Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

Καλοκαιράκι…


  Ευλογημένη, γαλαντόμα, ευτυχισμένη, πλούσια για όλους, κι ιδίως τους φτωχούς εποχή.
  Γεμάτη δικά της προϊόντα, νόστιμα, φθηνά, αγαπητά σε όλους, που χορταίνουν το μάτι και το στομάχι, υγιεινά.
 
  Παλιότερα, που τρώγαμε αποκλειστικά προϊόντα εποχικά, ιδίως του καλοκαιριού, ακούγαμε μ’ ανοιχτό το στόμα τους μετανάστες μας που έλεγαν ότι στον Καναδά, όλο το χρόνο, τρώνε ντομάτες, καρπούζι, μελιτζάνες, πιπεριές, φασολάκια, ολόφρεσκα και φάνταζε σαν μαγική χώρα του παραδείσου, που δεν λογάριαζε εποχή στο φαγητό των κατοίκων της!
  Τα χρόνια εκείνα και χωρίς ημερολόγιο, μπορούσες να υποθέσεις για την εποχή, απ’ τα φρούτα και λαχανικά που πουλούσαν στο παζάρι, ή που γέμιζαν τους κήπους των ανθρώπων.
  Φυσικά μιλάμε για ώριμα φρούτα, γιατί, οι αγουρίδες του κάμπου και των κήπων, που τότε ήταν γεμάτα καρποφόρα δέντρα, βερικοκιές, αχλαδιές, κερασιές, μηλιές, κορομπουλιές, τα ταράζαμε καθημερινά, πολύ πριν προλάβουν να ωριμάσουν!
  Ξέραμε όλη η πιτσιρικαρία, πού, πότε και τι δέντρο υπάρχει στον κάμπο και πότε ωριμάζουν, σε ποιανού αμπέλι, τα πιο πρώιμα σταφύλια.
  Και σχεδιάζαμε ομαδικά ρεσάλτα, προς χάριν μιας κοιλιάς που είχε ακόρεστη πείνα, που έδιωχνε το φόβο να μας κάνει τσακωτούς ο Λάζος ο αγροφύλακας, ο Τόντος, ή το αφεντικό του περιβολιού.
  Η επιδρομή τότε, εκτός από την …αυτόφωρη επιτόπου κλοτσοπατινάδα, την επόμενη συνοδεύονταν από τριήμερη αποβολή, αφού το ρουφιανιλίκι ήταν σπορ σε άνθιση τότε, κι οι καθηγητές, θεματοφύλακες και κέρβεροι σε ζητήματα ηθικής και μικροπαραβατικότητας.
  Τα χρόνια του Δημοτικού δεν υπήρχε αποβολή, αλλά επιτόπου «πληρωμή», χειροπρακτική, απ’ τον δάσκαλο που έβγαζε όλο το άχτι του πάνω στο παιδικό κορμί, απ’ τη μίζερη ρουτίνα μιας φτωχοϋπαλληλίστικης ψευτο - ζωής.
   Φυσικά, εξαιρούνται και τότε λαμπροί, πραγματικοί δάσκαλοι, κι όχι ανθρωποφύλακες.
  Την αρχή του καλοκαιριού σηματοδοτούσε πρώτα – πρώτα, λίγο μετά το Πάσχα, η εμφάνιση στους δρόμους και το ζαχαροπλαστείο του Τάκη Καναργελίδη, των παγωτών.
  Χειροποίητο κασάτο, σε χωνάκι, είχε στο καρότσι του ο κυρ Ηλίας Δημητριάδης, που όλο τον άλλο καιρό, πλην καλοκαιριού, πουλούσε νοστιμότατες χειροποίητες τυρόπιτες, σπιτικές.
  Δύο φίρμες βιομηχανοποιημένου παγωτού υπήρχαν τότε στην αγορά του Αμυνταίου, για δεκαετίες, με τους ίδιους πάντα αντιπροσώπους τους.
