Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Καλά Χριστούγεννα!



  Αν το Πάσχα είναι δεμένο κλασικά με ηλιόλουστη Ελλάδα, οβελία, τσάμικα, φουστανέλα, τσιγκελωτό μουστάκι και καταπράσινη ανοιξιάτικη φύση, τα Χριστούγεννα δέναν, ιδίως τα παλιά, με τους τοτινούς βαρείς χειμώνες του τόπου μας, που φέρναν, προς Βόρεια Ευρώπη – Αμερική – Ρωσία…
  

  Και Χριστούγεννα χωρίς χιόνια, χωρίς σφαγμένο γουρούνι, χωρίς ψητά κάστανα στη μασίνα, χωρίς παραμύθια με καλικάντζαρους και τη σταχομαζώχτρα του Παπαδιαμάντη, είναι μπακλαβάς χωρίς καρύδια, σιρόπι, κι όχι καλοψημένος…

  Και μπορεί, τότε παλιά, να μην έψενε κανέις αρνί στη σούβλα στη Μακεδονία, το Πάσχα, όμως τα γουρούνια των νοικοκυραίων που σφάζονταν νωρίς τις παραμονές των Χριστουγέννων, χαλούσαν τον κόσμο με τις τσιγαρίδες τους και φτιάχναν το προεόρτιο κλίμα της μεγάλης γιορτής, που όλοι περίμεναν.

  Αυτό το υποτιμημένο ζώο, αντιλαμβάνεται πανέξυπνα και αντιδρά έντονα, όταν αντιληφθεί ότι ετοιμάζουν τη καρατόμηση του, τα αφεντικά του που το ανέτρεφαν… Τελείως αντίθετα, απ’ το αθώο – αφελές πρόβατο, που οδηγείται σαν όσιος μάρτυρας στο μαχαίρι του δήμιού του. Βάρβαρα πράγματα.

  Κάποτε, μου χάρισαν ένα μεγάλο κουνέλι, που τάιζα στην αυλή μέχρι που το βαρέθηκα και σκέφτηκα τη θυσία του σαν άλλη Ιφιγένεια ή τον Ισαάκ της Βίβλου.

  Έβαλα λοιπόν το μαχαίρι στο λαιμό του και πριν τον κόψω, σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε με δύο μεγάλα μάτια, γεμάτα απορία και θλίψη.

  Έχουν περάσει 30 χρόνια από τότε, κι ακόμα θυμάμαι αυτό το βλέμμα, του άδικα θυσιαζόμενου.

  Ίσως οι χορτοφάγοι, ιδίως οι Ινδουιστές, έχουν μεγάλο δίκιο, στο δικαίωμα της ζωής των ζώων.

  Φυσικά, μπορεί να μου αντιτείνει κάποιος, ότι …χορτοφάγος ήταν κι ο Χίτλερ που έτρωγε ανθρώπους…

 Επανέρχομαι στο θέμα.


Ακόμα κι οι μικροαστοί της πόλης μας (έμποροι, τεχνίτες, επαγγελματίες, βιοτέχνες), είχαν στην αυλή τους γουρούνι και αγελάδα, για το γάλα.

  Το γουρούνι, θα γέμιζε με κρέας τα Χριστούγεννα και τον χειμώνα, τα άδεια τότε σπίτια και στομάχια των ανθρώπων του.

  Λουκάνικα ευωδιαστά, πάντα με πράσο, καβουρμά, παστά, πηχτή, λίπος (σάλο). Όλα χρήσιμα, απαραίτητα, μοναδικά αποκτήματα του σπιτιού.

  Το χοιρινό, μαγειρευόταν κύρια με λάχανο, με πράσο, με φασόλια, με πατάτες. Το λάχανο όμως ήταν το σύνηθες. Αργότερα, σαν πιο μοντέρνο πιάτο, προστέθηκε το χοιρινό με σέλινο. Και τότε ακόμα, υπήρχε το πιο μοντέρνο απ’ το παλιό…

  Το χοιρινό πάντα τραβούσε μπόλικο μπούκοβο, τουρσιά ντομάτες, πιπεριές, καρότα και μπρούσκο κρασί.

