Θυμάται με νοσταλγία τις μέρες –τότε που για
να επικοινωνήσουμε με κάποιον τηλεφωνικά πηγαίναμε στα περίπτερα και το κάθε
αστικό τηλεφώνημα στοίχιζε μία δραχμή ενώ για τα υπεραστικά έπρεπε να
κλειστούμε στις καμπίνες κάποιου καταστήματος τού Ο.Τ.Ε.– που με την παρέα του
φαντασιωνόταν την εποχή όπου θα είχαν εφευρεθεί συσκευές οι οποίες θα επέτρεπαν
στους ανθρώπους να μιλούν σε τηλέφωνα με ενσωματωμένες οθόνες βλέποντας ο ένας
τον άλλον.
Και μειδιά τώρα κάθε που είναι έτοιμος να
πατήσει το κατάλληλο εικονίδιο για να καλέσει τον γιο του στο messenger. Ενώ
ένα σφίξιμο στο στήθος, ένας πόνος μακρινός σαν τα όνειρα που έκαναν τότε, τού
ψαλιδίζει την χαρά.
Είναι η επίγνωση πως κάτι κόστισε η
τεχνολογική εξέλιξη. Κάτι που για τον ίδιο είναι σημαντικό: Την μαγεία, θα
έλεγε, που επέτρεπε, εξ αιτίας της έλλειψης εικόνας τού προσώπου με το οποίο
συνδιαλεγόμασταν –και ήταν τις περισσότερες φορές κάποιο αγαπημένο πρόσωπο–,
την νοητική του αναπαράσταση με ζωντανά χρώματα κατά υπερρεαλιστικό τρόπω.
Ακόμα και οι ερωτήσεις, σήμερα, έχουν
αλλάξει, αποδεσμευμένες πλέον από το συναίσθημα που καλλιεργούσε η λαχτάρα τού
ανείδωτου προσώπου. Είναι βέβαιο, δηλαδή, πως η πρώτη ερώτηση που θα τού θέσει
ο γιος του μόλις εμφανιστεί στην οθόνη το πρόσωπό του θα είναι: «Τι κάνεις, πατέρα;».
-
«Τι θα πει “Τι κάνεις;” βρε παιδί μου», θα
ήθελε να τού παραπονεθεί, «δε
βλέπεις τι κάνω; Δεν ξέρεις πως στην ερώτηση “Τι κάνεις;” κάθε λογικός
άνθρωπος, που δεν θα ήθελε να μπλέξει σε ανούσιες λεπτομέρειες εξηγώντας το
προφανές, θ’ απαντούσε: “Παιδεύομαι!”. Με την έννοια πως αυτό που κάνουμε όλοι
μας είναι να πασχίζουμε να κρατήσουμε μια σταθερή πορεία μέσα στην χαοτική
ανάπτυξη τού δάσους που καλούμαστε να διαβούμε καθημερινά• συχνά ακόμα και τις
νύχτες, ενώ υποτίθεται πως αυτές είναι ώρες ανάπαυσης».
Μοιάζει, σκέφτεται περιμένοντας μέχρι ν’
ανοίξει η σύνδεση με τον γιο του, ως απάντηση, πολύ γενική και αφηρημένη αλλά
στην πράξη σαρκάζοντας την ερώτηση τρυπά την επιφάνειά της για να φτάσει στο
βάθος τής ουσίας της, στο μεδούλι.
-
«Εξ άλλου, βρε παιδάκι μου, τι θα μπορούσε να κάνει
κάποιος την στιγμή που ερωτάται εκτός αυτού που παρακολουθεί ιδίοις όμμασι ο
ερωτών! Με καταλαβαίνεις; Η ερώτηση περιττεύει. Άσε που η συγκεκριμένη απάντηση
σχηματίζει μια πιστή εικόνα τής ανθρώπινης κατάστασης, αφού στην ζωή
υπερισχύουν οι στιγμές παιδεμού ενώ αυτές της ανάπαυσης σπανίζουν. Σαν τα
νησάκια τα χαμένα στον ωκεανό, ή τα δυσεύρετα ξέφωτα, που περικλείονται από
πυκνά δάση, που τόσο σού αρέσουν».
