Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Τα Χριστούγεννα στους Αναργύρους τις δεκαετίες του ’50 και του ’60…


(Από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)…
  Το χωριό μας (Ρούδνικ) ήταν για χρόνια απομονωμένο  εκεί στην άκρη του βάλτου και της λίμνης. Η επικοινωνία με τα γύρω χωριά αρκετά δύσκολη. Μόνο με την Ολυμπιάδα (Ρακίτα) και τη Γαλάτεια (Τσόρ) και τα άλλα χωριά μέχρι τη Λίγκα (Μηλοχώρι), χωριό του πατέρα μου,
 
  ήταν εύκολη η πρόσβαση, εξάλλου στη Γαλάτεια ήταν και  ο μύλος, όπου αλέθαμε τα διάφορα δημητριακά, φορτώνοντάς τα στα γαϊδουράκια μας.
  Όσο για τα απέναντί μας χωριά Ροδώνας (Γκιουλέντζα), Πεδινό (Λιουμπέτινο), χωριό της μητέρας μου, Βαλτόνερα (Κάτω Νεβόλιανη) και το Λιμνοχώρι (Τσερκέζκιοϊ), τα βλέπαμε από ψηλά  από το λόφο του σχολείου μας, όταν ανεβαίναμε και μάλιστα πάνω στα πολυβολεία για να έχουμε καλύτερη θέα. Ήταν από την άλλη πλευρά του βάλτου, τόσο κοντά μας, αλλά και τόσο μακριά μας. Και λίγο πιο ψηλά ο Αετός (Αετόζι), οι Αγραπηδιές  (Γκόρτσκο) και το βουνό που πάνω του ήταν το Νυμφαίο (Νέβεσκα). Τα πολυβολεία αυτά, θυμάμαι, τα γκρεμίσαμε εμείς οι μαθητές με τους δασκάλους μας και κουβαλούσαμε τα όποια μπάζα με τα τσουβάλια που τα κρατούσαμε δυο δυο.
  Σ’ αυτό το απομονωμένο χωριό που το κατοικούσαν οι γηγενείς, οι ντόπιοι, οι Βλάχοι δυο τρεις οικογένειες (ανάμεσά τους και ο νουνός μου), οι Θρακιώτες (μια - δυο οικογένειες) και οι Πόντιοι που ήταν οι περισσότεροι και που, όλοι σχεδόν κατάγονταν από το Κάρς της Ρωσίας,  ήταν γνωστοί ως Καρσλήδες.
  Οι σχέσεις των κατοίκων μεταξύ τους ήταν καλές, υπήρχαν, βέβαια, και συγκρούσεις μεταξύ τους. Οι Πόντιοι πάντα περισσότερο δεμένοι μεταξύ τους, είχαν πρόσφατη και τη μνήμη της προσφυγιάς, όχι πως και οι Θρακιώτες δεν είχαν περάσει τα ίδια, αλλά και οι γηγενείς είχαν κυνηγηθεί κατά περιόδους από το επίσημο και ανεπίσημο κράτος, όμως οι Πόντιοι όταν έλεγαν «τεμέτερον», αυτό τα έλεγε όλα. Γι’ αυτό φαντάζομαι το χωριό μου, τώρα που και εγώ γερνάω σιγά - σιγά, σαν μια μπουκάλα κλειστή με διάφορα υγρά, όπως νερό, λάδι και  ξύδι, τα οποία δεν ανακατεύονται μεταξύ τους, παρά μόνο σε δύσκολες στιγμές και όχι για πολύ. Έτσι, επιγαμίες μεταξύ μας παλιά δεν υπήρχαν, εκτός από μια - δυο περιπτώσεις.
  Κάπου στη δεκαετία του ‘60 άρχισαν δειλά - δειλά και με πολλή δυσκολία να αυξάνονται, μέχρι που στο τέλος όλα ομαλοποιήθηκαν. Σήμερα, για τους πιο νέους, αυτά είναι ψιλά  γράμματα. Ένα μικρό παράδειγμα, άλλες οι συνήθειες του γάμου των Ποντίων και άλλες των εντοπίων, οι μεν χόρευαν με μια λύρα και ένα νταούλι και οι άλλοι με γκάιντα ή με ολόκληρες ορχήστρες χάλκινων.