  Το λίπος στο κρέας –λόγω χοληστερίνης- που τρομάζει σήμερα τον άνθρωπο, ήταν το κύριο λιπαντικό, θερμαντικό, χορταστικό, κινητήριο μέσο, του σκληρά χειρονάκτη τοτινού αγρότη ή τεχνίτη, ή εργάτη, που χρειάζονταν 5 – 6.000 θερμίδες ημερησίως σε σχέση μα τις 2 – 3.000, που χρειαζόμαστε οι της καθιστικής ζωής σήμερα. Δηλαδή, σχεδόν όλοι οι Έλληνες… εργαζόμενοι – άνεργοι – συνταξιούχοι…

  Τα χρόνια της εγκράτειας, αν όχι της αξιοπρεπούς φτώχειας, ήταν δείγμα υγείας, ευμάρειας, ευτυχίας. Η κιμπαριά, η μπάκα, το προγούλι, σε ξεχώριζε απ’ τον φτωχό, τον φυματικό, τον κακομοίρη, τον ζήτουλα.

  …Φέτος βγάλαμε δέκα τενεκέδες λίπος… Πολύ καλό το γουρούνι μας, έφτασε τις 120 οκάδες… Ότι έτρωγε το ‘βαλε σε κιλά… παινεύονταν ο νοικοκύρης.

  Γιατί, πάντα υπήρχαν και κάτι «γρουσούζικα» γουρούνια, που όλο γρύλιζαν, κι ενώ έτρωγαν δεν έβαζαν βάρος, προς απελπισία των νοικοκυραίων, που περισσότερο τους ένοιαζαν και παρακολουθούσαν την υγεία και ανάπτυξη των ζωντανών …παρά των παιδιών τους.

  Τότε, καλούνταν ο «ειδικός» χειρούργος γουρουνιών… Έδενε τα μπροστινά και πισινά πόδια του γουρουνιού –που χαλούσε τον κόσμο- κι ήταν κάλεσμα η τσιρίδα του, για μας, να παρακολουθήσουμε το γεγονός, τα ‘δενε σε μια μισο – ανυψωμένη σκάλα ακουμπισμένη σ’ έναν τοίχο, αυτή ήταν η χειρουργική του κλίνη. Ξύριζε μ’ ένα ξυράφι τη κοιλιά, στο σημείο όπου σε λίγο έκοβε δέρμα και κρέας, κι αφαιρούσε τη σκωληκοειδή!

  Έραβε στη ψύχρα το τραύμα, ενώ το δύστυχο γουρούνι, ξελαρυγγίζονταν απ’ τις τσιρίδες και μεις, με ορθάνοιχτα μάτια …μαθαίναμε χειρουργική του δρόμου της Αφρικής… Το περίεργο ήταν, ότι το γουρούνι έπαιρνε σε λίγες μέρες τα πάνω του…

    Το ίδιο χάλι γίνονταν και στο σφάξιμο και το γδάρσιμο των γουρουνιών, λίγο πριν τα «κάλαντα».

  Εκεί, περιμέναμε και το δώρο μας, που ήταν η «φούσκα». Η ουροδόχος κύστη του γουρουνιού, που μ’ ένα καλάμι τη φουσκώναμε και είχαμε μια δωρεάν «δερμάτινη» μπάλα. Μύριζε βέβαια λίγο κάτουρο γουρουνιού… αλλά αυτό διόλου μας ενοχλούσε και κυρίως δεν συγκινούσε τους δικούς μας, που τότε σπάνια ενδιαφέρονταν για τα πάμπολλα – σκανδαλιάρικα έως κι επικίνδυνα παιχνίδια των παιδιών…

  Άλλωστε, όλοι οι μεγάλοι, οι νοικοκυραίοι, οι συγγενείς και φίλοι, ήταν δοσμένοι με χαρά δημιουργική στη διαχείριση της πλούσιας κρεατο – κατοχής και κρεατο – ευτυχίας.

