Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

Σκλήθρο – (Ζέλενιτσ*) - Σε απάντηση μιας χυδαιότητας, επικίνδυνων, σκοτεινών, βρωμερών, τυμβωρύχων…

 
(Του Α.Θ.Ρ. από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)
  Όταν βαραίνει το παρελθόν σου, όχι η σκιά μιας έστω νεανικής βλακείας, να στηρίζεις φανατικά κι επίσημα το χουντικό καθεστώς, αλλά να κυνηγάς με την ασφάλεια δημοκράτες φοιτητές, τότε εξηγείται απόλυτα κάθε μετέπειτα παρεκτροπή κι εκδήλωση της σκατοψυχής σου!
  Αντί λοιπόν να προσπαθήσω ν’ αντικρούσω τις κατηγορίες των σύγχρονων «εισαγγελέων», του φοβερού στρατοδικείου Φλώρινας του ’49, για τα «εγκλήματα» ενός φιλήσυχου, τσακισμένου, ταλαιπωρημένου, χτυπημένου σκληρά χωριού, στη δίνη μιας δύσκολης, μπερδεμένης, ανώμαλης κι αιματηρής περιόδου στην ιστορία της χώρας μας, θα «κατεβάσω» παλιότερο μου άρθρο, με τίτλο «Σκλήθρο – Ζέλενιτς».
  Και κλείνω με δυό – τρείς εύλογες παρατηρήσεις…
α) Ένα χωριό – μεγαλοχώρι, με «240 σχισματικές οικογένειες» (Γερμανός Καραβαγγέλης) και δε διαβάζω στο αφήγημα των μυθιστοριογράφων, να έχει έστω μία ένοπλη ομάδα ανθρώπων (μια τσέτα κομιτατζήδων), να ταλαιπωρεί γειτονικά χωριά και τους «εθνικόφρονες» κατοίκους τους…
  Διαβάζω για «ομάδα ένοπλων Λεχοβιτών, Ασπρογειωτών, Σφακιανών»!
β) Βλέπω με χαρά, ότι τον αλλοτινά χαρακτηρισμένο απ’ τους ομόφρονες των μυθιστοριογράφων, «ΕΑΜ ο Βουλγαρο ΕΛΑΣ», να δίνει μάχη και να χάνει μαχητές εναντίον «Βουλγάρων» οπλισμένων Σκληθριωτών!
γ) Σε ένα χωριό σχεδόν αποκλειστικά «σχισματικό», δεν είναι περίεργο πώς επέζησε και δεν μάτωσε μύτη, μια χούφτα ανθρώπων «πατριαρχικών» και ιδίως όταν, άτομο απ’ αυτούς φέραν το 1904, τους ολετήρες, φονιάδες αμάχων, Σφακιανούς παλληκαράδες (έμμισθους)! (Ματωμένος γάμος Ζέλενιτς).
δ) Στο νησί Ellis Island, στην είσοδο της Νέας Υόρκης, μπαίναν σε καραντίνα και καταγράφονταν, στοιχεία κι εθνικότητα, όλοι οι μετανάστες απ’ τον 18ο αιώνα και οι Αμερικανοί έχουν ακόμα τα αρχεία.
  Μπορεί ο καθένας να ψάξει σε σχετικό site, προγόνους του. Σε καταγραφές μεταναστών απ’ το Ζέλενιτς, όλοι τους δηλώνουν εθνότητα… Μακεδόνες, όχι Βούλγαροι ή… Κογκολέζοι!
ε) Κι αν ο Βουλγάρικος εθνικισμός κι επεκτατισμός ξεκινάει το 1870 με το «Σχίσμα της Εξαρχίας», με παπάδες, εκκλησίες και δασκάλους, στην Οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία, πριν απ’ αυτή την εθνικιστική επίθεση, υπήρχε σαν γλώσσα, έθιμα, κουλτούρα, πεποίθηση; 
  Κι αποκλείεται, οι αγράμματοι Σλαβόφωνοι να μάθαιναν γράμματα και γλώσσα, με φοίτηση σε «βουλγάρικα» σχολεία. Είχαν γλώσσα μητρική και πριν το 1870. (Όπως και οι Βλάχοι κι οι Αρβανίτες, οι Εβραίοι, οι Ρομά)…
Σκλήθρο – (Ζέλενιτσ*)...
