Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…



  Διάβασα κάποτε τα’ απομνημονεύματα ενός αντάρτη, του πρώτου και δεύτερου αντάρτικου, που έγραφε χαρακτηριστικά ότι, όταν λέμε «αντάρτης» και «βουνό» και «πόλεμος», το πρώτο που εννοούμε και αποτελεί την σκληρή καθημερινότητα της ζωής του, δεν είναι το αίμα, οι μάχες, οι σκοτωμοί…
 
  Το κύριο και βασικό συνακόλουθο της απόφασης του να «σηκώσει όπλο» και να «βγει στο κλαρί», είναι η βασανιστική πείνα, το κρύο, το ξενύχτι, κι η αφόρητη κούραση των συνεχών μετακινήσεων.
  …Τον ύπνο δεν εχόρτασα… λέει ο Γέρο Δήμος ο κλέφτης των προεπαναστατικών χρόνων του ’21.
  Δεν υπάρχει αίμα, σκοτωμένοι, πολυβόλα, ξιφολόγχες, στη φωτογραφία που απεικονίζει την ξεκληρισμένη, ξεσπιτωμένη, μισοχαμένη τραγική οικογένεια του δύσμοιρου Δίστομου, που τράβηξε, ποιος αλήθεια;
  Φωτογράφος; Δημοσιογράφος; Ανθρωπιστική οργάνωση; κι αποτυπώνει με τόση ενάργεια, τη φρίκη που άφησε η λαίλαπα της ναζιστικής θηριωδίας, σ’ ένα ειρηνικό χωριό της Ελληνικής υπαίθρου.
  Υπάρχει καλύτερη απεικόνιση της καταστροφής του βομβαρδισμού της Γκουέρνικα, απ’ τα φασιστικά αεροπλάνα του ΦράνκοΧίτλερ, απ’ τον μοντέρνο – αφηρημένο πίνακα του Πικάσο;
  Η φαντασία, όταν της δοθεί το κατάλληλο έναυσμα, αντιλαμβάνεται πιο παραστατικά το μέγεθος της φρίκης μιας πολεμικής θηριωδίας, που δεν συναντάμε αντίστοιχα στον άγριο κόσμο του ζωικού βασιλείου.
  Το βιβλικό πρόσωπο του παππού (που μπορεί να ‘ναι ένας 50ντάχρονος σημερινός νέος), με σταυρωμένα αμήχανα τα χέρια, δείχνουν την απόγνωση, την αδυναμία δράσης, την παθητικότητα μπρος στο αδιέξοδο.
  Στημένοι μπροστά στη χειροποίητη σιδεριά της γκρεμισμένης εισόδου, ο πάτερ φαμίλιας, τώρα, λίγο πιο μακριά απ’ τα γυναικόπαιδα, με το παλτό ριχτό στους ώμους, όπως σχεδόν πάντοτε φορούσαν σαν τη παλιά κάπα οι λαϊκοί άνθρωποι, έχει έκφραση της απάθειας, μετά μια ολοκληρωτική κι ανεπανόρθωτη καταστροφή.
  …όλα χάθηκαν, …όλα τελείωσαν …τέλος. Η παραίτηση, μπρός στο αδιέξοδο.
  Το κοριτσάκι δίπλα του, μόνο του, με χαμένο βλέμμα, χωρίς το χάδι κανενός, έχει ζωγραφισμένη τη βαριά θλίψη του, για την απώλεια των δικών τους.
  Η νέα κοπέλα, μαυροντυμένη για το πρόσφατο πένθος και την ορφάνια που τους βρήκε, ακουμπά στη κολώνα – γιαγιά της, μισό βήμα πίσω της, με βλέμμα που βλέπει το αχνό μέλλον.
  Είναι σε ηλικία γάμου. Είναι όμορφη αλλά φτωχή – ορφανή, είναι νέα, έχει ζωή μέσα της, δεν θα χαθεί.
  Η μαυρο – μαντιλοδεμένη γυναικεία μάσκα της γιαγιάς, με τις αυλακιές της ταλαιπωρίας της αγρότισσας και της χαροκαμένης πρόσφατα μάνας, με σφιγμένα πεισματικά τα χείλη της, κι έχοντας προστατευτικό το βαρύ της χέρι στον ώμο του εγγονού της, είναι ολοφάνερα, το στήριγμα της τσακισμένης οικογένειας.
