Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

Χαμένα επαγγέλματα και άνθρωποι…



(Του Α.Θ.Ρ. από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)…

  Ποιος θα συνέδεε όνομα μ’ επάγγελμα, έστω κι αν είναι κάποιας ηλικίας, στο άκουσμα της λέξης …Σαμαράς

  Χαμένο στο βάθος του χρόνου, ένα άχρηστο σήμερα τελείως επάγγελμα, που εξαϋλώθηκε στην υπηρεσία του ανθρώπου και του υποζυγίου του.
  

  Γνωστός μαγαλογιατρός – μεγαλοαστός του κέντρου της Αθήνας ο πατέρας του πρωθυπουργού, με ρίζες πάλι μεγαλοαστικές από μεριά μητέρας, που φτάνουν στην Πηνελόπη Δέλτα και τον υπουργό του Βενιζέλου, μεγαλοαστό Μπενάκη.

  Στην Ελλαδίτσα μας όμως, η μπουρζουαζία –αν εξαιρέσουμε τους Φαναριώτες- όλο και ξεκινάει από κάποιον παππού που έφτιαχνε …σαμάρια, φορούσε καλπάκι και γουρουνοτσάρουχα… στα όχι και τόσο συχνά πλυμένα πόδια της…

  Αυτή είναι η εκδίκηση της «γυφτιάς» μας, σήμερα που ρημάζει η μεσαία –ευημερούσα μέχρι χθες- τάξη, που ήταν δημιούργημα της μεταπολεμικής δεξιάς, και ιδίως εκείνου του ενοχοποιημένου ΠΑΣΟΚ.

  Καϊκτσής στη Κρήτη, ήταν ο πατέρας του «βαρόνου» Βαρδινογιάννη, συζύγου εκείνης της παιδούλας – μούμιας Βαρδινογιάννη, που πλασάρει καθημερινά στις ειδήσεις του το MEGA, επειδή μας θεωρούν ότι πιστεύουμε ότι οι ευγενείς ιδιοκτήτες του, έχουν καταγωγή τους …Αλκμαιονίδες…

  Δείξε μου κυρά μου τη φωτογραφία του παππού σου, του προπάππου σου, να σου πω πόσο «βλαχα» είσαι. Κι ενώ δεν είναι διόλου υποτιμητικό να ‘χεις καταγωγή απ’ τα κατσάβραχα των Τζουμέρκων, εκείνο πους μας τη σπάει είναι να το παίζεις …γειτονόπουλο του Μπάκιγχαμ και παιδικός φίλος του Ρενιέ των Μονεγάσκων… όπως συνήθως γίνεται με τους νεοπλουτικάδες.

  Και εδώ που τα λέμε, πολύ πιο χρήσιμο και σοβαρό ήταν το επάγγελμα του …σαμαρά, απ’ αυτά του ανεπάγγελτου πολιτευτή, του αεριτζή, του χρηματιστή, του πέτσινου επενδυτή, του λαμόγιου – εργολάβου, του ντιζάϊνερ, του στυλίστα, του λομπίστα κι όλων αυτών των γκλαμουριάρικων κι ονειρεμένων απ’ τους νέους μας, αχρηστο-επαγγελμάτων.

  Γύρω στα ’70, δυο υποβαθμισμένες οικονομικές σχολές, με λίγα σχετικά μόρια για εισαγωγή σ’ αυτές, είχε η Σαλονίκη. ΟΠΕ και Βιομηχανική, που βλέπαμε υποτιμητικά, ακόμη και οι Φιλόλογοι τα τότε χρόνια.

  Κανείς μας στην ουσία δεν γνώριζε την έννοια …οικονομολόγος… ακόμα και λογιστής.

  Στόχος απορρόφησης των λιγοστών τότε αποφοίτων, ήταν οι εφορίες, τα τελωνεία, το δημοσιοϋπαλληλίκι, χωρίς όμως τη χθεσινή του αίγλη στην αμοιβή.