* Τα περισσότερα χρόνια της μακραίωνης ιστορίας του, υπήρξε μ’ αυτό το όνομα. Το ινδιάνικο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, συνεχίζει να υφίσταται με το ίδιο όνομα, άσχετα αν τώρα αντί για Ινδιάνους, κατοικείται από τραπεζίτες, Γκόλντεν μπόις, πλούσιους λευκούς Αγγλοσάξονες και μαύρους, απόγονους πρώην δούλων.
 
Γύρω στα ’60, το Σκλήθρο, ήταν ένα ακμαιότατο ζωντανό κεφαλοχώρι της περιοχής μας.
  Πολυάνθρωπο, γλεντζέδικο, μ’ ένα επίπεδο ζωής και μια κουλτούρα, που το ‘καναν να ξεχωρίζει.
  Με τα 2/3 των κατοίκων του γηγενείς και τους λοιπούς Μικρασιάτες πρόσφυγες και λίγους Βλάχους, σε μια ειρηνική – σιωπηλή συνύπαρξη, που πέρασε από διακυμάνσεις ψυχρότητας, ή και σκληρότητας, ανάλογα με την ανωμαλία των εποχών.
  Σχεδόν αποκλειστικά «πατατοχώρι», πριν επεκταθεί η καλλιέργεια της και μ’ ένα γερό στήριγμα σε μεταναστευτικό συνάλλαγμα από τους πάμπολους μετανάστες του –ιδίως στον Καναδά-, έδινε στους κατοίκους του έναν αέρα, πέραν από την συνήθη τότε μιζέρια της αγροτιάς.
  Παμπάλαιο χωριό που καταδεικνύει το τεράστιο νεκροταφείο του Αη Δημήτρη, σε μια ευνοούμενη από νερά και γη, κοιλάδα, σε τίποτε δεν μοιάζει με το σημερινό μισο – έρημο χωριό.
 
Τρία ποτάμια ανοικτά, πεντακάθαρα, διέσχιζαν αρμονικά το κεφαλοχώρι, πριν την Νεοελληνική αβελτηρία της «ανάπτυξης», που έκανε τα ποτάμια τσιμενταρισμένους κλειστούς οχετούς λυμάτων.
  Ρυάκια και νεροσυρμές κελαριστές, έτρεχαν τριγύρω, απ’ τα ποτιστικά –σχεδόν όλα- χωράφια, που τα όρια τους χώριζαν σκιερές φυλλωσιές σκλήθρων, βελανιδιών, φουντουκιών κι ευωδιαστών θάμνων (μέζντες).
  Χιλιάδες πουλιά, ζωάκια, έντομα, πεταλούδες, σφετούκλες (κωλοφωτιές), ζούσαν αρμονικά κι ευτυχισμένα με τους ανθρώπους και το χιλιόχρονο  περιβάλλον, σε μια  επίγεια Εδέμ, αυτά, χωρίς διόλου την διορθωτική νοσταλγία του παρελθόντος.
  Θυμάμαι τους αμέτρητους πελαργούς να βαδίζουν σοβαροί κι άφοβοι, ελάχιστα πίσω απ’ την «κόσα» του κοσατζή, που κόβοντας το νωπό χορτάρι που ευωδίαζε, άφηνε βορά στους αχόρταγους πελαργούς φίδια, βάτραχους, ποντίκια.
  Τα λιβάδια του Σκλήθρου, είχαν μια εικόνα υπαίθρου της Αυστρίας, της Ελβετίας.
  Πηγές πόσιμου πεντακάθαρου νερού, υπήρχαν, κάποιες διαμορφωμένες και σε αυτοσχέδιες βρύσες, από αιώνες, διάσπαρτες, γνωστές σ’ όλο το Σκληθριώτικο κάμπο, που έπιανε από τις υπώρειες Λεχόβου, Ασπρογείων μέχρι το Λιμνοχώρι.
  Οι αγροτικές εργασίες γίνονταν όλες χωρίς ένα ξένο εργάτη, ή σχεδόν κανένα μεροκάματο σε ντόπιο.
  Η αλληλοβοήθεια κι η μεταξύ τους συνεννόηση και ο προγραμματισμός, εξασφάλιζε μια αποτελεσματική διαχείριση κι αξιοποίηση της εργατικής δύναμης, κάτι σαν ένας μη κερδοσκοπικός συνεταιρισμός. Όλοι για έναν, ένας για όλους, («ουρντίτσα» λεγόταν αυτή η αλληλοβοήθεια).
