Χθες το βράδυ είδα ένα όνειρο. Ήμουν, λέει σε
μια αυλή. Από τις παλιοκαιρίσιες, αυτές των παιδικών μου χρόνων. Αυτές που δεν
είχαν τη λάμψη των σύγχρονων μονοκατοικιών αλλά τη μοναδική αρχιτεκτονική των
αλλοτινών αγροτικών σπιτικών.
Τώρα τελευταία ξεψαχνίζω πολύ τα περασμένα
και ίσως γι’ αυτό και το όνειρο.
Στην κωμόπολή μας, (έτσι προσδιόριζα πάντα το
Αμύνταιο, όταν με ρωτούσαν στο Αίγιο και στα Καλάβρυτα για το μέγεθός του, και
συμπλήρωνα πως είναι Δήμος, ότι έχει Δημόσιες Υπηρεσίες, δύο Τράπεζες, Στρατό
και Σιδηροδρομικό Σταθμό) μέχρι τη δεκαετία του 1960 τα αγροτικά νοικοκυριά
στην Ε΄ Μεραρχίας, σε αντίθεση με τα σπίτια της Μ. Αλεξάνδρου και της πλατείας
Γ. Μόδη, είχαν αυλή στο μπροστινό μέρος και στο πίσω την κύρια κατοικία Η αγροτική αυλή ήταν ένας πολύ ζωτικός χώρος.
Δεν ήταν τόσο για ομορφιά. Είχε βέβαια γλάστρες, παλιούς τενεκέδες από τυρί ή
λάδι, ασβεστωμένους στο χρώμα του λιναριού που με τα λουλούδια τους την
στόλιζαν με δωρική λιτότητα.
Η μητέρα μου φρόντιζε πολύ τις πικροδάφνες
και τις ντάλιες της. Πριν πέσει η πρώτη πάχνη τις μετέφερε, για να μην
παγώσουν, κάπου στο ισόγειο. Κρατούσε και γεράνια, σαρδέλες, για… ιατρικούς
σκοπούς και φυσικά και βιγκόνιες, σαρένο πίλε.
Η αυλή ήταν η προέκταση του σπιτιού. Όλη η
καθημερινότητα του νοικοκυριού εξελισσόταν εκεί, χειμώνα - καλοκαίρι.
Σ’ αυτή λειτουργούσε το υποστατικό, ένα
ισόγειο κτίσμα, πολυχώρο θα τον λέγαμε σήμερα. Φωτιζόταν τη νύχτα από
γκαζόλαμπα με λαμπογυάλι Νο 8 κρεμασμένη σ’ ένα καρφί στον τοίχο απέναντι από
το παράθυρο.
Μέσα κυριαρχούσε ο ξυλόφουρνος, καμωμένος από
μάστορα με πυρότουβλα. Όταν κάθε εβδομάδα, την ίδια πάντα μέρα έψηνε τον κύριο
μόχθο του ξωμάχου, η γειτονιά ευωδίαζε τη φρεσκάδα του ψημένου ψωμιού. Όταν δε
ψήνονταν και τα τσουρέκια της Λαμπρής και η άνοιξη κελαηδούσε γύρω, οι
μοσχοβολιές σκανδάλιζαν τους περαστικούς ως και τον… Τερκενλή της Τσιμισκή.
Δίπλα, το τζάκι, όπου μαγειρευόταν το
καθημερινό φαγητό, με τις πυροστιές κρεμασμένες σε καρφιά στα πλαϊνά της
καμινάδας, κοντά τους το τσίγκινο λυχνάρι, καντήλο, κρεμασμένο και αυτό σε
καρφί για να φωτίζει τις λεπτομέρειες του μαγειρέματος και το σάτσι καταγής σ’
αναμονή για κάποιο ψήσιμο. Στα ύστερα χρόνια τη θέση του την πήρε η μασίνα.
Πιο δίπλα η λάγια, λεκάνη-νιπτήρας, με
κρεμασμένο στον τοίχο το νεροχύτη με την τσισμιούλκα, τσιπούλκα, όπου νίβονταν
κι έπλεναν τα ρούχα στην κουπάνα, σκάφη πλυσίματος.
