Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Εστιατόρια, Ταβέρνες και Μαγέρικα, μισόν αιώνα, πριν, στο Αμύνταιο…



(Του Α.Θ.Ρ. 
από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)
  Εν αρχή λοιπόν, ήν ο Γούσιας. Μοναδικό εστιατόριο, που θα ζήλευαν τις γεύσεις του, οι σημερινοί παρλαπίπες, σεφ της λεζάντας και του αφρού. Γνωστό, σ’ όποιον πέρασε απ’ το Αμύνταιο, κυρίαρχο στέκι στην πλατεία Αγοράς.
Με μάγερα, βοηθούς, γκαρσόνι, με άσπρο σακάκι, τον ευθυτενή Γιώργο, απ’ το Νυμφαίο.
ΣΤΟΥ ΓΟΥΣΙΑ
  Κι ένας «Γούσιας», Βλάχος, αφεντικό του μαγαζιού και μεγαλοπαράγοντας της ΕΡΕ, κομματάρχης, του τότε κυρίαρχου Τάκου Μακρή, για όλο το λεκανοπέδιο μας.
  Δεν περνούσε ξένος, πλασιέ, περαστικός, που να μην γεύονταν τα μαγειρευτά του. Ο Γούσιας, ήταν δυνατό Brand Name του Αμυνταίου, για πολλές δεκαετίες.
  Πρωί – πρωί, στο Δευτεριάτικο παζάρι, γέμιζαν τα μαγέρικα –ιδίως απ’ τους μερακλήδες και καλοφαγάδες πρόσφυγες-, του Γούσια, του Μηνά, για «τας κεμπάπ» με μπόλικη κόκκινη σάλτσα, μπούκοβο και μπρούσικο κρασί και ζεστό άσπρο ψωμί, για ανοικονόμητες βούτες, στο ξέχειλο με σάλτσα πιάτο.
  Και βέβαια δεν έλειπε ο αχνιστός πατσάς, ιδίως στο μαγέρικο – χάνι, του Παντελή Χ’’Ιωάννου, δίπλα στις γραμμές του τραίνου, για οικονομικότερες, αλλά εξίσου γευστικές λύσεις.
ΜΠΑΡΜΠΑ ΣΤΑΥΡΟΣ
 Τύφλα να ‘χει το «American Breakfast» που τρώμε στα «κυριλέ» ξενοδοχεία και φορτωνόμαστε με χιλιάδες ανθρωποκτόνα λιπαρά.
  Ο τοτινός, χρόνιος υποσιτισμός, ιδίως σε πρωτεΐνη, έκαμνε την έξοδο απ’ το σπίτι και το χωριό, που σχεδόν αποκλειστικά, ήταν το παζάρι της πόλης μας, να συνδυάζεται, με φαγοπότι ηρωικό.
  Το απόγευμα αργά, με το τελευταίο λεωφορείο, ή όποιο άλλο μέσο έφευγαν οι μερακλήδες του είδους, κι ακόμη πιο αργά, οι συνήθεις μεθυσμένοι της περιοχής. Κι έβλεπες αρκετούς πιστούς του Βάκχου, να παραμιλούν, να παραπατούν, θέαμα αστείο και τραγικό μαζί, στα παιδικά μας μάτια.
  Φυσικά, οι γραφικοί αυτοί τύποι, δεν έρχονταν για ψώνια, κι αν είχαν κάτι να πάρουν, σίγουρα το ‘χαν ξεχάσει, αλλά, για το βδομαδιάτικο τους ραντεβού, με το φοβερό μπρούσικο, τα κεμπάπια, τους κεφτέδες…
  Κάποτε, γύρω στα ’80, ρώτησα τον μακαρίτη τώρα Ματθαίο Πετίδη, τριάντα χρόνια Δ/ντή Παθολογικής στο Νοσοκομείο Φλώρινας, αν είχε, το δικό μας λεκανοπέδιο, ή αυτό της Φλώρινας, τους περισσότερους αλκοολικούς, που σίγουρα κάποια στιγμή νοσηλεύτηκαν στη Κλινική του, τότε άλλωστε δεν υπήρχε το «Μποδοσάκειο».