  Είναι η γιαγιά, που στην ανάγκη γίνεται μάνα.
  Όπως έγιναν τα χρόνια της μετανάστευσης χιλιάδες γιαγιάδες, που στήριξαν τις μετανάστριες μανάδες που άφηναν πίσω τους με οδύνη, μικρά παιδιά.
  Είναι αυτή που ανασταίνει τη φωτιά στο παραγώνι, απ’ τις μισοσβησμένες στάχτες. Η αρχαία θεά Εστία.
  Είναι αυτή που γιγαντώνεται, στέκεται ακούραστη, όρθια μπρός στην ισοπέδωση της καταστροφής.
  Ο παππούς, ο άντρας, το αρσενικό λιοντάρι, αποτραβήχτηκε, σταύρωσε παθητικά τα ροζιασμένα χέρια του, μπρός στην ανείπωτη συμφορά.
  Η γιαγιά – γυναίκα, η λιονταρίνα, η λύκαινα, η αρκούδα, η γάτα, έσφιξε τα χείλη της αποφασιστικά και παίρνει την ευθύνη της συνέχειας της ζωής, που βγαίνει απ’ τα αποκαΐδια της ανείπωτης καταστροφής.
  Ο μικρός, με την υφαντή σχολική τσάντα – τορβά (το ’60, ακόμα υπήρχε στο Δημοτικό του Αμυνταίου από κάποιους μαθητές), στον ώμο, με το σπινθηροβόλο βλέμμα κατευθείαν στον φακό της μηχανής, μ’ ένα μόνο αδιόρατο παράπονο στο παιδικό του πρόσωπο, είναι το αύριο της τσαλακωμένης τόσο άδικα και ιερόσυλα, οικογένειας.
  Είναι η σπίθα που πάντα ξεπηδάει απ’ τα μισοσβησμένα αποκαΐδια τσακισμένων Λαών, που σαν από θαύμα πάλι σηκώνονται, αντρειώνουν και ζωντανεύουν και, έστω, έστω μετά 70 χρόνια απ’ τον απάνθρωπο βιασμό τους, σε έκπληκτα αυτιά και μάτια σκόπιμα ανιστόρητων, ή επιλήσμονων ανθρώπων.
  Ο ΑΡΓΥΡΗΣ ΣΚΑΦΤΟΥΡΟΣ, που είναι σήμερα 80 χρονών, κι είναι εκείνος ο τσακιρομάτης μαθητάκος του Δίστομου, κι έκανε γνωστή στους Γερμανούς τη τραγική ιστορία της ζωής του, είναι ο καλύτερος πρεσβευτής μιας στοχοποιημένης – πληττόμενης σκληρά χώρας, που αντιμετωπίζεται σαν παρίας απ’ τους τραπεζίτες – κυβερνήτες της σημερινής νεοφιλελεύθερης Ευρώπης.
ΥΓ. Σ’ ένα μπλόκο των Γερμανών στον κεντρικό δρόμο της Φλώρινας, με φωνές …Ράους – Ράους και κοντακιές στους ανύποπτους πολίτες, έδιναν το στίμα της κυριαρχίας τους.
  Ο «αλαφροΐσκιωτος» τύπος της τότε Φλώρινας, Δάντης, αδιάφορος για τα κελεύσματα των κατακτητών, βάδιζε αγέρωχος στη μέση του δρόμου.
  Μια κοντακιά του όπλου ενός γερμαναρά, τον έριξε στο έδαφος, ανάσκελα…
  Και τότε άκουσαν ανακουφισμένοι οι Φλωρινιώτες, να κραυγάζει …Πίπτομεν, αλλά δεν υποκύπτουμε…
«Καλή Άνοιξη που έρχεται…». Είναι το μόνο σίγουρο…

 Του Α.Θ.Ρ. (Από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)…

1 σχόλιο:

  1. Μοναδικη φωτογραφια-ντοκουμεντο μιας βαρβαρης εποχης που θελουν να ξεπερνουν χωρις ντροπη οι σημερινοι δημοκρατες Γερμανοι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.