  Άλλωστε, τα χρόνια εκείνα, οι πλείστοι κάτοικοι ενός χωριού –φυσικά της ίδιας καταγωγής- ήταν λίγο – πολύ συγγενείς, συμπέθεροι, κουμπάροι και σίγουρα, πολύ πιο φίλοι απ’ ότι σήμερα, που κλειδαμπαρωθήκαμε όλοι στο σαλόνι μας, με συγγενείς και φίλο τον Αφτιά και τη Τατιάνα.
  Οι αγροτικές δουλειές, ανάλογα με την εποχή, είχαν κάτι το πανηγυρικό και επικό, με την κινητοποίηση όλου σχεδόν του πληθυσμού.
  Όργωμα, τσάπισμα, πότισμα, θέρος, αλώνισμα, συγκομιδή του χόρτου, του άχυρου, της πατάτας, του καλαμποκιού, των ξύλων του χειμώνα. Όλα είχαν μια θεσμοθετημένη εποχιακή κινητικότητα, που μόνο οι ρέμπελοι κι οι γέροι και τα μικρά μένα εκτός.
  Η «πατόζα», η αλωνιστική μηχανή, πριν την έλευση της «κομπίνας», ήταν το mast του πανηγυριού, της αγροτιάς, ιδίως της νεολαίας και των παιδιών.
  Ήταν η έκφραση της εξέλιξης, της προόδου, του πολιτισμού, του εκσυγχρονισμού στην αγροτική υπόθεση, που πριν λίγα χρόνια, μέχρι χιλιάδες χρόνια πίσω, αλώνιζε με τα άλογα.
  Η βόλτα της νεολαίας, ακόμα και των μεγάλων, τις ολόφωτες απ’ τα αστέρια καλοκαιρινές νύχτες, τώρα γίνονταν στο χώρο που στήνονταν η θαυμαστή αυτή τεράστια μηχανή, που της έδινε κίνηση ένας εντυπωσιακός ιμάντας, που κατέληγε στο στρόφαλο του τρακτέρ.
 
Γύρω στις αμέτρητες θημωνιές στήνονταν ένα ελκυστικό ερωτικό παιχνίδι γνωριμιών, επαφών, πειραγμάτων της νεολαίας, αλλά και των παιδιών, που στις αγροτικές περιοχές –είναι σίγουρο- ότι νωρίτερα γνωρίζουν τον έρωτα, απ’ ότι στις απρόσωπες πόλεις.
  Το χωριό τις μέρες του αλωνισμού, ήταν πασπαλισμένο όλο από ψιλοκομμένο χρυσαφένιο άχυρο, που κουβαλούσαν τα κάρα με τα βόδια, στις αχυρώνες.
  Λεφούσια ευτυχισμένα παιδιά, κρέμονταν ολημερίς στο πηγαινέλα των φορτωμένων κάρων. Χωρίς αναζήτηση κάθε λεπτό, απ’ το υστερικό κινητό… Απλά, αθώα, ανέμελα, ανθρώπινα, ισορροπημένα.
  Η νύχτα έφτανε προς μεγάλη λύπη μας, που χαλούσε το παιχνίδι μας στα ποτάμια, το βουνό, το λιβάδι, τις αχερώνες και τις αυλές των σπιτιών, γεμάτων τότε με ανθρώπινη παρουσία.
  Δε θυμάμαι να ‘παθε κάποιο παιδί τότε, κάτι, που ολιμερίς, ασταμάτητα, παίζαμε από επικίνδυνα μέχρι σκανδαλιάρικα παιχνίδια. Πιθανόν μας προστάτευε ο θεός των παιδιών. Οι δικοί μας, μόνο αργά το βράδυ μας έψαχναν…
  Παιδικό μου όνειρο, ήταν να ‘χω δική μου κάπα τσομπάνη, σαν του φίλου μου του Νικάκη Φουρκιώτη, που καβάλα στ’ άλογο, πηγαινοερχόταν απ’ το σπίτι στο μαντρί τους. Κι όταν κάποτε μου δάνεισε μια κάπα του, παρακαλούσα να βρέχει καλοκαιριάτικα, για να την φοράω, κι ας βρομούσε τραγίλα και ξινισμένο γάλα.
