Κάποτε, έγραψα τη γνωστή ατάκα… «Τα άσχημα τελείωσαν, τα χειρότερα
έρχονται!». (χωρίς φυσικά να διεκδικώ ικανότητα προφήτη, μπαρουφολόγου)!
Το
πόσο πέτυχα στην πρόβλεψη μου, το αφήνω στη κρίση σας…
Ξαναδημοσιεύω λοιπόν, πασχαλινό άρθρο της 14/4/2020, τότε μέσα στην
έξαρση του κορωνοϊού, την καραντίνα όλων μας, τις γεμάτες ΜΕΘ και τα αισιόδοξα
διαγγέλματα Μητσοτάκη…
Τότε, που γεμίζαμε πετρέλαιο τα ντεπόζιτα των λεβήτων με 0,70 λεπτά το
λίτρο, φουλέρναμε αμόλυβδη με 1,30, αγοράζαμε το αρνί μας με 5€ το κιλό, τις
πατάτες 0,40 λεπτά, τις ντομάτες, 1€
Τότε
που οι πανελίστες στη TiVi ήταν λοιμωξιολόγοι,
επιδημιολόγοι, εντατικολόγοι (φυσικά και κάποιοι παπαρολόγοι…).
Τότε, που τα κρούσματα ήταν ούτε 10.000, κι οι νεκροί κάτω από 10.000.
φυσικά και δεν διανοούμασταν ότι σε δύο χρόνια (πάλι με τον πόλεμο του
κορωνοίού) θα έχουμε στην Ευρώπη και έναν καταστροφικό πόλεμο, απροσδιόριστο σε
διάρκεια, αποτέλεσμα και συνέπειες!
Θα
έχουμε 120€ ο βαρέλι το πετρέλαιο, πάνω από 2€ τη βενζίνη, στα ύψη οι τιμές των
βασικών προϊόντων, με προφανή την κερδοσκοπία των μαυραγοριτών, που σηκώνουν το
βρωμερό κεφάλι τους! Και φυσικά, το δράμα των θυμάτων των προσφύγων του
πολέμου.
Κι
όλα αυτά, χωρίς προσώρας να φαίνεται αχτίδα ειρήνευσης και σταμάτημα της
καταστροφής. Γι’ αυτό, κι επειδή είναι σοφή κι η άλλη ατάκα… «Ποτέ μη λες
ποτέ»!
Ας
ευχηθούμε τουλάχιστον… «καλό, ειρηνικό και ακριβό Πάσχα» (το πιο ακριβό τα
τελευταία 50 χρόνια). Χωρίς να ξεχνάμε, ότι για όλα αυτά τα κακά, δεν φταίει
μόνο ο πόλεμος… αλλά κι… ο λύκος, που στην αντάρα χαίρεται! Κι αγωνιούμε όλοι
μας, πόσο θα γράφει να πληρώσουμε ο επόμενος λογαριασμός για φως, νερό,
τηλέφωνο! Και βέβαια, γι’ αυτό, διόλου δεν φταίει η φιλεύσπλαχνη κυβέρνηση μας…
(αλίμονο τώρα). Φταίω εγώ, φταις εσύ, φταίει ο Χατζηπετρής!
Όμως
προέχει να σταματήσει άμεσα ο μακελάρης πόλεμος, που δεν απέχει και πολύ απ’
την αυλή του σπιτιού μας… Και ποτέ μη λες ποτέ! Και σίγουρα… ένα ξεμάτιασμα το
χρειαζόμαστε στην Ελλάδα, γιατί όλα δείχνουν ότι κάποιος… μας γκαντεμιάζει!
Κάποιος γουρλομάτης που μας κυβερνάει και στις δημοσκοπήσεις (τις πετσωμένες
βέβαια), όλους τους νικάει!
Καλό
Πάσχα» πατριώτες! Και του χρόνου, να ‘ναι όλα διαφορετικά… Προπαντός ειρηνικά,
χαρούμενα, πιο αισιόδοξα και βέβαια, πολύ πιο φτηνά!
Πάσχα των Ελλήνων Πάσχα!