  Το ΑΓΝΟ του Ιορδάνη Τουρούτογλου και το ΕΒΓΑ του Τάκη Καναργελίδη. Απλά, ξεκάθαρα, κι ορισμένα πράγματα.
  Από μία δραχμή το απλό, μέχρι δυόμιση ο πύραυλος, που ήταν το σπέσιαλ του είδους.
  Μιάμιση δραχμή κόστιζε η εφημερίδα στον Καρίκα και ο καφές στα καφενεία της πόλης.
Ο εγγονός του Ιορδάνη, Νίκος Τουρούτογλου 
στο παγωτατζήδικο…
  Ο Ιορδάνης, με το τρίκυκλο του ποδήλατο, έφερνε καθημερινά την ίδια πάντα ώρα, γύρα το Αμύνταιο και με τη βραχνή φωνή του έκαμνε γνωστή τη παρουσία του ΑΓΝΟ στη γειτονιά, το απόγευμα που έβγαιναν στο κατώφλι οι γειτόνισσες, για το καθημερινό κους – κους, κι οι μπόμπιρες ξεπόρτιζαν ακράτητοι, μετά την υποχρεωτική μεσημεριανή σιέστα, που όλα τα παιδιά μισούσαμε.
  Απ’ το Φθινόπωρο –μετά το πανηγύρι- μέχρι την Άνοιξη, ο Ιορδάνης πουλούσε με το τρίκυκλο αχνιστά, μοσχομυριστά βρασμένα Βολιώτικα κάστανα, όλο γλύκα (δύο δραχμές, το τέταρτο κιλού).
  Το ΕΒΓΑ, πιο μοντέρνο και φιγουράτο πάντα, σερβίρονταν στο ζαχαροπλαστείο του Καναργελίδη, που ήταν ένας ταλαντούχος, πρωτοποριακός για την εποχή, επαγγελματίας.
   Πριν το ζαχαροπλαστείο, υπήρξε ξεχωριστός φωτογράφος, που αποθανάτιζε πρόσωπα και εικόνες του τόπου μας, ανεπανάληπτα.
  Είχε κι αυτός τρίκυκλο ποδήλατο, για πωλήσεις του παγωτού πέρα απ’ το ζαχαροπλαστείο, αλλά, δε βολτάριζε αυτός ποτέ του μ’ αυτό.
  Κάποτε, με ένα γειτονόπουλο και φίλο (Ν. Τζήκα), πήραμε το τρίκυκλο φορτωμένο παγωτά, πάγο κι αναψυκτικά, να πουλήσουμε στα τουβλοποιϊα της διασταύρωσης προς Ροδώνα, που τότε δούλευαν εκατοντάδες εργάτες τα καλοκαίρια.
  Στον κατήφορο του Σωτήρα, μας παρέσυρε ασυγκράτητο το βαρυφορτωμένο τρίκυκλο και σχεδόν ακυβέρνητο και χοροπηδώντας, περάσαμε τη γέφυρα χωρίς να τρακάρουμε στα πλαϊνά της, ή να πέσουμε στο ποτάμι!
  Τότε, ο θεός μάλλον, φύλαγε τα ζαβολιάρικα παιδιά, που οι δραστηριότητες τους ήταν από επικίνδυνες, μέχρι θανατηφόρες.
  Αμέτρητα βλήματα πολεμικών όπλων, απομεινάρια των πολέμων, ανοίξαμε χτυπώντας τα για να βγάλουμε το «κουρσούμι», τα «μακαρόνια» (πυρίτιδα), το καψούλι, υλικά απαραίτητα, ιδίως για τα αυτοσχέδια μας εκρηκτικά της Ανάστασης.
  Ο φίλος και συμμαθητής, Π. Τζουβάρας, είχε φτιάξει κι αυτοσχέδιο πιστόλι που έπαιρνε βλήματα και ρίχναμε στ’ αμπέλια, σαν υποψήφιοι, εκπαιδευόμενοι τρομοκράτες!