  Τέσσερα καφενεία είχε το Σκλήθρο (Πούλιου, Μπούφη, Σμέρνου, Κατρηλιώτη). Μια ταβέρνα (Αξιώτη). Ένα φούρνο (Παράφτση). Δυο χασάπικα (Ζωντανού, Κουμπούρτση). Τρία μεγαλομπακάλικα – εμπορικά (Φωτιάδη, Κριτή, Καραπαλίδη). Δύο κουρεία (Πετσόπουλου, Μηνά).
  Ραφείο, τσαγκάρικο, καροποιείο. Δύο αγροφύλακες με άλογα με σέλα, που τα δέναν έξω απ’ το καφενείο σαν καουμπόηδες. Ένα δασοφύλακα.
  Ταχυδρομείο, Αγροτικό ιατρείο, με γιατρό πριν το ’60 τον μετέπειτα κλινικάρχη Πτολεμαΐδας, τον χειρουργό Ζέρβα. Αργότερα, για χρόνια, τον Γιάννη Διδασκάλου.
  Σταθμό Χωροφυλακής, με νωματάρχη, καπετάνιο τον λέγαν οι Σκληθριώτες –καλοπιάνοντας τον- και δύο πάντοτε χωροφύλακες, που παίζαν ολιμερίς τάβλι στο καφενείο.
  Το Σκλήθρο, ήταν ένα γλεντζέδικο χωριό με γαλαντόμους νοικοκυραίους, που ξέραν να γιορτάζουν.
  Τρεις μέρες γιόρταζαν πρωτοχρονιάτικο καρναβάλι, δύο μέρες Αγία Παρασκευή, τρεις μέρες Πάσχα, στη πλαγιά του «Ρίντο».
  Αποκλειστικός διασκεδαστής – μουζικάντης ενός χωριού με ποιότητα και γούστο, ήταν ο «Γκιούμπουρας» (Τάσος Βαλκάνης), με την καλύτερη ορχήστρα της Δυτικής Μακεδονίας.
  Ποτέ δεν έλειψε ο μοναδικός αυτός μουσουργός, με τον δικό του Βαλκανιο-δυτικότροπο ήχο του, που ήξερε να διαβάζει νότες, από πανηγύρι ή καλό γάμο του Σκλήθρου.
  Ποτέ δεν αγνόησε το κάλεσμα τους. Ήξερε τον χορό του καθενός, άντρα και γυναίκας, σχεδόν χωρίς παραγγελιά. Όπως κι όλοι του χωριού ήξεραν στη πλατεία, μπροστά στο καφενείο του Θανάση, τι χόρευε ο καθένας.
  Μέχρι αργά το βράδυ, με το χιόνι να πέφτει στους ώμους τους και να μην φεύγει κανείς, μέχρι και οι γριές, που πάντα τις γιορτινές μέρες ξεχνούν τις αρρώστιες.
  Αργότερα, τα όργανα μπαίναν στο καφενείο, όπου δίνονταν η καθιερωμένη «χοροεσπερίδα», με τα ζευγάρια της εποχής, ντυμένα και γυαλισμένα σαν σταρ της εποχής.
  Ο ήχος του Γκιούμπουρα, είχε μια Βαλκάνια απόχρωση, χωρίς ν’ αντιγράφει κομμάτια των βόρειων γειτόνων μας.
  Από μικρό παιδί, στηνόμουν για ώρες μαγεμένος, δίπλα στο τρομπόνι, τη κορνέτα, το τύμπανο, απολαμβάνοντας τη γλύκα του θεϊκού ήχου του Γκιούμπουρα, που στο Αμύνταιο, δεν είχε ανάλογη εκτίμηση.
  Αργά το βράδυ, έπιανε το σαξόφωνο, άνοιγε το πεντάγραμμο κι έπαιζε παθιάρικα ταγκό, βαλς, για τα ζευγάρια, πράγμα, που μόνο η ορχήστρα του το κατάφερνε.
  Η όποια ιστορία ακμής του Σκλήθρου, είναι υφασμένη με τη μουσική του αείμνηστου Τάσου Βαλκάνη.
  Γύρω στα ’85 – ’86, τον είχα πελάτη στο ΙΚΑ Φλώρινας, πριν βαρύνει απ’ την θανατερή αρρώστια των πνευμόνων του.
  Ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος που θαύμαζα απ’ τα παιδικά μου χρόνια και τα βιώματα μου.
