Κτηνίατρος,
Msc Cand
Χειρουργικής
ΑΠΘ (Από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)…
Τι
είναι;
Είναι ένα λοιμώδες νόσημα (Canine
Leishmaniosis) που προκαλείται από το παράσιτο Leishmania infantum και
μεταδίδεται με συγκεκριμένο είδος σκνίπας. Η νόσος ενδημεί κυρίως στις χώρες
της Μεσογείου και της Νότιας Αμερικής.
Συχνότερα παρασιτεί τους σκύλους, αλλά
έχει εντοπιστεί και σε άγρια σαρκοφάγα, γάτες, μηρυκαστικά και τρωκτικά.
Σποραδικά περιστατικά έχουν αναφερθεί και στον άνθρωπο (νόσος Καλα-αζαρ).
Πώς μεταδίδεται;
Κατεξοχήν τρόπος μετάδοσης της Λεϊσμανίωσης
είναι το τσίμπημα από συγκεκριμένο είδος σκνίπας. Αυτό προϋποθέτει ότι η σκνίπα
που θα τσιμπήσει ένα υγιή
σκύλο, σε προηγούμενο χρόνο έχει τσιμπήσει ένα μολυσμένο, έτσι ώστε να φέρει
μέσα της το παράσιτο αυτό.
Τα
τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον των ερευνητών στράφηκε στον έλεγχο πιθανόν
εναλλακτικών τρόπων μετάδοσης, λόγω της ευρείας διάδοσης του νοσήματος. Οι έρευνες έδειξαν πως η μετάγγιση μολυσμένου
αίματος σε υγιή σκύλο μπορεί να μεταδώσει τη νόσο.
Ένας
άλλος τρόπος μετάδοσης, φαίνεται να είναι η μόλυνση των εμβρύων μέσω του
πλακούντα κατά την κυοφορία, σε κάποιες φυλές σκύλων που μελετήθηκαν στη
Βραζιλία. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί πως όλα τα παράσιτα, έτσι και η
Λεϊσμάνια, έχουν την ικανότητα, με το πέρας των χρόνων, να εξελίσσονται και να
προσαρμόζουν τις ιδιότητες τους έτσι ώστε να βρίσκουν εναλλακτικούς τρόπους
επιβίωσης στο ξενιστή τους. Αυτό ίσως εξηγεί το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια
βρέθηκαν και άλλοι τρόποι μετάδοσης του νοσήματος.
Ποια είναι τα συμπτώματα;
Η Λεϊσμανίωση εκδηλώνεται με 3 μορφές: τη δερματική, τη σπλαχνική και
τη μικτή (σπλαχνική και δερματική). Η τελευταία είναι η συνηθέστερη μορφή της
νόσου στο σκύλο. Το ζώο μπορεί να μολυνθεί από το παράσιτο αλλά να είναι
ασυμπτωματικό για μήνες ή χρόνια πριν την εκδήλωση συμπτωμάτων. Τα συμπτώματα
αυτά είναι:
• Προοδευτική μείωση του σωματικού βάρους,
παρά το γεγονός ότι η όρεξη του ζώου παραμένει φυσιολογική.
• Εύκολη κόπωση κατά την άσκηση π.χ. κυνήγι.
• Δερματικές αλλοιώσεις κυρίως στο κεφάλι και
το κορμό του ζώου, οζίδια στο δέρμα και στην περιοχή γύρω από τη μύτη.
• Νύχια μεγάλα και εύθραστα.
• Οφθαλμολογικά προβλήματα - χρόνιο βλεννώδες
έκκριμα στους οφθαλμούς.
• Αιμορραγία από τη μύτη.
• Πόνος στις αρθρώσεις ή τους μύες.
• Διόγκωση λεμφογαγγλίων.
• Διόγκωση ήπατος & σπλήνα, νεφρική
ανεπάρκεια: ίκτερος, διόγκωση κοιλιάς, κατανάλωση μεγάλης ποσότητας νερού,
αυξημένη ούρηση.
• Ενίοτε έμετος ή διάρροια.
Πώς γίνεται η διάγνωση
Η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εικόνα του ζώου(συμπτώματα) που σε
συνδυασμό με το ιστορικό (ζει σε ενδημική περιοχή με πολλές σκνίπες), θέτει
ισχυρές υποψίες. Η επιβεβαίωση γίνεται πάντα με ειδικές εξετάσεις αίματος:
ορολογικές (τεστ), προσδιορισμό τίτλου αντισωμάτων (IFAT), και άλλες πιο
εξειδικευμένες όπως η PCR και η ανίχνευση των παρασίτων στη μικροσκόπιση ιστών.
