Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Πέτρος Χρηστίδης - In memoriam



Oλοσέλιδο αφιέρωμα του περιοδικού "ΦΩΤΟγράφος", στον Αμυνταιώτη φωτογράφο Πέτρο Χρηστίδη…


Όπως όταν για ώρα ποζάρεις σε κάμερα χωρίς φιλμ που ανακαλύπτεις ύστερα.

Θοδωρής Ρακόπουλος - Φακός

  MΕ ΛΕΝΕ ΠΕΤΡΟ. Ή τουλάχιστον, έτσι με φώναζαν, όταν ζούσα. Έλκω καταγωγή παραλίμνια, γεννήθηκα και έζησα τα χρόνια μου λίγα χιλιόμετρα από τη βαλκάνια Βεγορίτιδα.

Γι’ αυτό και πάντοτε σαν να άκουγα παφλασμό κυμάτων στα αυτιά μου.

  Τι ειρωνεία; Γεννήθηκα στον ανοιχτό ορίζοντα, αλλά μου έλαχε να πεθάνω στην Αθήνα,

μέσα στην ασφυκτική επικράτεια ενός διαμερίσματος.

  Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, από παιδάκι δέκα χρονών, αγαπούσα τις σκιές.

  Οι σκιές δεν είναι σκάρτες εικόνες, είναι το ακριβές είδωλό τους, περίγραμμα φτιαγμένο από το φως τους. Για αυτό, ίσως, αγάπησα τόσο πολύ τη φωτογραφία. Πίσω από τον φακό ξαναπόκτησα την αυθεντική μου όραση, έγιναν οριστικά αισθητήρια ψυχής τα μάτια μου.

  Πίσω από τον φακό πάγωσε η γλώσσα μου, έμαθα να μιλάω μια νέα καθομιλουμένη, για να συνεννοούμαι μόνο με τους ομοούσιούς μου οι υπόλοιποι δεν έμπαιναν στον κόπο μου και εγώ στον δικό τους. Και συχνά ήθελα να φωνάξω σε ορισμένους: «φύγετε από μπροστά, δεν βλέπετε, εμποδίζετε, βγάζω την αγάπη μου φωτογραφία» (1).

  Έστησα τον σκοτεινό θάλαμο (εφεξής το υπόγειο καταφύγιο μου) με επιμέλεια. Όξινα υγρά,

ογκομετρικά δοχεία των 100 ml, εξωλκέας, αναδευτήρας, γάντια, τανκ Jobo, θερμόμετρο, αμέτρητες λωρίδες φιλμ με στιγμιότυπα ζωής στη σειρά, χαρτί εμφάνισης ματ ειδική παραγγελία από την Αθήνα - έφτανε κάθε Τετάρτη με το ΚΤΕΛ, όταν δεν χιόνιζε. Εκεί, μέσα στο παχύρρευστο σκοτάδι ξεπρόβαλαν τα τεθλασμένα συναισθήματα μου.

  Έμαθα να ξεχωρίζω το λευκό, καθώς ανέτειλε νεόγιλο από το απέριττο μαύρο, τις διαβαθμίσεις του γκρι στα σύννεφα, τις ρυτίδες φωτοσκιάσεις στο μέτωπο των πορτραίτων. Τις ρίγες του νερού σε ένα από καιρό ξερό ποτάμι, τη λόγχη σιλουέτα που έχουν οι πλάβες (2).

  Εκεί, μέσα στην κυκλωτική υγρασία του σκοτεινού θαλάμου θα ανακάλυπτα έναν νέο κόσμο, καθημερινά και ολοένα πιο οριστικά.

  Σαράντα χρόνια περιπολία, φίρδην-μίγδην καλοκαίρια και χειμώνες, με την κάμερα οπλισμένη παρά πόδας. Τριγύρω μου εναλλάσσονταν τα τοπία και οι άνθρωποι. Όπλιζα και κατέγραφα!

  Μην φανταστείς πως συντηρούσα τίποτα ψυχρά αρχεία, δηλαδή αντίγραφα συμβολαίων, ληξιαρχικές πράξεις θανάτου, συναλλαγματικές και άλλα τέτοια ευτελή.