  Η «χαρτούρα» της εποχής ήταν το δολάριο (30 δραχμές τότε), απ’ τους Καναδέζους του Σκλήθρου και το τάλιρο, απ’ τους κοινούς θνητούς.
  Κάποτε, θυμάμαι, αργά σε κάποιο γλέντι του χωριού –σίγουρα μ’ άλλη ορχήστρα- τραγουδούσαν οι νέοι του χωριού, ένα σλάβικο ερωτικό.
..Μου σα μόλιαμ να Μπογκουρυτίτσα
Ντα τα ζέβαμ εβντοβίτσα…
(Παρακαλάω την Παναγιά
να σε πάρω χήρα)!
  Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν απ’ τις δυνάμεις ασφαλείας!!! του νωματάρχη Πάλλα, κι όλοι τους να κοιμηθούνε στο κρατητήριο!
  Ο θείος μου ο Γιώργος Καραπαλίδης, του πατέρα του οποίου ο στρατός το ’49 εκτέλεσε στη Φλώρινα μαζί με τους 27 Αμυνταιώτες, πάντα θυμάμαι παράγγελνε στον Γκιούμπουρα, εκείνη τη θεϊκή μελωδία του Παύλου Μελά! «σαν τέτοια ώρα στο βουνό, ο Παύλος πληγωμένος»
  Άλλες εποχές, άλλα ήθη, άλλη λογική…
  Η πρώτη μου επαφή με το Σκλήθρο, στις διακοπές των Χριστουγέννων, όταν κατεβαίναμε με την μάνα μου στη στάση «Καρυδιά», απ’ το βρωμερό λεωφορείο της γραμμής, ήταν η μυρωδιά της καμένης βελανιδιάς και κείνος ο «αναθρώσκων» καπνός, που ανέβαινε ήρεμα, απ’ όλες τις καμινάδες των γεμάτων ανθρώπους σπιτιών.
  Στο Αμύνταιο βρωμούσε θειάφι, απ’ το κάρβουνο που καίγαμε όλοι στις σόμπες.
  Απ’ τα μικράτα μου, Πάσχα – Χριστούγεννα – καλοκαίρι, όλες μου τις διακοπές τις μαθητικές, τις πέρασα στο Σκλήθρο, κοντά σε αγαπημένους, αξέχαστους ανθρώπους.
  Οι καλύτερες εικόνες που αποτύπωσε ο φακός του φλοιού μου, είναι απ’ το Σκλήθρο.
  Πρόλαβα δύο γερο – βλάχους με τις φουστανέλες τους, ακουμπισμένους στις γκλίτσες τους να λιάζονται ώρες, έξω απ’ το καφενείο του χωριού, μια εικόνα μαγική.
  Στα μπακάλικα στημένοι στον μπάγκο στα όρθια, πίναν σφηνάκια τσίπουρο οι μερακλήδες, με στραγάλια ή καμιά παστή όλο αλάτι σαρδέλα.
  Ο αρραβώνας δυο νέων κι η επαφή των σογιών, των συμπεθέρων, γινόταν σε όλους γνωστή απ’ τα τραγούδια των συγγενών, που γιόρταζαν το γεγονός.
  Οι νέοι, κάθε βράδυ, δήλωναν τη παρουσία τους στη γειτονιά της αγαπημένης τους, με περίτεχνες καντάδες.
  Οι Πρόσφυγες του Σκλήθρου, σχεδόν στην ολότητα τους απ’ την παραλία της Μικράς Ασίας, μετά το ’50, χάσαν τελείως την κουλτούρατους, σε έθιμα, μουσική, χορούς. Κι ακόμα δεν υπάρχει κάτι, που να θυμίζει την χαμένη τους πατρίδα. Πολύ κακώς αυτό.
  Το χειμώνα, αποκλεισμένοι μέρες απ’ τα χιόνια της εποχής, ήμουν όλος αυτιά, σε ιστορίες των συγγενών μου, για τα Γιούρα, την Ανάφη, το Γεντί Κουλέ, το κολαστήριο της Κέρκυρας…
  Χωρίς διόλου μελό, χωρίς καν παράπονο, ούτε θυμό, έτσι, σαν θέλημα του θεού ή της μοίρας, αποστασιοποιημένα, σαν ν’ αφορούσαν κάποιους τρίτους…
  Όπως πιθανόν, θα διηγούνταν οι γέρο Ινδιάνοι τον αφανισμό τους, απ’ το ιππικό των Γιάνκηδων, στα Ινδιανόπουλα, που τώρα, γίναν Αμερικανάκια…
  Χωριό, επί Τουρκοκρατίας, σχεδόν στην ολότητα Εξαρχικό, πλην μιας οικογένειας (Γραμμενόπουλοι), βρέθηκε πολλές φορές στο μάτι αιματηρού κυκλώνα.