  Στο Αμύνταιο, λογιστή είχε ο Βαρβούτης (ορυχεία Βεύης – Βεγόρα), οι Αντωνιάδηδες – Ραρρής (κεραμοποιεία), η Ένωση Συνεταιρισμών, κανένας άλλος.

  Τώρα, το πρώτο επάγγελμα της πόλης κι όλης της επικράτειας, είναι του λογιστή!!

  Σε λίγο, μόνο λογιστές και κουφάρια θα υπάρχουν στον ρημαγμένο τόπο… το Ελλαδιστάν.

  Και η γιαγιά η συνταξιούχα του ΟΓΑ, με 10 στρέμματα χωράφι, αναγκαστικά θέλει τον λογιστή της!

  Αυτό το κράτος ενδιαφέρεται νομίζω μόνο για τους λογιστές… Ή τους έχει συνεργάτες, στη φοροκλοπή του…

  Πάνω από 40 χρόνια έκαμνα τη φορολογική δήλωση του πατέρα μου που έπαιρνε σύνταξη απ’ τον Καναδά, χωρίς καλά – καλά να ξέρω εγγλέζικα. Κι όταν έκαμνα κάποιο λάθος, μου την έστελναν πίσω, με τη σημείωση του λάθους, χωρίς πρόστιμα και ντράβαλα και σου – ξου – μου… των υπηκόων του Ελληνικού μας πολυχρονεμένου κράτους…

  …Τσαρουχάδες, μυλωνάδες, ραφτάδες, κτιστάδες, δασκάλους, γιατρούς, γεωργούς, που παράγουν κάποιο προϊόν, άυλο ή χειροπιαστό, χρειαζόμαστε σήμερα όσο ποτέ, όχι γραφιάδες και λογιστές.

  Από τον ψύλλο δεν βγάζεις λάδι, όσο και να τον στύψεις… Ελιές χρειαζόμαστε, προϊόντα αληθινά κι όχι αεριτζίδικα σαν το …πρωτογενές πλεόνασμα…

  Δέκα καλφάδες, κι άλλους τόσους μαθητευόμενους, είχε προπολεμικά το παπουτσάδικο του Αγγελούδη και του Λεωνή Ρακιτζόγλου (Ρακόπουλου), στην 5ης Μεραρχίας, απέναντι απ’ την Αστυνομία.

  Μια μικρή βιοτεχνία, με γνώση (που φέραν απ’ την πόλη), με μεράκι, με κουμάντο, με εμπιστοσύνη και πρόσωπο στην αγορά. (Το Ρακιτζόγλου βγαίνει απ’ το Ρακί. Οι πρόγονοί τους, εμπορεύονταν ρακί στην πατρίδα τους).

  Απέναντί τους, (οικοδομή Βερυκούκη), το μεγαλομπακάλικο του Σαρμπίνου (Σαββόπουλου). Έφερνε ζάχαρη με βαγόνι ολόκληρο απ’ τη Ρουμανία.

  Κοντά στο Δημαρχείο (σήμερα Status), το παπουτσάδικο των Μηντσουλαίων.

  Στο δρόμο του Δημαρχείου ήταν το εργαστήριο των τενεκετζήδων – σιδεράδων. Νέτσιος (Πετρόπουλος), Ντώντσιος (Πετράκος), Τζακλής (Αθανασιάδης).

  Το υφασματάδικο των Μπέφα και Μυσιρλή, το τσαγκαράδικο Κιορπέση, το κηροποιείο Στάϊου, το ωρολογοποιείο Φιλιππάκου, το γαλακτοζαχαροπλαστείο του Τάκη και της Άννας Μπάτσιου. Το ραφείο Κουτσουμπίδη, το εμποροραφείο των κουμπάρων μας Γεωργίου, ακόμα έχω τη μυρωδιά των τοπιών υφασμάτων, στη μύτη μου.

