Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Καλά Χριστούγεννα, φράου Μέρκελ…



(Του Α.Θ.Ρ., από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί…)
  Η γιορτή των γιορτών της Χριστιανοσύνης του Δυτικού κόσμου, που μαζί με τη Πρωτοχρονιά φτιάχνουν ένα 12ήμερο, μ’ ότι καλύτερο μπορεί ν’ απολαύσει ο άνθρωπος, στον τελειωμό του χρόνου.
  Ένα φωτεινό, ζεστό διάλλειμα στη σκοτεινή χρονιά, που περνάμε όλοι μας και μια ανάσα, πριν την καινούργια ανηφοριά που μας περιμένει.

  Κι ας δώσει ένα χαμόγελο και μια ελπίδα, έστω και αμυδρή, σ’ όσους ανεβαίνουν έναν σύγχρονο, βαρύ, οικονομικό Γολγοθά, που δεν είναι και λίγοι και που προέκυψε εδώ και 2-3 χρόνια, έστω και ελαφρύτερα στους περισσότερούς μας.
  Αλλιώς τα υπολογίζαμε και τα μετρούσαμε πριν λίγα χρόνια, κι αλλιώς μας βγαίνουν, δυστυχώς, τα όβολα.
   Όχι ότι φτωχύναμε, όσο φτωχοί, σχεδόν όλοι μας, υπήρξαμε στα νιάτα μας. Απλά, όταν πέφτεις από τα ψηλά στα χαμηλά… πονάει πολύ.
  Το χειρότερο είναι ότι χάθηκε, σχεδόν ολότελα, η ελπίδα να ξανανέβουμε, εκεί που τραγουδούσε ο μακαρίτης ο Στελάρας… «στην Ελλάς του δυο χιλιάδες, γίναν όλοι βασιλιάδες»!!!
  Ο «προφήτης» Στέλιος, τραγουδούσε την ίδια εποχή και το… «θα ‘ρθούνε χρόνια δύσκολα»… αλλά εμείς, τότε ακούγαμε Ρέμο και Πανταζή… έπιασε διάνα στη πρόβλεψη του ο θεϊκός Στελάρας.
 Με το έτσι ή το αλλιώς, τα Χριστούγεννα είναι πρώτ’ από όλα, γιορτή των παιδιών, των φοιτητών, των δασκάλων και των καθηγητών, πολλά χρόνια τώρα και μακάρι έτσι να ‘ναι, μην το μυριστεί το δεκαπενθήμερο ξεκούρασης κανένας φον φούχτελ και πει …Rausssvetboten
  Παρατηρώ τα τελευταία χρόνια, όλο και λιγότερα παιδιά να παίζουν κάλαντα. Σαν να μην καταδέχονται, τα χάλκινα πλέον νομίσματα του Ευρώ, που τρατάρουμε συνήθως τώρα, τα παιδιά…
  Το οποίον βέβαια 20λεπτο, ξεπερνά το παλιό πενηντάρικο της παλιάς δραχμούλας, που όλο κι ανεβάζει τους «φαν» της, όσο σφίγγει η θηλιά των τροικανών, στον «ευρωπαϊκό» λαιμό μας.
  Γύρω στα ’60, που ήταν η δική μας «καλανταριστική» περίοδος, το μάξιμουμ που μας δίναν, ήταν το δίφραγκο! Ακόμα θυμάμαι, τον χουβαρδά, μακαρίτη τώρα, συμπατριώτη μας, που μας καλο-δώριζε κάθε χρόνο με το γενναίο δίφραγκο!
  Τον είχαμε στο «στόχο», πρώτο-πρώτο (γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα), να του πούμε τα κάλαντα, μη και τελειώσουν τα δίφραγκα!
  Στο πρόγραμμα ήταν αργότερα, όταν πλέον ξημέρωνε, και το φαρμακείο της κυρίας Ελένης Κατσούλη. Πάντα χαμογελαστή και καλόκαρδη, μας χαρτζιλίκωνε με δραχμή, κι όχι δεκάρες, όλους μας…
  Οι πάμπολες τότε, οικογένειες αξιωματικών, που μέναν στους «ξενώνες», ή νοίκιαζαν σε σπίτια Αμυνταιωτών –τώρα, μας τους έφαγε η Πτολεμαΐδα-, πάντα μας έδιναν κέρματα.
  Οι «αξιωματικίνες» (νοικοκυρές κι όχι υπάλληλοι), ήταν πρόσωπα ξεχωριστά, για τον αρσενικό πληθυσμό της πόλης. Το ίδιο και οι αξιωματικοί, για τις Αμυνταιώτισες. Το όνειρο των πλείστων θήλεων της εποχής, ήταν να παντρευτούν αξιωματικό!!
  Η στολή, ο μιστός, η ζωή σε πόλεις, το άγνωστο, ήταν άκρως θελκτικό για τις κοπέλες, που λίγες τους, είχαν ταξιδέψει, κάποτε, μέχρι τη Σαλονίκη.