  Νοέμβρης 1904. λίγο μετά τον θάνατο εκείνου του ευγενούς παλικαριού, Παύλου Μελά, άλλοι έχουν τώρα τα «κουμάντα», του Μακεδονικού Αγώνα.
  Οι Κατεχάκης, Καούδης, Καραβίτης, Πούλακας, Κλειδής, με σώμα 30-40 αντρών, άφησαν μια αιματηρή δολοφονική πράξη στην ιστορία του αντάρτικου αγώνα.
  Ύστερα από πρόσκληση ενός Τουρκαλβανού κι ενός Πατριαρχικού Σκληθριώτη, επιχειρούν φονική επίθεση στο σπίτι του εξαρχικού παπά, που πάντρευε τον γιό του.
  Το συμβάν έμεινε στην ιστορία –όχι φυσικά την Ελληνική- σαν «Καρφάβα Σφάντμπα» (Ματωμένος γάμος). Η επιχείρηση της ντροπής, περιγράφεται στα απομνημονεύματα των Καραβίτη, Κλειδή, μ’ όλες τις φρικτές λεπτομέρειες.
  Απολογισμός: 15 νεκροί Σκληθριώτες (κατά την Ελληνική πλευρά), 45 κατά την Εξαρχική – Βουλγαρική.
 
Ένα άνανδρο μακέλεμα αθώων, τα άγρια φοβερά χρόνια, πριν την απελευθέρωση απ’ τον Τουρκικό ζυγό, με εκατέρωθεν βιαιότητες, που κανέναν δεν τιμούν.
  Μέσα, με τέλη του 1944, με καταρέουσα πανευρωπαϊκά την ναζιστική δολοφονική μηχανή και των συμμάχων της Βουλγάρων, χωριά της περιοχής μας, Βαρικό, Ασπρόγεια, Περικοπή, Σκλήθρο, Αετός, Ξινό Νερό (πηγή: Το Αντάρτικο στη Δυτ. Μακεδονία του  – Καπετάν Άρης), παρασυρόμενα απ’ τη Βουλγαρική προπαγάνδα, που εκμεταλλεύονταν τον προηγηθέντα την κατοχή, κατατρεγμό του ντόπιου πληθυσμού από την Μεταξική δικτατορία, ήταν οπλισμένα, ενάντια στον απελευθερωτικό αγώνα του ΕΛΑΣ.
  Με την ίδια πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε» εξοπλίστηκαν και τουρκόφωνα χωριά, με σημαία τον αντικομουνισμό, κόντρα κι αυτά, στον αντικατοχικό αγώνα τού ΕΛΑΣ. Μύλος γενικά…
Σεπτέμβρης του ‘44
  Έδωσε μάχη ο ΕΛΑΣ, όπου σκοτώθηκε ένας αντάρτης και τραυματίστηκαν 6, (πηγή: «Απομνημονεύματα ενός καπετάνιου» του καπ. Αμύντα) για τον αφοπλισμό απ’ τα όπλα της ντροπής, του Σκλήθρου.
  Για τη λαθεμένη τους αυτή στάση, οι ντόπιοι, πλήρωσαν αργότερα πολύ ακριβά, με φυλακίσεις, εκτελέσεις, πράγμα που δεν έγινε με άλλους, που συνεργάστηκαν ακόμα και σε εγκλήματα, με τους κατακτητές.
  Λυπάμαι πραγματικά, που χαλάει την ονειρική, ειρηνική, ειδυλλιακή εικόνα του Σκλήθρου, η καταγραφή τραγικών αιματηρών σκηνών της ιστορίας του, που δεν πρέπει να ξεχνιούνται όμως, με την αποτροπή στο μέλλον παρόμοιων λαθών.
  Σήμερα, το σύγχρονο, τελείως διαφορετικό Σκλήθρο σαν όνομα, το σώζουν, μια νεολαία ντόπιων και προσφύγων –έστω και ολιγομελής- σε αρμονική συμβίωση και δράση, μιας επιχείρησης μοναδικής, η ταβέρνα ΘΩΜΑΣ, που ξεχωρίζει στο είδος.
