Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Φλώρινα, Λυγκηστίς, Φιλουρίνα, Φολορίνα, Φιλορίνα, Χολορίνα, Χλέρνου, [Χ]Λέριν - Γνωριμία με τον τόπο…



  Από όλους τους Φλωρινιώτες που εκτιμώ, ξεχωρίζω ως αδιαφιλονίκητα πρώτον τον ποιητή Μίμη Σουλιώτη.
  Για τον Μίμη τρέφω παλαιόθεν ένα θαυμασμό που διαχρονικά παραμένει ακέραιος και μεγεθύνεται. Τον πήρα πρέφα νωρίς και ξεκοκάλισα αχόρταγα ό,τι έγραψε.
  
  Εμβληματική μορφή της Φλώρινας ο Μίμης με ό,τι αυτό σημαίνει. Γεννημένος στην Αθήνα με καταγωγή από την Πελοπόννησο – «χαμουτζής» δηλαδή κατά το ήμισυ όπως κι εγώ - και από το Μοναστήρι της πρώην Γιουγκοσλαβίας, είχε επιλέξει να ζει στη Φλώρινα και να «φροντίζει» τα γράμματα. Υπήρξε ευρύχωρη και ανήσυχη διάνοια• νομίζω πως στην ασφυκτική επικράτεια της Φλώρινας πρέπει να ένοιωθε σαν υπερωκεάνιο σε λίμνη, προσδεμένος σε μια διαρκή προσγείωση. Με σπουδές Φιλολογίας στη Θεσσαλονίκη και αγαπημένος φοιτητής του σπουδαίου Γ.Π. Σαββίδη, μεταπτυχιακό στη Βυζαντινή Φιλολογία στη Βουδαπέστη και διδακτορικό στα Γιάννενα.
  Παράλληλα και σταθερά σπουδαίος ποιητής, ανατόμος του καθημερινού και «ατακαδόρος» ολκής. Λένε πως νέος έδειξε στίχους του –σε μια κίνηση sui generis αντισυμβατική για φέρελπι ποιητή- στον Γιώργο Ζαμπέτα που τον παρότρυνε να συνεχίσει, είχε φιλέψει τον Εμπειρίκο και τον Αναγνωστάκη πριν κλείσει τα τριάντα, τον αγαπούσαν ο Θανάσης Βαλτινός και Πάνος Θεοδωρίδης, ενώ υπήρξε ένας από τους αρτιότερους μελετητές του Καβάφη παγκοσμίως.
  Συναισθανόμενος τη βαθύτερη βαλκάνια ταυτότητα του, υπήρξε ο ιδρυτής του «Βαλκανικού Άσυλου Ποίησης» στις Πρέσπες, ενώ οραματίστηκε και έστησε το θρυλικό περιοδικό «Εταιρεία» που βοήθησε τα μέγιστα την ουσιαστική πατριδογνωσία των Φλωριναίων.
  Στα ύστερα της ζωής του οργάνωσε στην πόλη που έζησε και το πρώτο πιλοτικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής στα αγγλοσαξονικά πρότυπα.
  Δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω, όσο ζούσε. Μια-δυο φορές που τον συνάντησα, με έπιασε λυσιμελής συστολή και γλωσσοδέτης. «Μίλησε του, βρε! Τι τον ντρέπεσαι»;, με παρότρυνε μια φορά η Ελένη η Μεκάση, η σύντροφος του• του 'στειλα κάποτε και με το γιο του και κάτι διηγήματα μου, δήθεν «για να μου πει μια γνώμη». Αφορμή έψαχνα για να μου τηλεφωνήσει πρώτος και να αναγκαστώ τότε να του μιλήσω.
  Για τη σχέση του με τη Φλώρινα ισχύει για τον Μίμη αυτό που έγραψε ο ομότεχνος και φίλος του, ο Μανώλης Αναγνωστάκης: «Το ενοχλητικότερο ήταν πως επέμενε να γράφει την αλήθεια με άλφα κεφαλαίο».
  Ο Σουλιώτης έγραψε ό,τι έγραψε για την πόλη που έζησε το βίο του με την ισορροπία, το πάθος και το ύφος ενός αθεράπευτα ερωτευμένου, ανακατεύοντας την ασυγκράτητη λατρεία με το βραχύβιο μίσος, τη νοσταλγία με την πλήξη, την προσωπική μυθολογία με το νέτο ρεαλισμό, τη στυγνή ειλικρίνεια με τον ναρκωμένο εξωραϊσμό. Για αυτό και ο Μίμης θα είναι νυν και αεί ο καλύτερος και πιο αυθεντικός τοπιογράφος της Φλώρινας.