(έστω και πληγωμένο, απ’ τον «Αντίχριστο» κορονοϊό)…
Καμία Ελληνική γιορτή, ίσως πλην των Εθνικών επετείων, δε δένει τόσο
απόλυτα μ’ ότι αποκαλούμε, κι εννοούμε Ελλάδα, όσο το Ελληνικό Πάσχα!
Ελλάδα του Μοριά και της Ρούμελης ουσιαστικά, γιατί κακά τα ψέματα, όλοι
οι υπόλοιποι είμαστε «νέες χώρες» και νέα αποκτήματα, με περισσότερο ή λιγότερο
χρώμα ελληνικό, η κάθε μία «χώρα».
Κι
είναι ωραία και γεμάτη ομορφιά αυτή η κατά τόπους πολυμορφία, που συναντιέται
και σε πλείστες όσες χώρες και δένει αρμονικά και πλουμίζει σαν σύνολο την κάθε
μία, με μια πανσπερμία πολιτιστική, ιστορική, ανθρώπινη, ειρηνική.
Κι
ιδίως σε μας στη Δυτικομακεδονία, αυτός ο πλουραλιστικός πολιτιστικός πλούτος,
είναι σε περίσσεμα!
Δεμένα στενά το Ελληνικό Πάσχα, με τα κόκκινα αυγά, τη μαγειρίτσα, το
σουβλιστό αρνί με συγγενείς και φίλους στην αυλή, μιας μοσχομύριστης άνοιξης,
με ευχές, ποτήρια να τσουγκρίζουν, χαμόγελα, τσάμικα και καλαματιανά, κι
εύλογες παραπομπές σε φουστανέλα – φούντα – φέσι, τσιγκελωτό μουστάκι και
ροδοκοκκινομάγουλες βοσκοπούλες…
Ένα
πακέτο τόσο γεμάτο και φορτισμένο, με ευφρόσυνα συναισθήματα και εικόνες, που
παρασέρνουν και συγκινούν και τον λιγότερο, ή διόλου θρησκευόμενο, σ’ αυτό το
μαγικό Πασχαλιάτικο πανηγύρι.
Η
δική μας παιδο – εφηβική Πασχαλιάτικη διαδρομή, άρχιζε με την Καθαρο –
Δευτεριάτικη πάνδημη αρχή νηστείας, μετά από ένα βδομαδιάτικο καρναβαλίστικο
ξεφάντωμα, στο τοτινό ακμαίο και ζωντανό εμπορικά Αμύνταιο της δεκαετίας ’60 –
’70.
Τη
προ – Καντιώτη, προ – χούντας εποχή,
το Σάββατο του Θεοδώρου, γίνονταν σαν απαράβατο έθιμο η «μετάληψη» όλων μας
σχεδόν, μικρών και μεγάλων, στον παλιό Άγιο Κωνσταντίνο, απ’ τον προσφιλή κι
εύκολα αστειευόμενο, παπά Σταύρο Τζήκα.
Φυσικά, χωρίς προηγούμενη «εξομολόγηση», που στην μετά – Καντιώτη
περίοδο, έγινε εκ των ουκ άνευ…
Του
Αγίου Θεοδώρου, τελείωνε για τους πλείστους η νηστεία, μέχρι την επόμενη του
Μεγαλοβδόμαδου.
Τρείς μεγάλες φωλιές πελαργών στα δύο καμπαναριά του και στον επιβλητικό
τρούλο του είχε ο παλιός Άγιος Κωνσταντίνος, κι είχε και αλεξικέραυνο, αφού
ήταν και το ψηλότερο κτήριο του Αμυνταίου.
Μαζί
με τα συντρίμμια, που με μεγάλη δυσκολία κατάφερε το γιγαντιαίο τανκ, όταν
εγκληματικά αποφασίστηκε η κατεδάφιση του, γκρεμίστηκαν και οι τρείς
πελαργοφωλιές, όλα μαζί, μπάζα, τοιχογραφίες αγίων, λαϊκή τεχνουργία, ονόματα
Αμυνταιωτών παλιών αφιερωτών, πετάχτηκαν στα σκουπίδια στη «πατσάνα μπάρα»!!!