Στην αυλή ήταν και το κελάρι, κέρας της
Αμάλθειας όπως το έλεγα. Τρία - τέσσερα σκαλοπάτια σε χαμηλότερο επίπεδο, για
περισσότερη δροσιά στο θέρος και λιγότερη παγωνιά στο χιονιά, φύλαγε τα
χρειαζούμενα του νοικοκυριού. Εκεί ήταν και το φανάρι, μια ξύλινη κατασκευή με
σήτες για τα νωπά φαγώσιμα, κρεμασμένο στον τοίχο.
Εκεί στο κελάρι του σπιτικού μας, στο
Κεφαλάρι, είδα για πρώτη φορά σχηματοποιημένες σε φωτεινή δέσμη τις ακτίνες του
ήλιου, καθώς έμπαιναν από τις χαραμάδες της καλαμωτής της στέγης διαχέονταν
μόνο στην αιωρούμενη σκόνη που συναντούσαν στην ευθεία πορεία τους. Έπαιζα με
το φωτεινό τους αποτύπωμα στο χωματένιο δάπεδο. Αργότερα σκέφτηκα ότι η παρατήρηση
αυτή υπήρξε το πρώτο μου εποπτικό μάθημα Φυσικής!
Στην πιο κρυφή γωνιά της αυλής ήταν το
αποχωρητήριο, χαλές, άλε. Τι βάσανο η βραδινή… επίσκεψή του!
Η αυλή έπρεπε να είναι διακριτικά αθέατη από
την κακόβουλη περιέργεια.
Γι’ αυτό ήταν περιφραγμένη με μαντρότοιχο και
την είσοδό της φύλαγε δίφυλλη αυλόπορτα, συνήθως λαμαρινοσκεπής. Ήταν μια απλή
καρφωτή ξύλινη κατασκευή με γερές σανίδες, χωρίς φιοριτούρες.
Το ένα φύλλο της άνοιγε στις χαρές του
σπιτιού ή για να περάσουν μεγάλα αντικείμενα και ήταν αμπαρωμένο με ξύλινη ή
μεταλλική αμπάρα, που εφάρμοζε στη μέση
του φυλλόπορτου.
Το δεύτερο ασφάλιζε τη νύχτα με τον ίδιο
τρόπο και την ημέρα ανοιγόκλεινε με έναν ιδιαίτερο ξύλινο μηχανισμό, την κλάπα,
προσαρμοσμένη στο πλαίσιο της λαμαρινοσκεπής.
Ανέβαινε ή έπεφτε για να ανοίξει ή να κλείσει
αντίστοιχα την πόρτα. Αυτό γινόταν με ένα σχοινί ή ξύλο. Ρόπτρο φυσικά δεν
υπήρχε! Ενδιάμεσα η κλάπα αντικαταστάθηκε με την ονομαστή πατητή κλειδαριά.
Τα καλοκαίρια στην αυλή ολοκληρώνονταν
μερικές απ’ τις αγροτικές δουλειές πριν οι καρποί του ετήσιου κόπου πάνε στο
κελάρι, την αποθήκη ή τον έμπορο.
Τα κρεμμύδια μεταμορφώνονταν σε πυρόξανθες
πλεξούδες, τα κοτσάνια του καλαμποκιού γυμνώνονταν σαν ώριμες υπάρξεις, πριν η
χειροκίνητη μηχανή δρέψει τους χρυσοκίτρινους σπόρους.
Στην αυλή βελονιάζονταν «τα καπνά»
καθημερινά, πάντα τα πρωινά, όσο κρατούσε το μάζωμα των φύλλων του.
Εκεί στην απλάδα της εκφραζόταν στην πράξη
απλά, όμορφα, γνήσια, ανυπόκριτα και παραγωγικά η αλληλεγγύη της αγροτιάς.
Και ναι! Στην αυλή κάθε νοικοκυράς, με τη
σειρά, μαζεύονταν τέσσερις - πέντε προκομένες και καλόβουλες γειτόνισσες και
φίλες η καθεμιά με το δικό της σοφρά και σουκάλο για να μεταμορφώσουν την
εύπλαστη μαλαματένια ζύμη, που από νωρίς είχε ετοιμάσει η σπιτονοικοκυρά σε
ζηλευτά κροκί φύλλα, για να βάλει, αμέσως μετά, το χεράκι του ο ήλιος του
καλοκαιριού και αναδειχθούν οι κόρες, οι χυλοπίτες της χρονιάς.
Απίθωναν τους σοφράδες στις στρωμένες
κουρελούδες, κάθονταν σταυροπόδι καταγής, έβαζε η καθεμιά το σοφρά μπροστά της
και ξεδίπλωναν το ταλέντο τους, «άπλωναν φύλλα».