  Το χασάπικο του Τρυφωνόπουλου, το ραφείο του Μπέκα του Τάκη και στη μια γωνία, το ζεστό καφενείο της Βίας και του Τάκη Μπόλιου και στην άλλη γωνία (σήμερα φαρμακείο Αθανασίου), το μοντέρνο κατάστημα εξηλεκτρισμού, του πάντα περιποιημένου Πέτρου Παρπούλα. Γεμάτο συσκευές, που έμπαιναν τότε με ορμή στην πολιτισμένη πλέον δειλά, ζωή μας. IZOLA , ΠΙΤΣΟΣ, τηλεοράσεις URANIA, ραδιόφωνα. Ηλεκτρικές συσκευές που φτιάχνονταν – συναρμολογούνταν όλες σε ευημερούσες βιομηχανίες της Ελλάδας!

  Τα προϊόντα PHILIPS (ραδιόφωνα – τηλεοράσεις) είχε ο Χρήστος Φιλίππου στην αγορά.

  Την αντιπροσωπεία SIEMENS, οι αδελφοί Προδρόμου στην Μ. Αλεξάνδρου.

  Στη πλατεία Αγοράς, δέσποζε κυρίαρχο το μεγαλουφασματάδικο των Αφών Φιλίππου. Μοσχομύριζε κασμίρι, ναφθαλίνη, καθαριότητα κι αρχοντιά. Μπαίναμε πάντα με το ανάλογο δέος στο πλούσιο αυτό μεγαλοκατάστημα. Αντιπρόσωποι  και των ραπτομηχανών Singer.

  Δίπλα του, το μπακάλικο των Ναούμ, διαμπερές, από την αγορά μέχρι την 5ης Μεραρχίας, φορτωμένο του κόσμου τα’ αγαθά.

  Οι ταμπέλες των μεγαλομπακάλικων Μανδρίνου, Παλάση, Ναούμ, Παρπούλα, Βερυκούκη, Ναϊδένη Τόμη, Καπετανόπουλου, Θωμαϊδη, έγραφαν …μεγαλοπρεπώς κι ακαταλαβίστικα για τους πελάτες τους, που τότε οι περισσότεροι μιλούσαν και καταλάβαιναν μισά ελληνικά … «Εδώδιμα – Αποικιακά»!

  Του Παλάση έγραφε και «Ζαχαρωτά». Κι είχε κάτι βάζα με τεράστιες καραμέλες, που απλά τα χαζεύαμε…

  Οι «ελληνικούρες» του Τζάρτζανου της εποχής, έδιναν έναν αέρα κοσμοπολίτικο, όπως τώρα συμβαίνει με τις αγγλόφωνες ταμπέλες επιχειρήσεων …της συμφοράς…

  Στην είσοδο της Αγοράς, το μισοσκότεινο, γεμάτο εμπορεύματα (σιδερικά, σχοινιά, εργαλεία) εμπορικό του Μπόσκου (κτήριο Ραρρή), δέσποζε κυρίαρχο.

  Απέναντι του, το βαρελάδικο του Δ. Βαρελά (πατέρα Θωμά Τέλη Βασιλείου). Ένα χρησιμότατο μαγαζί και επάγγελμα, συνήθως Ηπειρωτών.

  Δυο καροποιεία είχε το Αμύνταιο. Ένα παραδοσιακό για ξύλινα κάρα, των Αφων Κων/νου (δίπλα από τον Γεωργίτσα), κι ένα μοντέρνο – λαμαρινοδουλειάς με ρόδες αυτοκινήτου, κάρα, του Ηλία Μογλενίδη (οικία Μίγκου).

  3 – 4 αλευρόμυλοι, απαραίτητοι τότε για το ψωμί, λειτουργούσαν. Ο παλιότερος έμεινε σαν τοποθεσία …μύλος του Γκέλε Ρούσε (Ξανθού Βαγγέλη), νερόμυλος στο ποτάμι.