Η
θεία μου η Νίκη, κρατούσε σαν
φυλακτό ακριβό, ένα φολιδωτό κόκκινο κεραμιδάκι, απ’ τον πανέμορφο τρούλο της
εκκλησίας που κτίσανε σοφοί λαϊκοί τεχνίτες. Πέτρες, σε προσωπική εργασία,
κουβαλούσαν με κάρα απ’ τον λόφο (Γιάκα) οι Αμυνταιώτες.
Αυτός ήταν ο συκοφαντημένος «Βουλγάρικος» ναός, που έγινε το 1929!!!
Τραγικό θύμα ενός φανατικού δεσπότη… Και τ’ όνομα του δόθηκε, προς τιμήν του,
στρατηλάτη Κωνσταντίνου, τότε Διαδόχου!
Από
τότε, δε στέριωσε φωλιά πελαργού στον Ναό, τσιμεντοφτιαγμένο Άγιο Κων/νο, ένα
δείγμα κλασικής Νεοελληνικής κακογουστιάς και φτήνιας…
Μας
λείπει πραγματικά εκείνο το θεσπέσιο ηχητικά κροτάλισμα, μ’ ανασηκωμένο και
γυρτό προς τον ουρανό λαιμό ευτυχισμένων πελαργών, που ακούγαμε απ’ τα ανοιχτά
παράθυρα του διπλανού σχολείου μας…
Χαιρόταν με τη χαρά μας, με τα παιδιά, τους ανθρώπους, την οικογένεια
τους, τα φιλάνθρωπα αυτά πουλιά, που χρόνο με το χρόνο λιγοστεύουν.
Πελαργοί, χελιδόνια, καρδερίνες, μελισσοφάγοι, κότσυφες, κορυδαλλοί,
μπούφοι, κουκουβάγιες, νυχτερίδες, ζούσαν δίπλα μας, μαζί μας… χαίρονταν με τη
χαρά μας!
Τώρα, αυτό το ζωντανό φτερωτό πλούτο, τον θαυμάζουμε σε κάποιο
ντοκιμαντέρ της ΕΤ3, με θέμα κάποιο Εθνικό Πάρκο της Υποσαχάριας Αφρικής!
Κάθε
Παρασκευή βράδυ, τη Σαρακοστή, δίναμε το τακτικό μας παρόν στην εκκλησία,
γεμάτοι ξέχειλα εφηβικούς χυμούς, ανοιξιάτικους, δεξιά οι αρσενικοί, αριστερά
οι θηλυκές, με καυτές όλο κάψα ματιές, ιδίως απ’ τη μεριά μας, τότε, που έλειπε
η σημερινή εύκολη επαφή νεολαίων στ’ αμέτρητα σήμερα καφέ, κλαμπ, ακόμα και της
…Άνω Κωλοπετινίτσας!
Και
μια μυρωδάτη, όλο πρόκληση και παροξυσμό Άνοιξη, έμπαινε ακάθεκτη, με υπόκρουση
ατέλειωτη, την νυχτερινή χορωδία των … «κουάξ – εκεκε» δισεκατομμυρίων βατράχων
των κήπων, του ποταμιού και της λίμνης μας, να συνοδεύει τα εφηβικά μας,
ανεκπλήρωτα όνειρα…
Το
Μεσοβδόμαδο, πλημυρισμένο στο ανοιξιάτικο φως ενός μοναδικού Ελληνικού ήλιου,
τη ξενοιασιά των σχολικών μας διακοπών, διωγμένοι απ’ την αναστάτωση της
λάτρας, σπιτιών, αποθηκών, αυλών και πεζοδρομίων των καλονοικοκυράδων, γεμίζαμε
αλάνες, δραπετεύαμε στη λίμνη, το ποτάμι, το λόφο, σ’ ολοήμερα ατέλειωτα,
ανέλεγκτα επικίνδυνα ή αθώα παιχνίδια και περιπλανήσεις.
Η
νηστεία και τα’ ατέλειωτα γουργουρητά μιας αχόρταγης κοιλιάς, έκαμνε τη
προσμονή της Ανάστασης, γλυκιά κι ονειρική.