Δηλαδή, και είναι η τελευταία του σκέψη την
στιγμή ακριβώς που αναδύεται η εικόνα τού γιου του, για να εισπράξει κάποιος
την απάντηση περί της κατάστασης τού συνομιλητή του, στην οποία στόχευε
θεωρητικά η ερώτηση, θα πρέπει να ρωτήσει: «Πώς
είσαι;».
-
«Τι είπες, πατέρα;»
-
«Λέω πως έστω και μια φαινομενικά άσχετη απάντηση τού
τύπου “Είμαι ξαπλωμένος”, βοηθά τον ερωτώντα ν’ αντιληφθεί, έστω διαισθητικά,
την κατάσταση τού ερωτηθέντος προσώπου και, άρα, να συμπεράνει την διάθεσή του
ώστε να συνεχίσει, έχοντας σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας, την προσπάθεια δημιουργίας
συνθηκών εποικοδομητικού διαλόγου».
-
«Αμάν ρε πατέρα, παράτα-με με τις φιλοσοφίες σου
πρωί-πρωί και πες μου τι κάνεις;»
-
«Ρε να πάρει η ευχή μ’ αυτό το “Τι κάνεις;”. Περίμενε
λίγο και θα σού εξηγήσω, περί αυτού τού ερωτήματος πρόκειται».
-
«Άντε καλά…»
-
«Έλεγα λοιπόν πως πέραν τής διαίσθησης, η ερώτηση “Πώς
είσαι;” προϋποθέτει ένα ειλικρινές ενδιαφέρον για την υγεία,(σωματική, ψυχική
και πνευματική τε) τού προς τον οποίον απευθύνεται η ερώτηση. Επί πλέον,
προκειμένου να κατανοηθεί σε όλο της το εύρος η απάντηση, απαιτείται κάποια
εγκεφαλική εγρήγορση και διεργασία».
-
«Τέλειωσες; Μπορούμε τώρα να μιλήσουμε κανονικά, να πούμε
τα δικά μας;»
Ο πατέρας καθυστερεί ν’ απαντήσει. Μια
δεύτερη εικόνα αναδύεται τώρα πάνω από την οθόνη τού laptop του. Βλέπει τον
εαυτό του φρεσκοξυρισμένο κι ανέμελο να βαδίζει αμέριμνα στο παζάρι, που
στήνεται όπως όλες τις Δευτέρες πλην αργιών, στην παλιά πλατεία τού Αμυνταίου.
-
«Ορίστε, δες τους, άκου εκείνους τού δυο πώς
χαιρετιούνται», λέει στον γιο του χαμογελώντας
ικανοποιημένος που αποδεικνύεται η ορθότητα των λόγων του:
- Τι κάνεις Μήτσο;
-
«Πρόσεχε τώρα: επειδή δεν διανοείται καν να
διακινδυνεύσει μια δυσάρεστη απάντηση που θα τού χαλούσε την μακαριότητα, την
δίνει μόνος του. Δες, δες πως σαρώνει με το βλέμμα του τον φίλο του από τα
νύχια μέχρι την κορυφή»:
-
Μια χαρά σε βλέπω!
- «Αλλά:»
- Εμένα μού λες.
- Γιατί, ρε;
- Ε, πού να στα λέω…
- Άσε, κι εδώ τα ίδια!
-
«Καταλαβαίνεις; Πάει, έκλεισε κάθε δίοδος προς τα
ενδότερα. Και φεύγει ικανοποιημένος, ο τάλας, τον βλέπεις;»
-
«Τι να δω, ρε πατέρα;»
-
«Καλά, ξέχνα το, δες τις γυναίκες, έχει ενδιαφέρον, από
καλλιτεχνικής άποψης να παρακολουθήσει κανείς τις ερωταπαντήσεις τους. Είναι
πιο μουσικού χαρακτήρα».