  Δυο άλλοι νερόμυλοι. Ο ένας στο Σωτήρα των Αφων Μυλωνά, κι ο άλλος στη γέφυρα για Ξινό Νερό, του Βλάμη.

  Στην πλατεία υπήρχε μεγάλος αλευρόμυλος μηχανοκίνητος, των Αφων Μπέλτση (καφέ Βολτσίνη).

  Τις Δευτέρες στο παζάρι, λειτουργούσαν δυο υπαίθρια πεταλωτήρια ζώων, που μάζευαν γύρω τους συνήθως παιδιά. Ένα στο οικόπεδο τότε (νυν Corner) και ένα στην τεράστια αυλή του Γιώργη Χατζή, που λειτουργούσε και «παρκινγκ» για ζώα και κάρα, με μικρό αντίτιμο και φύλαξη των τοτινών «Ι.Χ».

  Εκείνοι που χάσανε εντελώς πανάρχαιες τέχνες –αλλά προσαρμόστηκαν τέλεια στις σύγχρονες απαιτήσεις- είναι οι γύφτοι. Τα χέρια τους ήταν μαγικά στις κατασκευές. Φτιάχναν ξύλινα κουτάλια μ’ έναν μόνο κοφτερό σουγιά! Γάνωναν τα χάλκινα σκεύη με μια μοναδική τέχνη αλχημισμού. Διόρθωναν καρέκλες, ομπρέλες. Λέγαν τη μοίρα χειρομάντισσες, των συνήθως αφελών.

  Στην εστίαση, άγνωστο ήταν φυσικά το Fast Food, τα σουβλάκια, ο γύρος, τα λουκάνικα, η πίτα, η μπουγάτσα. Εστιατόρια και ταβέρνες είχαν μαγειρευτό φαγητό. Της ώρας ήταν τα κεμπάπια και το τας κεμπάπ… ούτε καν μπριζόλες και σουβλάκια.

  Ήταν άγνωστη τότε η συστηματική χοιροτροφία, αρνιθοτροφία, αγελαδοτροφία. Ναι σφαγμένη παλιοαγελάδα, ένα πρόβατο, έδινε όλο το είναι του στο μαγειρευτό, με μπόλικη σάλτσα, για βούτες με άσπρο μαλακό ψωμί και μπούκοβο, για να τραβιέται το μπρούσκο… και φυσικά, μια ανελέητη όρεξη από όλους… μην πω σχετική πείνα…

  Τα φρούτα σπανιότατα. Το καρπούζι, τα πεπόνια και το σταφύλι ήταν που χόρταναν τον κόσμο.

  Φρουτάδικο ήταν από τότε του Τουρούτογλου, που είχε και τα αναψυκτικά ΨΥ-ΠΑ-ΚΟ της Κοζάνης.

  Το σφαιριστήριο του Μωυσιάδη (δίπλα στον Μίγκο) είχε το πρώτο Τζουκ-μποξ της εποχής.

  Γενιές και γενιές νεολαίας, μέχρι το ’90, πέρασε κι ανδρώθηκε στο φοβερό του περιβάλλον.

  Εκεί, γύρω στα ’63 – ’65, άκουγες στη διαπασών από τους ρέκτες πελάτες, κι ανάλογα τη τοποθέτηση τους …τα… Ε! Ε! έρχεται (τραγούδι για τον Καραμανλή), ή …εγώ είμαι Δημοκράτης (οι του Γέρο Παπανδρέου).

  Φυσικά ο Θεοδωράκης ήταν ανύπαρκτος στο εθνικόφρονο -στρατοκρατούμενο- μετεμφυλιακά Αμύνταιο…

  Σε περίπτωση παρέκκλισης, απαγορεύονταν στο μαγαζί η είσοδος στους φαντάρους με εντολή φρουραρχείου, πράγμα «θανατηφόρο» για τον ταβερνιάρη που ζούσε με τους 2000 εξοδούχους στρατιώτες της εποχής.