  Έκανα αυτή τη μικρή εισαγωγή για να καταλάβουμε πώς γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα τότε, όταν δεν υπήρχε το ραδιόφωνο και πολύ περισσότερο η τηλεόραση, που μας έδειξαν τι  γίνονταν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Βέβαια οι μαθητές μαθαίναμε μέσα από τα  αναγνωστικά μας ήθη και παραδόσεις των άλλων, διαβάζαμε Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα, αλλά έλειπε η μουσική και η εικόνα, που τα είχαν το ραδιόφωνο και η τηλεόραση.
  Οι διακοπές των Χριστουγέννων για τους μαθητές ήταν μια ευκαιρία να παίξουν και να χαρούν το τρέξιμο και τα διάφορα παιχνίδια. Σε όλες τις γειτονιές υπήρχαν μικρές πλατείες όπου μαζεύονταν για να παίξουν κουτσό, ιδίως τα κορίτσια, και τα αγόρια μπάλα (τις περισσότερες φορές από παλιά πανιά), μπίλιες, γκαζιές και κουρσούμια, αλλά και με δεκάρες που έβαζαν σε κάποια απόσταση και προσπαθούσαν να τις ρίξουν με πέτρες ή με τις μπίλιες, ή παίζοντας κορώνα γράμματα.
  Όμως τα Χριστούγεννα είχαμε την ευκαιρία να έχουμε μια διαφορετική μπάλα. Από τη φούσκα του γουρουνιού, που την περιμέναμε πώς και πώς, με μια επεξεργασία με τη στάχτη καταφέρναμε, έστω και για μια μέρα, να έχουμε μια μπάλα διαφορετική. Αυτό που παρακαλούσαμε όμως ήταν να έχουμε χιόνια και παγωνιά. Παίζαμε χιονοπόλεμο και ξιφομαχία, με σπαθιά τις παγωμένες κολόνες από τα κεραμίδια που έσταζαν οι υδρορροές. Όσο για τους πιο ζωηρούς και άφοβους, όλη την ημέρα την περνούσαν στο παγωμένο ποτάμι μας, φορώντας τα ξύλινα τσόκαρα των μαμάδων τους και έκαμναν πάνω στον πάγο …πατινάζ.
  Όμως για τους πιο τολμηρούς δεν τους έφτανε το ποτάμι μας. Συχνά κατέφευγαν στον βάλτο, όπου στις άκρες του υπήρχε καθαρός χώρος, χωρίς καλάμια και σάζια, ιδανικός χώρος για πατινάζ. Αρκετοί όμως κατέφευγαν και στην παγωμένη λίμνη μας. Εκείνα τα χρόνια πάγωνε πολύ συχνά και μάλιστα για μέρες. Και μη νομίσει κανείς πως δεν υπήρχαν άνθρωποι στη λίμνη. Οι κυνηγοί και οι ψαράδες με τα πόδια πάνω στον πάγο και στη μέση της λίμνης, αλήθεια τολμηροί, έσπαγαν τον πάγο και παγίδευαν τις πάπιες και τα ψάρια, αλλά ιδιαίτερα τις χήνες που κατέφταναν κάθε χρόνο αυτή την εποχή από τις βόρειες χώρες στη λίμνη μας και στα νεόφυτα σιτάρια και χόρτα στα λιβάδια της λίμνης.
  Η γειτονιά των εντοπίων είχε ως κέντρο το «μπάλκον του Μήτκα» (το μπαλκόνι του Μήτκα), ήταν μια πλατεία, αδιαμόρφωτη τότε, αργότερα στη νότια άκρη της κτίστηκε μια μεγάλη ποτίστρα  για τα ζώα, όμως κατάλληλη για τα παιχνίδια μας. Οι μεγαλύτεροι συγκεντρώνονταν από το πρωί μέχρι το βράδυ, όταν οι γεωργικές και τσομπαναρέικες δουλειές δεν τους κρατούσαν μακριά από το χωριό. Εκεί καθισμένοι σε πέτρες μεγάλες, πάντα ανάλογα με την ηλικία τους, συζητούσαν και διηγούνταν ιστορίες από τους πολέμους που πήραν μέρος και οι νεότεροι για τον στρατό που υπηρέτησαν και μείς με αυτιά ανοιχτά ακούγαμε και ονειρευόμασταν… Αυτή η πλατεία ανάλογα με την εποχή είχε και άλλη χρήση. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο ήταν ο χώρος για το αλώνισμα και το λίχνισμα των γεωργικών προϊόντων. Στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ήταν για μας τους εντόπιους του χωριού το κέντρο του κόσμου.
