Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

Αλλοτινές μου Πασχαλιές και συνακόλουθες αναφορές…

 
(Του Α.Θ.Ρ., από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)…
  Όλες οι μαθητικές – παιδικές μου διακοπές, γιορτών και καλοκαιριού, μέχρι 10 – 12 χρονών, τις πέρασα στο ζωντανό τότε και ονειρικό στα μάτια ενός παιδιού, που έρχονταν από μια μικροαστική κωμόπολη, στο γραφικό, αγροτικό κεφαλοχώρι Σκλήθρο.
  Εκεί, γύρω στα 1955 – 60, όταν κατέβαινα με την μάνα μου στη στάση «καρυδιά», (έτσι λεγόταν η στάση λεωφορείων στο Σκλήθρο), η μύτη κι ανάσα μου, φαρμακωμένη απ’ τη τσιγαρίλα, τη βρώμα της ιδρωτίλας των τοτινών ανθρώπων, που δεν είχαν την καλύτερη σχέση με το σαπούνι και το νερό, τη μυρωδιά των ξερατών, βενζίνης, καπνού, ανάκατης, που κυριαρχούσε στον αέρα του «πράσινου» λεωφορείου, ξαφνικά γέμιζε απ’ το άρωμα και τη φρεσκάδα φυλλωσιών, το καλοκαίρι, και τη ξεχωριστή μυρωδιά του καμένου ξύλου βελανιδιάς, που έβγαινε με τον καπνό απ’ τις καμινάδες των σπιτιών.
 
Ήταν πάντα η πρώτη αγαπητή κι αξέχαστη επαφή μου με το Σκλήθρο, αυτή η ξεχωριστή ανάσα, το ξεχωριστό άρωμα που ακόμα το θυμάμαι, έστω και αμυδρά. Και με συνδέει ευχάριστα και τώρα με το Σκλήθρο.
  Όπως κι εκείνη η εικόνα, πίνακας ζωγραφικής, με χιονισμένο το χωριό, απόλυτη ησυχία και απ’ τις καμινάδες των σπιτιών, γεμάτων ανθρώπων με τον άσπρο καπνό να ανεβαίνει κατευθείαν στον κλειστό χειμωνιάτικο ουρανό.
  Το λεωφορείο ξεκινούσε μέσα απ’ την πλατεία αγοράς της κωμόπολης μας, το ΚΤΕΛ Φλώρινας βρίσκονταν στο ισόγειο του Σιώκη (σήμερα κατάστημα Πρόδρομου Θεοδοσιάδη). Το ΚΤΕΛ Καστοριάς, βρίσκονταν στο κεντρικό μας δρόμο (σήμερα «λουλουδάδικο» του Κώστα Γαργάνη).
  Στο πρακτορείο του Σιώκη, περνούσα το πρώτο τεστ παιδικού ψέματος, κόντρα στο βλοσυρό βλέμμα του εκδότη εισιτηρίου, όταν προηγούμενα πάντα δασκαλεμένος, έλεγα ηλικία ένα – δύο – τρία χρόνια μικρότερη για να κερδίσω το «μισό» εισιτήριο, πράγμα εξαιρετικά οδυνηρό για ένα παιδί… το επόμενο πιο δύσκολο, ήταν όταν στη διαδρομή, ο αγριωπός «ελεγκτής» με κοίταζε στα μάτια καρφωτά και με ρωτούσε την ηλικία! Και έδειχνα, ο αφιλότιμος, και μεγαλύτερος απ’ την πραγματική μου ηλικία! Είχα όμως πάρει το «κολάι», απ’ τα συχνά μας ταξίδια με το τραίνο για Σαλονίκη, μ’ εκείνους τους πιο επιβλητικούς, με χρυσά σιρίτια και ύφος αρειμάνιου αρχιστράτηγου, ελεγκτών του τραίνου.
  Στη διαδρομή, όλοι οι άντρες κάπνιζαν μανιωδώς, στο ασφυκτικά γεμάτο λεωφορείο, τα τασάκια στα καθίσματα ήταν πάντα ξέχειλα γεμάτα γόπες…
  Πάμπολλοι, ιδίως παιδιά και γυναίκες, ξερνοβολούσαν στη διαδρομή, που στην περίπτωση μας ήταν μόνο 18 χιλιόμετρα, σ’ έναν δρόμο όμως όχι ιδιαίτερα ασφαλτοστρωμένο και με μπόλικες λακκούβες και στροφές.
  Σχεδόν κάθε πρωινό Δευτέρας, για το παζάρι, είχαμε στο σπίτι στο Αμύνταιο, συγγένισσες, μισοάρωστες, ζαλισμένες, με πονοκέφαλο απ’ το λεωφορείο, που συνέρχονταν με ευωδιαστό τσάι με λεμόνι και γλυκό κουταλιού ύστερα… Φυσικά και ξέχειλη ανοιχτή αγκαλιά και κουβέντα φιλική.
  Οι Σκληθριώτες είχαν μεγάλη αγάπη στο τσάι το μαύρο, που το ‘πιναν σε γυάλινο νεροπότηρο, αν δεν ράγιζε απ’ τη θερμότητα! (το «μαύρο» τσάι, λέγονταν… Ευρωπαϊκό!)
  Οι αποστάσεις τότε παλιά, έμοιαζαν τεράστιες σε μέγεθος και ταλαιπωρία. Τα παιδιά μου γελούσαν όταν τους έλεγα ότι δεν είχα πάει ποτέ μου, μέχρι περίπου τα 25 μου, στη γειτονική Πτολεμαΐδα, τη Κοζάνη! Και μόνο μια – δυό φορές στη Φλώρινα με τους προσκόπους! Το αντίθετο με τη Σαλονίκη, που λόγω του τραίνου και των συχνών μας επισκέψεων στον παππού μου στο Γεντί Κουλέ, απ’ τα μικράτα μου, την επισκεπτόμουν συχνά.
  Γ’ αυτό ήταν τόσο σημαντικές, για τη γνωριμία της άλλης Ελλάδας, οι πολυήμερες εκδρομές μας στο Γυμνάσιο και Λύκειο, κι ιδίως, ο «Γύρος της Ελλάδας» που έκαμνε το «Εθνικό Ίδρυμα» για τα Μακεδονόπουλα (σίγουρα μόνο!).
  Το λεωφορείο του ΚΤΕΛ, πιθανόν, και η μόνη γραμμή του στο λεκανοπέδιο μας, έκανε τη διαδρομή Αμύνταιο – Λέχοβο δυό – τρείς φορές τη μέρα, με διανυκτέρευση του βραδινού στο Λέχοβο! Κι ήταν γεμάτο επιβάτες, σχεδόν πάντα. Πο επιβάτες του ήταν κατά βάση Λεχοβίτες, Σκληθριώτες, Αετοζίτες.
  Μέσα σ’ όλη τη διαδρομή, κυριαρχούσαν, με βροντώδη φωνή στις συνομιλίες τους, σχεδόν πάντα οι Λεχοβίτες! Άλλοτε Ελληνικά, άλλοτε Αρβανίτικα, άλλοτε ανάκατα! Μια γραφική Esperanto
  Στις δυνατές ομιλίες τους, ξεχώριζες ξεκάρφωτες λέξεις Ελληνικές… δικαστήριο, νομαρχία, ΙΚΑ, ένσημα, δικηγόρος, βουλευτής, δεμένες τέλεια μέσα στην τρεχούμενη, Αρβανίτικη και βροντώδη λαλιά τους!
  Οι ντόπιοι Μακεδόνες μόνο άκουγαν σιωπηλά, μιλούσαν Ελληνικά, όταν αυτά ακούγονταν σε δημόσιο χώρο, από άλλους, ή μουρμούριζαν μακεδόνικα όταν απευθύνονταν στη γυναίκα τους, τα φίλο, τον γνωστό τους. Άλλωστε, στο λεωφορείο, πάντα υπήρχε κάποιος χωροφύλακας, αγροφύλακας, παπάς ή ρουφιάνος (πάντα στην πρώτη θέση), σίγουρα φαντάζομαι ταξίδευαν «τζαμπατζήδες» και για να επιβλέπουν τον περίγυρο… Τότε δεν υπήρχαν στα «όργανα της τάξης» ωράριο, υπερωρίες, ρεπό. «Δούλευαν» 24 ώρες το 24ωρο… Οι πλείστες στο καφενείο!
  Όμως, κι οι λεωφορειούχοι και οι ελεγκτές κι οι πράκτορες του ΚΤΕΛ, του τραίνου, τότε, ήταν άνθρωποι του καθεστώτος (αν όχι του …παρα-καθεστώτος) όπως και οι περιπτεράδες, ταξιτζήδες, θυρωροί, κουλουρτζήδες, λαχειοπώλες, πόρνες, σίγουρα και κάποιοι δήθεν τυφλοί ζητιάνοι, που στέκονταν για χρόνια σε γωνίες, στις πόλεις!
  Η χώρα, μόλις 5 – 10 χρόνια απ’ τη λήξη του εμφυλίου, ζούσε με τον φόβο… «κατασκόπων», «συμμοριτών», «ανθελλήνων», και «κονσερβοσφαγέων του λαού», των ευγενών απογόνων του Περικλέους! Ή όσων βροντοφώναζαν υπέρ βασιλιά, Παπάγου και Καραμανλή!
  Τα υπόλοιπα χωριά γύρω απ’ το Αμύνταιο (Ξινό, Πέτρες, Άγιος, Λακκιά, Βεγόρα, Φανός, Ροδώνας, Πεδινό), κινούνταν με γαϊδουράκια, κάρα, πεζοπορία. Μάλιστα, εκτός κατοικημένου χώρου τα παπούτσια τα κρατούσαν στο χέρι!
  Οι Αγιότες, εκτός απ’ το κάρο είχαν πρόσφορο και το τραίνο για Αμύνταιο. Ο μακαρίτης τώρα, Σπύρος Σπ. Απ’ το Μανιάκι, που δούλευε τσαγκαράκι στο μαγαζί του παππού μου, με βάρκα με κουπιά, έβγαινε Άγιο κι από ‘κεί με το τραίνο έρχονταν στο Αμύνταιο! Ένα αδιανόητο σήμερα ταξίδι!
  Το λεωφορείο ήταν «ακριβή» πολυτέλεια, που αφορούσε αναγκαστικά μεγαλύτερες αποστάσεις, κι έφερνε σε επαφή ανθρώπους και ιδέες, ίσως …κι επικίνδυνες!
  Ο παππούς μου ο Αργύρης, όταν γύρω στα ’63 έμενε μαζί μας στο Αμύνταιο, έστελνε καθημερινά, με κάποιον ταξιδιώτη Σκληθριώτη, την διαβασμένη του χθεσινή «Μακεδονία» (τότε σφόδρα δημοκρατική – Παπανδρεϊκή), στο καφενείο του Μπούφη (στέκι δημοκρατών) στο Σκλήθρο! Πάντα γεμάτο Σκληθριώτες, σε αντίθεση με το απέναντι του δεξιού Σ.
  Θυμάμαι την αντίδραση της γιαγιάς μου… «Ντόστα μπρε Γκύρη, σου βα ΜΑκεντονίιτα» (Φτάνει βρε Αργύρη μ’ αυτήν την Μακεδονία!). Πάντα οι γυναίκες, σκληρές ρεαλίστριες… ιδιαιτέρα όσες, αφού κάηκαν στο χυλό, φυσάνε το γιαούρτη! (την τοτινή εποχή)
  Το ’57, είχε αποφυλακιστεί ο παππούς, που ήταν μέσα απ’ το ’46! Δικηγόρος του και πολιτικός φίλος του, ο Δ. Θεοχαρίδης. Κάποτε, γύρω στα 2000 που ήμασταν με την μάνα μου για μια δουλειά στη Φλώρινα, πέσαμε τυχαία πάνω στον γηραλέο αλλά αεικίνητο τότε Δ. Θεοχαρίδη. Και τότε, αφού τη γνώρισε και μας χαιρέτησε, της είπε… «Εσύ Αθηνά, μου χρωστάς μια πίτα! Μου την έταξες, όταν με παρακαλούσες να βγάλω απ τη φυλακή τον πατέρα σου»!!!
 
Κατηφορίζοντας λοιπόν απ’ τη στάση «καρυδιά» προς το κέντρο του χωριού, χέρι – χέρι με τη μάνα μου, με ξέχειλη τη χαρά, άρχιζαν οι στάσεις, τα καλωσορίσματα, τα φιλιά κι η διάχυτη καλή διάθεση, στις συναντήσεις με γνωστούς, φίλους και συγγενείς, που μας τραβολογούσαν στο σπιτικό τους γεμάτοι άδολη αγάπη.
  Νύφη στο Αμύνταιο η μάνα μου απ’ το ’49, παντρεμένη με «ματζιήρτσιε» (προσφυγάκι), με ξεκληρισμένους τους πιο δικούς της (ο πατέρας στη φυλακή, ο αδελφός του και προστάτης τους, εκτελεσμένος το ’49, με τα’ αδέλφια της φευγάτα κακήν – κακώς σε Καναδά – ΗΠΑ, με κατασχεμένο σπίτι – περιουσία, μια σημερινή Σύρια προσφυγοπούλα, χωρίς τη συμπαράσταση ΜΚΟ…
«Τι είναι αυτό το παιδί, Ντόρα, που αρραβωνιάσατε την Αθηνά;», ρώτησε μια γριά θεία της τη γιαγιά μου, το ’49.
«Προσφυγάκι απ’ το Αμύνταιο»!
«Ά! Θα γλυτώσετε π’ τους χωροφυλάκους!». Φυσικά όλ’ αυτά στη μητρική τους, μακεδονική…
  Νομίζω ότι αυτή η παράγραφος της ανελλήνιστης γριούλας, περιέχει τραγική τοπική ιστορία, ενός χοντρού βιβλίου! Όμως, όμως, η δύναμη, η αντοχή, η αγάπη για τη ζωή, τους ανθρώπους τους, η προσαρμοστικότητα αυτού του φοβερού κι απίθανου ζώου – ανθρώπου, όλα τα νικάει, όλα τα ξεπερνάει και προχωράει με το κεφάλι ψηλά, σαν τις Καρυάτιδες που τόσο φυσικά σηκώνουν στο κεφάλι τους μαρμάρινη στέγη!
  Ποτέ μου δεν άκουσα κατάρα, εκτός ίσως για τους «κοντόσηδες» (ρουφιάνους), κλάψα, αναφιλητά, απελπισία, γκρίνια, οδυρμό και παράπονο, ακόμα κι όταν ανεβαίναμε χέρι – χέρι με τη μάνα και τη γιαγιά μου, προς τη σιδερένια πορτάρα του Γεντί Κουλέ, να φέρουμε στον παππού ασπρόρουχα, κάποια πίτα, τα χάπια του για το στομάχι… (Rotter, σε κίτρινο μεταλλικό κουτί, τα θυμάμαι).
  Όλα έμοιαζαν σαν μια άλλη εκδρομή… Κάτι φυσιολογικό, περαστικό, ίσως ένα όνειρο – εφιάλτης. (Σαν την ταινία «Η ζωή είναι ωραία» με τον αξεπέραστο Μπενίνι…).
  Λυπάμαι που τους έχασα και δεν κατέγραψα λεπτομέρειες, μυστικά, πληροφορίες, τη ψυχολογία τους, το αν κλαίγαν κρυφά μου. Τι σκέφτονταν; Τι ελπίζαν;
  Στον Ντέντο Φώτη και τη Ντάντε (αδελφή του παππού μου) καταλήγαμε, στo κέντρο του χωριού, 50 μέτρα μακριά απ’ το αρχοντόσπιτο πατρικό της μάνας μου, που στέγαζε τώρα χωροφύλακες.
  Το σπίτι – θαλπωρή των θείων μας, που για χρόνια στέγαζε, σαν μια μητρική αγκαλιά – φωλιά τους δικούς μου, ήταν ο ορισμός της αγάπης, της φιλοξενίας, της ανθρωπιάς χωρίς μέτρο, του παλιού – λαϊκού ανθρώπου της υπαίθρου.
  Η αγάπη των θειών μου αυτών, για μένα, μόνο με τη μητρική αγάπη μπορεί να συγκριθεί. Λυπάμαι που δεν πιστεύω σε «άλλη ζωή», όπου θα ήθελα να ξανανταμώσουμε, να τους ευχαριστήσω για την αγάπη τους…
  Το Μεγαλοβδόμαδο, σ’ ένα χωριό γεμάτο ανθρώπους, που το διασχίζουν τρία ολοκάθαρα ποτάμια, σε σχολικές διακοπές κι απόλυτη ελευθερία στα παιδιά, η τεράστια ημέρα της Άνοιξης τέλειωνε δυστυχώς πολύ γρήγορα και σταματούσε απότομα ένα χαρούμενο, δημιουργικό, αρχέγονο παιδικό παιχνίδι, που στερούνται σήμερα τα …χορτάτα παιδιά!
  Ονομαστό κεφαλοχώρι της περιοχής, ιδίως προπολεμικά το Σκλήθρο. Πλούσιο πατατοχώρι. Νοικοκύρηδες, εργατικοί, προκομμένοι, φιλήσυχοι οι Σκληθριώτες, έκλειναν σιωπηλά πληγές μιας άλλης, άγριας, ανώμαλης περιόδου, που πάμπολλοι πλήρωσαν ακριβά, κι εν πολλοίς άδικα.
  Μικρό χωρίο, με ιδιαίτερα παλιότερα, μεγάλη υπεροχή αριθμητική του ντόπιου πληθυσμού, σε σχέση με τον προσφυγικό (Μικρασιατικό) πληθυσμό και λίγες οικογένειες Βλάχων.
  Με αυτοπεριχαράκωση, παλιότερα, ιδίως περιόδους έντασης κι ανωμαλίας, ντόπιων – προσφύγων, που κατάργησε προοδευτικά και πολύ σωστά η ίδια η ζωή κι η εδραίωση της Δημοκρατίας και της ειρήνης. Μάλιστα οι πρόσφυγες απαρνήθηκαν στην πράξη –πολύ κακώς- στη πρόοδο του χρόνου, το πολιτιστικό τους αποτύπωμα (μουσική, χοροί, έθιμα). Ποτά μου, στα πανηγύρια του χωριού, δεν άκουσα Μικρασιάτικο ρυθμό, που σίγουρα παλιότερα θα υπήρχε.
  Ένας πανέμορφος, δημιουργικός οργασμός σιγυρίσματος, καθαριότητας, επικρατούσε στα αγροτόσπιτα απ’ τις νοικοκυρές, που κρατούσαν μια καθαριότητα και τάξη σπάνια για χωριό, ιδίως τις μεγάλες γιορτές, όπως το αγαπητό σε όλους Πάσχα.
  Η δική μας έγνοια, που σταματούσε κάθε άλλη οργιώδη παιδική δραστηριότητα, του Μαγαλοβδόμαδου, ήταν η εξόρμηση όλης της πιτσιρικαρίας στην αντικρινή «Γκράντιστα», πρωί Μεγάλης Πέμπτης, να μάσουμε τα μοσχομυριστά κατακίτρινα λουλούδια «γκρότφετς! (κάτι θυμίζει σλαβικά η λέξη, με «τάφο»), που που μύριζαν πένθιμη εκκλησία και που το βράδυ μ’ αυτά στολίζονταν απ’ τις γυναίκες ένας κατακίτρινος, μοσχομυριστός Επιτάφιος του Σκλήθρου!
  Σε απάτητα βουνίσια λιβάδια φύτρωνε αυτό το λουλούδι, κάτι μεταξύ ζουμπουλιού και νάρκισσου, πόσο αλήθεια βάθος χρόνου να έσερνε αυτή η τοτινή παιδική δραστηριότητα, που ευτυχώς για το έθιμο συνεχίζεται και σήμερα…
  Ο παπά – Γιώργης (Πόντιος παπάς απ’ την Βασιλειάδα), είχε φωνή υψίφωνου, καλλιεργημένη, που γέμιζε κάθε γωνία του τεράστιου Άγιου Δημήτρη, χωρίς τα σημερινά μεγάφωνα.
  Το μέγεθος και το τέμπλο του Αη Δημήτρη, κτισμένου τον 18ο αιώνα, έδειχνε και το μέγεθος, τον πλούτο και την ποιότητα του ιστορικού Ζάλενιτς – Σκλήθρου.
  Το Ελληναράδικο κράτος που δεν εμπιστεύονταν τον Μακεδόνα, έβαζε πόντιους παπάδες και Κρητικούς χωροφύλακες στην Μακεδονική γη, ίσως ακoλουθώντας «πετυχημένα» προηγούμενα καθολικών Ευρωπαίων παπάδων, σ’ όλη την Αμερική, την Αφρική, την Αυστραλία! Ευτυχώς, έστω και αργά, αυτά ανήκουν στην έστω και πρόσφατη πλέον ιστορία και πρακτική…
  Οι ντόπιοι του Σκλήθρου, δε θα τους έλεγες και τυπικούς θεοσεβούμενους, ιδίως τους άντρες. Μέσα στην εκκλησία γίνονταν ένας μικρός χαμός οχλοβοής, που με δυσκολία κάλυπτε η υπέροχη μελωδία του παπα-Γιώργη.
  Οι μεγάλοι, περίπου συζητούσαν αστειευόμενοι. Τα πιτσιρίκια, υπερκινητικοί μικρο-διάβολοι, σχεδόν πάλευαν μέσα στην εκκλησία ή έκαιγε ο ένας του άλλου το κουρεμένο κεφάλι, με την λαμπάδα!
  Εγώ, συνηθισμένος απ’ την τάξη στον Άγιο Κωνσταντίνο του Αμυνταίου, μου φαίνονταν τελείως περίεργα κι αστεία  όλ’ αυτά!
  Ο παπά-Γιώργης, όταν ξέφευγε τελείως η κατάσταση, σταματούσε την ψαλμωδία ή ακόμη και το ευαγγέλιο, κι έβαζε ένα σφυριχτό «σσστττ! Δεν βρίσκεστε στο παζάρι του Αμυνταίου!», έλεγε αυστηρά. Ή βουτούσε απ’ το αφτί κάποιον ταραξία μπόμπιρα που περιφέρονταν προκλητικά και ταρακουνούσε το κεφάλι του, που νόμιζες προς στιγμή ότι θα ξεκολλήσει και θα κυλίσει στις πέτρινες πλάκες της εκκλησίας!
  Πάμπολλοι άντρες μένα έξω απ’ την εκκλησία σ’ ένα πέτρινο πεζούλι, κάπνιζαν και συζητούσαν χαρούμενοι με τους φίλους συμπατριώτες τους.
  Οι πρόσφυγες, ιδίως οι γυναίκες, εκκλησιάζονταν πολύ πιο συχνά και σεβαστικά.
  Κανείς στο Σκλήθρο δεν έψηνε αρνί ή σούβλα το Πάσχα. Πιστεύω, ούτε καν οι Βλάχοι του χωριού. Το ίδιο φυσικά και στην άλλη Βόρεια Ελλάδα.
  Θυμάμαι, δύο φουστανελοφόρους Βλάχους γηραλέους, να λιάζονται ακουμπισμένοι στις γκλίτσες τους, σε κάποιο πεζούλι στο κέντρο του χωριού. Οι τελευταίοι Μοϊκανοί πριν τη Δυτικότροπη φορεσιά όλων… εικόνες ανεπανάληπτες οι φουστανελοφόροι!
  Μια ιδιαίτερη μνεία αξίζουν εκείνοι οι τελευταίοι φουστανελοφόροι της περιοχής μας, Αλέξης Κιάνας και Δημήτρης Φουρκιώτης!
  Στο πατρικό της μάνας μου, των Καραπαλιδέων, στην τεράστια σάλα στον πάνω όροφο, πάνω στα υπεραιωνόβια δρύινα σανίδια, υπάρχουν ακόμα διάσπαρτα σημάδια απ’ τις πρόκες τν τσαρουχιών, όταν προπολεμικά, στον γάμο ενός Φουρκιώτη (Κωνσταντούλα;) οικογενειακών φίλων τους, ήρθαν από Τσαριτσάνη κι Ελασσόνα συγγενείς τους Βλάχοι, καβάλα σε άλογα και χόρευαν τσάμικα, πηδώντας μέχρι το ταβάνι!
  «Κι μι οι ραστούρατ, κουίκιατα βία!» (Θα μου γκρεμίσουν το σπίτι αυτοί!), μονολογούσε στη μόνη γλώσσα που ήξερε, η μπαμπα Παράσιικα… Μόνο που το σπιτικό της δεν το γκρέμισαν οι λεβεντάνθρωποι Βλάχοι, αλλά… το ελληναράδικο μετα-κατοχικό κράτος!
  Σίγουρα, δεν ήταν τυχαία, αλλά απόσταγμα τραγικής εμπειρίας η μακεδονική έκφραση, ειπωμένη στη γλώσσα τους… «Καλύτερα νε σε βρει Τούρκικη σφαίρα, παρά να σε περιλάβει Ελληνική πένα!».
 
Δύο χασάπικα είχε το χωριό, του Ζωντανού και του Κουμπούρτση. Έναν φούρνο, δύο κουρεία, πέντε καφενεία, ραφτάδικο, ξυλουργείο, τσαγκάρικο, τρία μπακάλικα…
  Χωρίς ψυγείο τότε τα κρέατα, θυμάμαι τον Ζωντανό να χτυπάει μια αρμαθιά μεγάλων κουδουνιών, αργά πάντα το Μεγάλο Σάββατο και να φωνάζει μια τελείως χαμηλή τιμή του αρνιού… Άιντε, να φάει η φτωχολογιά!
  Το Πασχαλιάτικο μας γεύμα, ήταν πάντα αρνάκι στο ταψί, με σπανάκι, κρεμμυδάκι, κόκκινο πιπέρι, άνηθο, στο φούρνο της «προκομμένης» μασίνας! Σπανάκι Φούφας, που φέρνανε με γαϊδουράκια οι παραγωγοί της μπαξεβάνικης Φούφας. Φυσικά, εκτός απ’ τα αγνά, βιολογικά τότε υλικά, τη μαγεία της νοστιμιάς έβαζαν εκείνες οι χρυσοχέρες εκείνες «αρχαίες» νοικοκυρές που κατάφερναν απ’ το «μηδέν» να φτιάχνουν γευστικά αριστουργήματα!
  Φυσικά, βοηθούσε κι η ακόρεστη όρεξη όλων μας, αφού δεν ήταν πλημυρισμένα, στομάχι – έντερο – εγκέφαλος, καρδιά στη χοληστερίνη, τα τριγλυκερίδια, τα λιπαρά, τα σάκχαρα, που έχουν καταλάβει σήμερα το πεπτικό τουλάχιστον των Δυτικών!
  Μετά το Πασχαλινό μας μεσημεριανό πλούσιο γεύμα, καλοντυμένοι, χορτάτοι, όλο το χωριό ανηφόριζε προς το καταπράσινο «Ρίντο», στους πρόποδες της «Γκράντιστας». Πρώτη και Δεύτερη του Πάσχα, εκεί θα γίνονταν το υπαίθριο ετήσιο γλέντι του χωριού.
 
Παρέες – παρέες οικογενειακά, καθισμένοι σε βελέντζες στο γρασίδι αμφιθεατρικά, θα απολάμβαναν οι μεγαλύτεροι «σεργιάνι», τσουγκρίζοντας κόκκινα αβγά, τσουρέκια, πίτες και πίνοντας μπύρες
Fix, σε μεγάλο τότε μπουκάλι.
  Στο κέντρο στήνονταν τεράστιος χορός της νεολαίας, με τη θεϊκή πάντα ορχήστρα του «Γκιούμπουρα» (Τάσου Βαλκάνη), που σχεδόν την είχε σε αποκλειστικότητα σε κάθε του εκδήλωση ο Σκληθριώτης. Την πρώτη και καλύτερη! Χασάπικα οι νέοι, συρτά οι νέες, κάποιος βλάχικος ή αρβανίτικος μερακλήδικος σκοπός, ποτέ ποντιακά, τσάμικα, μικρασιάτικα, νησιώτικα ή σλάβικοι σκοποί!
  Ο Τάσος, ήξερε την προτίμηση του καθένα ξεχωριστά. Όταν σουρούπωνε, το γλέντι συνεχίζονταν στην πλατεία, κι αργότερα έμπαιναν στο μεγάλο καφενείο του Θανάση. Οι νιόπαντροι, οι αρραβωνιασμένοι, οι νεολαίοι.
  Το ίδιο επαναλαμβανόταν τη Δεύτερη του Πάσχα. Μετά από ένα διάλειμμα τεσσάρων ημερών, ζούσαν στο Σκλήθρο το πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής, στο εκκλησάκι στο απέναντι βουνό προς Νυμφαίο, δίπλα σε έναν καταρράκτη πεντακάθαρου νερού. Παρέες – παρέες, στρωμένες σε πλατώματα του βουνού, τρωγόπιναν, χόρευαν, γλεντούσαν με ορχήστρες μέχρι και τρείς, στη σκιά των βελανιδιών.
  Η μυρωδάτη άνοιξη που έμπαινε φωτεινή, τους καλούσε πλέον σ’ ένα νέο κύκλο αγροτικών δραστηριοτήτων, όπου δεν χωρούσαν πλέον πανηγύρια και χαλαρότητα.
  Το επόμενο ραντεβού τους με τον γλεντοκόπο Διόνυσο, θα ήταν τον χειμώνα πλέον, που τα χωράφια τους ξεκουράζονταν κοπρισμένα, κάτω από ένα πάπλωμα χιονιού και επέτρεπαν στους νοικοκυραίους αγρότες να ξεδίνουν…
  Δύο ήταν τα παιδικά μου όνειρα, στις Σκληθριώτικες διακοπές. Να φορέσω τη βλάχικη μαλλιαρή κάπα του μακαρίτη τώρα, Νικάκη Φουρκιώτη, που έβλεπα κάθε πρωί, με δύο – τρία άλογα με τα γκιούμια για το γάλα, να μισοκαλπάζει προς το μαντρί τους… δύο - τρία χρόνια μεγαλύτερος μου…
  Κάποτε, κι αφού ήταν πλέον καλοκαίρι, μου δάνεισε την κάπα του, που μύριζε τυρόγαλο και μυρωδιά αλόγου. Θυμάμαι, με φορεμένη για ώρες την κάπα με την κουκούλα, στην ακροποταμιά, να περιμένω να βρέξει, αφού καλοκαιριάτικα … δεν χιονίζει!
  Το άλλο ανεκπλήρωτο όνειρο μου, ήταν ν’ ανέβα να καβαλήσω άλογο με σέλα και σπιρούνια! Δύο τέτοια άλογα έβλεπα σχεδόν καθημερινά έξω απ’ το καφενείο της γειτονιάς, να περιμένουν τ’ αφεντικά τους, τους δύο αγροφύλακες (Καρακωσταίους)! Άλογα με σέλα είχαν κι οι Σαββιδαίοι
  Το Σκλήθρο ζει και υπάρχει και σήμερα, έστω -όπως και παντού-, διαφορετικό, σημερινό… Με ζωντανό «Σύλλογο Γυναικών», με νεολαία δραστήρια, με εκδηλώσεις, με τον ονομαστό Πανελλαδικά «ΘΩΜΑ».
  Ένα άλλο, πιο μεγάλο Σκλήθρο, υπάρχει στο Τορόντο του Καναδά. Με ανθρώπους άξιους, προοδευτικούς, δημιουργικούς, που στην ουσία τίποτε δεν του λείπει, στην αγκαλιά του παραδείσου – Καναδά! Τίποτε, εκτός απ’ τις «χασαπιές» που χόρευαν στο «Ρίντο», τις καντάδες που ακούγαμε κάθε βράδυ στις γειτονιές, τις «σφετούλκες» (πυγολαμπίδες) που φώτιζαν μαγικά τις νύχτες του καλοκαιριού, το ονομαστό ζωντανό χωριό τους…
«Καλό Πάσχα πατριώτες»!
ΥΓ.: Και μια που ζούμε στον αστερισμό των εμβολίων, των φαρμακευτικών κολοσσών, των τεράστιων οικονομικών κερδών, στην κούρσα των ανταγωνισμών, που πετυχαίνουν ύστερα απ’ τις μεγάλες συμφωνίες, παραγγελίες των αγχωμένων κρατών, θα αναφέρω μια ιστορία ενός θαυμαστού ερευνητή, του Αμερικανο – Εβραίου Τζόνας Σολκ, που ανακάλυψε το εμβόλιο πολιομυελίτιδας το 1955, που ονομάστηκε Σολκ.
  Σε συνέντευξη του, από κορυφαίο τότε δημοσιογράφο του CBS και με τη φημολογία ότι η πατέντα του εμβολίου θα του απέδιδε 7 δις δολάρια, ρώτησε τον ερευνητή Σολκ… για την κυριότητα της πατέντας, εννοώντας ότι του ανήκε δίκαια…
  Κι ο Σολκ του απάντησε ότι… «Η πατέντα ανήκει σε όλον τον κόσμο!». Έτσι απλά, έτσι θεϊκά! Και συνέχισε… «Μπορείς να πατεντάρεις τον ήλιο»;
  Ένας Άγιος, άγνωστος, αμνημόνευτος και Ανάργυρος, Αλιβάνιστος και αγνοημένος…
  Διάβασα κάποτε τη συνέντευξη του Ρώσου μηχανικού μετάλλου, Μιχαήλ Καλάσνικοφ, που ανακάλυψε την δεκαετία του ’60 το φοβερό ακόμη και σήμερα όπλα «Καλάσνικοφ»… «Αν έπαιρνα ένα ρούβλι από κάθε όπλο που κατασκευάζεται, θα ήμουν δισεκατομμυριούχος»
  Ένας εθελοντής, Ανάργυρος, κι ένας υποχρεωμένος Ανάργυρος, σε δύο διαφορετικούς κόσμους.
  Δεν έχει μόνο η εκκλησία Ανάργυρους, που λιβανίζει ανελλιπώς… Υπάρχουν κι άλλοι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.