Που να με βλέπατε κι εμένα ξυπόλυτο, με μαύρο
σορτσάκι, άσπρη φανελίτσα (όχι, δεν ήμουν ΠΑΟΚ, ο ΑΡΗΣ τότε ήταν καλύτερη
ομάδα!), που έφτιαχνε όμορφη αντίθεση με το μελαχρινό πρόσωπό μου, να παίρνω με
σβελτάδα από τα χέρια της καθεμιάς το σουκάλο με τυλιγμένο το απλωμένο φύλλο,
να το πηγαίνω στην Έλλη ώστε να το ξεδιπλώσει προσεκτικά στα στρωμένα σεντόνια
για να ξεραθούν στον ήλιο!
Κι όταν η ζύμη σωνόταν και το άπλωμα των φύλλων
είχε ολοκληρωθεί, η μάνα μου έφερνε για κέρασμα φέτες κομμένο καρπούζι και
πεπόνι σε πιατέλες. Καθόμασταν σταυροπόδι, όλοι οι πρωταγωνιστές της σπουδαίας
ιεροτελεστίας, γύρω στους σοφράδες με φανερή την ικανοποίησή μας από το
αποτέλεσμα, ευχόμασταν «καλοφάγωτες και καλό Χειμώνα» κι ευχαριστιόμασταν τη
δροσιά και τη γλυκύτητά τους.
Τα καρπούζια τα είχα βγάλει με τον …ιδρώτα
μου.
Μερικά καλοκαιριάτικα απογευματινά Κυριακής
ξεφορτώναμε καρπούζια στην πλατεία του παζαριού. Τα έφερναν με φορτηγά
μανάβηδες για να τα πουλήσουν την επομένη, Δευτέρα, στη λαϊκή.
Η αμοιβή μας ήταν δυο καρπούζια κι αν σπάζαμε
κανένα το τρώγαμε αυθωρεί και παραχρήμα.
Στο Αμύνταιο την περίοδο εκείνη λειτουργούσαν
τρία μανάβικα. Το ένα ήταν των αδελφών Σιουπέρη,
Μήτσιος, Σωκράτης, Μπέμπης, στο
νούμερο 45 της Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σ’ αυτό δούλευε τα καλοκαίρια ο ξάδελφος μου
Γιώργος.
Το άλλο ήταν πιο πέρα, προς το Κέντρο, του Τάσου Χ” Ιωάννου και Γιάννη Μπάτσιου.
Το τρίτο λειτουργεί στην ίδια θέση από το
1952, στο 4 της Μ. Αλεξάνδρου. Το πρωτοάνοιξε ο Νίκος Τουρούτουγλου, το κράτησε μετά ο γιός Αντώνης και σήμερα συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση ο εγγονός Νίκος. Μανάβικο τρίτης γενιάς!
Δίπλα στις κόρες, σπασμένες, όχι κομμένες, σε
ακανόνιστα κομματάκια, που ξεραίνονταν στην αυλή, άπλωνε η μητέρα μου και τον
τραχανά!
Πόσο βαριόμουν, που με ’βαζε να φυλάγω τα
απλωμένα, από τα πουλιά!
Θανάσης Τραϊανός
..Μια εικονα..χιλιες λεξεις..Απροσποιητο χαμογελο,καθολου μοστρα και υφακι,μια διαχυτη αθωοτητα,ανεση,και ευχαριστηση,μεσα απο μια αγρια, και δυσκολη εποχη,για ολους,κι ιδιως τους αγροτες..Α.Θ.Ρ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπηρχε μια αυταρκης,αυτοσυντηρουμενη,ολιγαρκης, ανθεκτικη
ΑπάντησηΔιαγραφήκοινωνια,που μπορεσε και βγηκε χωρις να διαλυθει,απο κατοχες, πολεμους,εμφυλιους..Καμια απολυτως συγκριση,με την ξεχειλα καταναλωτικη, ετεροαξαρτωμενη ,χωρις βασικη δικη της παραγωγη,μυγιαγκιχτη,κι αγχωτικη, κοινωνια της γυψοσανιδας,και της εικονας,του σημερα...Και μακαρι,να μη συμβει,και ανατραπει, αυτη η ευθραστη, κι επιπλαστη ευμαρεια, που κρατιεται απο μια..κλωστη...Α.Θ.Ρ.