-
«Πατέρα είσαι καλά;»
-
«Άκου να δεις τι λένε πρωί-πρωί:»
- Κουλίτσα μου! Τι μού κάνεις;
- Όπως πάντα, θεία μου, εσύ;
- Δε βαριέσαι, πουλάκι μου, να περνά ο
καιρός!
- Και πώς τρέχει…
- Ναι, ο άτιμος!
-
«Δες την, τον ψάχνει».
-
«Τι να δω ρε πατέρα, ποιος ψάχνει ποιον; Μπας και ήπιες
τίποτα πρωί-πρωί;»
-
«Να εκεί, δες εκείνες τις άλλες που ‘ναι ντυμένες θαρρείς
και πάνε σε σουαρέ ντε γκαλά, άκου τες!»
- Ναι, σού λέω, την βρήκε κορονοϊός!
- Τι λες τώρα!
- Και να πεις πως έβγαινε απ’ το
σπίτι…
- Καλέ πού να πάει, αυτή είναι μ’
όλους μαλωμένη.
- Αμ η άλλη, τα ‘μαθες;
- Ποια, Πίπη μου;
- Η κόρη τής κυρά Μαρίκας…
- Ποια, εκείνη που πήρε το ωραίο το
παιδί;
- Ναι, αυτή, ζουρλάθηκε ντιπ!
- Τι έπαθε;
- Το ‘σκασε, λέει, μ’ έναν γύφτο!
-
«Ρε πατέρα, σε ποιον μιλάς;»
-
«Σσς, πάρε τώρα και τούς παραγωγούς, που διαλαλούν τα
καλούδια τους, άκου φωνάρες, οι κερατάδες»:
- Γλυκό οι ντομάτες μου, γλυκό λέμε!
- Με το μαχαίρι οι πατάτες Πετρών,
πάρτε κόσμε!
- Ελάτε, κυρίες μου, αυτά είναι
αμύγδαλα δεν είναι αγγουράκια!
- Τι φτιάν’ς κυρ Παντελή, πού κοιτάς;
Έλα και σού ‘χω κάτι τσούσκες… φωτιά!
- Καλέ τι κάνεις εσύ, πανάκριβες τις
έχεις τις πατλιτζάνες σου!
-
«Καταλαβαίνεις τώρα τι σού λέω;
Είναι πολλές οι δυνατότητες της ερώτησης να ξεσηκώνει σουρεαλιστικές
απαντήσεις. Και μην νομίσεις πως αφορά αποκλειστικά όσους ψωνίζουν στο παζάρι.
Οι σουλατσαδόροι το μεταδίδουν πέραν τής περιφερείας,. Ίσως πάλι να πρόκειται
για πανδημία που μεταδίδεται με τον αέρα και την πολυκοσμία.
Άκου, η ίδια
ερώτηση με τις σουρεαλιστικές προεκτάσεις της πλανάται και στα καφενεία
γύρω απ’ την πλατεία, όπου τέτοιες μέρες γίνεται το αδιαχώρητο»:
- Τι κάνετε κύριε Γιώργο; ρωτά η νεαρά
σερβιτόρα τον σταθερό της πελάτη.
- Δε βλέπεις, κορίτσι μου, καμώνομαι.
Άιντε, φέρε μου έναν καφέ.
- Τον συνηθισμένο;
- Εμ τι, δεν κάνω παρασπονδίες εγώ,
σού είμαι σταθερός τύπος…
- Τι κάνεις βρε κοιμήση, δεν είναι για
τα δόντια σου, πιε τον καφέ σου κι άσε τις παλικαριές!
