(Από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)…
Ιούνιος 1959. Καλοκαίρι. Εξήντα και κάτι
χρόνια πριν.
Είχα μόλις τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο.
Είχα διδαχθεί τα πρώτα εγκύκλια γράμματα, τις θεμελιώδεις γνώσεις. Η
υποχρεωτικότητα της σχολικής εκπαίδευσης έπαυε με την αποφοίτηση από το
Δημοτικό Σχολείο.
Η φοίτηση στο Γυμνάσιο κι ακόμη πιο ψηλά δεν
ήταν υποχρεωτική ούτε φυσικά ευνόητη. Εξαρτιόταν όχι μόνο από τα «πόσα πουλιά»
πιάνει ο μαθητής αλλά από τη θέληση των γονιών, που υπάκουε σε αρκετές
παραμέτρους και προπαντός από την «τσέπη» τους. Η Παιδεία ήταν τότε ακριβή,
ιδιαίτερα για τον κόσμο της υπαίθρου.
Είμαι ο μικρότερος από τα αδέρφια μου, το
σουγκάρτσιε του σπιτιού και ο πρώτος, «που
θα μάθαινε περισσότερα γράμματα»,
όπως συνήθιζε να λέει η μητέρα μου.
Οι γονείς μου ήρθαν στον Κόσμο λίγα χρόνια
μετά το πέρασμα στον εικοστό αιώνα. Δε φοίτησαν ποτέ σε σχολείο. Δεν ήξεραν
ανάγνωση και γραφή. Μόνο μικρούς λογαριασμούς μπορούσαν να κάνουν από μνήμης.
Τη γνώση όμως της ζωής και τη σοφία της την κατείχαν. Την έμαθαν προφορικά από
παππούδες και γιαγιάδες και την κοινωνική τριβή.
Θυμάμαι, με συγκίνηση, τη μητέρα μου να
περιμένει το μεσημέρι, να γυρίσω από το Σχολείο, είχαμε μαθήματα και τα
απογεύματα πλην Τετάρτης και Σαββάτου, και πριν μου βάλει να φάω, να επιθυμεί διακαώς
να της διαβάσω τα γράμματα της Ευγενίας ή του Τασούλη από την «έρμη ξενιτιά».
«Αν
είχα μάθει γράμματα», μου έλεγε,
«δε θα σε κούραζα τώρα να μου τα διαβάζεις
και μετά να μου γράφεις και την απάντηση».
Δεν της το αρνήθηκα ποτέ. Ίσως να ανέβαλα
καμιά μέρα να της γράψω την καθ’ υπαγόρευσή της απάντηση, αλλά ήμουν πιστός σ’
αυτό το ιδιότυπο καθήκον.
Χαίρομαι επίσης γιατί, τύχη αγαθή, δε
χρειάστηκε ποτέ στις δεκάδες των γραμμάτων, που της διάβασα, να της κρύψω κάτι!
Θα συνέχιζα λοιπόν το σχολείο στο Γυμνάσιο. Πολλή
αισιόδοξη προοπτική. Το Γυμνάσιο θα ήταν το εφαλτήριο για μια συνέχεια
διαφορετική από εκείνη των αδελφών μου και φυσικά των γονιών μου.
Για να γίνει όμως αυτό έπρεπε αρχικά να δώσω
Εισαγωγικές Εξετάσεις στο Γυμνάσιο και το Φθινόπωρο, μετά το επιτυχές αποτέλεσμα
και την εγγραφή μου στην Α’ τάξη, να πληρώσω 360 δραχμές Μαθητική Εισφορά. Η
Παιδεία βλέπετε δεν ήταν ακόμη… δωρεάν!
Το πρώτο ήταν εύκολο. Ήμουν καλός μαθητής και
το δεκαήμερο που μεσολαβούσε ως τις εξετάσεις θα προετοιμαζόμουν εντατικά. Ύστερα
τα όμορφα και ρομαντικά εκείνα χρόνια οι δάσκαλοι της ΣΤ’ τάξης των Δημοτικών
Σχολείων της Επιθεώρησης Δημοτικής Εκπαίδευσης Περιφερείας Αμυνταίου ανταγωνίζονταν
για τις περισσότερες επιτυχίες εισαγωγής μαθητών τους στο Γυμνάσιο και βέβαια
για την πρωτιά μαθητή/τριας τους στις Εισαγωγικές Εξετάσεις.
Ανάλογος ανταγωνισμός, υπήρχε και στις
ονομαστές Γυμναστικές Επιδείξεις των Σχολείων, όσο αφορά τις νίκες στα
αγωνίσματα του στίβου. Ίσως το αποτέλεσμα εκείνου του ανταγωνισμού να ήταν
κριτήριο αξιολόγησης των σχολικών μονάδων και των δασκάλων, δεν παίρνω όρκο γι’
αυτό, συνθήκη πια απαραίτητη στην Εκπαίδευση, όμως εμείς οι μαθητές το εισπράτταμε ως αγάπη και έγνοια για τη μόρφωσή μας
και την ανάδειξή μας.
Δάσκαλος μας στην ΣΤ’ τάξη ήταν ο Γιάννης Παναγιωτίδης και Δ/ντής του 2ου
Δημοτικού Σχολείου Αμυνταίου, ο Σταύρος
Παπαπέτρου. Δυο - τρεις μέρες πριν τις εξετάσεις ο δάσκαλός μας, μας έκανε,
φυσικά χωρίς αμοιβή, σε αίθουσα του ισόγειου του σχολείου, μια έξυπνη
προετοιμασία.
Καθαρίστρια του σχολείου από την πρώτη χρονιά
της λειτουργίας του, το 1952, ήταν η Κωνστάντα
Χάντζη, μια σεμνή, σιωπηλή, καλοκάγαθη γυναίκα. Τη σκυτάλη της την παρέδωσε
στις κόρες της, πρώτα στη Λεύκα και
αργότερα στη Βάσω.
Περάσαμε όλοι. Χαρά μεγάλη για όλους.
Αργότερα παραλλήλισα εκείνη την προετοιμασία με τα σημερινά επαγγελματικά
φροντιστήρια.
Τι διαφορά! Ναι, το αποτύπωμα εκείνης της
σχολικής περιόδου έμεινε θετικά ανεξίτηλο στο μυαλό και στην καρδιά.
Το δεύτερο, οι 360 δραχμές το χρόνο της
Μαθητικής Εισφοράς ήταν κομματάκι δύσκολο.
«Τα
γεννήματα στα λιγοστά χωράφια μας ωριμάζουν, το αλώνισμα έρχεται, τα κρεμμύδια,
το γλυκάνισο και τον άνηθο θα τα μαζέψουμε τον Αύγουστο, αργότερα τις πατάτες
και τα πράσα, λίγα κηπευτικά πουλάμε στο
παζάρι της Δευτέρας, θα μαζέψουμε τα λεφτά», μού’ λεγε ο πατέρας μου. Βοηθούσα βέβαια κι εγώ στις
δουλειές.
Ήταν δουλευταράς, δεν τον τρόμαζε το αλέτρι,
το δικέλι, η κόσα. Άλλα φοβόταν. Οι καιροί ήταν ακόμη δύσκολοι. Οι δομές
Διοίκησης της μετεμφυλιακής Ελλάδας έβαζαν πέδη στα όνειρα πολύ κόσμου. Η
μνησικακία και η μισαλλοδοξία ήταν ανυποχώρητες.
Αυτές ήταν οι εύκολες εξετάσεις. Ακολούθησαν
έξι χρόνια αργότερα οι σημαντικές εξετάσεις των Πανελλαδικών για την εισαγωγή
στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Εκείνες που διαμόρφωσαν εντέλει την επαγγελματική
μου διαδρομή και γενικά τη ζωή μου.
Ευτυχής συγκυρία η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση
του Ευάγγελου Παπανούτσου και Λουκή Ακρίτα με πρωθυπουργό τον
αείμνηστο Γιώργο Παπανδρέου.
Εξετάσεις σε Πανελλαδική κλίμακα, αδιάβλητες,
αντικειμενικές, χωρίς εξωεκπαιδευτικά προαπαιτούμενα και πολιτικο - ιδεολογικό
αποτύπωμα των υποψηφίων.
Είχε
καθιερωθεί ο θεσμός του Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου κατά το Γαλλικό Baccalaureate.
Ακαδημαϊκό
Απολυτήριο Α’ τύπος, θεωρητικής κατεύθυνσης και Β’ τύπος, θετικής.
Το Σεπτέμβριο λοιπόν του 1965, δυο μήνες μετά
την αποφοίτηση από το Λύκειο, με ελλιπή προετοιμασία και χωρίς φροντιστηριακή
καθοδήγηση έδωσα τις πρώτες μου ακαδημαϊκές εξετάσεις. Είχα διαλέξει το Β’ τύπο
του Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου για να γίνω Γεωπόνος. Δεν τα κατάφερα. Κάθε εμπόδιο
για καλό. Κέρδισα εμπειρία, μπήκα στο νόημα των εξετάσεων.
Ανέκρουσα πρύμνα, αποφάσισα, όπως και έπρεπε,
να ξαναδώσω εξετάσεις τον επόμενο Σεπτέμβριο, το 1966, στο πλαίσιο πια του Α’
Τύπου Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου με πρώτη επιλογή τις Παιδαγωγικές Ακαδημίες.
«Η
Φλώρινα είναι δίπλα μας, τα έξοδα θα είναι λιγότερα, δε θα δυσκολευτούμε. Ναι,
γίνε Δάσκαλος», συμφώνησαν οι
γονείς μου.
Είχα άπλετο χρόνο για προετοιμασία. Χειμώνας
του 1965, Άνοιξη και Καλοκαίρι του 1966.
Ο Φίλιππος
Φωτιάδης, ευφυέστατος φιλόλογος από το Φιλώτα, γαμπρός του Γιορδάνη Μπάντη, σύζυγος της Ρούλας, αγνός λειτουργός της
Εκπαίδευσης, δημιούργησε στο Αμύνταιο, στο σπίτι του μπάρμπα - Λάζου και της περιώνυμης Σωτήρας, των κόκκινων καραμελωμένων μήλων,
στον όροφο πάνω από το σημερινό Hollyfood και με
θέα τη μοναδική πελαργοφωλιά του καμπαναριού του Αγίου Νικολάου, ταχύρρυθμο
φροντιστηριακό τμήμα Αρχαίων, Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Έκθεσης για
υποψήφιους του Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου.
Συγκροτήσαμε μια ομάδα πέντε - οκτώ υποψηφίων
και το παρακολουθήσαμε. Η συμβολή του στην επιτυχία μας υπήρξε καταλυτική. Στα
υπόλοιπα μαθήματα των εξετάσεων, Ιστορία, Μαθηματικά κ.λπ. ετοιμαζόμασταν μόνοι
μας.
Οι απόφοιτοι των Λυκείων της Φλώρινας, της
Πέλλας και της Ημαθίας δίναμε εξετάσεις στην Έδεσσα, στο 4ο Δημοτικό
Σχολείο. Δεκάδες υποψηφίων συγκεντρωθήκαμε στην εντυπωσιακή πόλη των
καταρρακτών. Προέκυψε θέμα διαμονής.
Οι υποψήφιοι δεν είχαμε τότε τη δυνατότητα
καθημερινής μετακίνησης από τον τόπο διαμονής μας στην Έδεσσα και της αυθημερόν
επιστροφής. Έπρεπε για δέκα μέρες περίπου να μείνουμε στην Έδεσσα.
Εγώ δεν ξέρω πώς, τα κατάφερα και βρήκα
δωμάτιο στο «Ξενοδοχείο Πέλλα». Ο φίλος μου Γαβριήλ από τη Σιταριά νοίκιασε, μ’ ένα συμμαθητή του από το
Πέρασμα, για μια εβδομάδα ένα δωμάτιο σε κάποιο σπίτι. Η φίλη μου η Ελένη, ζήτησε τη βοήθεια της Αστυνομίας
για να βρει δωμάτιο και τελικά φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός γιατρού. Κάπως έτσι
βολευτήκαμε όλοι.
Το πρωί δίναμε γραπτές εξετάσεις σε κάποιο
μάθημα, το υπόλοιπο της ημέρας διαβάζαμε για το μάθημα της επομένης και το
απόγευμα ως νωρίς το βραδάκι κάναμε βόλτα στην πόλη με τις κερασιές, τα νερά
και τους καταρράκτες, στη Φθινοπωρινή εκδοχή τους. Κάναμε «πηγαδάκια»,
κουβεντιάζαμε, φλερτάραμε, χαλαρώναμε.
Η εβδομάδα εκείνη υπήρξε νομίζω η πρώτη πράξη
της χειραφέτησής μου. Ανέδειξε μάλιστα κι ένα εκπληκτικό πνεύμα αμοιβαιότητας
ανάμεσα σε γνωστούς και άγνωστους υποψήφιους. Δεν ξεχνώ επίσης τη μοναδική
φορά, που, με προτροπή του συμμαθητή και φίλου μου Κώστα Ιωσηφίδη, πήγαμε ένα βράδυ στην ταβέρνα «Ονούφριος» για φαγητό.
Ήταν κάτι σαν προγιορτή για τη διαφαινόμενη επιτυχία μας.
Με την ίδια συγκίνηση, ξετρυπώνω από το
κελάρι των αναμνήσεών μου, σαν παλαιωμένο ξινόμαυρο Αμυνταίου, την επιστροφή,
με την οτομοτρίς, στο Αμύνταιο.
Στο Σιδηροδρομικό Σταθμό του Άγρα θα ήθελα να
πάρω ένα μοσχομυριστό σουβλάκι και από την Άρνισσα ως τον Άγιο Παντελεήμονα
χάρηκα τη νερένια ομορφιά με μια γλυκιά προσμονή να φτερουγίζει μέσα μου.
Στις 26 Οκτωβρίου 1966 η εφημερίδα
«Μακεδονία» δημοσίευσε τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Το Νοέμβριο γράφτηκα ως
πρωτοετής σπουδαστής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Φλώρινας.
Η Γ’ Λυκείου Αμυνταίου 1964-1965: Ανδρικόπουλος Αλέξανδρος (Νυμφαίο), Βάσσος Κωνσταντίνος (Αμύνταιο), Βεληγιάννη Χρυσή (Σκλήθρο), Γεωργιάδης Γεώργιος (Λακκιά), Γεωργιάδου Αθηνά (Καστοριά), Γιώβης Βασίλειος (Ασπρόγεια), Γρηγοριάδου Ανδρονίκη (Αμύνταιο), Δογάνη Αλεξάνδρα (Αετός), Ευθυμίου Ανθούλα (Ξινό Νερό), Ηλιάδης Κυριάκος (Βέγορα), Θεοχαρίδης Μιχαήλ (Αγραπιδιές), Ιορδάνου Παναγιώτα (Αετός), Ιωσηφίδης Κωνσταντίνος (Λακκιά), Καρακούτα Δέσποινα (Κλεισούρα), Καρακώστας Κωνσταντίνος (Σκλήθρο), Κονδυλίδης Ευάγγελος (Αμύνταιο), Κωνσταντινίδης Κωνσταντίνος (Αμύνταιο),
Κωνσταντίνου Ιωάννης (Αμύνταιο), Κωτσόπουλος Λάζαρος (Κλειδί), Μάντζος Δημήτριος (Λέχοβο), Μάσση Νίκη (Ξινό Νερό), Μπασσούρης Ιωάννης (Λιμνοχώρι), Μπελεβέγγας Δημήτριος (Γρεβενά), Νάστου Πελαγία (Ασπρόγεια), Οφλή Αλεξάνδρα (Φιλώτας), Παπαναστασίου Γεώργιος (Ξινό Νερό), Παπαπέτρου Πέτρος (Ξινό Νερό), Σιδηρόπουλος Αναστάσιος (Αγ.
Βαρθολομαίος), Σταματοπούλου Σουλτάνα
(Αγ. Παντελεήμονας), Στεφανίδου Μαρία
(Ξινό Νερό), Τατσίδης Σταύρος
(Λέχοβο), Τατσίδου Ελπινίκη
(Λέχοβο), Τζαραλή Ιουλία (Αγ.
Παντελεήμονας), Τόϊτου Ελένη (Αγ.
Αθανάσιος Πέλλας), Τραϊανός Αθανάσιος
(Καστοριά), Τσουμήτας Ελευθέριος
(Βαλτόνερα), Χασιώτης Ηλίας
(Αμύνταιο), Χατζηιωάννου Ελένη
(Αμύνταιο), Χατζησυμεών Μαρία
(Έδεσσα), Χρηστίδης Πέτρος
(Αμύνταιο), Χρηστίδου Πετρούλα
(Αμύνταιο).
Οι ασπρομαυρες φωτο σου, Θαναση,θυμιζουν σκηνες απο ταινιες, του μεγιστου Αγγελοπουλου..Μιας αλλης Ελλαδας,αξεχαστης,ονειρικης,ανθρωπινης,κοινωνικης,σε μια αξιοπρεπη φτωχεια,που περασε ..δια πυρος και σιδηρου..τη ζωη της,κι επεζησε,και προχωρησε..Α.Θ.Ρ.
ΑπάντησηΔιαγραφή