  Την χρονιά που πέθανε, το 'χα πάρει απόφαση να του συστηθώ. «Θα πάω Χριστούγεννα από το σπίτι του, δεν μπορεί θα με ανεχθεί για κανά μισάωρο γιορτινές μέρες»!, σκέφθηκα. Δεν πρόλαβα, αποδήμησε λίγες μέρες νωρίτερα, τον Νοέμβρη στη Θεσσαλονίκη. Κρίμα! Τον αγαπούσα όσο λίγοι, εκ του μακρόθεν πάντα, αλλά με ειλικρίνεια και «μετά λόγου γνώσεως». Επίσης είχα όσο λίγοι –χωρίς ψευδεπίγραφη μετριοφροσύνη– επαρκή εποπτεία του ποιητικού του έργου.
  Δεν πέθανε ούτε πολύ γέρος, ούτε πολύ νέος. Για το θάνατο του μιλούσε συχνά εν ζωή, μου φαίνεται πως στην περίπτωση του ισχύει το δημοτικό δίστιχο: «πολύ το παινεύτηκε πως Χάρο δε φοβάται. Κι ο Χάρος άμα τ' άκουσε βαρύ του κακοφάνη».
  Ωστόσο, ο Μίμης επιστρέφει διαρκώς και παραμένει παρών και επίκαιρος, «τα λόγια φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου κι ο άνθρωπος έφυγε δεν είναι εκεί» [1] όπως το λέει ο ποιητής.
  Έτσι αποφάσισα να σκαρώσω μια φανταστική συνέντευξη που υποτίθεται πως δίνει ο Μίμης στον Μαρτσέλο Μαστρογιάννη με θέμα τη Φλώρινα.
  Οι δυο τους είχαν γνωριστεί στη Φλώρινα τη δεκαετία του 1980, όταν ο Μαστρογιάννι βρέθηκε στην πόλη για τα γυρίσματα της ταινίας  «Ο Μελισσοκόμος» του Θ. Αγγελόπουλου.
  Για την ιστορία, μάλιστα, ο Σουλιώτης είχε πάρει τότε μια συνέντευξη από τον Μαστρογιάννι, (από όπου είναι και η φωτογραφία που υπάρχει στο κείμενο). Η συνομιλία που ακολουθεί είναι μια συνομιλία μεταξύ δυο νεκρών, γίνεται στη σφαίρα του φανταστικού και στον ονειρικό χρόνο, εκεί που ενίοτε λέγονται οι μεγαλύτερες αλήθειες.
  Χρησιμοποίησα για να στήσω τις απαντήσεις του Μίμη στίχους και φράσεις από ποιήματα και κείμενα που είχε γράψει. Ανθολογήθηκαν οι ποιητικές συλλογές του «Βαθιά Επιφάνεια», «Παλιές ηλικίες», «Υγρά», «Ήλιος στην Σκοτία», «Βορειοδυτικά», ο συλλογικός τόμος «Φλώρινα - Μια πόλη στην Λογοτεχνία» που επιμελήθηκε, καθώς και κείμενα του που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Εταιρεία».
  Κατέβηκα ως τους ενδότερους χώρους των λέξεων του Μίμη, «την οικειότητα αγγίζοντας του σκοταδιού τους (…) ως την έσχατη συμπύκνωση όπου εκρήγνυται το ποίημα» [2] και αναδύθηκα με μια εντελώς καινούργια οπτική για την πόλη που ζω, τη Φλώρινα.
  Ενδεχομένως  λοξή, πάντως σε καμιά περίπτωση μυωπική και εθελοτυφλούσα.  Και αναμφίβολα ο καλύτερος τρόπος να συστήσεις τον τόπο σε κάποιον ξένο ή περιηγητή, ώστε να «κατανοεί επαρκώς και τα συμφραζόμενα του τοπίου»  [3].
  Είμαι σίγουρος πως, αν ζούσε, ο Μίμης θα ήθελε να δημοσιευθεί αυτή η συνέντευξη οπωσδήποτε και στο «Περισκόπιο».
  Γνωρίζω καλά πως αγαπούσε ιδιαίτερα το Αμύνταιο, ενώ διατηρούσε με τον Στέλιο Γαβριηλίδη φιλική σχέση. Είχαν φτιάξει μαζί και ένα βιβλίο που έμεινε ανέκδοτο.
  Για αυτό σ’ αυτό το επετειακό φύλλο του «ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟΥ»  κάνω στον Στέλιο και στους αναγνώστες της εφημερίδας αυτό το δώρο γενεθλίων. Με την κρυφή προσδοκία να συγκινήσω την Ελένη, τα παιδιά του Μίμη και τους αληθινούς του φίλους, ζώντες και τεθνεώτες, εύχομαι καλή ανάγνωση σ’ αυτούς που απεχθάνονται κάθε παραχαράκτη.
Φλώρινα 6.VI.2016
Νικήτας Π. Κακκαβάς


«Για τον θάνατο του (ο Σουλιώτης) μιλούσε συχνά. (…). Πίστευε πως οι νεκροί μιλούν και ακούγονται μεταξύ τους, αρκεί να έχουν συνεννοηθεί ως ζωντανοί».