  Χωρίς ίχνος αμφισβήτησης, μου απάντησε ότι στη …λατρεία του Διονύσου, είχαμε τα πρωτεία με διαφορά, απ’ τους Φλωρινιώτες.
  Το Ι.Χ. αυτοκίνητο, κι ένας τελείως ανόητος κι ακαταλαβίστικος γρήγορος ρυθμός ζωής, για επαρχιώτες, στέγνωσε απ’ όλη τη γραφικότητα των μποέμ τύπων, αλλά κι από εκείνη την απαραίτητη επαφή των ανθρώπων, με την ευκαιρία του βδομαδιάτικου παζαριού, που τώρα, σαν «κυνηγημένο», τελειώνει στις τρεις το μεσημέρι, κι όχι αργά το βράδυ.
  Στην αγορά, δίπλα στου Γαβριηλίδη, ήταν το Μαγέρικο τα«Πέντε Φι», του Νίκου του Ζωντανού απ’ το Σκλήθρο. Εκεί τρώγαν πολλοί μαθητές, απ’ τα γύρω χωριά και πλήρωνε ο πατέρας με το μήνα… ή στα αλώνια… έκφραση και πρακτική της εποχής, που το ζεστό χρήμα, ήταν είδος πολύ πιο σπάνιο από σήμερα, που όλοι βαρυγκωμούμε.
  Καλοκάγαθοι, χαμογελαστοί, με τον γιό του τον Τάσσιο, ζωσμένοι με ποδιές, ταΐζανε μαθητές και φτωχολογιά, τότε που η κοιλιά γουργούριζε ασταμάτητα κι ενοχλητικά.
  Απέναντι απ’ τη Λέσχη Αξιωματικών, τώρα ΚΑΠΗ, επί της Μ. Αλεξάνδρου, ήταν το μαγέρικο του Μπούρτη, κι αυτού απ’ το Σκλήθρο.
ΜΗΝΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
  Ο Μηνάς, επί της Μ. Αλεξάνδρου (σήμερα Φαρμακείο Λιάση). Εστιατόριο περιωπής, με άσπρα τραπεζομάντιλα, φωτισμό «Νέον», με τον μακαρίτη Μίμη και τον Άκη, με άσπρα σακάκια, στητούς, έτοιμους για παραγγελίες και τον Μηνά, να ‘ναι «απίκο» σαν συνειδητός επαγγελματίας, που χαίρεται τη δουλειά του.
  Ο πρώτος, που έβαλε τηλεόραση στο Αμύνταιο, που έπιανε βέβαια μόνο Γιουγκοσλαβία, του Τίτο και χάζευαν οι πελάτες του, και πάμπολλοι τζαμπατζήδες, στη χιονισμένη οθόνη, ποδοσφαιρικούς αγώνες, Ολυμπιακούς αγώνες, μπάσκετ.
  Τη Κυριακή απόβραδο, που γέμιζε η Μ. Αλεξάνδρου στη «βόλτα», καμάρωναν οι λιγοστοί τότε ντόπιοι νοικοκυραίοι που μπορούσαν να έχουν τραπέζι οικογενειακώς, στο πεζοδρόμιο του Μηνά, που ήταν το πιο μοδάτο και πολυτελές ρέστοραν, όχι μόνο στη μικρή μας πόλη.
  Οι πολυάριθμοι αξιωματικοί με τις κυρίες τους που τότε, ήταν το mast του μοντερνισμού, συνήθως πιάναν τα πρώτα τραπέζια.
