Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Χαμένος λαϊκός πολιτισμός…



Γράφει ο ΑΘΡ (Από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)
  Με αφορμή την πρόσφατη απώλεια της αξιαγάπητης μητέρας μου, με λύπη και νοσταλγία αναπόλησα τις μοιρολογίστρες, που κατάργησε εδώ και 20 – 30 χρόνια ο δυτικότροπος πολιτισμός μας.
  Ένα λαϊκό δρώμενο, ένα συγκινητικό – ψυχοθεραπευτικό αρχαίο θέατρο, παίζονταν μπροστά στο κιβούκι, ακόμα και του γηραλέου νεκρού, με θεατές συμπάσχοντες, με σεκόντο τ’ αναφιλητά, τους οικείους, τους φίλους, τους συγχωριανούς, του μακαρίτη–ρίτισσας.

  Ένα λαϊκό ορατόριο που εξιστορούσε θλιβερά και επικά, τις αρετές, την ομορφιά, τη λεβεντιά, τη νοικοκυροσύνη, τις περιπέτειες, εκείνης της δύσκολης συνήθως εποχής, εξιδανικεύοντας και προσπερνώντας τυχόν αδυναμίες και λάθη του μακαρίτη – ρίτισσας.
  Η τραγικότητα του μοιρολογιού, που ήταν σπαρακτική κραυγή απόγνωσης που ράγιζε και την πιο σκληρή καρδιά των παρισταμένων, σαν βουβός χορός αρχαίας τραγωδίας, ήταν το μοιρολόι της μάνας που έχασε το σπλάχνο της
…μέρα Μαγιού μου μίσεψες,
 μέρα Μαγιού σε χάνω…
  Βάζει ο Ρίτσος λόγια στο φαρμακωμένο στόμα της μάνας, του σκοτωμένου το ’36, καπνεργάτη της εργατομάνας -τότε- Σαλονίκης.
 Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ του, μελοποιημένος απ’ τον Μίκη, με σολίστα τον Μπιθικώτση, είναι το καλύτερο μοιρολόι του κόσμου για έναν αδικοχαμένο νέο.
  Όμως, κανένα θέατρο, καμία ταινία, κανείς ηθοποιός, κανένα τραγούδι, μπορεί ν’ αποδώσει το βάθος του σπαραγμού του φαρμακωμένου γονιού.
  Της χαροκαμένης μάνας που ξεπροβοδίζει ολονυκτίς με το μοιρολόι της το σπλάχνο της, που κείτεται στο νεκροκρέβατο του.
  Μια λυτρωτική κάθαρση της τραγωδίας συντελείται στο ξενύχτημα του νεκρού, που ξελαφρώνει τη ψυχή, κι ολοκληρώνεται στην ταφή του προσφιλούς προσώπου.
  Ένα άδειασμα κι αποφόρτιση συσσωρευμένου πόνου, που γειώνεται σαν ανθρωποκτόνο ρεύμα.
  Η επιστροφή στο σπίτι, που πριν λίγη ώρα σείονταν από οιμωγές και κλάμα, γίνεται βουβά, με μόνο αριά αναφιλητά κι αναστεναγμούς, που ημερώνουν την πριν λίγο σπαράζουσα καρδιά των οικείων.
  Το κρασί, το ζεστό φαγητό, στο μέχρι πριν λίγο σφιγμένο στομάχι, οι παρηγορικές ευχές του παπά, η ζέστη της σόμπας, η κούραση απ’ το ξενύχτι, όλα λειτουργούσαν σαν μια μεγάλη δόση καταπραϋντικού, που γύριζε μια θλιβερή σελίδα της ζωής, στο αναπόφευκτο αύριο της καθημερινότητας.
  Οι μοιρολογίστρες, πέρα απ’ τη γυναίκα, την αδελφή και τη μάνα του σπιτιού του νεκρού, ήταν λίγες, συγκεκριμένες γυναίκες του χωριού.
  Κάτι σαν τους αρχαίους ραψωδούς, που απήγγειλαν τα Έπη του Ομήρου στις γιορτές και συναθροίσεις των Ελλήνων.
  Συνταίριαζαν, αυτοσχεδίαζαν μια μακρόσυρτη τσιριχτή παρλάτα που σχετίζονταν με το νεκρό, τις αρετές και την τραγικότητα της απώλειάς του.
  Δύο ή τρεις το πολύ μαυροφορούσες, μαντηλοφορεμένες και οι ίδιες, συνήθως χαροκαμένες, χήρες ή με απώλεια παιδιών, αλληλοσυμπληρώνονταν με τριριχτά θλιβερά σκαμπανεβάσματα της φωνής, με στιχάκια αυτοσχέδια ή μικρές ιστοριούλες και γεγονότα της ζωής του νεκρού, που εκείνη τη βραδιά ξεπροβοδούσαν και ήταν το τιμώμενο, αυτοδίκαια, πρόσωπο της μικρής κοινωνίας του χωριού.
  Στη θέα του κάθε προσερχόμενου χωριανού να χαιρετήσει το βράδυ το νεκρό, οι μοιρολογίστρες προσάρμοζαν τα λόγια τους στο πρόσωπο του προσερχόμενου …λε-λε, να κι ο Βάνες ο φίλος σου, καημένε (πούστη)!! Τράϊκο, που πίνατε παρέα και γλεντούσατε μαζί
  Κι άρχιζε να κλαίει ασυγκράτητα στο άκουσμα του ονόματος του ο Βάνες και ν’ αγκαλιάζει και να φιλάει τον φίλο του τον παγωμένο.
  λε-λε πούστα (καημένη) Λένκα, που έμεινες μόνη χωρίς στήριγμα κι άντρα στη ζωή