  Οι άντρες χαρακτηριστικά, μετά το σφάξιμο και το τεμάχισμα, στρώνονταν στο φαγοπότι, με τηγανιά τη συκωταριά και των φρεσκο – τσιγαρισμένων τσιγαρίδων (τζιουμπαρλίνες) που ευωδίαζαν, κι ήταν στην πρώτη προτεραιότητα των νοικοκυρών να φτιαχτούν.

  Το τσίπουρο και το κρασί έρεε σαν τέλεια συνοδευτικό, στο υπερλιπαρό τσιμπούσι, μαζί με τα εξουδετερωτικά της ταγκίλας τουρσιά, που καθάριζαν σαν ποτάσα την γλοιώδη αίσθηση του στόματος και του οισοφάγου.

  Ένα σιμιγδαλένιος χαλβάς στοτέλος, από την νοικοκυρά, στανιάριζε τους γλαρωμένους χορτάτους μουσαφίρηδες, κι έδινε το μήνυμα …ότι όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν… Άντε και του χρόνου με υγεία και …δρόμο τώρα, γιατί έχουμε πολύ δουλειά ακόμη…

    Το σπίτι ήταν γεμάτο τροφή, όταν υπήρχε στο βαρέλι λίπος χοιρινό με κομμάτια κρέας, λουκάνικα με μπόλικο πράσο να κρέμονται για στέγνωμα όλο το χειμώνα στις γρεντιές του ταβανιού, στο αμπάρι αλεύρι για όλο το χρόνο, πίτουρα και καλαμπόκι σε άλλο χώρο, για τα ζωντανά του σπιτιού, το βαρέλι με το κρασί και οι νταμιτζάνες με το τσίπουρο απαραίτητα αποκτήματα. Φυσικά και ξύλα για τη σόμπα…

  Υπήρχαν ακόμη οι πατάτες, τα κρεμμύδια, τα σκόρδα, τα πράσα θαμμένα στην αυλή, όλα τακτοποιημένα στο νοικοκυρίστικο τοτινό σπίτι, είτε ήταν αγροτικό, είτε μικροαστικό.

  Το σήμα κατατεθέν της περιοχής της ευρύτερης Φλώρινας, οι αμέτρητες αρμάθες κόκκινες ξερές πιπεριές, που θα μαγειρεύονταν ή θα νοστίμευαν κάθε φαγητό. Αλλά και τα πρωτεϊνούχα φασόλια, που ήταν το δις εβδομαδιαίως, γεύμα μας.

  Το κεφάλι και τα πόδια του γουρουνιού, θα γίνονταν ξινούτσικη πηχτή και πατσάς, όλο κολλαγόνο, που τόσο ακούγεται να διαφημίζεται στην TiVi σήμερα, σαν φάρμακο για τον σκελετό!

  Το δέρμα θα γίνονταν απ’ τους φτωχούς αγρότες, γουρουνοτσάρουχα, ή θα γινόταν σαμάρι για τον γάιδαρο ή το άλογο, απ’ τον τοπικό σαμαρά.

  Το μουρμούρικο και αχόρταγο γουρούνι της οικογένειας, δεν άφηνε κανένα άχρηστο υπόλειμμα για πέταμα.

  Τα κοκαλάκια του, όσα γλύτωνα απ’ τις μασέλες των ανθρώπων, θα κατέληγαν στο λιάνισμα τους απ’ τις αδυσώπητες του σπιτικού σκύλου, που περίμενε υπομονετικά να χορτάσουν πρώτα οι άνθρωποι…

  Η γαλοπούλα, που σήμερα έγινε το Χριστουγεννιάτικο μας σπέσιαλ γεύμα, ήταν άγνωστη τότε στον τόπο μας.