-
«Χα-χα! Αυτός υποτίθεται πως είναι φίλος του… Και πες μου
τώρα, έχουν άδικο ν’ αναδύονται όλο και περισσότερες φωνές που υποστηρίζουν πως
ο κόσμος μας δεν είναι παρά μια προσομοίωση, όπου οι αισθήσεις μας είναι σκέτη
απάτη. Όπου όσα βλέπουμε και βιώνουμε πιστεύουμε αφελώς πως εξηγούνται μονάχα
από την δική μας μία και μοναδική ερμηνεία ενώ η ύπαρξή τους διανοίγεται στην
δυνατότητα κι άλλων ερμηνειών, που μάς διαφεύγουν.
Κι έτσι, απάτη στην απάτη, ελλείψει μάλιστα
αποδιοπομπαίου τράγου με την θυσία τού οποίου θα εξευμενίζαμε τον Μεγάλο Αδελφό
και θα εξαλείφαμε τις ευθύνες μας για την ανικανότητά μας να υπερβούμε τις
αδυναμίες μας, πέφτουμε καθημερινά στον πειρασμό να θυματοποιήσουμε τον
περιούσιο εαυτούλη μας, δηλαδή τον μοναδικό φταίχτη, ο οποίος βρίσκεται πιασμένος σ’ ένα δίχτυ παραισθήσεων κινδυνεύοντας, σαν τα
ψάρια, από ασφυξία».
-
«Πατέρα θα κλείσω. Όταν συνέρθεις πάρε με ξανά!»
-
«Περίμενε σού λέω, δεν τέλειωσα, άκου με γιατί έρχεται το
θαύμα. Ένα Δευτεριάτικο πρωινό χτυπά πένθιμα η καμπάνα! Δεν έχει τόση σημασία
για ποιον χτυπάει, όση έχει το γύρισμα τού διακόπτη. Γιατί είναι σίγουρο πως
πρόκειται περί διακόπτου. Δεν εξηγείται αλλιώς η αλλαγή που συμβαίνει με μιας
και τα σωματίδια τού παζαριού, αγοραστές και πουλητάδες λειτουργούν, αίφνης, ως
κύματα που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σχηματίζοντας πρωτόγνωρες σχέσεις. Δίνεται
τότε, σε όσους και όσες το επιθυμούν, η δυνατότητα διαφυγής από τούς
αλγόριθμους και την στρούγκα τού matrix. Υψιπετή πλέον τα βλέμματα μπορούν και
κοιτούν την γνώριμη πραγματικότητα με φρέσκα μάτια».
-
«Καλή η φούντα, έτσι πατέρα!»
-
«Μη με διακόπτεις! Άκου πως κελαηδούνε τα πουλιά, θαρρείς
με νόημα θέλοντας να μάς επικοινωνήσουν κάτι σημαντικό. Το αεράκι που πνέει
μόνιμα πάνω απ’ την πλατεία σπρώχνει την προσοχή μας πέραν τών ορατών. Ο ήλιος
εισχωρεί ακόμα και στις πιο απόκρυφες σπηλιές τής συνείδησής μας. Οι συνήθεις
ερωτήσεις τού τύπου «τι κάνεις;» παρασύρονται από άλλες έγνοιες, όπως
παρασύρονται τα πεσμένα φύλλα τών δέντρων από τις νεροσυρμές τών ιχθυοπωλών
καθώς λιώνουν οι πάγοι που συντηρούν τα ψάρια τους. Αργότερα, να φανταστείς,
κάποιοι από το εκκλησίασμα, που εκείνη την ώρα ξεπροβόδιζαν τον κεκοιμισμένο, θα
ορκίζονταν πως τον είδαν να χαμογελά φευγαλέα, θαρρείς κι έβλεπε κάποιο
ευχάριστο όνειρο».
- «Μπαμπά μου!»
-
«Λίγη υπομονή, δες εκεί, το πιο σημαντικό! Δες πώς μέσα
απ’ όλο αυτό το κομφούζιο ανοίγεται ξαφνικά μια δυνατότητα ελευθερίας. Δες που
κάποιοι αποφασίζουν να διαβούν τον Ρουβίκωνα τής πλατείας για να γευτούν τα
αρώματα της απέναντι όχθης!»