Μεγάλη Τετάρτη – Πέμπτη, οι νοικοκυρές βρίσκονταν σε δημιουργική
υπερδιέγερση και φούρια… Κι ήταν έξυπνο και εύλογο, από μέρους μας, να μη
σκοντάφτουμε στα πόδια τους…
Εκείνα τα ασήκωτα ταψιά και οι λαμαρίνες με τα τσουρέκια, που έπρεπε να
διακόψουμε το παιχνίδι μας για να κουβαλήσουμε στον φούρνο του Γραικού, των Μπάντηδων, κι όχι μόνο τα δικά μας, αλλά και όποιας γειτόνισσας μας
ανέθετε –σν επιλοχίας στο στρατό- την αγγαρεία της μεταφοράς, ακόμα με
βασανίζουν…
Πλημύριζε στο γυρισμό, τσουρέκι και μαχλέπι όλη η πόλη, αλλά ήταν
απόλυτα απαγορευτικό να σπάσεις και να γευτείς, έστω μια γωνιά τους! Και πάντα
άκουγες τα γνωστά … «Α! τα περσινά μου
τσουρέκια, ήταν πολύ ανώτερα»!
Όσο
πιο ανεξάρτητα και ζαβολιάρικα ήταν σε σχέση με το σήμερα τα τοτινά παιδιά,
τόσο περισσότερο δέχονταν εντολές για δουλειές και τρέχαν σε θελήματα, σαν
είλωτες της Σπάρτης. Δεν υπήρχε «δεν μπορώ», «δε θέλω» στις εντολές, ακόμη και
ξένων!
…«Πήγαινε
μικρέ, να μου πάρεις τσιγάρα»!
…«Φέρε
μου ένα ψωμί απ’ τον φούρνο»!
…«Κάνε
αυτό, κάνε εκείνο… και γρήγορα»!
Ο
θείος μου ο Νίκος, μ’ έστελνε σε
σπίτια μικρο – φεσατζήδων, να θυμίσω και να ζητήσω τα χρωστούμενα! Πράγμα
ιδιαίτερα δύσκολο για παιδί.
Μια
πανίσχυρη «στρατόκαυλη» κυριαρχία του μεγαλύτερου στον μικρότερο, του ισχυρού
στον αδύναμο, του δάσκαλου στον μαθητή, του αφέντη στον υπηρέτη του,
κυριαρχούσε νόμιμα και ηθικά!
Η πρακτική
αυτή σωστά καταργήθηκε στην πορεία προς τον εξευρωπαϊσμό μας, όμως περίπου
οδηγηθήκαμε στο άλλο άκρο, μιας ανυπακοής ανοήτως δικαιολογημένης και
κυρίαρχης.
…«Άγγελε, πάρε απ’ τους Παπαϊωάννηδες ένα αρνί που παρήγγειλα
(φορτώσου το δηλαδή στην πλάτη) και πήγαινε το στην Αστυνομία», «διέταζε» ο θείος μου ο Νίκος.
Κάθε
Μεγάλη Παρασκευή, ιδίως τα χρόνια της χούντας, όλοι σχεδόν οι επαγγελματίες της
αγοράς έστελναν το πεσκέσι τους (για καλό και για κακό και για τον φόβο των
Ιουδαίων) στην Αστυνομία, για το Αναστάσιμο τσιμπούσι που γίνονταν στον
αυλόγυρο της και τιμούσαν με φαγοπότι, οι «αρχές» κι οι ίδιοι σχεδόν πάντα
γλεντοκόποι – ψιλοτρακατζήδες πατριώτες μας.
Το
πένθιμο ολοήμερο κτύπημα της καμπάνας την Μεγάλη Παρασκευή, ήταν ευθύνη των
παιδιών, σοφά κατανεμημένο ανά εκκλησία και γειτονιά. Στη δική μας ευθύνη ήταν
το καμπαναριό του Αη Νικόλα, του νεκροταφείου.
Ολημερίς σκαρφαλωμένοι στο πανέμορφο
καμπαναριό, λίγο κάτω απ’ την τεράστια φωλιά των πελαργών –παρέα μαζί τους- με
σοβαρότητα και τέμπο. Χτυπούσαμε πένθιμα την καμπάνα σε σειρά, με το χτύπημα
και των άλλων τριών τότε εκκλησιών της πόλης μας.