  Και μια πολυπληθής, ζωντανή παροικία στο Τορόντο, που ζει με τις αναμνήσεις και την αγάπη της πατρογονικής τους εστίας.
  Ο επιτάφιος του Αη Γιώργη του Σκλήθρου, γύρω στα ’60, ήταν όλος ντυμένος με κίτρινα αγριολούλουδα, «γκρότφετς» (είδος ζουμπουλιού), που μαζεύαμε όλα τα παιδιά του χωριού απ’ το βουνό (Γκράντιστα) Ακόμα έχω την μεθυστική λυπητερή μυρωδιά τους στα ρουθούνια μου. Δεν ξερνιούνται αυτά.
 
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί σαν Σκληθριώτης, ο τέως πρόεδρος της Δημοκρατίας, Χρήστος Σαρτζετάκης.
  Κατά ένα παράδοξο παιχνίδι της ιστορίας –αν πρόκειται για ιστορία, κι όχι για μυθοπλασία-, η μητέρα του Σαρτζετάκη, ήταν παιδί του ζευγαριού που παντρεύονταν και γλύτωσαν το μακελειό του «Ματωμένου γάμου» (πηγή: Λιθοξόου).
  Ο Χρ. Σαρτζετάκης, με επιστολή του στο «Έθνος» της Φλώρινας, προ 10ετίας, διέψευσε κατηγορηματικά, ότι έτσι έχει η αλήθεια για την καταγωγή του. Πιθανόν να ‘ναι έτσι.
  Το χειρότερο όλων, είναι να ντρέπεται κάποιος, για την όποια καταγωγή του και να απαρνιέται τη φύτρα του, είτε είναι απόγονος των Αλκμεωνίδων, είτε του τσάρου Σαμουήλ, του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, είτε του …Ντίνε Γκιούπτεν!

2 σχόλια:

  1. Σκληθριώτης και εγώ γεννηθείς το 1960. Εζησα στο χωριό μέχρι τα 10 μου και δεν θα άλλαζα με τίποτα τα χρόνια αυτά! Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω με τα στοιχεία που αναφέρετε για τον Χ. Σαρτζετάκη, γιατί παρόλο που αναφέρετε οτι ο κος Σαρτζετάκης διέψευσε κατηγορηματικά οτι η μητέρα του ήταν κόρη των νεόνυμφων του ματωμένου γάμου, εσείς αφήνετε υπονοοϋμενα για την εγκυρότητα αυτών των δηλώσεων. Για τελευταία φορά λοιπόν και προς αποκατάσταση της αλήθειας δηλώνω κατηγορηματικά οτι η μητέρα του Χ. Σαρτζετάκη, Πετρούλα Γώγου ήταν εγγονή Γραμμενόπουλου. Η τοποθέτηση λοιπόν του κ. Σαρτζετάκη και η διάψευση οτι η μητέρα του ήταν κόρη των νεόνυμφων του ματωμένου γάμου, έγινε προς αποκατάσταση της αλήθειας καθότι το ψευδές δημοσίευμα σκοπό είχε να διαβάλει τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Σαρτζετάκη και να αφήσει υπονοούμενα οτι η καταγωγή του ήταν απο εξαρχική οικογένεια. Ο ματωμένος γάμος είναι ένα γεγονός που θα θέλαμε να ξεχάσουμε και δεν τιμά κανέναν απο τους 'μακεδονομάχους' και όπως πολύ καλά γνωρίζετε ακόμη και οι πατριαρχικοί ήταν σλαβόφωνοι. Δεν παύει όμως να είναι ένα ιστορικό γεγονός που έγειρε την πλάστιγκα στην πλευρά των Μακεδονομάχων καθότι πολλοί Βούλγαροι κομιτατζήδες ήσαν προσκεκλημένοι στο γάμο. Παρόλα αυτά δεν παύει να είναι μία σφαγή που δεν τιμά κανέναν απο τους επιτιθέμενους. Αυτά..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ..Χαιρομαι πραγματικα,για τη τοποθετηση σου,κυριε 4'59.Καποτε,εστω και αργα,βγαινει η ιστορικη αληθεια των γεγονοτων,κι αυτο ειναι καλο..Α.Θ.Ρ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.