  Ακόμα, πριν κλείσει το σχολείο για διακοπές, τότε πηγαίναμε σχολείο πρωί και απόγευμα, μαζευόμασταν τα αγόρια και πηγαίναμε στα ρέματα. Εκεί κόβαμε ξύλα, βατσινιές και πουρνάρια περισσότερο, τα συγκεντρώναμε σε κάποια ρεματιά και περιμέναμε την παραμονή των Χριστουγέννων. Αυτή ήταν η δική μας φροντίδα. Για τους μεγαλύτερους υπήρχαν άλλες. Οι μητέρες ετοίμαζαν γλυκά και βέβαια όλα όσα είχαν σχέση με το γουρούνι που σφάζονταν την παραμονή. Από το πρωί όλη η γειτονιά ξεσηκωνόταν από τις τσιρίδες των γουρουνιών, που ένα - ένα οι μεγάλοι τα έσφαζαν.
  Ο πατέρας μου ήταν από τους καλύτερους σφάχτες και γδάρτες των γουρουνιών. Είχε υπηρετήσει, πριν τον πόλεμο του ‘40, ως μάγειρας στον στρατό και έτσι με την ειδικότητα την  αποκτηθείσα εν τω στρατεύματι, είχε κάποιο προβάδισμα συγκριτικά με τους άλλους. Όσοι είχαμε κοινωνήσει το πρωί, αν βέβαια ήταν η σειρά να έχουμε παπά, διότι παπά του χωριού εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε, τον μοιραζόμασταν με την Ολυμπιάδα, αλλά και όσοι δεν κοινώνησαν το ρίχναμε όλοι στις τηγανιές και τις τσιγαρίδες (τις τζιομπαρλίνες). Αυτές οι τελευταίες μας συνόδευαν σχεδόν μέχρι την άνοιξη, ανάλογα με το πόσο μεγάλο ήταν το γουρούνι. Το λίπος (η σάλα) και  το κρέας  συντηρούνταν και αυτά στα κελάρια, τότε που δε  γνωρίζαμε ακόμα το ψυγείο.
  Πριν βραδιάσει κουβαλούσαμε τα ξύλα που είχαμε αφήσει στα ρέματα πιο κοντά στο χωριό, έτσι που εύκολο να μεταφερθούν στη μικρή πλατεία. Όμως τα κάλαντα εμείς τα λέγαμε το βράδυ της  παραμονής. Μαζευόμασταν  4-5 αγόρια και κορίτσια, αδέρφια και συγγενείς, εγώ πάντα πήγαινα με τον μεγαλύτερο αδελφό μου και τον γιο του νονού μου, και αφού είχαμε ετοιμάσει κάτι σαν εικονοστάσι, συνήθως μια κάσα από ρέγκες  που την είχαμε ντύσει όμως με μπλε χαρτί, όπως ντύναμε τα τετράδιά μας, βάζαμε την εικόνα της Παναγίας μέσα, παίρναμε από ένα ξύλο στο χέρι για τον φόβο των σκυλιών, από έναν ντουρβά στον ώμο, που ήταν συνήθως η τσάντα μας η σχολική ή αυτό που παίρναμε, όταν πηγαίναμε με τα ζώα μας στον κάμπο, ένα φαναράκι με πετρέλαιο και ξεκινούσαμε  να πούμε τα κάλαντα.
  Οι δρόμοι ήταν κατασκότεινοι. Το ηλεκτρικό στο χωριό μας ήλθε στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Μέσα στον ντουρβά βάζαμε τα διάφορα φρούτα, μήλα, φιρίκια, πορτοκάλια, μανταρίνια, ξυλοκέρατα, κάστανα, κανέναν κουραμπιέ και κάπου κάπου και καμιά δεκάρα. Πηγαίναμε μόνο στη γειτονιά μας και στους εντόπιους. Το ίδιο έκαμναν και οι Πόντιοι. Οι Βλάχοι και οι Θρακιώτες ήταν μαζί μας. Στο τέλος τα μοιράζαμε μεταξύ μας, δεν έλειπαν και τα μαλώματα κατά το μοίρασμα, αλλά γρήγορα ξεχνιόταν.
  Μετά τα μεσάνυχτα στη γειτονιά επικρατούσε ένας οργασμός. Φέρναμε τα ξύλα στην πλατεία, αλλά και από όλα τα σπίτια κουβαλούσαν οι γονείς μας αγκαλιές από ξύλα για να ανάψουμε τη φωτιά για να ζεσταθεί ο νεογέννητος Χριστός. Συχνά χορεύαν οι πιο μεγάλοι γύρω από τη φωτιά με την γκάιντα. Ψήνανε κάστανα, αλλά και κρέας από το γουρούνι που είχαν σφάξει, πίναν και κάποιο ποτήρι κρασί και πριν ξημερώσει πηγαίναμε στα σπίτια και φωνάζαμε Κόλιντα, μπάμπω, Κόλιντα. 
  Όλοι μάς περίμεναν, να μας δώσουν καλούδια και στους πιο μεγάλους κάποιο μεζέ με ρακί ή κρασί. Μάλιστα, αν ξεχνούσαμε να περάσουμε από κάποιο σπίτι, ακούγαμε την άλλη μέρα παράπονα. Η βραδιά ήταν η άγια Νύχτα που τραγουδούσαμε στο σχολείο. Ό,τι και να κάμναμε μας το συγχωρούσαν. Ήταν συνήθειο να μας δίνουν ξύλα ή να μας τα φέρνουν οι ίδιοι στην πλατεία. Έπρεπε και αυτοί να βοηθήσουν να ζεσταθεί ο μικρός Χριστός.
  Όμως υπήρχαν κάποιοι, που εκείνοι τη νύχτα υπέφεραν από εμάς τους μικρούς διαβολάκους. Τα ξύλα σε όλα τα σπίτια βρίσκονταν σε μια ντάνα έξω στην αυλή. Και μείς προσποιούμασταν πως κλέβουμε από κάποιους και βγαίναν έξω και φώναζαν και κλαίγανε, επειδή πίστευαν πως θα τους κλέψουμε. Και εμείς γελάγαμε και πάλι από την αρχή το ίδιο… ακόμα και αυτές οι οικογένειες μας περίμεναν ύστερα να μας κεράσουν ξεχνώντας τα καψόνια που τους κάμναμε… αν μπορούσα να τους ζητήσω συγνώμη και σήμερα, θα το έκαμνα…
  Η μάνα μας αυτό το βράδυ δεν κοιμόταν. Κρατούσε αναμμένο το  φτωχικό μας τζάκι για να ζεσταθεί η λεχώνα Παναγιά και ο μικρός Χριστός. Οι μέρες των Χριστουγέννων  περνούσαν με διάφορα τραπεζώματα σε συγγενείς και κουμπάρους. Τα γουρούνια που σφάχτηκαν γίναν παστουρμάδες και λουκάνικα. Λίγο κρασί ή ρακί αρκούσε για τους γονείς μας για να είναι  ευχαριστημένοι και να δοξάζουν το όνομα του Κυρίου. Δεν ξεχνούσαν τα δύσκολα χρόνια που πέρασαν στη δεκαετία του ’40, και ήταν ευτυχισμένοι μέσα στη φτώχεια τους.
  Όμως εμείς, τα παιδιά, έπρεπε να ετοιμάσουμε και τη φωτιά, παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Οι μητέρες έπρεπε να κάνουν άλλα γλυκά και βέβαια και τη βασιλόπιτα, που για χρόνια η μητέρα μου έκαμνε μπακλαβά, όπου έκρυβε τη μισή δραχμή. Μερικές φορές η μητέρα μου έκαμνε πίτα στριφτή με πράσα και κομματάκια κρέας  στη θέση της βασιλόπιτας. Είχε πέντε παιδιά και έπρεπε να φάνε, το τέλος του εμφυλίου ήταν ακόμα πολύ κοντά… Εξάλλου ήταν η μόνη περίοδος που το κρέας υπήρχε στο σπίτι…
  Τα βράδια περνούσαν γύρω από το τζάκι, στο οποίο ετοιμάζονταν το φαγητό της οικογένειας και πολλές φορές χρησίμευε για να φωτίζει λίγο το δωμάτιο. Η γκαζόλαμπα, κρεμασμένη σε κάποια γωνιά, αντί να φωτίζει δημιουργούσε σκιές μέσα στο δωμάτιο και φούντωνε τη φαντασία μας με όσα ακούγαμε. Κανένα από τα παιδιά δεν τολμούσε να βγει έξω μόνο του τη νύχτα, μετά τη νύχτα των Χριστουγέννων, διότι τις μέρες του δωδεκαήμερου τα καλικαντζαρούδια κυκλοφορούσαν στον πάνω κόσμο τα βράδια και πείραζαν τους ανθρώπους.  Εκτός από τα παραμύθια που μας έλεγαν οι μεγάλοι, ξέραμε από το Αναγνωστικό το σχετικό κείμενο με την παραστατικότατη εικόνα, όπου οι καλικάντζαροι με τα κερατάκια και τις ουρές τους προσπαθούσαν με ένα μεγάλο πριόνι να πριονίσουν το δέντρο που συγκρατεί τη γη.
  Το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς, οι ομάδες των καλαντιστών ετοιμάζονταν και πάλι από νωρίς το απόγευμα της παραμονής. Όμως εκτός από τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα, την ίδια ώρα στους δρόμους της γειτονιάς μας κυκλοφορούσε και μια αρκούδα. Ένα ζευγάρι ανδρών, ο ένας ντυμένος αρκούδα και ο άλλος γύφτος γύριζαν στα σπίτια και, αφού έβαζαν τον νοικοκύρη του σπιτιού να ξαπλώσει στο πάτωμα  τον πατούσε η αρκούδα για λίγο, εύχονταν καλή χρονιά και πήγαιναν σε άλλο σπίτι. Στην αρκούδα στα μέρη μας απέδιδαν  κάποιες θεραπευτικές ιδιότητες. Ίσως κάποιος κάποτε που θα προσπάθησε να της ξεφύγει, προσποιήθηκε το νεκρό και μετά το πάτημα της αρκούδας, καθώς προσπαθούσε να καταλάβει αν είναι ζωντανός, να γιατρεύτηκε από τη μέση του. Αλλά ήταν και ένας τρόπος να συμφιλιωθούνε με την ιδέα της αρκούδας, που τους έκαμνε μεγάλη ζημιά ιδιαίτερα στα καλαμπόκια. Τα τελευταία χρόνια οι αρκούδες φτάνουν και πάλι στο χωριό μας για να πιούν νερό  στο ποταμάκι μας πια, σε ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Πάντως σε αυτό το ζευγάρι όλοι δίνανε γεννήματα (σιτάρι, καλαμπόκι, αλεύρι) και αυτοί τα  έδιναν στην Εκκλησία.
  Τα ξύλα είχαν ετοιμαστεί και η μεταφορά τους στην πλατεία γίνονταν λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Τότε δεν είχαμε τηλεόραση, ούτε είχε κανείς ραδιόφωνο στο χωριό. Ο γείτονάς μας, που ήταν τσορμπατζής (πλούσιος)  αργότερα, μόλις άκουγε στο ραδιόφωνο πως άλλαξε η χρονιά έβγαινε στην αυλή του και έριχνε δυο τουφεκιές για το καλό του νέου χρόνου. Η φωτιά άναβε και ψήναμε πάλι ό,τι έφερναν οι διάφορες παρέες. Τα ξύλα συγκεντρώνονταν όπως και τα Χριστούγεννα, ενώ οι ελάχιστες οικογένειες περνούσαν μια βραδιά δύσκολη λόγω της καζούρας που τους κάμναμε.  