  Οι υπόλοιποι πηγαινοερχόμασταν ατελείωτα για ώρες, σ’ όλη τη διαδρομή της Μ. Αλεξάνδρου, ζαλισμένοι από τις μυρωδιές ψητού, της κολόνιας χύμα, που έβαζαν με το «κιλό», οι τότε όμορφες του τόπου, μασουλώντας κολοκυθόσπορους, απ’ το καρότσι του Γρηγόρη, του Πέτρου, του Τάσσιου.
  Και φυσικά, τη χαιρόμασταν αφάνταστα όλη αυτή τη πορεία, της κοινωνικής επαφής, με τους συγχωριανούς, αλλά κι όλον τον τότε ντυμένο στα χακί, πολυάριθμο κόσμο της επαρχιακής μας μικρο-πόλης, που έσφυζε από ζωή.
  Οι φαντάροι, με τεράστιους αστείους μπερέδες, γυαλισμένες αρβύλες με μπρόκες και «ντοκ» και σφιγμένους στη μέση με ζωστήρα, τριγυρνούσαν κι αυτοί ατελείωτα, σε αγαστή συνύπαρξη με τους πολίτες – ιδίως τις πολίτισσες του τόπου μας.
  Κάθε τόσο χαιρετούσαν στρατιωτικά, μόλις αντίκριζαν αξιωματικό, που βολτάριζε κορδωτός, με τη συμβία του. Σκηνές του παραλόγου, κατάλοιπα, που μόλις πριν λίγα χρόνια, τελειωμένου εμφυλίου, της κατοχής, του Ελληνο-Ιταλικού.
  Σχεδόν απέναντι απ’ του Μηνά το «Ζυθεστιατόριον – Το Κεντρικόν», του καλοσυνάτου κυρ Σωτήρη, πατέρα του φίλου μας Κώστα, του Ορθοπεδικού.
  Τις Κυριακές είχε πάντα αρνί στη σούβλα, που γύριζε με το χέρι, ατελείωτες ώρες ο φίλος μας και τον χάναμε προς λύπη μας, απ’ τη παρέα.
  Νοστιμότατο ντόπιο κρασί σέρβιρε και τις καθημερινές, έβλεπες παρέες κρασόφιλων, να τραγουδάνε Ιταλικές καντσονέτες …Ω! Σόλε μίοοοο…
  Επικεφαλής ο Παλάσης, που είχε απέναντι το φοβερό μπακάλικο, με τις τεράστιες καραμέλες στα βάζα, κι έγραφε η ταμπέλα του «Εδώδιμα – Αποικιακά – Ζαχαρωτά».
  Απέναντι απ’ τον Φραγκότση, ήταν το Ζυθεστιατόριο του Θανάση. Με μπύρα χύμα βαρελίσια, που σύχναζε η νεολαία.
ΣΤΟΥ ΣΙΣΤΑΚΟΥ
  Λίγο πιο πέρα, μια μοναδική ταβέρνα, του Σιστάκου, που είχε το τέλειο μοσχάτο κρασί, που μύριζε βασιλικό και πότιζε όλους τους μερακλήδες της εποχής. Αρκετές δεκάδες κιλά κατ’ άτομο, προλάβαμε κι εμείς τη δεκαετία του ’70, και ήπιαμε με τη παρέα. Κρασί και κεμπάπια, ήταν το σύνηθες του. Και χαλβά μετά, πάλι συνοδεία κρασιού!
  Στη ταμπέλα του έγραφε «Κοσμικόν Κέντρον»! Τις Κυριακές, στο πεζοδρόμιο είχε σούβλα με κοτόπουλα, γύρω στα δέκα, όλα κι όλα… που μας ζάλιζαν όμως με τη μυρωδιά τους, όταν πηγαινοερχόμασταν στις βόλτες μας.
  Κι εδώ μακαρίζαμε τους ευτυχείς καλοφαγάδες, που γεύονταν, 5-6 άτομα ένα κοτόπουλο, τότε, κι όχι όπως σήμερα, που η συνηθισμένη μερίδα είναι μισό κοτόπουλο.
  Θυμάμαι γύρω στα ’60, που μας έλεγε ο πατέρας μου, ότι στους γάμους των Ελλήνων στον Καναδά, το μενού, είναι μισό κοτόπουλο στον καθένα. Και εμείς μ’ ανοιχτό το στόμα, σίγουρα ξέχειλο σε σάλιο, απορούσαμε πως είναι δυνατόν να υπάρχει τόση ευτυχία στον κόσμο!!!
  Πλησιάζοντας στον σταθμό του τραίνου, ακούγονταν ένας βραχνιασμένος Καζαντζίδης, στη ταβέρνα - καπηλειό του Σίπκα του Τρύφου, που σύχναζαν φαντάρια και μερακλήδες μπατίρηδες. Ο μπαρμπα Τρύφος, είχε μόνιμα ένα γαρίφαλο στ’ αφτί, κι ένα κομμάτι λίπος στη σχάρα, να βγαίνει η τσίκνα, να δίνει το στίγμα της παρουσίας του κουτουκιού του. Υπήρχε και τραγούδι, παραλλαγή γνωστού σουξέ της εποχής … Στου Σίπκα το στενό, στου Σίπκα το δρομάκι, ξεψύχησε ένας έρωτας και χάθηκε μια αγάπη… Σίγουρα, κάποιος νταλκαδιασμένος το εμπνεύστηκε.
  Δίπλα του ακριβώς, ήταν η μοναδική Ταβέρνα του «Μπαρμπα Σταύρου» του Μαλάτση. Ταβέρνα, που τίποτε δεν είχε να ζηλέψει, απ’ την καλλίτερη Πλακιώτικη ταβέρνα της εποχής. Κι όποιος ξένος την επισκέφτηκε, σίγουρα τον σημάδεψε και την θυμάται.
  Κατ’ αρχάς, ο Μπαρμπα Σταύρος ήταν ο ορισμός του Ταβερνιάρη. Θυμόσοφος, ακούραστος, πότης, σκανδαλιάρης.
  Μεζέδες στη τάβλα, με θεϊκό ντόπιο κρασί, πειράγματα και λογοπαίγνια απ’ τον Μπαρμπα Σταύρο, στο μισοσκόταδο μιας ταβέρνας, που δεν διέθετε νερό!!! Κι ο Μπαρμπα Σταύρος, μ’ ένα ποτήρι στο χέρι, να πίνει αδιάκοπα χωρίς να μεθάει.
  Τα χρόνια εκείνα, το κρασί ήταν το ποτό της Ταβέρνας. Στο πιο μοντέρνο, η μπύρα. Αλλά και του σπιτιού, το κρασί και το τσίπουρο.
  Δεκάδες κιλά κρασιού και τσίπουρου, καταναλώνονταν στο σπίτι που γιόρταζε ονομαστική γιορτή. Στον γάμο, τον αρραβώνα, τη κηδεία, παντού κρασί.
  Ο Εβραίος μεγαλέμπορος Μοδιάνο, τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, είχε αποθήκες – βαρέλια στους Χ’’Τύπηδες, που συγκέντρωνε το θεϊκό προϊόν και το μοσχοπουλούσε στους πλούσιους της Σαλονίκης.
  Κάτι αντίστοιχο, πάει να γίνει, με το επώνυμο «Κτήμα Άλφα», κι είναι καλό για τον τόπο.
  Εις υγείαν λοιπόν!
…Βάλε κι άλλο ένα, δεν ήρθαμε μ’ ένα πόδι… Η γνωστή ατάκα – δικαιολογία, των μερακλήδων του ποτού… Άντε κι άσπρο πάτο… Κι εβίβα! …κι άλλο ένα …κι άλλο ένα… με δυο κεμπάπια με μπόλικο μπούκοβο για μεζέ …και μπόλικο τσιορμπά (σάλτσα με κόκκινο πιπέρι).
  Καλή χρονιά σε όλους …έστω και φτωχότεροι…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.