Ανήμερα του Αγίου Γεωργίου είτε γιορταζόταν
στη μέρα του, 23 Απριλίου, είτε τη Δευτέρα της Διακαινησίμου, δεύτερη μέρα του
Πάσχα, η μητέρα μου στόλιζε, προτού εμείς ξυπνήσουμε, με φρέσκες πρασινάδες,
πρώτα την αυλόπορτα και μετά την εξώπορτα του σπιτιού.
Ως τη δεκαετία του 1960 πάνω - κάτω, τα
περισσότερα αγροκτηνοτροφικά νοικοκυριά στην οδό Ε’ Μεραρχίας στο Αμύνταιο, τον
«Κάτω Δρόμο», όπως συνηθίζαμε να τον λέμε, σε αντιδιαστολή με τη Μεγάλου
Αλεξάνδρου, τον Πάνω, της αστικής τάξης ίσως, είχαν αυλή στο μπροστινό μέρος
και στο πίσω την κύρια κατοικία.
Ξυπνούσε λοιπόν, η μητέρα μου, μαζί με τον
ήλιο, πήγαινε μια σύντομη βόλτα στους μπαχτσέδες δίπλα στα σπίτια μας και τις
αχυρώνες. Έσπαζε μικρά κλαδάκια, με διάφανο ακόμη το μίσχο των φύλλων, από
γκορτσιές και κρομπουλιές, που μεγάλωναν στις μέζτες και γκόικες, μονοετείς
πόες, οι οποίες με τις έλικες τους σκαρφάλωναν στους φράκτες και κοσμούσε τις
πόρτες.
Όταν κι εγώ άρχισα να διαβάζω τη ζωή και μ’
ενδιαφέρον τη ρώτησα γιατί το κάνει μου ’πε:
«Ντα σα γκόιτε.
Για να ταιριαχτείτε στη ζωή. Και σεις και με το καλό και τα εγγόνια μου!»
Στις ίδιες μεριές και λίγο μακρύτερα, στα
χορταριασμένα παλιά χαντάκια, που κάποτε αποστράγγιζαν τους μπαχτσέδες, πήγαινε
ο πατέρας μου τα πρωινά, που είχε πέσει δροσιά ή είχε βρέξει, συνήθως τις μέρες
της Σαρακοστής και της μάζευε τα μαλάκια, τα οστρακοειδή της πρασινάδας, της
χλόης, για τη νηστεία των ξωμάχων.
Σε μια εποχή που τα λιπάσματα και τα
φυτοφάρμακα ήταν αχρείαστα και τα χωράφια τα δυνάμωναν με κοπριά, το φερέοικο
εκείνο μαλάκιο με το χαριτωμένο περιελιγμένο κέλυφος, άσπρες πινελιές στις καστανές
έλικες, ήταν μοναδικό έδεσμα. Αλευρωμένα στο τηγάνι ή στο μακάλο, που να
φανταστεί η καλή, μερικές δεκάδες χρόνια αργότερα ότι αυτό το «παρακατιανό»
φαγητό θα ήταν γκουρμέ λιχουδιά στις ταβέρνες «Θωμάς» ή «Κοντοσώρος»!
Λυπάμαι πολύ γιατί τότε δεν τα ’τρωγα ενώ
ήταν τόσο αυθεντικά. Σαλιγκάρια, λιγκάφτσι, πόλτσι!
Η Θεία Λειτουργία της γιορτής του Αγίου
Γεωργίου γινόταν -γίνεται- στην ταπεινή εκκλησία του, ίσως παραγκωνισμένη
παλαιότερα, η οποία βρίσκεται στο κέντρο του παλιού Αμυνταίου.
Πρόσφατα
ο Άγιος απέκτησε και παρέα, τον Άγιο Φανούριο.
Του Αγίου Γεωργίου, επίσης, οι παππούδες, που
γερνούσαν μαζί με τα εγγόνια τους στο ίδιο σπιτικό με νύφες ή σώγαμπρο,
έφτιαχναν, για να χαρούν τα μικρά, κούνια με τριχιά της αγροτιάς, κάθισμα ένα
αχυρένιο μαξιλάρι και την κρεμούσαν σε κάποιο οπωροφόρο δέντρο της αυλής ή στην
γκρεντιά της αυλόπορτας ή στην εξοχή.
Μαζευόντουσαν τα μικρά της γειτονιάς
ομορφοφορεμένα, κόκκινο αυγό και τσουρέκι στο χέρι, αν ήταν Πάσχα, γκόικες για
ζώνη στη μέση, φωνές, χαρές, παιχνίδι…
Το φαγητό του μεσημεριού της ημέρας του Αϊ
Γιώργη ήταν απλό και πολύ ιδιαίτερο. Κουρμπάντσιε, αρνάκι με ρύζι, μια ιδέα
σπανάκι και φρέσκο κρεμμυδάκι στο φούρνο της μασίνας.
Ένα πιάτο που μοσχοβολούσε άνοιξη κι έδινε
ελπίδα με τα κόκκινα αυγά της Ανάστασης και το φρέσκο, αγίνωτο ακόμη τυρί που
το συνόδευαν!
Παρασκευή της Διακαινησίμου – Ζωοδόχου Πηγής
Το τελευταίο κόκκινο αβγό του Πάσχα η μητέρα
μου μού το ’δινε την Παρασκευή της Διακαινησίμου, της Ζωοδόχου Πηγής. Φορούσα
τα καλά μου και πήγαινα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Εννοώ, όπως λένε ο
Γιώργος κι ο Θανάσης όταν θέλουν να διορθώσουν τη λάθος απάντηση με τη σωστή,
την παλιά Αγία Παρασκευή, όχι τη νεόδμητη, αλλά εκείνη της ανοιχτωσιάς των
μπαχτσέδων και του ιστορικού φορτίου του Εμφυλίου.