Πάνος Θεοδωρίδης «Το χιόνι μέσα του», αποχαιρετιστήριο κείμενο για τον Μίμη Σουλιώτη

«Όπως τα πεύκα κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί,
το ίδιο τα λόγια φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε δεν είναι εκεί»
Γιώργος Σεφέρης - Επί σκηνής - ΣΤ'


  Μίμη θέλω να μου μιλήσεις για την πόλη σου, τη Φλώρινα.
  Καταρχάς, Μαρτσέλο, η Φλώρινα είναι «πόλη» με τη διασταλτική ερμηνεία του όρου. Μια πολίχνη του βορρά είναι η Φλώρινα, για τα μέτρα, δε, μιας μεγάλης χώρας ίσως να την έλεγαν και χωριό, μια πολίχνη των 18.000 - 20.000 δημοτών, που από την απελευθέρωση του 1912 μέχρι τώρα δεν αυξάνονται και μήτε λιγοστεύουν. Κι ας με συγχωρέσουν όσοι συμπολίτες μου που βαυκαλίζονται διαφορετικά.
  Έστω κι έτσι, δώσε μου ένα ευσύνοπτο περίγραμμα, ώστε εγώ, ο ξένος, να εννοήσω ό,τι είναι στην ουσία της η Φλώρινα.
  Φλώρινα… Μια μη μυθική. Ένα τίποτα, μια «παλιοχαράδρα», καθώς την είπε ο ποιητής Φεζάλ, μια χαραδρούπολη που πλαντάζει από σινιάκι κι από χιόνι χιλιόμετρα μακριά απ’ όλες τις θάλασσες, οκτακόσια μέτρα ψηλότερα από την επιφάνεια του Αιγαίου.
  Μια ξαναδιαλυμένη από λογής εμφυλίους, μια αλαφροϊσκιωτη επίσης. Μια μίμηση και υποκατάστατο των Βιτωλιών, μια τυχαία κατοικημένη και εποικισμένη, μια Χαμένη μία. Μια για αιώνες ασήμαντη σαν την αποψινή Βεύη, για αιώνες λιγότερο σημαντική από το Αμύνταιο με τα ζωοπανηγύρια του που επιζούν ακόμα. (Το Αμύνταιο τους λέει γκιούπτσι Λερίντσι και καρκάτσηδες). Αλλά και μια τετραεποχική, σεζανική, μια χιονισμένη. Με τα βιτωλιανά χρυσάνθεμα γιαγιάς το φθινόπωρο, με τις θυμιατές τις φλαμουριές την άνοιξη που βοηθούν τη ψυχή στα δύσκολα και τον χειμώνα με το αγλυκάνιστο τσίπουρο ή αναλόγως, με το πραϋντικό φλαμούρι με μέλι. Με μια ψιλομίχλιαρη λιακάδα του Γενάρη την ολάνθιστη από γάζες γαλάζιου ουρανού, να δίνει το ντουμπλ - φάς που τεκμηριώνει πως εδώ δεν είμαστε πλέον επαρχία, είμαστε επιχρωματισμένη πρωτεύουσα, τα βορειοδυτικά της προάστια, μια πιο βαλκάνια συστοιχία.
  Εν ολίγοις, τόπος τερματικός, όπου παλιές σκιές από φως πλάγιο και πιωμένο περιπολούν άοπλες με λόγια και αξιώσεις για αιωνιότητα στην κορυφή του άσπιλου βουνού.
  Με μπέρδεψες Μίμη. Τελικά δεν κατάλαβα, από όσα μου είπες, αν αγαπάς ή αν μισείς τη Φλώρινα.
  Θα σου πω (Σταματά και με τυφλό σύστημα ανάβει το πρώτο τσιγάρο). Γενικά δεν συμπαθώ τη μονοχρωμία, άσπρο-μαύρο, ανοιχτό - σκούρο κ.λ.π. ή τα ασφυκτικά δίπολα, φερ’ ειπείν χοντρός - λιγνός, όμορφος-άσχημος, δεξιός - αριστερός, κ.ο.κ. Εγώ υπήρξα ανέκαθεν θιασώτης του «ενδιάμεσου φάσματος», αν με εννοείς. Στο πνεύμα αυτό, λοιπόν, το διαμονητήριο στη Φλώρινα έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του.
  Στα θετικά προσγράφω ότι οι εποχές εδώ εξακολουθούν να είναι τέσσερις και διακριτές: το φθινόπωρο διατηρεί την αισθησιακή του αυτονομία έναντι της άνοιξης, του καλοκαιριού και του χειμώνα. Όταν πέσει το χιόνι, δεν αιωρείται η σκόνη στους δρόμους παρά υψώνεται παντού μια παραμυθένια διαύγεια, πράγμα επίσης θετικό. Άλλα θετικά στοιχεία: ο τελευταίος φούρναρης βγάζει ψωμί πραϋντικό σώματος και ψυχής• τις Τετάρτες βρίσκεις χειροποίητο βούτυρο από ροζιάρικα χέρια ηλικιωμένης, κίτρινο και θαμπό σαν χρυσάφι 22 καρατίων, τα πρασινοκίτρινα μήλα από το Πέρασμα σε πάγκους στο παζάρι, αλίπαντα και σαν μαραμένα, δεν γυαλίζουν από γεωργική χημεία, σεμνά πονεμένα μήλα χειροποίητα, αντοπάριστα και ηδυσμένα από το μαγνήσιο της γης. Τέλος, το τσίπουρο είναι καθαρό, συντροφικό, υγιεινό, που σκοτώνει τις ξεφτίλες γρίππες και πέφτει μπάλσαμο στις λύπες αργά μεσάνυχτα που η ψυχή επιμένει. Χώρια οι πιπεριές και τα παράγωγα τους όπως το «αϊβάρ» [4].