  Είναι απόκτημα που σχετίζεται με τη παγκοσμιοποίηση ηθών και εθίμων που φέρνει η TiVi.

  Οι ξενιτεμένοι μας, μιλούσαν για τις ψητές γαλοπούλες, που ήταν το καθιερωμένο γεύμα στην Αμερική και προκαλούσαν έκκριση σιελόρροιας σε μας, που αγνοούσαμε την –όχι ιδιαίτερα φοβερή- γεύση της.

  Με όλη αυτή την παραγωγή της κάθε οικογένειας σε κρεατοσκευάσματα, ανύπαρκτη σήμερα για τους πλείστους, εύκολα αναρωτιέσαι για τη κατάντια μας, σε περίπτωση GREXIT και δραχμο – νομισματος, αφού και το χοιρινό μας, μαζί με τα πλείστα αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα, εισάγονται απ’ τις πλούσιες χώρες της Δύσης και πληρώνονται σε Ευρώ.

  Το μόνο κέρδος μας, θα ‘ναι ένα σούπερ αδυνάτισμα, χωρίς να πληρώνεις διαιτολόγους και γυμναστήρια…

  Δίαιτα ασκητού της ερήμου, θα δουλέψει για κάποια χρόνια και πρέπει να τα ξέρει καλά όλ’ αυτά ο Λαός, που αλληθωρίζει στη δραχμούλα, σύντροφε Λαφαζάνη μου… Εκτός, εκτός, αν βάλουμε στην αυλή μας, ή το μπαλκόνι μας, ένα γουρουνάκι να γρυλίζει…

  Όταν ήρθαν οι πρώτοι πρόσφυγες Αλβανοί, ρώτησα έναν Βορειοηπειρώτη, για τη ζωή τους στην Αλβανία. Μου περιέγραψε μια φτώχεια …Αφρικανική.

  …Καλά ρε Πέτρο, του λέω, σε χωριό ζούσατε, δεν βάζατε λίγες κοτούλες να ‘χετε αυγά, κρέας, μια κατσίκα να ‘χετε γάλα;

  …Γιατρέ, μου λέει, και οι κότες και η κατσίκα, θέλουν κάτι να φάνε, κι εμείς τίποτε δεν είχαμε, ούτε για μας, ούτε για ζώα.

   Τότε πραγματικά κατάλαβα, τι σημαίνει φτώχεια, γεγονός που ιδίως η επαρχία δεν γνώρισε, ούτε στη κατοχή στην Ελλάδα.

  Στο σπίτι υπήρχαν οι πατάτες, οι κάδοι με τουρσί λάχανο, με το άκρως χωνευτικό και γευστικό τους εκχύλισμα, που ξεμεθούσε –όπως ισχυρίζονταν- κάποιον που μεθούσε, το λέγανε«σοκ», δεν ξέρω την Ελληνική του εκδοχή… Σοκ και δέος…

  Υπήρχε ο κάδος με τις τουρσί ντομάτες, πιπεριές, καρότα, σέλινο, που γέμιζαν το τραπέζι τους τοτινούς μακρόσυρτους χειμώνες.

  Υπήρχαν τα σπιτικά ζυμαρικά, πέτουρα (κόρες), ο τραχανάς, που κάλυπταν από υδατάνθρακα τις ανάγκες για ζυμαρικά. Νοστιμότατα και θρεπτικά…

  Φυσικά, οι πάμπολλες αρμαθιές με κρεμμύδια, σκόρδα και πάντοτε το «κρέας» του φτωχού, το τσουβάλι με τα φασόλια.

