Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Φθινοπωρινές εικόνες…


 (Από την εφημερίδα ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ)
Του συνεργάτη μας Α.Θ.Ρ.
  Οι ταξιδιάρηδες πελαργοί, που σίγουρα μετρούν τον χρόνο με τη διάρκεια της ημέρας, πάντοτε μας αφήνουν γεια, στο Αμύνταιο, παραμονές δεκαπενταύγουστου.
  Θα ξανάρθουν, ο πρώτος –αδύνατος και λερωμένος- διερευνητικά αν υπάρχει φωλιά, σε τι κατάσταση βρίσκεται, τι καιρό κάνει, στις 25 του Μάρτη! …Έτσι, σαν επίσημος για την παρέλαση… 
  Μέσα στη κάψα του δεκαπενταύγουστου των τελευταίων χρόνων, πετάνε για το Νότο, όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια, τότε που το φθινόπωρο με τις κρυάδες του άρχιζε με τις πρώτες βροχές του δεκαπενταύγουστου.
  Τα προ «φαινόμενο του θερμοκηπίου» χρόνια, η ζακέτα, το μπουφάν, ήταν εξάρτημα απαραίτητο στην απογευματινή βόλτα των νοικοκυραίων. Κάποιοι μάλιστα τα κουβαλούσαν μαζί τους όλο το καλοκαίρι…
  Τα χρόνια του «κρυολογήματος» που πολλές φορές ήταν η ανθρωποβόρος φυματίωση, είχαν αφήσει απωθημένα και εύλογες φοβίες. Άλλωστε, όλοι ξέρουμε τη ρήση …από ζέστη και πολλά λεφτά κανείς δεν έπαθε τίποτε! Οι γιατροί και οι Βλάχοι, ποτέ τους δεν φόρεσαν ελαφριά καλοκαιρινή φορεσιά! …Τα μάλλινα, το χειμώνα κρατούν ζέστη και το καλοκαίρι κάνουν δροσιά! Κουραφέξαλα…
  Ο φόβος του καύσωνα ήταν κάτι αδιανόητο κι άγνωστο. Ολημερίς μέσα στον ήλιο, θέριζαν, έσκαβαν, κόσιζαν, βοτάνιζαν ντυμένοι σαν βεδουίνοι, με δυο – τρείς γουλιές νερό, όταν ξαπόσταιναν, από την ξύλινη «μπούκλα».
  Τώρα, το κύριο θέμα του καλοκαιριού, για τους πάνσοφους της TiVi, που παρασέρνουν στην υστερία τους και τους γιατρούς, είναι η θερμοπληξία, η αφυδάτωση, η ηλίαση, ο, η, το… οι κίνδυνοι του καλοκαιριού! Όλοι στις πόλεις, ιδίως οι νέοι, κυκλοφορούν μ’ ένα μπουκάλι νερό στο χέρι, λες και θα διασχίσουν τη Σαχάρα! Και φυσικά η τιμή του νερού ξεπερνά αυτή της βενζίνης.
  Αλήθεια, θυμάστε πριν δεκαριά χρόνια, εκείνα τα ιατρικά – επίσημα δελτία ηλιοθεραπείας, που έβγαιναν σαν τιμές χρηματιστηρίου στην  TiVi; Ηλιοθεραπεία: 10 λεπτά 12 με 2, 15 λεπτά 2 με 5, 30 λεπτά … μετά τα μεσάνυχτα!
  Τι έγιναν ρε πάνσοφοι Ασκληπιάδες όλα αυτά τα δέκα χρόνια που είναι γεμάτες οι παραλίες με μαυρισμένες κορμάρες, αφού σας γράφανε κανονικά;
  Περίεργα πράγματα, που ξέφυγαν από την λογική!
  Πρώτη ή δεύτερη μέρα στη 1η Γυμνασίου 1962 – ’63, μετά από εισαγωγικές εξετάσεις, τότε… 80 μαθητές σε μια αίθουσα, του παλιού πρώτου Δημοτικού, που το απόγευμα γινόταν Γυμνάσιο εξατάξιο…
  Τέσσερις μαθητές σε κάθε θρανίο, σιωπηλοί, με σταυρωμένα χέρια, κουρεμένοι γουλί και με σφιγμένη την καρδιά.
  Φιλόλογος ο μακαρίτης ο Αζής. Μπαίνει βλοσυρός, σκυφτός, παίρνει την κιμωλία στο χέρι και γράφει στον μαυροπίνακα «Το φυλλορρόημα (όταν πέφτουν τα φύλλα)». Γράφετε δύο ώρες έκθεση! Και κάθισε στην έδρα του.