  Χωρίς να καλοξέραμε κολύμπι, κάναμε βαρκάδα στη λίμνη, ένα τσούρμο παιδιά, με κλεμμένη βάρκα, χωρίς διόλου μυαλό και φόβο.
  Αρχές Ιούλη, σχεδόν κάθε χρονιά, κι εναλλάξ, πηγαίναμε κατασκήνωση με του προσκόπους, κι αρχηγό τον γερόλυκο τώρα παλιόφιλο Θωμά Μίγγο, μια χρονιά Νυμφαίο και μια Κλεισούρα. Έτσι, για να μη πλήττουμε…
  Και κάθε χρονιά ελπίζαμε ότι του χρόνου θα πάμε θάλασσα, στη …Κατερίνη, γεγονός που δεν έγινε ποτέ μας. Μ’ αυτό το όνειρο μεγαλώσαμε…
  Στη θάλασσα, μπάνιο οι πλείστοι κάναμε στα Καμένα Βούρλα, στην πενθήμερη εκδρομή της Τρίτης Λυκείου!
  Μάλιστα, ποδοπατήσαμε αχινούς, που αγνοούσαμε, κι όλες της μέρες της εκδρομής βγάζαμε αγκάθια!
  Γύρο στο ’70, φοιτητές πλέον, εκδράμαμε δυο – τρείς φορές στη Χαλκιδική, που τότε, λόγω δρόμων και ερημιάς, έμοιαζε να ταξιδεύεις στην …Ινδονησία!
  Με τρία λοιπόν «Τζέημς» στρατιωτικά, φορτωμένα με αντίσκηνα, ράντζα, τρόφιμα, καζάνια και σκαρφαλωμένους σαν γάτους εμάς, πάνω στα ψηλά, ανάκατα, μ’ όλα τα …τσαμπασίρια μας, μια εικόνα που μοιάζει σήμερα με τους φορτωμένους στα σαπιοκάραβα πρόσφυγες και μετανάστες που θαλασσοδέρνονται στη μεσόγειο, τραβούσαμε όλο χαρά, ξεγνοιασιά, ελευθερία, για ένα 15/ήμερο απόλυτης προσωπικής ζωής κι επιβίωσης, χωρίς τα «μη» και τα «μου» μανάδων, που από συνήθειο, σχεδόν μόνιμα φώναζαν, χωρίς να ‘χουν όμως στην ουσία άδικο.
  Ένα 15/ήμερο, που μας μεγάλωνε πρόωρα, όπως πρόωρα μεγάλωναν κι απογαλακτίζονταν, όλο και παλιότερα, τα παιδιά της Ελλάδας.
  Μάγειροι για 30 – 40 παιδιά, υπήρξαμε εγώ με τον Κώστα τον Ορθοπεδικό και βοηθό μαγείρων τον μακαρίτη τον Φούνε!
  Απορώ τι μαγειρεύαμε και πως δε φαρμακωθήκαμε όλοι απ’ τις σπεσιαλιτέ που φτιάχναμε!
  Βέβαια, εμείς λίγο – πολύ ήμασταν οι ευνοημένοι, που είχαμε τη χαρά αυτών των …διακοπών, γιατί υπήρχαν πολλά παιδιά που το καλοκαίρι δούλευαν σκληρά τότε, κι όχι φυσικά γκαρσονάκια στις ανύπαρκτες τότε καφετέριες, αλλά μα χειρονακτικές δουλειές, βαριές.
  Τα παιδιά των αγροτών, πρώτα - πρώτα, που τότε πριν τη μηχανοκαλλιέργεια απαιτούνταν χέρια δυνατά για το χωράφι, το λιβάδι, το κοπάδι.
  Τα παιδιά των κτιστάδων, που περνούσε απ’ την πλάτη τους όλη η κατασκευή της οικοδομής.
  Πάμπολλα παιδιά της πόλης μας, τα καλοκαίρια, δούλευαν σκληρά στα κεραμοποιεία των Αντωνιάδη Ραρρή.
