Ο
στίχος του μεγάλου Ελύτη, από την «Ελένη», ξεστράτισε «απ' του μυαλού τ'
αυλάκια» προχθές το βράδυ καθώς αστραπόβροντα πολιορκούσαν τον νυχτερινό ουρανό
καταυγάζοντας τη μικρογεωγραφία του Αμυνταίου, οι μαρκίζες των σπιτιών
αναχαίτιζαν τις ριπές της καταρρακτώδους βροχής και τα λούκια, ως προμαχώνες,
άντεχαν την πολλή νεροποντή.
Το
επόμενο πρωί «σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη*» και ένας απαστράπτων ήλιος ξεπρόβαλε
από τη Σαμαρόπετρα και έλουζε με το ζωογόνο του φως τον μαγευτικό αμπελώνα που ξετυλίγεται από το Ράστο ως την Ντουλίστα
και από τη Λίμνη και τη Σμρλια ως τον Γιακά και την Τζιαντία, διαψεύδοντας και
τον στίχο του ποιητή και την άλλοτε και δική μου ακράδαντη πεποίθηση, ότι μια
βροχή μετά τον δεκαπενταύγουστο στο Αμύνταιο, αποτελειώνει το Καλοκαίρι του!
Ναι,
η κλιματική κρίση είναι πια εδώ, τα Καλοκαίρια έχουν μακρύνει και απλώνονται σ'
όλο τον Σεπτέμβρη, αγκαλιάζουν τον Τρύγο και καλοκαιριάτικες ημέρες χαιρόμαστε
και τον Οκτώβρη!
Ο
Τρύγος των νεοφερμένων ποικιλιών Merlot,
Syrah, Shardonnay, Sauvignon Blanc κ.ά. δεν περιμένει πια την ώρα της Ποπόλκας,
του αμυντιώτικου ξινόμαυρου σταφυλιού
που είναι όψιμο, και από τις αρχές του Σεπτέμβρη ή και τα τέλη του
Αυγούστου αρχίζει να ξελαφρώνει τις πινούσκες από το γλυκύτατο, μεθυστικό
φορτίο τους.
Δεκάδες εργάτριες και εργάτες όχι πια με κάρα, κοφίνια και καλάθια,
αλλά, με TOYOTA HILUX και DATSUN αγροτικά αποβιβάζονται στα κεφαλάρια των
αμπελιών και δρέπουν τον καρπό του Βάκχου σε πλαστικές κλούβες χωρίς τραγούδια
και χωρατά. Ειδικά, μικρά τρακτέρ μεταφέρουν τις γεμάτες με σταφύλια κλούβες
όχι βέβαια σε κελάρια μικρών αγροτονοικοκυριών -ελάχιστες οι εξαιρέσεις- αλλά
σε σύγχρονα οινοποιεία.
Εξέλιξη, πρόοδος, ανάπτυξη.
Οινοποιητικές μονάδες με ιδιόκτητους αμπελώνες και σύγχρονοι,
συγκροτημένοι, ντόπιοι αμπελουργοί οι οποίοι συνεργάζονται και με οινοποιεία
και πέραν του Αμυνταίου, συνεχίζουν την καλλιέργεια των αμπελιών, αγροτοδουλειά
που τη γνωρίζουν και την αγαπούν αναντάμ παπαντάμ και παράγουν τα ονομαστά, περίφημα
κρασιά Αμυνταίου γνωστά στο πανελλήνιο και εδώ και αρκετά χρόνια και στο
εξωτερικό.
Όμως
ο Τρύγος των παιδικών και νεανικών μου χρόνων με πατητήρια σε κελάρια, με
γυμνόποδες πατητές, μούστο, ρετσέλια, ζρνα, μουσταλευριά και γιορτάσια είναι
μακρινό παρελθόν. Το βιώνω με νοσταλγία, με συγκίνηση και όχι με θλίψη.
Και βέβαια ο Γιώργος και ο Θανάσης ιδέα δεν
έχουν από τρύγο και μούστο.
Και γιατί να έχουν;
Εμείς με αλώνια, τρύγο, μπίλιες, κουτσοντό και ρετσέλια και αυτά με
Smartphone, Tablet, εφαρμογές Android στο Google Play και κρεπερί.