  Η πρώτη φροντίδα του νοικοκύρη, ήταν η διασφάλιση του αλευριού της χρονιάς. Αυτό γέμιζε σωτήρια το σπίτι. Πρωτ’ απ’ όλα το ψωμί…

  Το τυρί, το αγελαδινό βούτυρο, η μυζήθρα, ήταν αποκτήματα καθημερινά, απ’ το γάλα των ζωντανών του σπιτιού. Το υπόλειμμα τους, το τυρόγαλο, το έτρωγε το γουρούνι.

  Φυσικά, δεν έλειπε το κρασί, το τσίπουρο, το ξύδι, όλα δική τους παραγωγή.

  Τσουβάλια με καρύδια, κάστανα, μύγδαλα, δεματάκια με ρίγανη, δυόσμο, τάι βουνίσιο, φλαμούρι, χαμομήλι.

  Τι έλειπε απ’ τα κελάρι του σπιτιού, του μέσου Μακεδόνα νοικοκύρη;

  Το πετρέλαιο για τι λάμπες, το λάδι, το σαπούνι, η ζάχαρη, τα παστά ψάρια (σαρδέλες και μπακαλιάρος) και το αλάτι, για ανθρώπους και ζώα.

  Όμως υπήρχε προσφερόμενη απ’ τους τοτινούς ψαράδες, αφθονότατη πρωτεΐνη ψαριού λιμνήσιου κι ευγεστότατου, ιδίως των γριβαδιών της Ζάζαρης.

  Αυτάρκεια, επάρκεια, οικολογία, οικιακή οικονομία, γεύση ασυναγώνιστη, υγιεινή φυσική διατροφή, κι όρεξη ανελέητη, απ’ όλους γενικά… Ένα τέλεια ισορροπημένο πακέτο.

  Υπήρχε μια πολύτιμη, μεταδιδόμενη γνώση μαγειρικής τέχνης, που απ’ το τίποτε έφτιαχνε ποιοτικά – γευστικά θαύματα.

  Χωρίς ύφος, χωρίς tattoo, χωρίς δεκάδες ανακατεμένα κι ακριβά υλικά, που ζαλίζουν τον θεατή, οι σύγχρονοι αστέρες του γκουρμέ φαγητού.

  Ακόμα έχω στον ουρανίσκο μου, τις γεύσεις του μακάλο, των φασολιών, των πιπεριών, το λάχανο με χοιρινό, τους κεφτέδες από μυζήθρα, της γιαγιάς μου της Ντόρας και της θείας μου της Ντάντε, στο Σκλήθρο. Τη φέτα ψωμοτύρι με μια ντομάτα στο χέρι… τη ψημένη φέτα χωριάτικου ψωμιού στη μασίνα, αλειμμένη με βούτυρο της αγελάδας…

  Το αρνάκι με σπανάκι και κρεμμυδάκι στο ταψί, που τρώγαμε πρώτη μέρα του Πάσχα… Σπανάκι Φούφας.

  Τις θεϊκές πίτες… ακόμα και οι σκέτες πατάτες στο ταψί με ρίγανη, ήταν …γλύκισμα.

  Τι να μου πεις και πως α με πείσεις κύριε φούφουτε – γκουρμεδιάρη μου, σήμερα; Διαφημίζεις απλά, βιομηχανικά προϊόντα πολυεθνικών εταιρειών, με παραπλανητικό τρόπο…

  Ο πατέρας μου μέχρι τα 90 του, περίμενε κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα, να του φτιάξει η μάνα μου, στριφτή, γλυκιά, με ζάχαρη και σταφίδες πίτα, που έφτιαχνε η μάννα του η Θρακιώτισσα …και την απολάμβανε σαν παιδί.

  Η γενιά μου, είχε την μοναδική ευκαιρία να δοκιμάσει γεύσεις, ενός γνήσια λαϊκού τοπικού πολιτισμού, που κουβαλούσε ανόθευτη εμπειρία χιλιάδων ετών, ανθρώπινης ιστορίας.

  Φυσικά και προϊόντα απόλυτα βιολογικά και προσαρμοσμένα φυσικά, στο κάθε τοτινό περιβάλλον.

