 – ’70, υπήρχε ένας οικοδομικός οργασμός σε διώροφα σπίτια, που με 100.000 δραχμές έκτισαν οι πλείστοι, χωρίς να φορτωθούν τα στεγαστικά δάνεια τα σημερινά, των γαλαντόμων τραπεζών μας.

  Αυτή η θηλιά στο λαιμό, για 25 – 30 χρόνια, των συνελλήνων, που ονειρεύθηκαν πριν 10 περίπου χρόνια τη μεζονέτα, που έβλεπαν στα εξαφανισμένα τώρα life Style περιοδικά, όπου να ‘ναι, θα γίνει βρόγχος κρεμάλας για τους πλείστους.

  Άντε τότε, να ‘μενε ένα μικρό διαχειρίσιμο χρέος, για τη ξυλεία στον Κιόση, για τα τούβλα στον Αντωνιάδη.

  Ένα χρέος στον Πετρίδη για την προίκα της κόρης, στο ράφτη για το κουστούμι, στον τσαγκάρη για τα σκαρπίνια, όλα με εξόφληση στα …αλώνια, στον τρύγο, όχι παραπέρα.

  Όλα διαχειρίσιμα, υπολογισμένα, ζυγισμένα, νοικοκυρίστικα. Φυσικά, υπήρχαν και τότε λίγοι μπαταξήδες, σταμπαρισμένοι όμως, στη μικρή μας κοινωνία.

  Στις τσέπες πάμπολλων πατριωτών μας, υπήρχε μασούρι χιλιόδραχμων, που κάθε βράδυ σχεδόν, στήνονταν στο τραπέζι, απ’ του φτηνού καφενείου μέχρι την γκλαμουράτη Λέσχη των αξιωματικών.

  Σήμερα, αυτό το υποτιθέμενο μασούρι, το τρώει το κράτος, η βενζίνη, η Vodafone η Interamerican, οι σπουδές των παιδιών, τα φροντιστήρια, τα χρέη σε τράπεζες κι ασφαλιστικά.

   Αυτή η υποτιθέμενη, «άνετη» και «πλούσια» σημερινή ζωή μας, σε σύγκριση με αυτή του ’60 – ’70, έχει ένα ακριβό τίμημα, που εξαφανίζει το γέλιο, το γλέντι, την ελπίδα, τον αυθορμητισμό, την απλότητα.

  Πολύ θετικά κι ελπιδοφόρα, πρασίνισε κι έγινε παραγωγικός –ιδίως μετά το ’80- ο γύρο  κάμπος των χωριών μας, κι όλη σχεδόν η Ελλάδα.

  Όταν όμως έχουν στα χέρια τους οι πολυεθνικές τους σπόρους, τα λιπάσματα, τα εφόδια, τα μηχανήματα, τις διεθνείς τιμές των προϊόντων, σ’ ένα αγροτόσπιτο που αγοράζει γιαούρτι ΦΑΓΕ απ’ την Αθήνα, αυγά φάρμας, πατάτες Κύπρου, κρεμμύδια Θήβας, σκόρδα Κίνας, κρασί Νοτίου Αφρικής και αχλάδια – λεμόνια Αργεντινής, που είχε μια γεμάτη αυλή, σκουριασμένα αλλά χρυσοπληρωμένα –έστω με επιδότηση- παλιοσίδερα, που έχει όλο και πιο σφικτό το λουρί της εφορίας. Βλέπετε εσείς να ‘χει μέλλον κι ελπίδα; 

  Στο Σκλήθρο, ο θείος μου ο ντεντο – Φώτης, με 15 στρέμματα πατάτες, με δύο λιβάδια σανό κι έναν κήπο της Εδέμ, είχε ένα γεμάτο – ανοιχτό θαυμαστό αγροτόσπιτο, τα χρόνια εκείνα, πραγματικό παράδεισο για τα παιδικά – νεανικά μου μάτια.

  Κι όλα αυτά, μέσα σ’ ένα ονειρικό, πεντακάθαρο, αμόλυντο περιβάλλον, όπως ήταν η Ελλάδα του ’60 – ’70.

  Φτηνή κι άχρηστη παρελθοντολογία, θα πει ο αντιρρησίας της σήμερον. Έχεις να προτείνεις σήμερα κάτι χρήσιμο;

  Ο τελευταίος των τελευταίων είμαι, που μπορώ να προτείνω θεραπεία, σ’ έναν τόσο βαριά αρρωστημένο οργανισμό, που όλοι μας αντιλαμβανόμαστε τη κατάντια του.

  Δυστυχώς, μια πανέμορφη προικισμένη χώρα, απ’ τον θεό, την τύχη, την ιστορία, μ’ έναν Λαό που έξω απ’ τα σύνορα της –όπου γης- μεγαλουργεί και πετυχαίνει να καταρρέει –εδώ και λίγα χρόνια- χωρίς σημάδια στον ορίζοντα, να δίνουν έστω μια αισιόδοξη μελλοντική προοπτική διαφυγής απ’ την μοιραία φτωχοποίηση της χώρα και του Λαού της.

  Φυσικά, πολύ μεγάλη σημασία έχει το μοίρασμα των κομματιών, της κουτσουρεμένης πλέον –κατά γενική ομολογία- εθνικής πίτας (ΑΕΠ), στον συμμέτοχο και δικαιούχο Ελληνικό Λαό.

  Θα ‘χει μια δίκαιη, ανθρώπινη θεώρηση, στόχευση και πρακτική (αριστερή – σοσιαλιστική); ή θα αφήνει ανεξέλεγκτο τον μινώταυρο του κέρδους, της ασύδοτης επιχειρηματικότητας …του …ο σώζων εαυτόν σωθήτω… και …γαία πυρί μειχθήτω… (Νεοφιλελεύθερη δεξιά).

  Το καυτό δίλλημα, θα είναι προσεχώς μπροστά μας…

    ΥΓ.

Α) Να πέσουν επιτέλους τα ΦΠΑ, οι φόροι, ΕΝΦΙΑ, σου – μου – του και λοιπά… Να γίνουμε βρε αδελφέ μια άλλη Βουλγαρία, που πάνε οι έξυπνοι επιχειρηματίες και πληρώνουν τους εργαζόμενους τους με 150 – 200 – 300€… να δούμε σαν χώρα θεού πρόσωπο… Υπάρχει λύση …στον τετραγωνισμό του κύκλου. Η λύση λέγεται… Κυριάκος!

Β) Πως είπε ο Ψυχάρης στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής για τα δάνεια της επιχείρησης του απ’ τις τράπεζες… έβαλα εγγύηση ΑΕΡΑ!!! Αέρααααα!!! Καημένοι Ελληναράδες μου μεγαλοεπιχειρηματίες, που σας ταλαιπωρούν.

Γ) δεν ακούω τελευταία –όλο το καλοκαίρι- το πατριωτάκι μας τον Άδωνη… και ανησυχώ… Λαρυγγίτιδα έπαθε;

  Αέραααα!!!

2 σχόλια:

  1. Εχω μία απορία
    Οι ...Ρωμαίοι και η αυτοκρατορία τους πού "κολλάν" σε όλο αυτό το ντοπαρισμένο παραλήρημα ;
    Εκτός εάν μπερδεύεις την λέξη Ρωμαίοι με Ρωμιούς . Αλλού για αλλού ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το προβλημα του αρθρου για σενα 1΄59 ειναι ο τιτλος ...η κατι αλλο που που σε τσατιζει με τα γραφομενα???Α.Θ.Ρ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.