Καλό Τρύγο και του Χρόνου…
Σεπτέμβρης
2025
Θανάσης
Τραϊανός
* Δ. Σολωμός: Ημέρα
της Λαμπρής.
Καθώς, ο φετινός Σεπτέμβρης με τις ηλιόλουστες μέρες του, δεν συνηγορεί στην αίσθηση ότι ο ήλιος γέρνει προς το φθινοπωρινό ηλιοστάσιο σηματοδοτώντας το τέλος του καλοκαιριού, το εμπνευσμένο άρθρο του Θανάση Τραϊανού ζωντανεύει θύμισες από τον Σεπτέμβρη-Τρυγητή μιας άλλης εποχής… που νοσταλγώ με πολύ συγκίνηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι περισσότεροι από εμάς που διανύουμε την έκτη δεκαετία της ζωής μας, θυμόμαστε τον Τρύγο ως μια πραγματική ιεροτελεστία και μια συλλογική εργασία που στηριζόταν στην αλληλοβοήθεια και τον εθελοντισμό.
Όλες οι εργασίες γίνονταν στην ώρα τους, καθώς ο καιρός το Φθινόπωρο ήταν απρόβλεπτος και μια βροχή μπορούσε να καταστρέψει την παραγωγή ή τα μαυροπούλια να «τρυγήσουν» στην κυριολεξία ολάκερη τη σοδειά.
Έτσι, με το χάραμα της ημέρας μικροί - μεγάλοι, συγγενείς και φίλοι πάνω στα κάρα ή στα γαϊδουράκια με τα «τρυγοκόφινα» δεξιά και αριστερά, αναχωρούσαν για το αμπέλι, όπου αναλάμβαναν τις μοιρασμένες από πριν δουλειές. Οι νεότεροι και οι γυναίκες έκοβαν τα σταφύλια και τα τοποθετούσαν προσεκτικά στα κοφίνια που είχαν δίπλα τους. Οι πιο «γεροδεμένοι» περνούσαν τακτικά από τις σειρές του αμπελιού, σήκωναν στην πλάτη τα κοφίνια και τα φόρτωναν στα γαϊδουράκια, τα κάρα ή στα λιγοστά αγροτικά αυτοκίνητα που υπήρχαν.
Θυμάμαι πολύ έντονα το τεράστιο κελάρι του σπιτιού μου, τη στέρνα, τα μικρά και μεγάλα βαρέλια, το πατητήρι, όπου χοροπηδούσαμε σε διονυσιακούς ρυθμούς για να πατηθεί το σταφύλι και κατόπιν να σφραγιστούν τα βαρέλια με τον μούστο, βάζοντας στις πόρτες τους, βασιλικό που παίρναμε την ημέρα του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), από την εκκλησία για να ευλογηθεί ο μούστος και να γίνει καλό κρασί. Αξίζει να αναφέρω ότι ένα από τα βαρέλια αυτά, 90 χρόνων, κοσμεί την κάβα της εμβληματικής «Ταβέρνας του Θωμά» στο Σκλήθρο, καθώς η οικογένεια Πασπάλη μου έκαναν την εξαιρετική τιμή να το συντηρήσουν και πάνω σε αυτό να τοποθετήσουν ξύλινη επιγραφή με την ιστορία του βαρελιού και την αμπελουργική τέχνη της οικογενείας μου.
Κάποτε...
Ο αμπελουργός με τη δύναμη της αμπελουργικής τέχνης και την αύρα της ψυχής του, έκανε το καλό κρασί.
Ύστερα...
Οι ανάγκες άλλαξαν: ποσότητα, ποιότητα, ταχύτητα, παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα... και ήρθε η τεχνολογία, το επώνυμο και το ίδιο.
Σήμερα...
Μόνο οι άνθρωποι είναι ίδιοι και τα θέλουν όλα, τα «Κάποτε» και τα «Ύστερα» τα θέλουν τώρα...
Καλόν Τρύγο και καλή σοδειά…
Μαρίνα Κάγκα
Επιμελήτρια συγγραμμάτων