-
«Ποιοι ρε πατέρα;»
-
«Μα οι ικανότεροι, παιδί μου, οι ικανότεροι»:
- Γιατρέ μου, πώς είσαι;
- Αγωνίζομαι αλλά ο εχθρός είναι
ανίκητος.
- Ποιος απ’ όλους, γιατρέ;
- Δεν είναι πολλοί, Φιλώτα…
- Συγκεντρώσου, γιατρέ, το παζάρι δεν
θέλει μόνο πουλητάδες, θέλει κι αγοραστές, ο ανταγωνισμός τους είναι η ζωή τού
παζαριού!
- Προτιμώ τον συναγωνισμό…
- Μικρή η διαφορά: ο ανταγωνισμός έχει
απέναντί του έναν εχθρό κάθε φορά, ατομικό, ο συναγωνισμός έναν κοινό, που πίσω
του όμως κρύβονται πολλοί.
- Μού ‘γινες και φιλόσοφος, Φιλώτα;
- Γιατί, τι παραπάνω είχε ο Σώκρατες,
δηλαδής; Εξ άλλου, είναι θέμα διάκρισης, η φιλοσοφία!
- Μόνο που απ’ αυτήν υπάρχει έλλειψη
στο παζάρι.
- Τα πολύτιμα σπανίζουν, γιατρέ μου.
- Σωστά!
- Η μέγιστη των αρετών!
- Ποια;
- Η διάκριση.
- Λες;
- Πώς αλλιώς; Προαπαιτεί αγάπη.
- Μεγάλη κουβέντα.
- Απαραίτητη! Βλέπεις η πράξη αγάπης,
ως υπέρβαση τών θέλω μας για χάρη τού αγαπώμενου, ακυρώνει όλους τούς
περιορισμούς ενός matrix, που είναι προγραμματισμένο βάσει τών ανθρωπίνων
αναγκών.
- Ποιος το προγραμματίζει, Φιλώτα,
μπορείς να μού πεις!
- Εμείς, ποιος άλλος; Οι κοινωνίες με
τούς κανόνες και τα διλήμματά τους. Καταλαβαίνεις τώρα; Ενώ στην κατάσταση τής
αγάπης, που δεν μπαίνει σε κανέναν αλγόριθμο, το matrix δεν μπορεί να σ’
αναγνωρίσει, δεν σε βλέπει καν. Είσ’ ελεύθερος, γιατρέ μου!
- «Πες τα, αγόρι μου!»
- Έχεις δίκιο τελικά, Φιλώτα, και ο
φόβος, που μάς κρατά εγκλωβισμένους είναι fake news. Μιαν απόφαση θέλει, ένα
τόλμημα και ωπ! να ‘μαστε στην απέναντι όχθη.
-
«Τ’ ακούς, παιδάκι μου, fake news, ο φόβος! Γκέγκε,
κατάλαβες; Τι σού ‘λεγα πάντα, η αναγνώριση τής κατάλληλης στιγμής για να
σπάσει κάποιος τα δεσμά ξεφεύγοντας από τα όρια τής πεπατημένης ώστε να πετύχει
μια μνημειώδη αλλαγή στον σχηματισμό τών κυμάτων και, ως διά θαύματος, να
περπατήσει πάνω τους είναι δείγμα οξυδέρκειας, δηλαδή εξυπνάδας. Με την έννοια
τού “εκτός ύπνου”»…
-
«Πατέρα, μήπως δεν έχεις ξυπνήσει ακόμα, μήπως ονειρεύεσαι!»