  Γύρω από τη φωτιά χορεύαμε όλοι και φωνάζαμε σούρβα. Στη συνέχεια πηγαίναμε στα σπίτια και μας δίναν διάφορα καλούδια. Πάντοτε όμως η νοικοκυρά  του σπιτιού καλούσε κάποιον από την ομάδα μας, συνήθως τον πιο μικρό, να πάει στο τζάκι και με το ξύλο που κρατούσε, τη σόπκα, να  ανακατέψει τη στάχτη φωνάζοντας σούρβα. Όλα αυτά γίνονταν  για το καλό της νέας χρονιάς. Στο σπίτι μας πάντα κάποιος τη βραδιά αυτή δεν κοιμόταν. Κάθονταν δίπλα στο τζάκι και κρατούσε αναμμένη τη φωτιά για να μην μπουν οι καλικάντζαροι από το τζάκι. Θυμάμαι τον παππού μου, της μητέρας μου τον πατέρα, όταν βρέθηκε στο σπίτι μας κάποιες χρονιές, να μου λέει ιστορίες, που δυστυχώς δε θυμάμαι. Τα τελευταία  χρόνια της δεκαετίας του ’60 συμμετείχαν στις εκδηλώσεις και αρκετοί φίλοι μας πόντιοι, βέβαια δεν πηγαίναμε στα ποντιακά σπίτια.
  Και έκλεινε το δωδεκαήμερο με τον φωτισμό των νερών, στη γιορτή των Φώτων. Ήταν μια γιορτή που μας ένωνε όλους. Μετά τη δοξολογία πηγαίναμε όλοι στη γέφυρα του χωριού, πάλι στη γειτονιά μας, όπου οι μεγάλοι φρόντιζαν να κλείσουν τα νερά του ποταμού για να ρίξουν το Σταυρό. Θυμάμαι πως πολλές φορές χρειάστηκε να σπάσουν τους πάγους για να πετάξει ο παπάς το Σταυρό. Όποιος ήταν τυχερός και τολμηρός και τον έβρισκε, έπαιρνε δώρο έναν μικρό Σταυρό για τον λαιμό από τον παπά και το δικαίωμα να γυρίσει όλο το χωριό για να προσκυνήσουν οι πιστοί τον Σταυρό.
  Την ημέρα αυτή τέλειωναν και οι  ονομαστικές γιορτές. Σε όλα τα σπίτια γλεντούσαν όσοι γιόρταζαν και όσοι δε γιόρταζαν. Ακόμα κι ο πατέρας μου, Αλέξανδρος, γιόρταζε την ίδια μέρα. Ο παππούς Πέτρος και η γιαγιά Παρασκευή είχαν επτά κόρες και έναν γιο. Θα αναφέρω τα ονόματά τους για να δούμε τα ονόματα που έβαζαν οι γηγενείς Δυτικομακεδόνες λίγο πριν την απελευθέρωση και αμέσως μετά. Ευαγγελία, Αφροδίτη, Δέσποινα, Κυριακή, Ανδρονίκη, Αλέξανδρος, Αντιγόνη, Ευγενία. Η γιαγιά ήθελε να γιορτάζει τον μοναχογιό της και μάλιστα σε περίοδο μεγάλων γιορτών, όπως των Φώτων. Ρώτησε τον παπά στο χωριό πότε γιορτάζει ο Αλέξανδρος και ο αγαθός λευίτης, χωρίς πολύ να το σκεφτεί, της απάντησε τα Φώτα. Τότε λέμε, είπε, πολλές φορές Κύριε ελέησον, άρα τότε γιορτάζει ο Αλέξανδρος. Η ετυμολογία, όπως λέμε εμείς οι φιλόλογοι, του παπά ήταν, όπως αυτή που κάνουν πολλοί συνέλληνες για να αποδείξουν τα αναπόδεικτα.
  Με την ονομαστική γιορτή στο σπίτι μας και τις επισκέψεις των συγγενών και φίλων τέλειωνε το δωδεκαήμερο και την άλλη μέρα το πρωί γυρνούσαμε στα θρανία του σχολείου μας, που δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα λειτουργεί και για πόσο ακόμα θα κατοικείται  το χωριό μας…. οι Ανάργυροι Αμυνταίου Φλωρίνης.
Πέτρος Μπέσπαρης,
Φιλόλογος - Λογοτέχνης

2 σχόλια:

  1. Μπράβο σου,μας γύρισε πολλά χρόνια πίσω..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ ωραίο κ. Πέτρο, συγχαρητήρια!! Πείτε μας όμως, πέρα από τα βαφτιστικά ονόματα των θειαδων σας που ακούγονται ελληνικότατα και πως τις λέγατε αναμεταξύ σας, στην εντοπια μητρική - σλαβομακεδονικη, γλώσσα σας? Ευχαριστώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.