  Να προσθέσω ότι η περιοχή παρέχει το εξαιρετικό προνόμιο να κυκλοφορείς ανάμεσα στις έξι λίμνες της, όλες σε μιαν ακτίνα μόλις πενήντα χιλιομέτρων απ' το σπίτι ενός έκαστου.
  Και τα μειονεκτήματα;
  Είναι αρκετά, αλλά το βασικό είναι ένα, καταλυτικό και κάποτε ανυπόφορο: ο χειμώνας, που είναι βαρύς και διαρκεί πολύ, πράγμα που δεν είναι μόνο κακό. Ξοδεύουμε πάντως πολλά για τη θέρμανση. Και όταν πέσει το πρώτο χιόνι, αργεί πολύ να το σηκώσει. Τότε η πολίχνη μένει σιωπηλή, με δρόμους σιωπηλούς, με όλους εκείνους που συνεχώς σε χαιρετούσαν, φώναζαν και φλυαρούσαν, αποκλεισμένους μες στα σπίτια τους. Και τα χαράματα στις έρημες γειτονιές μόνο νέα γαβγίσματα αχνίζουν στο μειωμένο φως του πρωινού, στο σινιάκι, στην υποθερμία του τοπίου.
  Ξέρεις ο Τεό [5], όταν γυρίζαμε το 1986 τον «Μελισσοκόμο» στη Φλώρινα, μου είχε πει πως η Φλώρινα κατοικείται αδιαλείπως από 6000 χρόνια. Ξέρεις μάλιστα πως πρωτογνώρισε τη Φλώρινα;
Όχι. Θα με ενδιέφερε πολύ να το μάθω. Θα θυμάσαι ασφαλώς ότι η σύζυγος μου, η Ελένη, κι ο γιός μου ήταν κομπάρσοι στην ταινία του.
  Ένα βράδυ, που είχαμε μείνει μόνοι στο «Διεθνές», μου είχε διηγηθεί πως η σχέση του με τη Φλώρινα άρχισε ουσιαστικά το 1963, όταν σπούδαζε στο Παρίσι. Τότε είχε ξεκινήσει μαθήματα Εθνολογίας στη Σορβόνη και στο δεύτερο μάθημα ο καθηγητής τους μνημόνευσε το «Κάστρο της Φλώρινας» που αναγράφονταν στον περίφημο «Κώδικα του Παρισιού» του 14ου αιώνα. Τα απογεύματα ο Τεο συνήθιζε να ψάχνει στα παλαιοπωλεία της οδού Rive Gauche ή στην υπαίθρια αγορά της Porte de Vanves για παλιά βιβλία. Εκεί σε ένα παλαιοπωλείο βρήκε και αγόρασε μια γκραβούρα του 1684, όπου αναφέρονταν η «Florina». Ο ίδιος, μάλιστα, έδινε συμβολικό χαρακτήρα στο γεγονός, «Δεν ξέρω αν διαλέγει κανείς τους χώρους ή οι χώροι μας διαλέγουν. Είναι σαν τον έρωτα: ή διαλέγεις ή σε διαλέγουν. Πάντως εγώ αισθάνομαι ότι από τότε ξεκινάει η καρμική μου σχέση με τη Φλώρινα» μου έλεγε.
  Πράγματι, είναι παλιός τόπος η Φλώρινα, εξ' ού και τα πολλά ονόματα της: Φλώρινα, Λυγκηστίς, Φιλουρίνα, Φολορίνα, Φιλορίνα, Χολορίνα, Χλέρνου, Λέριν... Αρχαιολογική και όλο κόκαλα πατρίδα, στυγνή οστεοθήκη. Πληθυσμοί, μετακινημένοι πληθυσμοί, επιστρώσεις και μαράνσεις μερίδων του πληθυσμού, διαπιδύσεις αλλόγλωσσων, ρήμαγματα που επονομάστηκαν «λαοί» από επιστημονική ιδεοληψία. Αλλά κανένας αρχαιολόγος δεν έχει βρει ακόμα τα σπαράγματα μιας ολόκληρης περιοχής που αμφισβητήθηκε όσο καμιά άλλη. Γι' αυτό ακριβώς ο Τεό είχε σχεδόν εμμονή με την περιοχή της Φλώρινας και χρησιμοποίησε σε πολλές ταινίες ως φυσικό σκηνικό το φλωρινιώτικο τοπίο. Αφουγκραζόταν την έντονη ιστορικότητα του τόπου, διέβλεπε το ιστορικό του βάθος που αντιστέκονταν στο πέρασμα του χρόνου. Αυτήν ακριβώς τη διαχρονία διέκρινε ανάγλυφη και ξεκάθαρη ο Αγγελόπουλος.