  Κάποια πολλά, με το τραίνο, κατέβαιναν για 15 – 20 μέρες και δούλευαν στα συσκευαστήρια φρούτων στη Σκύδρα, όπου και έμεναν.
  Η σημερινή οικονομική κρίση, σε σχέση με το σχεδόν καθολικό οικονομικό status των οικογενειών μιας Ελλάδας, που μέχρι πριν λίγα χρόνια έβγαινε απ’ την κόλαση δεκαετούς πολέμου, ούτε κατά διάνοια μπορεί να συγκριθεί.
  Ο φτωχός, ο ανήμπορος, ο κατεστραμμένος φαίνεται και τώρα από μακριά, δε χρειάζεται να δεις το βιβλιάριο της τράπεζας του ή το Ε9 του.
  Όταν βλέπω καλοβαλμένους, περιποιημένους, καλοζωισμένους νέους και νέες, με το μαλλί φρεσκοφτιαγμένο στο κουρείο ή το κομμωτήριο, με νύχια ψεύτικα, δέρμα φινετσάτο, τατουάζ, γυαλιά μοδάτα Κινέζικα και ύφος 100 Καρδιναλίων, να κλαίγονται για τη φτώχεια τους, την ανεργία, την ανέχεια, με το fredo cappuccino στο χέρι, ξάπλα στη πολυθρόνα της καφετέριας και με κινητό των 600€ στα άλλο χέρι, κάτι δε μου ταιριάζει, η εικόνα με τα λόγια τους.
  Ίσως λαθεύω. Ίσως είναι οι νεόπτωχοι μιας άλλης εποχής!
  Με χαρά και χοροπηδώντας τραβούσαμε για το σπίτι, όταν έκλειναν το καλοκαίρι τα σχολεία, για τις καλοκαιρινές μας διακοπές.
  Και δεν ήταν αυτός μόνο ο λόγος της χαράς μας, αλλά και ο πεντάκιλος τενεκές με κίτρινο Αμερικάνικο τυρί, κι ο τενεκές με άσπρο βούτυρο που μας έδιναν φεύγοντας απ’ το σχολείο, για το σπίτι (βοήθεια Ούνρα)…
  Δέκα δραχμές ήταν η μερίδα το μπιφτέκι για χρόνια και 12 – 13 δραχμές το σουβλάκι στις ταβέρνες τα φοιτητικά μας χρόνια. Τα κρασί το χύμα, ήταν δωρεάν στον «Πλάτανο» της Αετοράχης. Κι εμείς για χρόνια, τρώγαμε …μπιφτέκι…
  Αλλά γλεντούσαμε με τη ψυχή μας…
  Όταν αργότερα, τη δεκαετία του ’80, στις ονομαστικές γιορτές, στις φιλικές μαζώξεις, στις καφετέριες, που άρχισαν μαζικά ν’ ανοίγουν μέχρι το …Γκούγκοβο, πίναμε όλοι ουίσκι και πολλοί ζητούσαν το σπέσιαλ το μαύρο, το 15/ετίας! Και πήγα πρώτη μου φορά σε Pub στο Λονδίνο, απόρεσα που όλοι πίναν μπύρα!
  Ρώτησα τον συγγενή της παρέας μας γιατί πίνουν όλοι τους μπίρα, περίεργος και ε αφέλεια και μου είπε απλά ότι …το ουίσκι είναι ακριβό εδώ!
  Το Εγγλέζικο ουίσκι ήταν ακριβό –φορολογημένο βαριά- στην Αγγλία και φτηνό –σαν να ‘ταν τσίπουρο απ’ το Πάτελι- στη μιζαδόρικη Ελλαδάρα…
  (Δεν ήταν μόνο η SIEMENS, η NOVARTIS, η, ο, το, που μίζαραν πολιτικούς για να ‘χουν λαμογιάρικες αποφάσεις)…
  Έτσι, σιγά – σιγά, χάθηκε η μπάλα …και περιμένουμε τώρα τον Μεσσία – Κούλη, να μας …αποτελειώσει!