Το
βράδυ της Ανάστασης, τα χρόνια του Καντιώτη,
με το «Χριστός Ανέστη», τον γενικό χαμό με τα αυτοσχέδια πυροτεχνήματα κι
εκρηκτικά, που όλοι εφοδιαζόμασταν για το «έθιμο» το τσούγκρισμα των αβγών, τα
φιλιά και τις ευχές, όλοι, ή σχεδόν όλοι, τραβούσαμε για τη λαχταριστή
μοσχομύριστη, ζεστή μαγειρίτσα στο σπίτι, οικογενειακώς.
Θυμάμαι, τη πρώτη χρονιά που ο Καντιώτης έκανε «Ανάσταση» στο Αμύνταιο.
Λίγο πριν το «Χριστός Ανέστη», διέκοψε απότομα τον ξαφνιασμένο παπά που έψελνε
και απευθυνόμενος στους πιστούς, που απόρεσαν μ’ αυτή τη διακοπή της
λειτουργίας, είπε αυστηρά κι αδιαπραγμάτευτα, σαν λοχαγός …«Ακούστε, η Αναστάσιμη
λειτουργία δεν τελειώνει με το «Χριστός Ανέστη». Κανείς σας να μη φύγει! Όποιος
φύγει, να γίνει φαρμάκι η μαγειρίτσα του»!
Φυσικά, μετά αυτή την (χριστιανικότατη) κατάρα, κανείς δεν έφυγε… Όλα τα
επόμενα χρόνια, γυρίζαμε σπίτι χωρίς τη μάνα μου, που έμενε μέχρι το τέλος
πιστή στη …ντιρεκτίβα του Καντιώτη, που αντιμάχονταν την λιγούρα μας για την
θεϊκή μαγειρίτσα…
Στα σπίτια μας, τα χρόνια εκείνα, το Πασχαλινό μενού ήταν 2 – 3 κιλά
αρνάκι με σπανάκι Φούφας και μπόλικο φρέσκο κρεμμυδάκι, άνηθο, κόκκινο πιπέρι,
στο ταψί, στο φούρνο της μασίνας. Νοστιμότατο κι ανεπανάληπτο μακεδονίτικο
έδεσμα, που ψιλοχάθηκε στη πορεία της ισοπέδωσης, της παλιάς ιδιαίτερης τοπικής
κουζίνας.
Κανείς τότε δεν έψηνε στην Μακεδονία αρνί στη σούβλα, κι όχι μόνο στην
Μακεδονία αλλά και στη μισή Ελλάδα. Η τηλεόραση, που προβάλει όμορφα – γραφικά
κι εντυπωσιακά έθιμα της κάθε γωνιάς της χώρας, τα γενικεύει, τα κάνει αγαπητά
και προσιτά, σ’ όλα τα μήκη και πλάτη ομόφυλων και συγγενών ανθρώπων, που
θέλουν να μοιάσουν με όλους, χωρίς υστερήσεις και αποκλεισμούς.
Έτσι
καταργείται η ιδιαίτερη τοπική – παραδοσιακή πολιτιστική κληρονομιά και
γενικεύεται ένας αχταρμάς εθίμων, με παρμένα από εδώ κι από κει, όμορφα ή
εντυπωσιακά δεδομένα, που εύλογα γίνονται κτήμα όλων (ορισμένα τελείως
βλακώδη).
Το
1977, μετά 1,5 χρόνο στον Έβρο, πήρα μετάθεση στην 4η ΜΟΜΑ στη Λαμία. Πρώτη μου
φορά εκεί είδα Πάσχα, μια πόλη να καπνίζει ολάκερη και να μυρίζει αρνί και
κοκορέτσι! Έξω απ’ τις πολυκατοικίες, γύριζαν ισάριθμα με τα διαμερίσματα,
αρνιά στις σούβλες!