Όλη η Ελλάδα έχει ιστορικό βάθος, Μίμη.
  Ναι αλλά στη Φλώρινα είναι αλλιώς! Σ’ αυτήν τη μακεδονική γωνιά οι πληγές της Ιστορίας χάσκουν ακόμη, αχνίζει το αίμα• αντίθετα με την υπόλοιπη Ελλάδα, η βαλκάνια εντροπία και τα πάθη των πολέμων λαθροβιώνουν ακόμη εδώ• για τη Φλώρινα τίποτε δεν έχει κριθεί οριστικά και αμετάκλητα. Για να εννοήσεις καλύτερα, θα σου διηγηθώ ένα ανατριχιαστικό και αποκαλυπτικό όραμα που είχα ξύπνιος κάποτε αλλά με το μυαλό να φλουτάρει από ανόθευτο τσίπουρο. Χειμώνας ήταν. Ένας ήλιος χτικιάρης, του Φεβρουαρίου, σαν τα φωτάκια στάθμευσης. Οι νιφάδες σ’ ελεύθερη πτώση, παχιούτσικη ομίχλη κι έβγαιναν άχνες από το στόμα του μέσου πολίτη.
  Αισθανόμουν αμίλητος σαν κουφός, το αμάξι μου σαν να τα είχε στυλώσει, το χειρόφρενο είχε κοκαλώσει - δεν οδηγούσα επακριβώς. Με καπνισμένα όλα μου τα τσιγάρα, κακόμοιρος σα μουγκός, κουρασμένος βαθιά στη θέση του οδηγού. Στο μονοπάτι του χιονιού που το είχαν φτυαρίσει σαν χωρίστρα γερασμένων μαλλιών είδα ξαφνικά τη Φλώρινα μετασχηματισμένη σε γυναίκα με μαύρα ρούχα, κατάμαυρα, η Μαυροεντυμένη. Πάνω από παγοκοψιές σέρνοντας το σινιάκι σαν σάρπα, μπαίνει στην υπόθεση με μισοσχισμένες γαλότσες πασπαλισμένες με άχνη της πάχνης. Αντέχει όλα τα βάσανα με την τέχνη της αλυπίας που κατέχει κι ενασκεί.
  Μιλάς περισσότερο σαν βέρος ποιητής, Μίμη, παρά σαν βέρος Φλωρινιώτης.
  Βέρος Φλωρινιώτης... Θυμάμαι ακόμη την αξίωση ενός παλαιού δημότη που στη δεκαετία του 1960 είχε προτείνει να ισχύσουν τρεις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί κανείς «βέρος Φλωριναίος»: α. Σπρέγκες, β. Μάλτσκα και γ. καλλιέργεια της Γεωργίας• δηλαδή, να έχει κόψει και κουβαλήσει από το βουνό τις σπρέγκες (τους εύφλεκτους θάμνους που καίγονται τσιτσιρίζοντας στις φωτιές της προπαραμονής των Χριστουγέννων), δεύτερον, να έχει κολυμπήσει με στιλ «ποταμίσιο» στη Μάλτσκα (σε μια γούβα του ποταμού Σακουλέβα) και, τρίτον, να έχει πλαγιάσει τα εφηβικά του χρόνια πάνω στο χοντρό νάιλον που έστρωνε έξω από τα αντιαεροπορικά καταφύγια η πάγκοινη και αείμνηστη Γεωργία.
  Ισχύουν αυτές οι προϋποθέσεις και σήμερα;
  Όχι. Ήδη οι σπρέγκες κόβονται με αλυσοπριόνα και κατεβαίνουν με τις σύγχρονες νταλίκες, για να γίνουν παρανάλωμα για τους τουρίστες, η Μάλτσκα με τον καιρό μπαζώθηκε και η Γεωργία το είχε γυρίσει στην πώληση λαχείων, ώσπου αποδήμησε.
  Εσύ Μίμη, να φανταστώ, πληροίς και τις τρεις προϋποθέσεις, έτσι ώστε να αισθάνεσαι και να είσαι «βέρος Φλωριναίος»;
  Προσωπικά αισθάνομαι πολυτοπικός, γιατί οι δικοί μου κατάγονται από διαφορετικά (βόρεια και νότια) μέρη. Μικρός μεγάλωνα πότε εδώ, πότε εκεί, και ήμουν λέει υπερκινητικός, γι’ αυτό ίσως θα μπορούσα να ζήσω από αύριο κιόλας κάπου αλλού ή, ακριβέστερα, ζω ήδη αλλού. Η ανθρωπότητα, ξέρεις Μαρτσέλο, διαιρείται σε νομάδες και στατικούς. Και εγώ υπήρξα εξαρχής – αν και «αραχτός στα κυβικά μου» για χρόνια στη Φλώρινα – ψυχικά έτοιμος διαρκώς για αναχώρηση.