  Τέτοια ποινή, επεβλήθηκε στο κουτούκι του μπάρμπα Τρύφου Σίπκα, λες και ήταν γιάφκα του Μαζιώτη

  Το πιο εντυπωσιακό περιβάλλον και επάγγελμα για τα μάτια ενός παιδιού, ήταν αυτό του σιδερά.

  Θυμάμαι δυο θεόρατους καπνισμένους, καλόκαρδους, εντυπωσιακούς, με το σφυρί να κτυπάει το αμόνι στο ένα χέρι και το τεράστιο φυσερό να δυναμώνει τη φωτιά στο άλλο, σε εκείνα τα’ αραχνιασμένα σκοτεινά εργαστήρια του, που έμοιαζαν με τη σπηλιά του Κύκλωπα πολύφημου…

  Τον Πέτρο Ντώντσιο και τον Τρύφο Μπάρτζη. Κλασικοί και ανεπανάληπτοι σιδεράδες, κατασκευαστές, δημιουργοί, γνώρισαν κι οι δυο τους άδικες φυλακίσεις και στρατοδικεία…

  Φυσικά, χάθηκαν σαν επιχειρήσεις, τα τότε ακμαία σινεμά (2 χειμερινές, 1 θερινή αίθουσα στο Αμύνταιο).

  Δυο μαγαζιά με νοικιαζόμενα ποδήλατα (Χ’’Ιωάννου, Μωυσιάδης).

  Τα καρότσια με σπόρια – φιστίκια – καραμέλες (Σιστάκος Τάσος, Κώττηδες Γρηγόρης – Πέτρος).

  Το καρότσι με τις νοστιμότατες τυρόπιτες το χειμώνα και κασάτο παγωτό χειροποίητο το καλοκαίρι, του Ηλία Δημητριάδη.

  Το καρότσι, με τα ζεστά Βολιώτικα κάστανα, του Ιορδάνη Τουρούτογλου.

  Το ΕΒΓΑ το είχε η πρώτη καφετέρια της πόλης του Τάκη Καναργελίδη.

  Το επάγγελμα του Δικολάβου, του λόγιου Πασχάλη Φορτομέρη, που ήταν η προσφυγή του κάθε μπλεγμένου με τα γρανάζια της κρεατομηχανής του Γκουβέρνο, που άρχιζε από τον έμμισθο ρουφιάνο της εποχής και τελείωνε στον στρατοδίκη, αν όχι στον νεκροθάφτη…

  Είναι κοινωνιολογικά παρατηρίσημο, διαβάζοντας το δικόγραφο των κατηγορουμένων Αμυνταιωτών και πέριξ (103), στη δίκη του Αυγούστου του ’49 στο Στρατοδικείο Φλώρινας (27 εκτελέστηκαν), πόσοι οδηγοί αυτοκινήτων και βοηθοί οδηγών αναφέρουν αυτά σαν επάγγελμα, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη.

  Λόγο σιδηροδρομικού σταθμού, υπήρχαν τότε ακμάζουσες μεταφορικές εταιρείες. Ο παππούς του Άδωνη, Σπύρος Γεωργιάδης, είχε τέτοια μεταφορική εταιρεία.

  Δύο φαρμακεία. Κατσούλη, Παλόγλου είχε η πόλη μας.

Τέσσερις γιατροί (Καράντζας, Διδασκάλου Πίκα, Μεδίτσκου Νάντα, αγροτικός ο ποιητής Μπουζάκης. Αργότερα αγροτικός η Ελισσώ Χατζή. Τελευταίος ο φίλτατος Παναγιώτης Γουρζουλίδης, ένας τζέντλεμαν πραγματικός). Και φυσικά ο ικανός Γιώργος Κοσκοσάς.

  Τρεις – τέσσερις δικηγόρους είχε. Ο ικανότατος Αλτίνης, ο Λεβαντίδης, ο Χ’’Κων/νου, ο Αλεξίδης, Συμβολαιογράφος ο Βράγκος και αργότερα ο σοβαρός κ. Βερυκούκης.