  Αυτός ο θησαυρός χάθηκε ανεπιστρεπτί με την εκδοτικοποίηση μας και την εκμηχάνιση, που ξεκίνησαν πριν μισό αιώνα στη χώρα μας.

  Είναι το βαρύ τίμημα του εκπολιτισμού, της παγκοσμιοποίησης, της πολτοποίησης των πάντων.

  Χωρίς ίχνος ωραιοποίησης του παρελθόντος, που είχε άπειρες σκοτεινές και θλιβερές καταστάσεις, είναι κοινά αποδεκτό, ότι χάθηκε η μεταδιδόμενη γνώση, εμπειρία, η δυνατότητα να καταφέρνει να ζει μια κοινωνία με αυτάρκεια, με αξιοπρέπεια, με τις δυνάμεις της, χωρίς χρέη, χωρίς το περιττό, χωρίς σπατάλες, χωρίς ρεμούλα, χωρίς άγχος!

  Η γεύση, η αφή και η όσφρηση, είναι αισθήσεις που όταν καταγραφούν βαθειά, δύσκολα ξεχνιούνται. Το μωρό μυρίζει το σώμα της μάνας του, πριν αρχίσει να το βλέπει. Γεύεται τη γεύση του μητρικού γάλακτος και το θυμάται και το ψάχνει…

  Η ουσία του θέματος, νομίζω είναι στο …πόσες είναι οι απαραίτητες ανάγκες για τη ζωή των ανθρώπων και πόσες οι προκλητές και ποιος τις δημιουργεί και κερδίζει συνεχώς απ’ αυτήν την όλο και νέα, προκλητική ανάγκη νέων αγαθών;

  Και πόσο μπορεί ν’ αντέξει αυτός ο έρμος πλανήτης, που ξεζουμίζεται και βρωμίζεται απ’ την κατασπατάληση άχρηστων στην ουσία υλικών αγαθών;

  Ερωτήματα που όλοι έχουμε, κι όλοι αντιλαμβανόμαστε τον φαύλο κύκλο που μας έχουν οδηγήσει με σχέδιο κάποιοι πονηροί, πουλώντας μας χάντρες και καθρεφτάκια…

  Καλά Χριστούγεννα λοιπόν σε όλους, έστω …και με βιομηχανοποιημένο χοιρινό Ολλανδίας, γάλα και τυρί Ευρωπαϊκό, παπούτσια απ’ την Τουρκία, Κινέζικα ρούχα, κινητά Αμερικάνικα, Εγγλέζικο πετρέλαιο, Γαλλικό καφέ και μπανάνες των πολυεθνικών, κρασιά απ’ την Αυστραλία …και τσίπουρο απ’ τον Άγιο…

  Καλά Χριστούγεννα με το μόνο που μας έχει απομείνει, εκείνο το μυστήριο Ελληνικό δαιμόνιο, που έχει την αμφισβήτηση μέσα του, που κατόρθωσε άλλοτε απ’ το μηδέν να φτιάχνει καταστάσεις και ν’ ανασταίνεται απ’ το πουθενά…

  Ίσως, ακόμα δεν βγαίνει απ’ το λυχνάρι, αν εξαιρέσουμε τη ναυτιλία και τον τουρισμό.

  Ας ελπίσουμε, ότι ακόμα ζει και δεν έχει πεθάνει, μέρες που είναι…

  Καλά Χριστούγεννα φίλοι μου!

3 σχόλια:

  1. Ο λαογραφος του τοπου μας δεν κουραζεται να μας..πρηζει..Εστω καλα χριστουγεννα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μπραβο ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΕ με τον συνργατη σου ΑΘΡ που παντα μας βαζετε στο κλιμα της γιοτης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ.ΑΝ ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΜΙΚΡΗ,ΣΥΓΚΙΝΗΘΗΚΑ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.