  Ας αφήσουμε την ιστορία κατά μέρος. Εγώ από τη Φλώρινα θυμάμαι πολύ καλά τα νόστιμα τοπικά πιάτα που τρώγαμε με το συνεργείο στο «Διεθνές».
  Δυστυχώς τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ τον τελευταίο καιρό στην πολίχνη. Διανύουμε μια φάση σεσηπότος ιδεαλισμού: τοστ και χάμπουργκερ, σαντιγί και μπεσαμέλ, σνίτσελ, φλαμπέ και πομπώδεις σ’ εμφάνιση τούρτες στραβώνουν την όραση κι αποκτηνώνουν το στομάχι του σημερινού ευρωέλληνος με τον άνοστο φορμαλισμό τους. Πρέπει να ψάξεις πολύ πια για να βρεις πλέον αυθεντική τοπική κουζίνα.
  Είναι δυνατόν να φάμε κακαβιά στη Φλώρινα ή σοβαρές πιπεριές στη Μύκονο; Από τον πεθερό μου τον Μιχάλη Μεκάση έχω ακούσει την πατροπαράδοτη πεποίθηση ότι πιο νόστιμη φασολάδα είναι εκείνη που έβρασε στο νερό του τόπου της. Αν και θα μου πεις, οι εδεσματικές ποικιλίες της πιπεριάς – πράσινης, κόκκινης, κίτρινης, καρυκευμένης και ακαρύκευτης – συνιστούν σήμα κατατεθέν για την κουζίνα της περιοχής, ωστόσο η πιπεριά είναι φυτό που μας ήλθε από το Μεξικό, συνεπώς πόσο τοπική -φλωριναία- μπορεί να θεωρηθεί; Η απάντηση είναι ότι στο βάθος της τοπικότητας υπόκειται η φερτή ύλη της παγκοσμιότητας και αντιστρόφως.
  Μπορείς να μας δώσεις εσύ έναν σύντομο γαστρονομικό οδηγό για την πόλη σου;
  Πρωινός καφές στον Παύλο, στην πλατεία Μόδη, ή ζεστό νες με γάλα στον Ιωσηφίδη, στην οδό Αθηνάς• ορθρινός πατσάς στον Ζηβόντση, κοντά στον Κύκλο• ανάσες βουνού στο Πρεβάλι, στη διαδρομή προς Πρέσπες• τσιπουράκι στον Βελιάνη, γράππα από τον Αετό, διανυκτέρευση στη Νέβεσκα• μεσημεριανό μαγειρευτό φαγητό στον Τυρπένου, κοντά στην Εθνική (κόκκινη) Τράπεζα οπωσδήποτε: να συνθέσει εκείνος ένα πιάτο «με απ’ όλα»• βόλτα στο ποτάμι με τα πόδια και απογευματινό εσπρέσσο ή ζεστή σοκολάτα στον Ρασάικο, σωστό παϊδάκι στην Κλώσσα, τας κεμπάπ στο Άλσος, συκώτι ή σπλήνα γεμιστή από τότε που έκλεισε η Χήρα στην Πρέσπα, κεμπάμπια με μπούκοβο και ξερό κρεμμύδι οπωσδήποτε, πράσινες ή κόκκινες ή καυτερές πιπεριές παντού, γριβάδι στην ψαροταβέρνα της Μικρολίμνης, φασολάδα στον Μύλο του Ανταρτικού, σουτ μακάλο και άλλα εντόπια γκουρμέ στου Κοντοσώρου στο Ξινό Νερό, ξυνόμαυρο από το Αμύνταιο, χωνευτικό αφέψημα στην Τσαγερί ή προσφάτως στη Ρόζα και άλλα ισοϋψή.
  Ξέρεις, Μίμη, πάντοτε μου προξενούσε μεγάλη εντύπωση, πως εσύ αλλά και πολλοί άλλοι Φλωρινιώτες που γνώρισα, ενώ ζείτε σε έναν τόπο «κλειστό», περικυκλωμένο από βουνά, παρ’ όλα αυτά διατηρείτε έναν ευρύ ψυχοπνευματικό ορίζοντα.
  Το 'χουν αυτό τα μακεδονικά βουνά. Να βλέπεις τα βουνά και να σε βουβαίνουν σαν να προκαλεί καθυστέρηση ο κάμπος. Σκούρα μαυρομέλανα, βαθιά χιονισμένα, μπλε στην ουσία, αιώνες άλειωτα, βαριά, μεγαλεία της ψύξης. Δεν αξίζουν για το μάτι του ανυποψίαστου περιηγητή ή του αφελώς αφελή τουρίστα, γιατί δίνουν ένα ηχόχρωμα χαμηλών πτήσεων ντακότας που αμολάει χειροβομβίδες στους φυγάδες και πολυβολεί, ενώ αυτός τώρα χαζεύει ερωδιούς και δεν ακούει τι έχει συμβεί.