  Εγώ υπήρξα νεωδόχος των ευθραύστων, των φωτοευαίσθητων φορτίων, αποθήκευα την ετοιμόρροπη μνήμη του νεοκλασικού αρχοντικού, τη μελαγχολία του βλέμματος, την αλαζονεία του τσιμέντου, το μυρισμένο από την ανοιξιάτικη βροχή δάσος, το πανάρχαιο ένστικτο της μπάμπως στους Ψαράδες, μια παρ’ ολίγον νυχτερινή λεμβωδία στη Βεγορίτιδα.

  Κάποιοι λένε πως φωτογράφοι είναι αυτοί που δεν μπόρεσαν να γίνουν ζωγράφοι.

  Προσπερνάω την άσφαιρη χολή τους. Φωτογράφοι γίνονται αυτοί που έπρεπε να είναι ποιητές, αλλά δεν τους ταίριαζε το σχήμα των γραμμάτων.

  Εγώ, τουλάχιστον, είπα ό,τι είχα και ήθελα να πω με την άρρητη και άγραφη γεωμετρία των ασπρόμαυρων πλάνων. Ο ψευδάργυρος ήταν η δική μου σινική μελάνη.

  Κάποια βράδια τριγυρίζω σκιά στο άδειο μου σπίτι. Αφουγκράζομαι την ηχώ της σιωπής, ρεμβάζω για λίγο στο οικείο σκοτάδι, έπειτα ανοίγω το μεταλλικό κουτί με τις φωτογραφίες μου και τραβάω φύλλο. Παγωμένη επιφάνεια, Πρέσπα. Μοναχικές πολυκατοικίες κάποιο Πάσχα, Μπιζανίου και Αναλήψεως στη Θεσσαλονίκη. Ένας γέρος με δυο ξύλινες πατερίτσες να διασχίζει την χιονισμένη Ε’ Μεραρχίας. Ο ψηλός σωληνουργός με τη φόρμα του σκονισμένη από αμίαντο στα κεραμοποιεία Παπαχρήστου. Σκιές από τρία καρφιά σε φρεσκοασβεστωμένο τοίχο. (3)

  Ο αδερφός μου, όμορφος εικοσάχρονος, πάνω σε μια 1000 κυβικών μοτοσυκλέτα. Πορτραίτο #23: ο πατέρας μου βλοσυρός με τα photogrey γυαλιά του σε λίγο δεν θα υπήρχε παρά μόνο στις φωτογραφίες.

  Πάσχα Ελλήνων με φόντο μια χιονισμένη ιτιά και υπόκρουση χάλκινη. Αυτοπροσωπογραφία σε τρίγωνο καθρέφτη και πίσω ορυχεία, οι πληγές της γης.

  Τα δυο παιδιά μου -παιδάκια τότε!- με αχνιστό φόντο τη διάφανη κουρτίνα σε ένα καλοκαιρινό παράθυρο…

  Πλέον είμαι νήδυμος νεκρός, στο είπα και πριν, αυτομόλησα από τη ζωή ένα καλοκαίρι στην Αθήνα. Για αυτό και τώρα μπορώ να στο ομολογήσω: τόσο ξέρω μονάχα από το τοπίο το υπόλοιπο έμεινε μέσα στη μηχανή. (4)



* (Το εξαίρετο αφιέρωμα στον αλησμόνητο φίλο και συνάδελφο φωτογράφο, Πέτρο Χρηστίδη, δημοσιεύεται στο περιοδικό «ΦΩΤΟγράφος).



Για την αντιγραφή

ΝΙΚΗΤΑΣ ΚΑΚΚΑΒΑΣ

(1), (3) & (4) Στίχος του Θ. Ρακόπουλου. Από την ποιητική συλλογή «Φαγιούμ».

(2) Χαρακτηριστικές μακρόστενες βάρκες που χρησιμοποιούν οι ψαράδες στις Πρέσπες και τα άλλα λιμνοχώρια της Φλώρινας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.