  Ένα ποδηλατάδικο, κι αργότερα συνεργείο επισκευής, στα πάμπολα τότε μηχανάκια (ZundapFloretta), υπήρχε στο χώρο του καφενείου Λιόλιου στη πλατεία, του Τσώκλη με τους γιούς του. Τότε, η σχεδόν μόνη ανοιχτά αριστερή οικογένεια της πόλης μας.

  Με τον Αντώνη τον φιλόλογο κάναμε παρέα στη Σαλονίκη. Εντύπωση μου έκανε, το ’68 – ’69, μια εποχή παγωμένης μούγγας πολιτικής, που ήταν γεμάτα τα δωμάτια των φοιτητών με φωτογραφίες σταρ του σινεμά, ο Αντώνης στο δωμάτιο του είχε μονο μια μικρή, από εφημερίδα της εποχής φωτογραφία στον τοίχο. Του Πατρίς Λουμούμπα!

- Ποιος ειν’ αυτός ο μαύρος ρε Αντώνη, τον ρώτησα.

- Άσε, που να σου εξηγώ, μου είπε κατανοώντας την άγνοια μου και τους κινδύνους για βαθύτερες εξηγήσεις, τη τοτινή άγρια εποχή.

  Στην πλατεία αγοράς, στη πλευρά του μεγαλομπακάλικου του Βερυκούκη, δίπλα στο ραφείο Δούϊτση και το πάντα γεμάτο καφενείο των Μαυριδέων, το καφενείο του Σταγγόλη, ήταν η πιάτσα των ΤΑΞΙ.

  Σεβρολέτ του ’50-’55, φανταχτερές, γυαλισμένες, πλουμιστές με νίκελ και φουσκωμένα φτερά σαν γαλοπούλες, περίμεναν δίπλα τους ή στο καφε-ουζερί του Μπάσια, δίπλα στο μαγαζί των Μηντσουλαίων, οι Τιφτίκης, Φάντσιες, Κωτσόπουλος, Βίκτωρ, πελάτες που είχαν την δυνατότητα να πάνε στο χωριό τους με λιμουζίνα…

  Ένα τετράγωνο της αγοράς, είχε η κραταιά επιχείρηση των Κιόσηδων, με ξυλεία, τσιμέντα, σίδερα, κατασκευή πορτοπαράθυρων, κι ανθρώπους με μπέσα, αρχοντιά, που πίστωναν σαν Τράπεζα, όποιον ξεκινούσε τότε να χτίσει σπίτι.

  Είμαι σίγουρος, ότι δεν είναι μόνο η πλανεύτρα νοσταλγία μια άλλης εποχής, της νιότης μας, που φαντάζει τον τόπο μας πιο όμορφο, πιο γελαστό, πιο ζωντανό, πιο ονειρικό, πιο δυναμικό, παλιά.

  Είμαι σίγουρος ότι υπήρχε μια ποιότητα, ένα χρώμα, κάποιο άρωμα, μια γεύση, κάποιοι άνθρωποι, κάποιες καταστάσεις, που χάθηκαν ανεπιστρεπτί, που φτιάχναν αυτό που δεν υπάρχει σήμερα.

  Κάτι σαν τα κλασικά παλιά λαϊκά τραγούδια, αγράμματων τραγουδοποιών, που συνεχίζουν και θα συνεχίζουν να συγκινούν παλιότερους και νέους.

  Αυτό το κάτι της γνησιότητας, που δίνει αξία διαχρονική στα πράγματα και τους ανθρώπους.

  Κι αυτή η γνησιότητα, η αυθεντικότητα που χάθηκε απ’ την κακο-εξευρωπαϊσμένη Ελλάδα μας, είναι ασύγκριτα πιο πολύτιμη απ’ το «πρωτογενές πλεόνασμα» του Σαμαρά!

1 σχόλιο:

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.