  Σωστά, λοιπόν, μου είπε ο οπερατέρ του Αγγελόπουλου, ο Γιώργος ο Αρβανίτης, πως «η Φλώρινα είναι η πόλη των ζωγράφων και των ποιητών».
  Αυτό είναι μια αλήθεια (ανάβει ξανά τσιγάρο, άφιλτρο Sante που βρέθηκε πρόχειρο στο τραπεζάκι). Η Φλώρινα έχει μια ιδιαιτερότητα. Πρωτίστως εικαστική. Ποσοτική και ποιοτική, που εκφράζεται ατομικά σε μορφή και σε ήθος αντιστρόφως ανάλογο των γεωγραφικών και πληθυσμιακών μεγεθών της. Με γνησιότητα, σοβαρότητα και ευγένεια. Και πάντως, μακριά από κάθε παγίδα επαρχιώτικου ερασιτεχνισμού. Αλλά κάθε αλήθεια κυοφορεί μέσα της και ένα μισό ψέμα.
  Θέλω να πω, δηλαδή, πως στη Φλώρινα υπήρξαν και υπάρχουν διακριτές και μεμονωμένες περιπτώσεις ευαίσθητων ανθρώπων που έδωσαν έργο, κάποτε αξιόλογο και επώνυμο ή και μεγάλου ως μέγιστου όγκου και βεληνεκούς (τουλάχιστον και αναμφίβολα οι εικαστικοί). Αλλά στο σύνολο της η Φλώρινα υπήρξε και παραμένει ακόμη μια θλιβερή και ασυνάρτητη ελληνική επαρχία. Στην πλειοψηφία τους οι κάτοικοι ρυθμολογούμε βαριά και αργά, σύμφωνα με τους ρυθμούς του ζωικού κεφαλαίου, που είναι από τα μεγαλύτερα σε σχέση με τον ανθρώπινο πληθυσμό του Νομού.
  Ως εκ τούτου, να το ξεκαθαρίσουμε μιας και δια παντός και ας μην υπάρχουν εφεξής παρεξηγήσεις. Η Φλώρινα δεν είναι τίποτα Δρέσδη, Άλμποργκ ή Φλωρεντία. Μήτε κανένα πολιτισμικό θαύμα συντελείται σ' αυτήν την υποσημαίνουσα βορειοδυτική γωνία της Ελλάδας. Δεν δικαιούται η τοπική κοινωνία ή τοπική εξουσία να σφετερίζονται και να μεγεθύνουν το κλέος της δημιουργικής φαντασίας κάποιων ολίγων Φλωριναίων. Οι οποίοι, a propos, είτε λαθροβίωσαν για να αποφύγουν τα «γιούχα!», είτε αναγκάστηκαν να παραμείνουν προσδεμένοι σε διαρκή προσγείωση ένεκα του αφτιασίδωτου περίγυρου και της απροσχημάτιστης έλλειψης αυθεντικής πνευματικής ζωής.
  Ωστόσο, όπως είπες, η Φλώρινα είναι απλώς μια μικρή πολίχνη των 18.000 - 20.000 κατοίκων, πόση Τέχνη να προσδοκά κανείς; Ίσως οι συνθήκες να ήταν άλλες, αν αριθμούσε μερικές δεκάδες χιλιάδες κατοίκους, όπως άλλες επαρχιακές μεγαλουπόλεις της Ελλάδας.
  Μα Μαρτσέλλο μη νομίζεις πως κι εκεί τα πράγματα είναι καλύτερα. Στις πολυπληθέστερες πόλεις της επικράτειας, φερ’ ειπείν στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στα Γιάννενα κ.ο.κ., δεν είναι λίγοι εκείνοι που ζουν με μεγαλουσιάνικη ψευδαίσθηση: πηγαίνουν στο θέατρο και στο σινεμά, αρά σου λέει, δεν μπορεί, είμαστε κι εμείς μεγαλούπολη, που αν δεν μας αδικούσε η Αθήνα...
  Σαχλαμάρες, μεγαλούπολη είναι μοναχά η Αθήνα. Η διαφορά της Φλώρινας από τη Σαλονίκη είναι ότι στη «συμπρωτεύουσα» οφείλεις να διατηρείς την αυτοκριτική σου ακμαία, για να μη θαρρέψεις πως τάχα, αφού είσαι λ.χ. πρόεδρος του τάδε φορέα, δεν μπορεί παρά να είναι πράγματι έτσι. Στη Φλώρινα βέβαια κινδυνεύει κανείς να εμφανίσει το «σύνδρομο του πρώτου στο χωριό» ή και του Μέγα Ναπολέοντα• από το δεύτερο ωστόσο δεν κινδυνεύουν λιγότερο οι ομότεχνοι της μεγαλούπολης, που τους συνθλίβει ο πολιτικός πληθωρισμός.