Όταν
έλεγα σε Λαμιώτες που γνώρισα … «εμείς
στην Μακεδονία δεν σουβλίζουμε αρνί»,
με κοιτούσαν απορημένοι σα να έβλεπαν Ινδουιστή χορτοφάγο! «Και τι τρώτε εσείς
το Πάσχα;» ρωτούσαν με έκπληξη. Έτσι, απ’ όταν απολύθηκα, άρχισα κάθε χρόνο να
σουβλίζω με τους δικούς μου, αρνάκι στη σούβλα…
Τώρα
πάμπολλοι στην Ελλάδα γεύονται τον οβελία κι είναι μια πανέμορφη γραφική
εκδήλωση, που δένει ανθρώπους με δεσμά αγάπης, συγγένειας, φιλίας, ανθρωπιάς,
μιας γιορτής ξεχωριστής. (Ο κορωνοϊός φέτος μας το στέρησε)…
Τα
χρόνια της χούντας, έφτασε στο αποκορύφωμα του το Πασχαλινό γλέντι στους
στρατώνες, με αμέτρητα σουβλιστά αρνιά, τσάμικα «επισήμων» που σήμερα προκαλούν
γέλια, με πρωταγωνιστές τους Παπαδοπουλο
– Παττακούς και ΣΙΑ!
Για
να προλάβει ν’ αποθανατίσει όλη τους την γελοία περιοδεία στις αμέτρητες τότε
στρατιωτικές μονάδες της Αθήνας, η φτωχή σε εξοπλισμό τότε κρατική τηλεόραση,
άρχιζαν τα Πασχαλιάτικα γλέντια απ’ την Μεγάλη Εβδομάδα!
Φυσικά, το ίδιο κάνουν και σήμερα τα ιδιωτικά κανάλια, στα δήθεν
εορταστικά τους γλέντια, που γράφονται πριν τη γιορτή της ημέρας…
Στο
Αμύνταιο, δεκάδες πολυάνθρωπες μονάδες, στο τεράστιο στρατόπεδο μας,
ανταγωνίζονταν στο καρακιτσαριό ενός στημένου γλεντιού, ξέχειλο από σουβλιστά,
άλλα μισοκαμένα κι άλλα μισοάψητα αρνιά, που τάιζαν στρατιώτες κι Αμυνταιώτες
μέχρι αηδίας…
Και
δώσ’ του τα τσουγκρίσματα κόκκινων αυγών, κι οι ευχές «Χριστός Ανέστη», «Η
Ελλάς Ανέστη»! Και τα πλακάτ να κρέμονται απ’ τις κάνες των τανκς, με τα
απίθανα Ελληνο – Χριστιανικά συνθήματα «Ελλάς – Ελλήνων – Χριστιανών»
(υποκριτών – βασανιστών – σφετεριστών).
Τα συνθήματα και πριν τη χούντα, ήταν κάτι
πολύ μοδάτο, από μεριάς του τότε στρατο – αστυνομο – κρατούμενου κράτους. Ακόμη
και με αεροπλάνα (ντακότες) ρίχνονταν τρικάκια… «Ζήτω το Έθνος», «Ζήτω ο
Στρατός», «Ζήτω ο Βασιλεύς» (ποτέ των ποτών, «Ζήτω ο Λαός»)! Αυτός ήταν για τα
ζήτω, για τα «αέρααα» στους πολέμους, για να υπακούει, να ακούει και να σιωπά…
Εθνικές γιορτές και Πάσχα, από νωρίς, ταβέρνες και χασάπικα ντύνονταν με
χάρτινες σερπαντίνες, με συνθήματα και ευχές, ανάλογα με τη γιορτή.
Σε
μια άκρατη μπουρδολογο – καθαρεύουσα, σίγουρα επηρεασμένοι απ’ την ακατάληπτη
παραληρηματική παπαρολογία του Παπαδόπουλου,
τα Ζήτω έγιναν και … «Ζήτωσαν οι ένοπλες δυνάμεις» έτσι στο πιο
καθαρευουσιάνικο… χιλιάδες βήματα πέρα απ’ την παράνοια ενός «στρατόκαυλου»
παρελθόντος, έχουν γίνει, κι ας γκρινιάζουμε και ζητάμε όλο και περισσότερα
…Και πρέπει να ζητάμε…
Τα
σουβλιστά αρνιά του Πάσχα στα στρατόπεδα, συνεχίστηκαν και μετά τη χούντα,
χωρίς όμως ανοιχτές τις πύλες για χλαπαδιάζοντες πολίτες και πολύ ορθά…
Μάλιστα, για ένα μήνα πριν το Πάσχα, μας τάραζαν στη νηστεία, για να βγουν τα
έξοδα για τα Πασχαλινά αρνιά!