  Και πάλι λε-λε και πούστα τσιούπο (καημένο κορίτσι)… απευθύνονταν στη χαροκαμένη χήρα που μαλιοτραβιώταν κι αγκάλιαζε τον αμίλητο λεβέντη Τράϊκο, τον κουβαλητή, τον αφέντη και τσουτσουλομήτη…
  Οι προσερχόμενες, συνήθως χαροκαμένες γυναίκες που έχασαν πρόσφατα δικούς τους, μπαίναν τραγουδιστά στο μοιρολόι, ζητώντας απ’ τον μακαρίτη να πάει χαιρετίσματα στον σκοτωμένο γιό, στον πεθαμένο άντρα, στον αδελφό, την αδελφή, που έφυγαν πρόωρα.
  Ήταν μια τραγική σκηνή, που ένωνε τον πόνο των ανθρώπων της ίδιας κοινωνίας και τους έφτιαχνε αλληλέγγυους και αδελφοποιτούς. Και πάντα, ο ενωμένος πόνος αφαιρεί και δεν προσθέτει πόνο και τραγικότητα.
  Φυσικά, φυσικότατα κι αναντίρρητα και με την…άδεια της πανταχού παρούσας αστυνομίας, τότε.
  Το μοιρολόι στα ντόπια χωριά γίνονταν στη γλώσσα που έβγαινε απ’ την ψυχή τους κι όχι αυτή που μάθαν στο σχολείο.
  Τι θέλετε, σλαβική; Ομηρική; σκατόγλωσσα; Βουλγάρικη; Κογκολέζικη ή αλαμπουρνέζικη; Αυτή ήταν η γλώσσα που τους έβγαινε από μόνη της –κι όχι προσποιητά- όταν έκλαιγαν τον νεκρό τους.
 Όπως, όταν χόρευαν στην πλατεία, δεν άκουσα ποτέ κανέναν να παραγγέλνει τσάμικο, κρητικό ή ποντιακό.
  Πιθανόν αυτά εκνευρίζουν κάποιους, αλλά είτε το θέλουμε είτε όχι, αυτή είναι η αλήθεια ή ίσως, το μεγαλύτερο κομμάτι…
   Στο Αμύνταιο, μέχρι πριν 20 περίπου χρόνια, σε σπίτια που δεν άκουγες πριν άλλη γλώσσα απ’ την ελληνική, άκουσα μοιρολόγια σ’ αυτή τη μυστήρια γλώσσα τη «μακεδονική». Με ή χωρίς εισαγωγικά.
  Θέλετε να την πείτε μητρική; ιδίωμα; σκατόγλωσσα; ψεύτικη; ή ότι άλλο σας αρέσει; Το γεγονός είναι ότι το μοιρολόι γίνονταν πάντοτε απ’ τους γηγενείς σ’ αυτήν, είτε είχαν προγόνους συμπολεμιστές του Παύλου Μελά, είτε του Γκότσε Ντέλτσεφ! Πιθανόν κάποια εξαίρεση δικαιώνει τον κανόνα.
  Όπως φυσικά στο Λέχοβο, και πολύ σωστά, φαντάζομαι ότι μοιρολογούσαν στ’ Αρβανίτικα.  Στο Νυμφαίο στα βλάχικα, στον Πελαργό, το Μανιάκι, το Αντίγονο, φαντάζομαι στα Τούρκικα, στην Λακκιά Ποντιακά και στην Κρήτη Κρητικά.
  Πολύ ορθά, πολύ λογικά, πολύ όμορφα, ποιητικά, ανθρώπινα και πλουραλιστικά.
  Φυσικά, οι πανηγυρικοί των εθνικών επετείων, 25ης Μαρτίου και 28ης Οκτωβρίου, πάντοτε απαγγέλλονταν στα ελληνικά και πάλι πολύ ορθά.
  Η μάνα μου στα τελευταία της, υπό την επήρεια του Alzheimer, μου μιλούσε κάποτε «μακεδονικά», ενώ παλιότερα δεν μου απευθύνονταν σ’ αυτή τη γλώσσα! Καλό; Κακό; Περίεργο; Πάντως πραγματικό.
  Το τελευταίο, νομίζω, απομεινάρι ενός λαϊκού πολιτισμού της κηδείας, που χάνεται ανεπιστρεπτί, είναι το ξενύχτημα απ’ τους συγγενείς και φίλους του νεκρού, την τελευταία του νύχτα στο σπίτι του.
  Αυτό το δικαίωμα του νεκρού στην πόλη χάθηκε. Αυτή η ύστατη τιμή και δικαίωμα του νεκρού να περάσει την τελευταία του βραδιά στο σπίτι του, νομίζω, ότι πρέπει απαρέγκλιτα να διατηρήσουμε στην επαρχία, σαν ένα αγαθό πολιτιστικό σεβασμού, αξιοπρέπειας και τιμής στους νεκρούς μας.
  Καλό σου ταξίδι μάνα μου…

4 σχόλια:

  1. Πού το πάει πού το φέρνει πάλι στο ίδιο καταλήγει. Μου θυμίζει το ανέκδοτο με το μυρμηγκάκι για όσους ξέρουν. Τέλος πάντων δε θα επεκταθώ περισσότερο λόγω της κατακλείδας του κειμένου από σεβασμό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΔΕΝ ΞΕΝΥΧΤΑΜΕ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΜΑΣ, ΒΑΣΙΚΑ ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΟΥΡΑΣΤΙΚΟ ΓΙΑ ΜΑΣ.ΑΣ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΧΤΟΥΜΕ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια, στους οικείους

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Λαθος διατυπωση η εκφραση σκατογλωσσα.Απο τημια ζητας σεβασμο στον πολιτισμο και απο την αλλη γραφεις Απαξιωτικα???

      Διαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.