  Εσύ Μίμη τελικά πως μπόρεσες να μείνεις και να αντέξεις στην ασφυκτική επικράτεια της Φλώρινας;
  Όπως σου είπα παραπάνω, παραμένω διαρκώς νομάδας, ένας εν δυνάμει και σε διαρκή ετοιμότητα ταξιδευτής, με τη βαλίτσα παρά πόδας. Ωστόσο, στη Φλώρινα ανακάλυψα το σωστό μεσημβρινό, τον κατάλληλο προσανατολισμό. Βορειοδυτικά! Βορειοδυτικά στον χάρτη, βόρεια και εξίσου δυτικά σε κατοχυρώνει σ' όλες τις κρίσιμες περιστάσεις. Σκέψου να κατοικούσες νοτιοανατολικά και να έλιωνες μες στους μουσώνες σε κάτι στεριές σαν θαλάσσια διάκενα; Όποιος φεύγει από οπουδήποτε, ταξιδεύει πάντα βορειοδυτικά (ακόμη κι αν διέμενε στα βορειοδυτικά, πηγαίνει ακόμα βορειοδυτικότερα, φερ’ ειπείν από τη Φλώρινα στην Αχρίδα) για να μη λιώσει την ψυχή του νότια και ανατολικά. Αν τραβούσε μόνο βόρεια θα ήταν μεγάλη ανηφοριά, και σκέτα δυτικά θα ήταν κοροϊδία, σαν ανατολικά με αρνητικό πρόσημο.
  Βορειοδυτικά, λοιπόν, την πυξίδα μας Μίμη;
  Βορειοδυτικά είναι λοξά κι ό,τι πρέπει με τον σωστό ανωφερή.
  Μίμη σ’ ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα.
  Κι εγώ σ’ ευχαριστώ Μαρτσέλλο! Είχαμε να τα πούμε καιρό, από το 1980 που ήσουν στη Φλώρινα, αν δεν με απατά η μνήμη μου. Άντε τώρα που γεράσαμε για τα καλά, να πεθάνουμε, να μας κηδέψουν και μετά να σταχτιστούμε.
  Μα Μίμη μου, είμαστε ήδη πεθαμένοι. Νεκροί από χρόνια, πεθάναμε, μας κηδέψαν και σταχτίσταμε κιόλας.
  Κάτι είχα μυριστεί Μαρτσέλλο! Στο ‘χα πει και παλιά, θυμάσαι; Άμα αποδημήσω στ’ αλήθεια και οριστικά, τότε θα τον ισοφαρίσω τον Χάρο, όταν θα του πεθάνω. Γι' αυτό μάλλον και σου ήρθα έτσι ντυμένος με σακάκι φωτεινό κίτρινο, με παπουτσίχρωμη γραβάτα και γραβατιές κάλτσες και με τη σκελέα της Squadra Azzurra από μέσα και τον ψιλό μου κασκορσέ.
  Τί, το τελευταίον, θα επιθυμούσες να εκπέμψεις από εδώ το Υπερπέραν, όπου βρισκόμαστε, κάτω στη Γη;
  «Με λαμβάνετε κυρίες και κατά κάποιο... τρόπο κύριοι; Όχι δάκρυα για μένα. Έστω και πασχάζοντας. Έγκριτες, Έγκριτοι. Θαρσείτε». Μπορώ να συμπληρώσω κάτι ακόμη, Μαρτσέλλο;
  Ασφαλώς Μίμη!
  Αφού πέθανα, καθώς λες, ας φροντίσουν η Μεκάση ή, αν είναι εύκαιρα, τα παιδιά μου, να γραφτεί στο μάρμαρο το ακόλουθο επιτάφιο επίγραμμα:
Ενθάδε κείται. Φορούσε φακούς θυέλλης.
Απασχολούνταν με χαρτιά - βιβλία
και, δεν πολέμησε στον Μαραθώνα,
αγωνίστηκε όμως στο Χημείο και στο Πολυτεχνείο
στην ηρωική φάση.
Δεν νοστάλγησε, δεν ξαναγύρισε, δεν έφυγε.
Πήρε τη μονόφορη κατεύθυνση
σαν το υνί σε χωράφι μόνο με μήκος.
Τύχαν και περιπτώσεις όπου προάσπισε αξίες,
ενώ αλλιώς, όποτε έπεφτε κα' να καινούριο χιόνι
άνοιγε, ανάσαινε
κι έπαιρνε τις καλύτερες στροφές του…


[1] Γιώργος Σεφέρης «Επί σκηνής»
[2] Βασίλης Παπαγιάννης «Οι ποιητές»
[3] Γιώτης Ηλιόπουλος «Περιπλάνηση»
[4] Ψημένες κι αλεσμένες πιπεριές με λίγο λάδι, ξύδι, πιπέρι και σκόρδο.
[5] Χαρακτηριστικό υποκοριστικό του σκηνοθέτη Θόδωρου Αγγελόπουλου (1935-2012)  που αγάπησε τη Φλώρινα και τη διάλεξε ως σκηνικό για τις κινηματογραφικές του δημιουργίες

1 σχόλιο:

  1. Φιλε Νικητα εκτος των αλλων πολλων προσοντων σου..εισαι κι ενας ποιητης..και φυσικα ενα καλο παιδι.Α.Θ.Ρ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.