Τουλάχιστον, ο γέρο Καραμανλής
δεν ξευτελίζονταν σε αστεία τσάμικα, που είχαμε χορτάσει μέχρι σκασμού, για
επτά χρόνια προηγούμενα.
Με
το έτσι, με το αλλιώς, τα χρόνια περνούσαν και μείς πορευόμασταν ανάμεσα σε
…Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες και Σειρήνες… Σε πλούσια χρόνια παχιών αγελάδων, σε
μύθους, όνειρα και διαψεύσεις…
Και
μείς μεγαλώναμε μ’ ένα Πάσχα, που μπορεί ν’ αλλάζει σαν γιορτή κι εκδήλωση,
χωρίς όμως να χάνει στην ουσία το όνειρο και τη μαγεία του, την ομορφιά, τη
χρησιμότητα του, την υπέρβαση απ’ τα καθημερινά, σε μια εποχή δύσκολη για τους
πλείστους, άσχετα με τα Μαυρογιαλούρικα μασλάτια επαγγελματιών φτηνής
παλιομοδίτικης πολιτικής…
Ειδικά εμείς της «απολιγνιτοποιημένης» Δυτικής Μακεδονίας, μπαίνουμε σ’
έναν απροσδιόριστο χρονικά παγωμένο οικονομικά χειμώνα, που θ’ αλλάξει
δραματικά τα δεδομένα για τους ανθρώπους της. Ιδίως των νέων…
Γεγονός, που ακόμα δεν έχει γίνει ανάλογα κατανοητό σχεδόν απ’ όλους! (Η
περιπέτεια του κορονοϊού είναι το μικρότερο κακό)!
Με
ανοιχτό το ραδιόφωνο να παίζει «λαϊκά» στο «Ράδιο Αμύνταιο», με τις ολόθερμες
ευχές συμπατριωτών σε συγγενείς και φίλους, απ’ το «Ράδιο Λέχοβο», με τα παιδιά
μας φέτος αποκλεισμένα μακριά μας, δυστυχώς, με το ποτήρι γεμάτο Αγιότικο κρασί
και τσίπουρο στο χέρι και τη φροντίδα στο ψήσιμο, αν όχι αρνιού, έστω
κοτόπουλου, μπριζόλας, λουκάνικου, η χαρμόσυνη Πασχαλινή γιορτή δεν παύει να
μαγεύει, να χαροποιεί μικρούς και μεγάλους και σήμερα.
Καλό
Πάσχα σε όλους! Χαρούμενο, ειρηνικό, ευφρόσυνο, με υγεία προπαντός και καλή
καρδιά σε όλους!
Κι ο κορονοϊός, να γίνει γρήγορα μια ξεχωριστή
– κακή ανάμνηση…

.jpg)


.jpg)

Αυτη η ομορφη, αλλα επικινδυνη κοσμοσυρροη, που ειδα σε video,στη περιφορα του επιταφειου στη πολη μας,ΧΩΡΙΣ ΜΑΣΚΕΣ οι πλειστοι,δεν ειναι δυσκολο ν αντιληφθει κανεις,οτι συντομα θα τη πληρωσουμε, με αρωστους,και νεκρους..Καλη ειναι η πιστη κι θρησκευτικοτητα,αλλα,οταν κτυπαει το καμπανακι η αρρωστια,και παραμονευει ο χαρος,στους γιατρους και το νσσοκομειο τρεχεις,οχι, στο παπα,και τους αγιους..Α.Θ.Ρ.
ΑπάντησηΔιαγραφήχυδαια αρθρα
ΑπάντησηΔιαγραφήΧυδαιο ειναι,να βριζεις ανωνυμα..Α.Θ.Ρ.
Διαγραφή