  Θυμάμαι σαν χθες τη σκηνή. Τι γίνεται ρε παιδιά όταν πέφτουν τα φύλλα; Ρωτούσαν τα τρομαγμένα μάτια μας, φθινόπωρο του 1962. Έτσι ήταν τότε…
  Το κάρβουνο και των πιο καθυστερημένων, ξεφορτώνονταν τώρα στις πόρτες των σπιτικών. 4 έως 6 τόνοι ήταν υπεραρκετοί για τις μια – δύο σόμπες του σπιτιού, για όλο τον βαρύ τοτινό χειμώνα. Τότε, την προ καλοριφέρ εποχή. Οι πιο νοικοκυραίοι το έβαζαν τον Μάιο να στεγνώσει καλά όλο το καλοκαίρι…
  Η σόμπα άναβε συνήθως με το τέλος του πανηγυριού, το πρώτο δεκαήμερο του Οκτώβρη. Βέβαια, πάντα υπήρχε και έκαιγε σχεδόν καθημερινά, η σόμπα του πλυσταριού (πουγιάτα), για το ψήσιμο των πιπεριών που γέμιζαν το καθημερινό τραπέζι, το ζέσταμα του νερού για το Σαββατιάτικο μπάνιο.
  Οι μύγες ήταν τετράπαχες τέτοια εποχή, πάμπολλες και ενοχλητικές, μέχρις αηδίας.
  Η τρόμπα με το φυτίλι, με την απαίσια μυρωδιά του, καθημερινά έμπαινε σε ενέργεια από τις καλονοικοκυράδες, που μας ψέκαζαν άφοβα σαν αγιασμό! Το «φλιτ» ξεπάστρευε μύγες, κουνούπια, ψύλλους, κοριούς, σίγουρα και κάμποσους συνανθρώπους μας από καρκίνο, τότε τα χρόνια της αθωότητας.
  Το DDT που έφεραν οι Αμερικάνοι μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, γλύτωσε τον κόσμο από την ελονοσία, αλλά αποδείχθηκε έντονα καρκινογόνο και «αθάνατο» στην ύπαρξη του, σε νερό, ζώα, φυτά, ανθρώπους. 
  Στην Κυριακάτικη βραδινή βόλτα στον κεντρικό μας δρόμο, ανάμεσα σε ταβέρνες και οινομαγειρεία, άκουγες επίτηδες δυνατούς συνομιλίες των μοντέρνων ζευγαριών της εποχής: «πήγατε στην έκθεση στη Σαλονίκη»; «Θα πάμε το άλλο Σαββατοκύριακο». Η έκθεση που κρατούσε τότε τρείς εβδομάδες, ήταν το «τοπ» της κοσμικότητας, κάτι σαν Μύκονο σήμερα… «Ήπιατε μαύρη μπύρα; Είδατε τα ακροβατικά»; Και να τα ουουου!! του θαυμασμού και της επίδειξης.
  Αρχές Σεπτέμβρη οι μαθητές φρόντιζαν για την προμήθεια των βιβλίων της νέας τους τάξης. Τα αγόραζαν από τους παλιούς μαθητές της τάξης που περνούσαν, γιατί τότε υπήρχαν και πολλοί στάσιμοι στην ίδια τάξη.
  Λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία, έπρεπε να ντύσουν τα τετράδια του «Λαδόπουλου», με μπλε χαρτί κι άσπρη ετικέτα. Όμορφα, παστρικά, χωρίς κόλες και διάφορα σημερινά στολίδια. Το ντυμένο καθαρό τετράδιο, ήταν το πρόσωπο του μαθητή.
  Το «μαρτύριο» του κονδυλοφόρου με την πένα κι το μελανοδοχείο, το στυπόχαρτο, τέλειωσε για τους μαθητές γύρω στο ’60. Τα θαυμαστά BIC –στυλό διαρκείας- παρά τις αντιρρήσεις των παλιομοδίτικων δασκάλων των Σχολαρχείων, επικράτησαν, όπως επικρατεί πάντοτε το νέο, το πρακτικό, το επαναστατικό.
  Τα στυλό διαρκείας, τα BIC δηλαδή, ήταν η αντίστοιχη σημερινή επανάσταση του πληκτρολογίου του κομπιούτερ ή κινητού. Τα τοτινά ganged των νέων.
  Την αξία των BIC την ξαναένοιωσα όταν, πριν δεκαριά χρόνια, βρέθηκα με γκρουπ στο Μαρόκο. Με άπταιστα γαλλικά, πάμπολλα παιδιά του Δημοτικού, ευγενέστατα μας ζητούσαν, όχι λεφτά η μαστίχες, αλλά BIC!!!