Εντέλει στη μικρή μας πόλη, ειρήσθω εν
παρόδω, μόνο το αψιδωτό καμπαναριό του Αγίου Νικολάου με τη στέψη του να την
κοσμεί εσαείπελαργοφωλιά, έμεινε αλώβητο από το πέρασμα των Sapiens.
«Ο
ναός του Αγίου Νικολάου, η εκκλησία στο νεκροταφείο του οικισμού, είναι μια
τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με τρούλλο στο κέντρο με οκτάπλευρο τύμπανο και
πυργοειδές κωδωνοστάσιο 30μ. Ν. του ναού… Η είσοδος της εκκλησίας βρίσκεται στη
μεσημβρινή πλευρά. Μαρμάρινη εντοιχισμένη επιγραφή διασώζει τη χρονολογία
ανεγέρσεως: 6 Ιουνίου 1821» Ν.Κ.
Μουτσόπουλος. Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μνημεία. Εκκλησίες του Νομού
Φλώρινας. (σελ. 176)
Η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία σε έρευνά
της για τους πελαργούς έχει κυρίαρχη φωτογραφία με τη λεζάντα: «Φωλιά πελαργών στο καμπαναριό του Αγ.
Νικολάου Αμυνταίου».
Όχι τόσο για να εκκλησιαστώ όσο για να βρεθώ
στο μικρό πανηγυράκι που στηνόταν στον ειδυλλιακό, περίγυρο της εκκλησίας τη
δεκαετία του 1950. Είχε δίπλα της ένα λιβαδάκι όπου ορθώνονταν ευθυτενείς
ταπόλες, καβάκια, λεύκες και παραδίπλα όμορφες κυδωνιές με τα μπράτσα τους
δυνατά σαν παλαιστές! Τις λέγαμε του Σιμότα!
Θυμάμαι μικροπωλητές να πωλούν την πραμάτεια
τους, κατεξοχήν παιχνίδια και ζαχαρωτά.
Έρχονται, επίσης, στ’ αφτιά μου και μουσικές
από μια υπαίθρια «ταβέρνα», που στηνόταν περιστασιακά μόνο για αυτή την ημέρα
κάτω από την παλιά Αστυνομία.
Το πασχαλιάτικο αβγό το αντάλλαζα, ομολογώ με
συστολή, με κόκκινο γλειφιτζούρι κοκοράκι ή κόκκινο μήλο καραμελωμένο, ίσως και
με φλόκες, καραμέλες βουτύρου. Αν είχα και καμιά δραχμή προτιμούσα τσιχλόφουσκες
που στη συσκευασία τους είχαν κάρτες-σημαίες των κρατών του κόσμου. Η πρώτη μου
κάρτα-σημαία ήταν της Ονδούρας κι έψαξα πολύ για τη βρω στο χάρτη!
Κάμναμε συλλογή κι όσες είχαμε διπλές τις
ανταλλάσσαμε με εκείνες που μας έλειπαν.
Ο περίβολος της εκκλησίας ήταν πολύ
περιποιημένος. Στις βραγιές του, τριανταφυλλιές, άσπρες, κόκκινες, κίτρινες
στην ανθοφορία τους ήταν μάγεμα! Ένα κομψό σιντριβάνι με κεραμιδί γλυπτό πίδακα
φιλοξενούσε όμορφα χρυσόψαρα. Στο δυτικό περίβολο ήταν η αίθουσα του
Κατηχητικού με το τραπέζι τού πινγκ - πονγκ όπου παίζαμε πολλά απογεύματα μετά
το μάθημα.
Στο εσωτερικό της εκκλησίας, χαμηλά στο
δάπεδο, υπήρχε το Αγίασμα. Και για την Αγία Παρασκευή ο Ν.Κ. Μουτσόπουλος στη
σελ. 177 γράφει: «Στη θέση όπου έχει ανεγερθεί
ο σημερινός ναός, το 1850 υπήρχε άλλοτε παλαιότερος, ο οποίος όμως κάποτε και
από άγνωστη αιτία καταστράφηκε».
(Ως «σημερινό ναό» εννοεί την εκκλησία της ανοιχτωσιάς των μπαχτσέδων, η οποία
έδωσε τη θέση της στη σημερινή νεόδμητη).
Μάζευε πολλούς πιστούς η Ζωοδόχος Πηγή.
Θυμάμαι μερικές οικογένειες από το Σωτήρα, που
είχαν έρθει με τα κάρα τους. Μια φορά είδα δίπλα στην είσοδο του Κατηχητικού
δυο - τρία αρνάκια με δεμένα τα πόδια τους.
Ρώτησα τη γριούλα που στεκόταν κοντά τους
γιατί ήταν δεμένα …«Για το Κουρμπάνι»,
μου είπε.
Αργότερα έμαθα ότι ήταν δώρα - τάμα ευλαβών
πιστών στη Ζωοδόχο Πηγή, την Παναγία, τα οποία η Εκκλησιαστική επιτροπή θα τα
έβγαζε σε δημοπρασία για οικονομική ενίσχυσή της. Παλαιότερα λένε, τα έσφαζαν
την παραμονή στον Εσπερινό, τα μαγείρευαν και το φαγητό το διένειμαν στους
πιστούς, ανήμερα της γιορτής! Χρόνια Πολλά…
Μπραβο Θαναση!!
ΑπάντησηΔιαγραφή