  Όμως το ελληνικό καλοκαίρι, δε θέλει τέτοιες σκοτούρες κι οικονομίστικες έγνοιες, που παραπέμπουν στον αλήστου μνήμης Σόϊμπλε
  Κι αν τώρα, στην τηλεορασόπληκτη και ιντερνετοδηγούμενη, μ’ ένα χείμαρρο άσχετων, κι εν πολλοίς βλακωδών πληροφοριών …θανάσιμος εχθρός του ανθρώπου, το καλοκαίρι είναι ο ήλιος, η αφυδάτωση, η θερμοπληξία, η ξηρότητα του δέρματος και βλέπουμε, ιδίως τους νέους, να κυκλοφορούν όλοι μ’ ένα μπουκάλι νερό στο χέρι –εκτός απ’ τα φιγουρατζίδικα Κινέζικα γυαλιά τους- λες και θα διασχίσουν την έρημο Καλαχάρι, τότε που θέριζαν ολημερίς, μεσ’ το καυτό ήλιο, στο κάμπο οι αγρότες κι οι κτίστες με το τενεκέ στον ώμο έκτιζαν πολυκατοικίες, ήταν άγνωστα όλα αυτά τα σοφά και κανείς τους δεν έπαθε τίποτε.
  Ούτε κι μείς παιδιά, που τσαλαβουτούσαμε ολημερίς στη λίμνη και στο ποτάμι.
  Το ‘λεγε άλλωστε σοφά ο πολύπειρος λαός, που άλλα φοβόταν κι όχι τον ήλιο … «από ζέστη και πολλά λεφτά, κανείς δεν έπαθε τίποτα»!!!
  Τη φτώχεια, την ανέχεια, τη βαρυχειμωνιά και το κρύο φοβόταν. Και δεν είχαν άδικο.
  Καλό καλικαίρι σε όλους!
  Και χωρίς πλέον Γερμανο – Προτεσταντικο – δεξιο – τσιφούτικους μνημονιο – κορσέδες.
  …Έλα Αλέξη, ξέρεις εσύ τώρα …Ρίξε λάδι στη φωτιά …Να ζεσταθεί το φθινόπωρο το κλίμα…
  Μη μας περιλάβουν πάλι οι γνώριμοι μας απ’ τα παλιά «μνημονιολάτρες», που τώρα κάνουν τις αγνές μυξοπαρθένες…
  Είναι νέος ο Κυριάκος, θα προλάβει κάποτε να κυβερνήσει, με τη Φώφη αντάμα! Όταν ξεχαστούν τελείως οι Χριστοφοράκηδες, Παπασταύροι, Φρουτζήδες, Τζοχατζόπουλοι κι άλλοι, οι λουμπινιάρηδες κολλητοί τους.
  Γεροί να ‘μαστε να τους απολαύσουμε ξανά, επι το έργον…
ΥΓ. Πανηγύρι στο φουλ, μεσημέρι Δευτέρας κάθομαι στον Δούϊτση τον Χρήστο, στο πεζοδρόμιο.
  Μπροστά μου έχει τον τεράστιο πάγκο του με γυναικεία ρούχα, ο κλασικός παζαρτζής, ο λεβεντάνθρωπος, μακαρίτης τώρα Τάσκας απ’ την Κέλλη.
  Με το που κάθομαι … «τι θα πιείς γιατρέ; Κερνάω ο κιμπάρης άνθρωπος της πιάτσας, έκανα παζάρι»!
  «Μια μπύρα», λέω.
  «Χρήστοοο, πιάσε μια μπύρα για το γιατρό, κι ένα Chivas παλιό για μένα» φωνάζει…
  «Μπράβο Τάσκα, πίνεις Chivas», του λέω χαμογελώντας.
  «Ε! τι γιατρέ, θα πιούμε πετρέλαιο»;
  Γεια σου λεβεντάνθρωπε Τάσκα! Κι Αθάνατη Ελλάδα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.