  Τέλη του Σεπτέμβρη αρχίζει η συγκομιδή των αμύγδαλων, που στο Αμύνταιο σχεδόν όλοι, αγρότες και μη, τα είχαν σαν ένα μικρότερο βοήθημα του εισοδήματος τους. Μικροί – μεγάλοι, γέροι – νέοι, όλοι στη συγκομιδή, στο καθάρισμα, το ξέραμα, το τσουβάλιασμα και την αναμονή του έμπορα. Κι είχαν αξία τότε, μέχρι που άνοιξαν οι αγορές και τώρα, η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Κίνα, η Καλιφόρνια, πλημμύρισαν τον κόσμο όλο, με ξηρούς καρπούς. Σημεία της παγκοσμιοποίησης που κάνουν ευτυχισμένες τις κάργες και τις καρακάξες και κάποιους νεοπρόσφυγες, που μαζεύουν τα παρατημένα τώρα αμύγδαλα.
  Ο τρύγος, των φημισμένων αμπελιών του Αμυνταίου, ήταν ένα άλλο πανηγύρι, δουλειάς, χαράς, Διονυσιακής ευτυχίας, κοινωνικότητας, έστω και αν δεν ανταποκρινόταν πάντοτε οικονομικά στην αξία του πολύτιμου προϊόντος.
  Η μυρωδιά του μούστου, των ώριμων σταφυλιών, της προσμονής του νέου κρασιού της χρονιάς, γέμιζε τις τυραννισμένες ψυχές των ανθρώπων της εποχής κι έδινε χρώμα και ομορφιά στη ζωή τους…
  Το Σεπτέμβριο ξεκινούσε το πρωτάθλημα και ο «ΕΡΜΗΣ», ο τοτινός, με προπονητή τον Μηγκούση, προετοιμασμένος σκληρά όλο το καλοκαίρι, θα σάρωνε για άλλη μια χρονιά τα γήπεδα της Κεντρο-δυτικής Μακεδονίας.
  Με εξτρέμ τον αέρινο Λιάνη, το ξερό φαρμακερό σουτ του Σταυρούλη Κωτσόπουλου, που έτρεμαν οι τερματοφύλακες, του μπαλαδόρου Μόρτη, το αξεπέραστο μπακ Νίκο Ζούγκα, τον μέσο Πάντε Γκέσκα, τον Γιανκούλη λίγο μετά, μια ονειρική ομάδα!!! Φλώρινα, Πτολεμαΐδα, Καστοριά, Κοζάνη, Γιαννιτσά, Άργος, Γρεβενά κι ένα μικρό Αμύνταιο, με μια ομάδα για χρόνια φόβος και τρόμος των αντιπάλων. Τότε που η φανέλα, η ομάδα, ο τόπος σου, οι άνθρωποί του, ήταν πραγματικά ιερά, ήταν δικά σου. Ήταν ο πλούτος σου, ο κόσμος όλος!
  Η ετήσια «Μεγάλη εμποροζωοπανήγυρις» της πόλης μας, το πρώτο 10ήμερο του Οκτώβρη, ήταν το κορυφαίο γεγονός –από κάθε πλευρά- στην περιοχή μας.
  Το «μαγικό» εκείνο πανηγύρι, σε τίποτε δεν μοιάζει μ’ αυτό του σήμερα. Ίσως, γιατί τα χρόνια εκείνα, μικροί – μεγάλοι ήταν «παιδιά»! Και χαίρονταν με πράγματα που σήμερα δεν χαροποιούν, ούτε τα «μπουχτισμένα» παιδιά μας…
  Κατ’ αρχάς ήταν απείρως μικρότερο τότε σε μέγεθος. Χωρούσε όλη η πραμάτεια του, τότε την «προ καταναλωτική εποχή», μέσα στην πλατεία Αγοράς! Και εννοείται, μέσα στην πλατεία στήνονταν και τρία τουλάχιστον θέατρα, ο «Γύρος του θανάτου», οι κούνιες, τ’ αλογάκια… Ο «Μεγάλος θίασος του Γιώργου Παπού», κάθε χρόνο έδινε παράσταση με τη «Γκόλφω» κι άλλα δημοτικο-λαϊκά κωμειδύλλια που συγκινούσαν τότε (φουστανέλα, φούντα, φέσι και δαχτυλιδένια μέση)…
  Ήταν ένα τεράστιο πραγματικά θέατρο, με πολλούς ηθοποιούς, κομπάρσους και ζωντανή ορχήστρα. Αυτό που λέγανε «μπουλούκια» οι ηθοποιοί. Πάντοτε υπήρχαν τουλάχιστον δυο σκηνές, με φακίρηδες, ταχυδακτυλουργούς και ημίγυμνες χορεύτριες κι εδώ με ζωντανή ορχήστρα (κλαρίνο, τύμπανο, τρομπέτα).