..Θυμαμαι τη τεραστια αυλη,του σπιτιου του Γιωργη Χατζη,απεναντι απ την τοτε εφορια,κι αργοτερα τον ΟΤΕ.Γεματη ανθρωπους, και παιδια να παιζουν.Στο βαθος, το ομορφο διοροφο, με τεραστια βεραντα, το σπιτι του Ντορε Νταγκουλη,με τις τρεις, ομορφες κορες,παραδιπλα, δυο/τρεις προσφυγικες οικογενειες, σε κατι χαμοσπιτα,το πηγαδι,μια σιρκα,που μοσχομυριζε παντα,και μια καλοσυνατη,γιαγια Βενα,συμπεθερα μας,που δεν ηξερε γρι Ελληνικα, και με αγαπουσε σαν εγγονι της...Ολα μαζι, με κεντρο την αυλη..Οπως στη παλια Ελληνικη ταινια..οι κυριες της αυλης..Τις Δευτερες, η αυλη μετατρεπονταν σε ..παρκινγκ,αλογων,γαιδαρων,και καρων,απ τους επισκεπτες του παζαριου..Φυσικα, υπηρχε και τοτε,τιμη για ημερησιο, η μηνιαιο παρκινγκ..Πισω ακριβως απο τα σπιτια της Ε Μεραρχιας,αρχιζε η..ζουγκλα καταφυτων κηπων,πηγαδιων,υγροτοπου,που βασιλευαν μιλιουνια βατραχων,και χαριζαν τα βραδυα, δωρεαν μουσικη υποκρουση, στουςΑμυντιωτες Εικονες μοναδικες, κι ανεπαναληπτες,που προλαβαμε αποτυπωσουμε, στο παιδικο τοτε,μυαλο μας,κι αναπαραγονται ατεχνα σημερα..Α.Θ.Ρ.
ΑπάντησηΔιαγραφή..Το λημερι,ηταν ενα λιβαδι,περιτριγυρισμενο,απο τεραστιους θαμνους,και φουντωτα δεντρα,που αφηναν μια μονη εισοδο,και καναν αθεατο το εντος του,στο δρομο προς Κεντρο Υγειας ,σημερα,και αριστερα του δρομου..Ηταν ο ..παραδεισος,προεφηβων και εφηβων,για καθε μισοπαρανομη,μισοαλητικη,σκανδαλιαρικη,σεξουλιαρικη,δραστηριοτητα,των φτωχοδιαβολων της εποχης..Ενα.. κρυφο σχολειο,της γοητευτικης,στα προεφηβικα μας ματια,μισοπαραβατικοτητας,που μεγαλωνει πρωιμα, τα..αντρακια..Το τσιγαρακι,ηταν η εισαγωγη..για τα...ανωτερα μαθηματικα,που διδασκαν, οι μετρ του ειδους/αληταμπουρες,της εποχης,με τις συνηθεις υπερβολες και τερατολογιες..Κι εμεις, ακουγαμε σαν μαθητουδια..Τα χρονια της αθωοτητας, εννοειται αυτα..Α.Θ.Ρ.
ΑπάντησηΔιαγραφή...Φυσικα, το στεκι της τοτε, μαγκικο/αληταριας,της πολης,ηταν,το σφαιριστηριο του Νικου Μωυσιαδη στη ζωντανη τοτε, Ε Μεραρχιας,διπλα στο σπιτι σημερα, του φιλου Θ.Μιγγου..Με το τζουκ μποξ,να παιζει,στη δια πασων, ολημερις, μαγκιτικα σουξε,συνηθως Καζαντζιδη...Με το μπιλιαρδο,τα ποδοσφαιρακια,ναναι μονιμα σε δραση..Και κεινοι,οι.....παιδονομοι,καθηγητες του Γυμνασιου,να κανουν συνεχεις εφοδους,σαν να πολεμουσαν, στο Βιτσι..συμμοριτες..Παντα την επαυριο της εφοδου,ανακοινωνε απ το μπαλκονι ο Γυμνασιαρχης,συνηθως 4ημερη αποβολη..διοτι,παρα τις εντολες...μπλα/μπλα/μπλα...Ηθη και λογικες,μιας αγριας/μεσα στην αθωοτητα της/ εποχης...Α.Θ.Ρ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘανάση σ ευχαριστώ που μας ταξίδεψες σε αξέχαστες και νοσταλγικες στιγμές του παρελθόντος!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή