Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Από τα «λιβάδια» του Αμυνταίου στο βουνό Λίλιακ στις Πέτρες και στην Κέλλη…


(Γράφει ο Θανάσης Τραϊανός – Από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)…
  Μια όμορφη πόλη είχε αναπτυχθεί, στα ελληνιστικά χρόνια, στις νοτιοδυτικές παρυφές του. Παραδίπλα, στον Ίσβορο, αναβλύζει από την καρδιά του γάργαρο νερό, που ξεδιψάει το χωριό, ποτίζει
 
 τα χωράφια του, κινούσε παλιά τους νερόμυλους του και αφού διασχίσει κελαρυστό και γρήγορο σαν νεογέννητο πουλάρι τον κεντρικό δρόμο του χωριού, όχι βέβαια στην αρχέγονη κοίτη του, πολύ σύντομα σμίγει για πάντα, λίγο παρακάτω, με τη λίμνη του.
  Με τη γειτονική Πιπερίτσα ορίζουν, για μας στο Αμύνταιο, το βορρά και από τα 1.192 μέτρα της κορυφής του είδε όλες τις αλλαγές στη λίμνη και στη λεκάνη του Αμυνταίου.
  Έμεινε απαράλλαχτος μες στους χρόνους μολονότι τελευταία, προς το Κλειδί, τον πλήγωσαν για να εξορύξουν λιγνίτη κι ας εγώ τον θυμάμαι λιγότερο δασωμένο, ιδιαίτερα στις πλαγιές του, που βλέπουν το Αμύνταιο. Λιγόστεψαν φαίνεται τα κοπάδια, που ανηφορίζουν για βοσκή. Είναι το Λίλιακ Τεπέ, το βουνό των Πετρών. (χάρτες Ελλάδας, φύλλο Αμυνταίου, Δημήτρης Λιθοξόου).
  Ήμασταν ακόμη μαθητές στο 2ο Δημοτικό Σχολείο, παίζαμε, ως συνήθως, στο «ανοιχτό» της γειτονιάς, όπου ανάβαμε και τη φωτιά μας στα Τσίρι Βάρβαρα. Ένα από τα παιχνίδια ήταν η κλέντζα, το γνωστό τσιλίκι, το οποίο απαιτούσε άπλετο χώρο για τη διεξαγωγή του. 
  Δεν θυμάμαι, πως προέκυψε, και με τον Μάριο πήγαμε με τα πόδια, από τον παραλίμνιο χωματόδρομο, στις Πέτρες και από το μονοπάτι των κατσικιών, πάνω από τα κοιμητήρια του χωριού, φτάσαμε σαν αγριοκάτσικα εμείς, στην κορυφή του Λίλιακ. Κάπου εκεί είδαμε ένα πυροβολείο.
  Η μνήμη μου δεν ανακαλεί κάτι άλλο. Δεν ασχοληθήκαμε ούτε με τη θέα! Κατεβήκαμε και γυρίσαμε πάλι με τα πόδια.
  Στα «λιβάδια», η έκταση όπου σήμερα οι Εργατικές Κατοικίες Αμυνταίου, βρήκαμε την παρέα μας να παίζει ποδόσφαιρο.
  Σαν να μη συνέβη τίποτε! Εμείς στο βουνό, εκείνοι στα λιβάδια, όλα ένα παιχνίδι.
  Η επίβλεψη των γονιών μας ήταν πολλή χαλαρή.
  Η εκκλησία της Ανάληψης του Σωτήρος μόλις είχε χτιστεί.
  Θυμάμαι στη θεμελίωσή της να θυσιάζεται ένας πανέμορφος καστανοκόκκινος κόκορας όχι μόνο για το στέριωμα της εκκλησίας αλλά και για να ευδοκιμήσει η ευχή του δωρητή. Ήταν μία θεία μου.
  Μερικά πράγματα μένουν στο μυαλό μας και άντε να το εξηγήσεις γιατί!
  Τα καλοκαίρια, μετά το θερισμό, οι γεωργοί του Αμυνταίου, είχε πολλούς ξωμάχους τότε, κουβαλούσαν με τα κάρα τους τα δεμάτια με τα θερισμένα σιτάρια και κριθάρια στα «λιβάδια», που κάθε Ιούλιο γίνονταν αλώνια. Τα τοποθετούσαν με τέχνη το ένα πάνω στο άλλο και κάθε γεωργός έστηνε τη δική του θημωνιά (καπίτσα).
  Όλες οι θημωνιές δημιουργούσαν μια αρκετά φαρδιά περασιά, τοποθετημένες και από τις δύο πλευρές, για να χωράει η πατόζα, η αλωνιστική μηχανή της εποχής, με το τρακτέρ, που την ρυμουλκούσε και τον πλατύ και μακρύ ιμάντα, ο οποίος της έδινε την κίνηση.
  Αραδιασμένες, οι θημωνιές, σε δυο και τρεις περασιές, φιλοτεχνούσαν ένα σπουδαίο αγροτικό σκηνικό, το οποίο πέραν της απεικονιστικής διάστασης, εξέφραζε το βασικό, τη μετουσίωση του μόχθου της χρονιάς σε ανταμοιβή.
  Όταν ολοκληρωνόταν η συγκέντρωση των θερισμένων, ερχόταν η πατόζα της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Αμυνταίου με χειριστή  -μηχανικό τον Βασίλη Φυσέκη (Παπαθανασίου) κι άρχιζε ο αλωνισμός.
  Διαρκούσε καμιά εβδομάδα, μέρα - νύχτα, με τα κάρα να κουβαλάνε τα τσουβάλια με τα γεννήματα και να γεμίζουν τα αμπάρια.
  Όλο αυτό το διάστημα άρεζε σ’ εμάς, την τσακαλαρία της γειτονιάς, να κατεβαίνουμε στα λιβάδια και να παίζουμε γύρω και πάνω στις θημωνιές.
  Ήταν σαν να βρισκόμασταν στο Far West, σε μια πόλη της Αριζόνα με τα Saloon, το Γραφείο του Σερίφη και την Τράπεζά της. Χωριζόμασταν σε υπερασπιστές του Νόμου και παρανόμους και δίναμε τη δική μας ψεύτικη μάχη.
  Μακρύναμε τη μέρα μας, βλέπαμε τον ήλιο να κατεβαίνει στον ορίζοντα, τις χρυσαφένιες θημωνιές να χάνουν σιγά - σιγά τη λάμψη τους και στο σούρουπο πιάναμε πυγολαμπίδες (σφετούλκες) με τη χρυσοπράσινη βιοφωταύγεια στις κοιλιές τους και μ’ αυτές στολίζαμε το μέτωπο των κοριτσιών!
  Κι όταν η πατόζα τελείωνε την πολύφερνη αποστολή της, πίσω της έμεναν τέλεια λαξευμένοι, χρυσαφένιοι, αχυρένιοι λοφίσκοι, που η εικόνα τους μας ταξίδευε αυτή τη φορά σ’ άλλα μέρη, στη Λιβυκή έρημο, στην Όαση της Σίβα να ψάχνουμε … τον τάφο του Μεγαλέξανδρου!
  Δυο - τρία χρόνια αργότερα, όταν μεγάλωσα κάπως, ο πατέρας μου μ’ έπαιρνε μαζί του στο θερισμό. Πηγαίναμε αποβραδίς στο χωράφι, κοιμόμασταν μέσα στο κάρο και στο σύθαμπο ο πατέρας μου άρχιζε με την κόσα του να θερίζει. Ήταν πολύ επιδέξιος στο χειρισμό της κόσας. Εγώ σηκωνόμουν, όταν πια είχε σηκωθεί ο ήλιος  και ό,τι είχε θερίσει, το έφτιαχνα χερόβολα.
  Στη συνέχεια φτιάχναμε τα στάχυα δεμάτια, χρησιμοποιώντας για δεματικό τη βαζίτσα, καμωμένη από στάχυα βρίζας, η οποία για να είναι ευλύγιστη την σκεπάζαμε με βρεγμένη λινάτσα.
  Το μεσημέρι τρώγαμε ταρατόρ και τηγανητό τυρί, φορτώναμε τα δεμάτια στο κάρο και τα φέρναμε στα λιβάδια στήνοντας τη δική μας θημωνιά. Το βράδυ ξανά από την αρχή…
  Μετά τον αλωνισμό, κρατούσαμε το χρειαζούμενο σιτάρι για το ψωμί της χρονιάς και το περισσευούμενο, λιγοστό πάντα, το πουλούσαμε για να αγοράζουμε τα υπόλοιπα του νοικοκυριού.
  Τα λιβάδια ήταν και βοσκοτόπια αλόγων. Τα δέναμε με μια τριχιά – φορτόμα - στριφτό σχοινί από ίνες κάνναβης, της οποίας η μια άκρη ήταν δεμένη στο ένα πόδι του αλόγου, πάνω από την οπλή, η άλλη σ’ ένα σιδερένιο παλούκι, που το καρφώναμε με μια πέτρα στο χώμα.
  Δεν βάζαμε ποτέ στα πόδια του αλόγου πέδη (σόπκα) γιατί ήταν βάρβαρο δέσιμο, που τα κακοποιούσε! Βοσκούσαν εκεί μέρα - νύχτα. Πηγαίναμε μόνο να τα ποτίσουμε στην «αρίδα» και να αλλάξουμε τη θέση τους.
  Δεν είχε καταγραφεί κανένα επεισόδιο ζωοκλοπής! Επίσης εκεί, όπου το διδακτήριο του Επαγγελματικού Λυκείου, έστηναν τα καλοκαίρια, τα τσαντίρια τους Ρομά.
  Ο Ρομά γανωματής τριγύριζε στις γειτονιές, διαλαλούσε την τέχνη του, έστηνε, σε κάποια αυλή, καταγής τα σύνεργα του και γάνωνε τα μπακιρένια κουζινικά, τεντζερέδες, ταψιά, κουτάλια, πιρούνια.
  Κάπου εκεί γύρω και η Ρομά χειρομάντισσα «διάβαζε» (να σε πω τη μοίρα) τα μελλούμενα στις γραμμές της παλάμης των ευκολόπιστων γυναικών, πονεμένων ή όχι.
  Ο Μάριος της πρώτης ανάβασης στον Λίλιακ ζει στην Θεσσαλονίκη και δεν ξέρω αν του κόλλησε το «κουσούρι» της ορειβασίας.
  Ανέβηκα, από τότε, αρκετές φορές, αλλά με αφετηρία πάντα τα κοιμητήρια των Πετρών και όχι το «ανοιχτό» της γειτονιάς μου.
  Κάθε φορά που βρισκόμουν στην κορυφή, τον θυμόμουν και πάντα αναρωτιόμουν: 
Ποιος ήταν ο χρόνος της πρώτης ανάβασης; 
Η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: 
Ξέχνα το. Εκείνος ο χρόνος είναι το ατομικό σου ρεκόρ. Δεν θα το καταρρίψεις ποτέ. 
Σωστά. «Το γήρας ου γαρ έρχεται μόνον».
  Η τελευταία ανάβασή μας, λαχταριστή σαν φρεσκοψημένο καρβέλι, που μόλις το ξεφούρνισε η μάνα μου από το φούρνο της αυλής μας, έγινε τη Μεγαλοεβδομάδα του 2017.
  Είναι η ωριμότερη, η πληρέστερη εξόρμηση στο βουνό αυτό και συνδυάστηκε με τη διάσχισή του από τα δυτικά στα ανατολικά.
  Με την κατεύθυνση να μας την δείχνει πάντα η κορυφή, ξεκινήσαμε, η γνωστή παρέα, Γιάννης Λιάσης, Θωμάς Τζήγας, Ορέστης Ρώμας, Λάζαρος Ηλιόπουλος, Χρήστος Γρομπανόπουλος και εγώ, από εκεί, που τελειώνει η δυτική περίφραξη του αρχαιολογικού χώρου των Πετρών, όπου ένας χωματόδρομος ανεβαίνει στη ράχη του βουνού.
  Πρώτος στόχος να φτάσουμε στην κορυφή του Λίλιακ και στη συνέχεια από κορυφή σε κορυφή να καταλήξουμε στο λόφο του Αγίου Αθανασίου στην Κέλλη.
  Ο χωματόδρομος σύντομα έσβησε, χάθηκε και χωρίς πια μονοπάτι πορευόμασταν.
  Η ανηφοριά δεν είναι δύσκολη, είναι καλός λιβαδότοπος, που εδώ και εκεί διακόπτεται από όμορφες συστάδες λυγερόκορμων βελανιδιών, οι οποίες δεν μας δυσκόλεψαν να περάσουμε ανάμεσά τους.
  Η θέα είναι εξαιρετική και την σχολιάζαμε καθώς παίρναμε μικρές ανάσες ξεκούρασης στο πόδι.
  Στα βράχια της προκορυφής ξεκουραστήκαμε αρκετά. Πιο εντυπωσιακή άποψη της λίμνης των Πετρών και του χωριού της δεν μπορεί να υπάρχει από άλλη σκοπιά. Ένα μονοπλάνο καθηλωτικό!
  Το βλέμμα μας περιέτρεξε τον ορίζοντα από το Καϊμακτσαλάν, στο Βέρμιο και στον Βούρινο κι από εκεί στο Σινιάτσικο, το Μουρίκι, την Γκολίνα, το Βίτσι και τον Βαρνούντα.
  Χαμήλωσε στον καταπράσινο κάμπο και συνάντησε με ενδιαφέρον τις νεοφυείς κατακίτρινες νησίδες στο πέλαγος των σιτηρών. Είναι καλλιέργειες ελαιοκράμβης στην πιο γλυκιά ώρα τους, την ανθοφορία.
  Αφήσαμε τα βράχια και με λίγο κόπο βρεθήκαμε χαμογελαστοί στην κορυφή.
  «Αυτοί που χόρευαν, φαίνονταν τρελοί σ’ εκείνους, που δεν μπορούσαν να ακούσουν τη μουσική». Παραφράζοντας τον Νίτσε θα έλεγα ότι αυτοί που ανεβαίνουν στα βουνά φαίνονται χαζοί, σ’ εκείνους που δεν φαντάζονταν πόση ομορφιά έχουν.
  Νιώθουμε πολύ όμορφα κάθε φορά που φθάνουμε σε μια βουνοκορφή.
  Είναι από τον ενθουσιασμό που καταφέραμε να ανεβούμε, που διασχίσαμε ονειρεμένα μονοπάτια μέσα στο δάσος ή σε ανηφορικές πλαγιές και διάσελα, όπου η μαγική σιωπή διακοπτόταν από το λαχάνιασμα του συνορειβάτη ή το κρώξιμο του κόρακα. Είναι από τον ενθουσιασμό για τα μυστικά της διαδρομής.
  Για τα ίχνη μιας αρκούδας, το μυκηθμό ενός ζαρκαδιού, το φτερούγισμα της κίσσας, τα αγριολούλουδα στα λιβάδια του βουνού ή στα βράχια της κορυφής.
  Είναι από το θαυμασμό για τη δημιουργία, την ευρυχωρία του ορίζοντα, την αίσθηση ελευθερίας.
  Είναι από τη … ζήλια για την δική μας προσωρινότητα σε αντίστιξη με την παντοτινή
ύπαρξη των βουνών.
  Τα λίγα λεπτά παραμονής στην κορυφή ήταν αρκετά για να θυμηθώ την πρώτη ανάβαση της μακρινής δεκαετίας του 1950.
  Ένιωσα συγκίνηση! Και αισιοδοξία γιατί εξακολουθώ να είμαι … χαζός.
  Συνεχίσαμε την πορεία από κορυφή σε κορυφή για το λόφο του Αγίου Αθανασίου στην Κέλλη.
  Στον κατήφορο από τον Λίλιακ δυσκολευτήκαμε λίγο γιατί η βλάστηση είναι πυκνή. Ανθισμένα όμως αγριολούλουδα του Απρίλη και η θέα των δυο λιμνών μας ξεκούραζαν. 
  Η υπόλοιπη διαδρομή, δυο - τρεις κορυφές ακόμη, άδενδρη, βοσκότοπος των κοπαδιών της Κέλλης, είναι συναρπαστική.
  Προσέξαμε ιδιαίτερα τα πυροβολεία τα σκαμμένα και κρυμμένα στο βουνό, δημιουργήματα της εμμονής του κινδύνου από το Βορρά.
  Στην τελευταία κορυφή, τον Γκόιλακ, μας αποκαλύφθηκε επιτέλους το πιο αυθεντικό ορεσίβιο χωριό της Φλώρινας, η ασυνήθιστη και ανθεκτική Κέλλη.
  Απολαύσαμε ειλικρινά ένα ιδιαίτερο τοπίο.
  Στο γραφικό εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, στον ομώνυμο λόφο, συμπτύξαμε τα μπατόν και στο Καφέ – Μπάρ - Μεζεδοπωλείο «Τάσκας» του Προέδρου του χωριού ξεχάσαμε την κούραση μας με δίβραστο τσίπουρο και κελλιώτικη φέτα...

1 σχόλιο:

  1. Συγχαρητήρια Πολλά!
    Πιστεύω ότι θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να δημιουργηθεί ένα βιβλίο-οδηγός για κάθε επισκέπτη, αλλά και κάθε κάτοικο της περιοχής να βλέπει και λογοτεχνικά τον τόπο του. Να μπορεί έτσι να αντιλαμβάνεται την προστιθέμενη αξία του τόπου του και καθώς επίσης να γνωρίζει ότι ο τόπος "παράγει" αξιολογότατους γραφιάδες και αφηγητές, όπως ο Θανάσης Τραϊανός, που το όμορφο και ανυπόληπτο το κάνουν πανέμορφο και εν αξία απολήψιμο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.