  Πάντα χτυπούσαμε τις πόρτες τους προσεκτικά, τραγουδώντας τα κάλαντα, χωρίς αγριοφωνάρες, αφού είχε πλέον ξημερώσει για τα καλά. Κι έβγαιναν με τα ρολά στο μαλλί, τις νυχτικιές και τα πασούμια, τη κρέμα να γυαλίζει στο πρόσωπο και ύφος συνήθως Βισο-Βανδίδων.
  Κι εμείς, το «άγρυπνο μάτι μας» που πριν λίγο νύσταζε, τώρα καρφώνονταν, εκτός απ’ το χέρι, να εκτιμήσουμε το κέρμα που κρατούσε, στο ξεκούμπωτο κουμπί του νυχτικού, που σχεδόν πάντα, υπήρχε σκαμπρόζικα…
  Στα σπίτια των άλλων Αμυνταιωτών, αρχίζαμε το «πρόγραμμα», απ’ τις τέσσερις το πρωί, πριν λαλήσουν οι κοκκόροι…
  Όλα τα τότε αγροτόσπιτα, αλλά και τα σπίτια των «αστών», είχαν τριγύρω μάντρα στην αυλή και μια μοναδική μεγάλη ξύλινη εξώπορτα. Οικιστικά υπολείμματα, αλλοτινών μακρινών εποχών, που έτρεμαν οι νοικοκυραίοι τους ληστές, τους αλλόφυλους επιδρομείς, ή τις αιματηρές βεντέτες σε Κρήτη και Μάνη.
  Μετά τη δεύτερη, τρίτη στροφή, ξεπροβάλει μια γιαγιά, χιλίων χρόνων στα παιδικά μας μάτια, μαυροντυμένη, μαντηλοφορούσα, σαν σημερινή μουσουλμάνα, μιλώντας ακατάληπτα μισά Ελληνικά, μισά Σλαβομακεδόνικα, μας καλοσώριζε και μας ευχόταν καλόκαρδα.
  Στη μέση της είχε πάντα στηριγμένο, το λαμαρινιένο κόσκινο (ρασιέτο), γεμάτο μύγδαλα, κάστανα, μανταρίνια, φιρίκια, ξυλοκέρατα! Στο άλλο χέρι, πάντα, ένα λυχνάρι που κάπνιζε, φωτίζοντας ένα «Παπαδιαμαντικό» σκηνικό.
  Πάντα προσέχαμε, όταν έβαζε στον τορβά μας, τα κάστανα, να βγαίνει άδειο το χέρι της, γιατί όλοι μας είχαμε ακούσει φοβερές ιστορίες, με τσιγκούνες γιαγιούλες, που έβγαζαν απ’ τον τορβά των παιδιών, αντί να βάζουν κάστανα!
  Πάντα τα παιδιά είχαν μια αθώα καχυποψία, πιστεύουν τα ακραία, κι έχουν καλπάζουσα φαντασία…
  Ήταν και το «δρακουλίστικο» φως του λυχναριού, που μέσα στην κατασκότεινη νύχτα τη μαγική, έφτιαχνε το αγαθό πρόσωπο της γριούλας, να μοιάζει με μάγισσας, που καβαλάει τη σκούπα της…
  Το τσουχτερό κρύο, τα χιόνια, πολλές χρονιές, τα σκυλιά που γάβγιζαν, οι μεγαλύτεροι στην ηλικία τσαμπουκάδες, που πολλές φορές έκαμναν ρεσάλτο, στον γεμισμένο καλούδια τορβά μας, όλα, έφτιαχναν μια μυθική, ηρωική νύχτα, που είχε για πρωταγωνιστές παιδιά και γριές! που το χαίρονταν άδολα, κι οι δύο πλευρές, το ίδιο.
  Σπάνια θυμάμαι, νέα νοικοκυρά, να μας τράταρε. Ήταν η βραδιά της μπάμπως, που τότε είχε έναν κύριο ρόλο, κι άποψη, στο σπιτικό. Κι ας μην είχε σύνταξη, ούτε φάρμακα και περίθαλψη, και μόλις, κανα κέρμα φυλαγμένο στη τσέπη της, για τα εγγόνια, η για κερί στην εκκλησία.
  Ήτανε η αρχαία θεότητα του σπιτιού, η Εστία, ο φύλακας, των ιερών και οσίων, των εθίμων, η επαφή των ζωντανών με τους πεθαμένους. Πράγματα ιερά κι αδιαπραγμάτευτα, για τους νοικοκυραίους της εποχής.
  Μέσα στον ισοπεδωτικό χαρακτήρα της σύγχρονης εποχής, υπήρξε θύμα, η ανίσχυρη αυτή θεότητα, του κάθε σπιτικού.