  Πάμπολλες τέντες με ρουλέτα-καζίνο για κουμάρο, που μάζευε τους παίχτες της περιοχής κι άλλα κορόιδα της επαρχίας. Αντί ρουλέτα είχαν τον «γούργουλα». Ένας πύργος λαμαρινένιος ή ξύλινος, που μέσα του ρίχνονταν και κυλούσε ένα «ζάρι» με τους αριθμούς. Ένα αρχαϊκό καζίνο …με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Τουλάχιστον τα τοτινά καζίνο, κρατούσαν τα λεφτά των χαμένων στην Ελλάδα…
  Ανύπαρκτοι τότε οι «παπατζήδες» που τους κυνηγούσε με μανία η Αστυνομία, σε σχέση με τα τελευταία χρόνια. Τα χρόνια εκείνα, στόχος της χωροφυλακής και με μεγάλη επιτυχία, ήταν οι παπατζήδες, οι πορτοφολάδες, οι «δράκοι», οι μπανιστιρτζήδες κι οι …κομουνιστές!!!
  Δεν υπήρχαν τότε κουκουλοφόροι, ούτε «αγανακτισμένοι» … ούτε δεσποτάδες σαν τον Κονίτσης, να ευλογούν τα αυγά και τα γιαούρτια…
 Γύρω στο 1960, ο «Γύρος του θανάτου», οι κούνιες, τα αλογάκια, βγήκαν απ’ την πλατεία και στήνονταν στον άκτιστο τότε χώρο, Εθνικής – Αγροτικής Τράπεζας.
  Η πραμάτεια των εμπόρων του πανηγυριού ήταν κυρίως φλοκάτες, βελέντζες, μάλλινες κουβέρτες που έντυναν τότε τα παγωμένα χωριάτικα σπίτια των ανθρώπων, ιδίως της υπαίθρου. Εργαλεία χειροποίητα αγροτικά, λίγα ρούχα και παπούτσια, σμάρια, κάρα, χαλινά, χαϊμαλιά.
  Πολλές σκεπασμένες με καλάμια ταβέρνες, που σέρβιραν κεμπάπια και κόκκινο κρασί. Ούτε ρετσίνα, ούτε μπύρα τότε. Λεμονάδες, γκαζόζες ΨΥΠΑΚΟ (εργοστάσιο της Κοζάνης) για τα παιδιά και τις γυναίκες. Βότκες ουίσκια και λοιπά, σημερινά ποτά της νεολαίας, ήταν άγνωστα παντελώς.
  Οι ταβέρνες και τα οινομαγειρεία της πόλης, όλα τους είχαν ορχήστρες που έπαιζαν ατελείωτα. Τα ίδια εδέσματα υπήρχαν κι εκεί, εκτός απ’ τον Γούσια και τον Μηνά, που ήταν εστιατόρια επιπέδου κι είχαν νοστιμότατη και πλούσια κουζίνα, ονομαστή σε όλη την Δυτική Μακεδονία.
  Το ζωοπάζαρο με αμέτρητα ζώα για πώληση, ήταν στο χώρο πίσω από το σημερινό Κέντρο Υγείας. Τα παζάρια έδιναν και έπαιρναν για ώρες και οι μερακλήδες εξέταζαν προσεκτικά τα ζώα που ήταν για αγορά.
  Οι δύο τότε κινηματογράφοι μας, «ΑΣΤΕΡΙΑ» και «ΟΛΥΜΠΙΟ», παίζαν ασταμάτητα από τις 10 το πρωί, Ξανθόπουλο και καουμπόικα, Κυριακή – Δευτέρα του πανηγυριού.
  Το τέλος των παγωτών και η αρχή των νοστιμότατων Βολιώτικων κάστανων του Ιορδάνη, ήταν το πανηγύρι 2 δραχμές τα 250 γραμμάρια, ζεστά, να αχνίζουν κάστανα βρασμένα…
  Και ‘μεις, μαθητές του Δημοτικού, που λειτουργούσε και το Σάββατο και τη Δευτέρα του πανηγυριού, ν’ ακούμε να ουρλιάζει ο «Γύρος του θανάτου», να βουίζουν οι μουσικές από κάθε λογής μεγάφωνα και …σαν τους μαθητές του Κονδυλάκη, να ‘μαστε έτοιμοι να ξεφωνίσουμε στον Αντωνιάδη, τον Ζούλα, τον Παπαπέτρου, τον Παναγιωτίδη –σουσσσ!! δάσκαλε… άκου, άκου το βουητό, το θεϊκό του πανηγυριού! Και χτύπα το κουδούνι ν’ αμοληθούμε στο μυθικό παράδεισο του… που τότε τα χρόνια της αθωότητας για όλους, ήταν γεμάτος γοητεία και μαγεία.
  Έστω και με μια – δυο – πέντε δραχμές στη τσέπη, σχεδόν όλοι, μικροί – μεγάλοι…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.