-
«Αυτό σού λείπει κι εσένα: Η διάκριση! Δηλαδή συνεχή
επαγρύπνηση για να ξεχωρίζεις ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν ξυπνήσει τούς
υπνοβάτες, που δίνουν την εντύπωση τού ξύπνιου ενώ στην ουσία είναι βαθιά
κοιμισμένοι. Δώσε βάση, πρόκειται για τούς λεγόμενους, και είναι άξιον απορίας
ποιος τούς κόλλησε το αντιφατικό αυτό επίθετο, Wokιστές!»
-
«Τώρα μάλιστα, τα ‘χεις κάνει σαλάτα, πατέρα, Μακεδονική
Σαλάτα!»
-
«Αν δε με πιστεύεις, βγες για λίγο απ’ το καβούκι που
‘χετε κλειστεί εσείς τα σύγχρονα παιδιά τού
Δικαιωματισμού, πάρε το κορίτσι σου κι ελάτε μια φορά στο Αμύνταιο. Τα παζάρια
τής πλατείας είναι σαν ένα κοπάδι αναστεναγμών, για να το πω ποιητικά, που
ξεσκεπάζει από τη σκόνη τα χαμένα μας χρόνια, τότε που οι σχέσεις μετρούσαν σε
άλλη κλίμακα και θα καταλάβεις τι εννοώ».
-
«Ωχ, άρχισες κι εσύ την αναπόληση τού “παλιού καλού καιρού”;»
-
«Ελάτε, βρε παιδί μου και θα δεις, τα κεμπάπια τού Ρόμα
στην άκρη τής πλατείας είναι ξακουστά και η περαντζάδα διάσημων επιφανών και
αφανών προσώπων είναι δεδομένη. Η διασκέδασή σας, δηλαδή, εγγυημένη, parole d’ honneur, γιόκα μου
και cross my heart and hope to… keep you awake!».
υ/γ Οφείλουμε ν’
αναφέρουμε βέβαια, καθότι διέφυγε τού παραπάνω διαλόγου –μάλλον τού
αγουροξυπνημένου μονολόγου τού πατρός προς τον υιό– οφείλουμε ν’ αναφέρουμε,
λέω, αν θέλουμε να είμαστε ακριβοδίκαιοι καταπώς το διατυμπανίζουμε στους
τέσσερεις ανέμους, κι εκείνους κι εκείνες ανάμεσα στον κόσμο τού πανηγυριού που
ανήκουν στην ομάδα όσων υποκύπτουν στον πειρασμό της κατανάλωσης.
Δεν χρειαζόμαστε ειδικές διόπτρες για να τούς
ξεχωρίσουμε. Στριμώχνονται σε όλα τα πεζοδρόμια, όπου υπάρχουν ανεπτυγμένα
τραπεζοκαθίσματα, στις πεζούλες όλων τών ιδεολογιών –ακόμα και στο καφενείο της
Βουλής τούς βρίσκεις!
Τούς βλέπουμε, που λέτε, ν’ αμπελοφιλοσοφούν
καταβροχθίζοντας λαίμαργα μεγάλες ποσότητες κεμπαπιών βουτηγμένων στην
μουστάρδα και το μπούκοβο, πίνοντας ξυνόμαυρο, είτε σε μορφή κρασιού είτε
τσίπουρου.
Αποχαυνωμένοι τότε εξ αιτίας της αυξημένης
συγκέντρωσης αίματος στα αιμοφόρα αγγεία τού στομάχου όταν ξεκινά η διαδικασία της
πέψης, ενώ ελαττώνεται η οξυγόνωση τού εγκεφάλου, γέρνουν στην πλάτη της
πολυθρόνας τους κι ενίοτε, καθώς χαϊδεύουν μακαρίως την παραφουσκωμένη κοιλιά
τους, στρέφουν το βλέμμα στον ουρανό ατενίζοντας τις γραμμές αερίων που αφήνουν
πίσω τους τα αεριωθούμενα αεροπλάνα και ψιθυρίζουν:
- «Πάλι μάς ψεκάζουν»!
Δημήτρης
Νούλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.