  Αν κάποια πόρτα, παρά τα θορυβώδη χτυπήματα, δεν άνοιγε, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο, τραγουδούσαμε το σκωπτικό (πιθανόν Θρακιώτικο) …να σας τραβάνε τα σκυλιά, και δεκαπέντε λύκοι… κι έτσι θριαμβευτικά εκδικούμασταν τους σπανιότατους αφιλόξενους, κι αδιάφορους, στο έθιμο της ημέρας, συμπολίτες μας.
  Ποτέ μου δεν ξέχασα, τη γεύση απ’ τα «κουλατσϊίνια», που μας έφτιαχνε, ειδικά για τη μέρα, η γιαγιά Βένα του Γιώργη Χατζή και μας τράταρε, γιατρεύοντας απολαυστικά την παγωμένη πείνα μας, μέσα στο άγριο ξημέρωμα.
  Τα ξυλοκέρατα, με την υπόγλυκη – ξυλώδη γεύση τους, έμοιαζαν με τις σημερινές σοκολάτες, στις άδειες κοιλιές μας και την τοτινή ακόρεστη πείνα. Τα πουλούσαν, ειδικά για τα κάλαντα, οι μπακάληδες της εποχής (Ναούμ, Μανδρίνος, Παλάσης, Πέκος).
  Τα μανταρίνια επίσης, ξεχωριστό «εξωτικό» για τη Μακεδονία φρούτο, αγοράζονταν απ’ τους νοικοκυραίους, για τα κάλαντα.
  Αφού τελειώναμε, με «αξιωματικίνες», τράπεζες, Δημαρχείο, τραβούσαμε με βαριά τα πόδια και μισόκλειστα μάτια, για τα σπίτια μας. Ποτέ μας δεν πηγαίναμε στα μαγαζιά, να τραγουδήσουμε. Το θεωρούσαμε κλεψιά, αφού τα είχαμε πει στα σπίτια τους.
  Επίσης, ποτέ δεν έπαιζε κάλαντα κορίτσι. Τότε, ήταν ξεκάθαροι και διακριτοί οι ρόλοι, αγοριών – κοριτσιών, που συνέχιζε μέχρι αργότερα.
  Αφού αποθέταμε, όλο περηφάνια, το περιεχόμενο του τορβά, στη ποδιά της μάνας μας, σαν εργαζόμενοι νοικοκυραίοι, μετρούσαμε τα κέρματα, που ζέσταναν τα παγωμένα χέρια μας, όταν προσπαθούσαμε, κρυφά απ’ τους συντρόφους μας, να υπολογίσουμε ψηλαφητά τον αριθμό τους.
  Η παραμονή Χριστουγέννων, ήταν η μέρα, που όλοι ήμασταν «πλούσιοι»πάντα. Σε λίγο θα βγαίναμε να παίξουμε «γιουνκ», με σιδερένιες μπίλιες, που στόχευαν από μακριά τα στημένα στο χώμα κέρματα (δεκάρες, εικοσάρες). Ποτέ μας δεν παίζαμε «γιουνκ», σε πενηνταράκι – δραχμή, ήταν τεράστιο οικονομικό ρίσκο!
  Όταν σκοτείνιαζε, θα παίζαμε χαρτιά, τριάντα ένα, είκοσι ένα, σε κάποιο σπίτι, μ’ ότι απέμενε απ’ το ημερήσιο «γιουνκ».
  Τα Χριστούγεννα ανήμερα, αν είχε απομείνει κάποιο δίφραγκο, θα είχαμε επιλογές μεταξύ ενός γαλακτομπούρεκου, μιας κοπεγχάγης, στο ζαχαροπλαστείο της κυρά Άννας, Τάκη Μπάτσιου, ή ενός σιροπιαστού μυρωδάτου μπακλαβά ή ρυζόγαλου, στο πιο κοσμικό, του Καλέα.
  Για πιο φτηνές λύσεις υπήρχε στη Μ. Αλεξάνδρου το ζαχαροπλαστείο του Αγγελή, με τα φοινίκια, τους κορνέδες. Τα σπόρια και τα φιστίκια του Γρηγόρη, Πέτρου, Τάσου. Βέβαια, το «mast» του Χριστουγεννιάτικου ξεφαντώματος, ήταν να ‘χουμε το δίφραγκο, ή την ψευτοδικαιολογία, να μπούμε στα Σινε ΟΛΥΜΠΙΟΝ, Σινε ΑΣΤΕΡΙΑ. …κύριε Βαγγέλη δεν έχω τώρα, θα στα χρωστάω… Κι έγραφε στη φορμάικα ο κυρ Βαγγέλης, «πέτσινα» χρέη. …Κύριε Βαγγέλη, κύριε Νούλη, ήμουν χθες, αλλά δεν είδα όλο το έργο… Παιδικά όμορφα ψεματάκια, που φέρναν το χαμόγελο, στο πρόσωπο του μακαρίτη κυρ Βαγγέλη…
  Καλά Χριστούγεννα, καλές γιορτές, στις δύσκολες σημερινές εποχές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.