Πολύ σημαντικό και καθοριστικό για την
εξέλιξη της νόσου, καθώς και της θεραπευτικής αγωγής, είναι η όσο το δυνατό
συντομότερη διάγνωση (στα αρχικά στάδια). Το γεγονός αυτό υποδεικνύει τη
σκοπιμότητα της διενέργειας προληπτικών ελέγχων 2 φορές το χρόνο, κατά
προτίμηση άνοιξη και φθινόπωρο. Είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι κατά τη διάγνωση
της νόσου κρίνεται απαραίτητος ο εργαστηριακός έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας
του ζώου, η οποία αποτελεί προγνωστικό δείκτη της εξέλιξης της νόσου (αν έχει
ήδη επηρεαστεί η νεφρική λειτουργία, η πρόγνωση δεν είναι καλή).
Συνοψίζοντας, έγκαιρη διάγνωση, συνοδευόμενη
από εργαστηριακά αποτελέσματα ελέγχου των νεφρών, αποτελούν το κλειδί για τον
έλεγχο του νοσήματος με τη κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, συμβάλλοντας έτσι στην
καλύτερη πρόγνωση.
Ποιά είναι η θεραπεία;
Στόχος της θεραπείας είναι ο έλεγχος των
συμπτωμάτων της νόσου και η εξασφάλιση ποιοτικής ζωής για το ζώο με
υποστηρικτική θεραπεία, καθώς παρασιτολογική ίαση δεν επιτυγχάνεται ποτέ. Παρά
την όποια θεραπεία ακολουθήσει ο ιδιοκτήτης, σύμφωνα με τις οδηγίες του
κτηνιάτρου, το παράσιτο παραμένει στον οργανισμό χωρίς όμως το ζώο να εμφανίζει
συμπτώματα.
Αντίθετα, στις περιπτώσεις που υπάρχουν
συμπτώματα και δε δοθεί θεραπευτική αγωγή, 90% των σκύλων πεθαίνουν μετά από
3-24 μήνες. Υπάρχουν διάφορα θεραπευτικά σχήματα στα οποία χρησιμοποιούνται
παρασιτοστατικά, παρασιτοκτόνα ή ανοσορρυθμιστικά φάρμακα (αλλοπουρινόλη,
αντιμονιούχος μεγλουμίνη, δομπεριδόνη κ.α.), σε διάφορους συνδυασμούς και σε
συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα αναλόγως της ανταπόκρισης του ασθενή,
ενδεχομένως και εφ’ όρου ζωής αν κριθεί σκόπιμο. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί
ότι η θεραπεία πρέπει να συνδυάζεται με τακτικό έλεγχο του ζώου (IFAT, έλεγχο
νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας). Η IFAT πρέπει να επαναλαμβάνεται 2-3 φορές
το χρόνο, για τον έλεγχο της ανταπόκρισης του ζώου στη θεραπεία. Ο έλεγχος της
ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας πρέπει να γίνεται κάθε 4 μήνες, έτσι ώστε αν
επηρεαστεί, να ελεγχθεί στα αρχικά στάδια (προχωρημένη βλάβη ήπατος ή νεφρών
συνήθως είναι μη αναστρέψιμη ή δεν θεραπεύεται πλήρως). Πολύ σημαντικό σε όλη
τη διαδικασία της θεραπείας να λαμβάνονται όλα τα
απαραίτητα προληπτικά μέτρα για να μην επαναμολύνεται το ζώο από τις σκνίπες.
Πώς γίνεται η πρόληψη;
• Στις
ενδημικές περιοχές, οι σκύλοι πρέπει να προστατεύονται με τη χρήση
εντομοαποθητικών φαρμάκων (αμπούλες, κολάρα με δελταμεθρίνη).
• Τα ζώα
πρέπει να περιορίζονται είτε σε κλειστό χώρο, είτε σε κλουβί με προστατευτικό
δίχτυ τις ώρες που δραστηριοποιείται η σκνίπα (απόγευμα, βράδυ). Αξίζει να
σημειωθεί ότι έρευνες που έχουν γίνει σε ενδημικές περιοχές έδειξαν ότι ένας
σκύλος που ζει σε εξωτερικό χώρο, δέχεται περισσότερα από 100 τσιμπήματα την
ώρα κάθε βράδυ από τις σκνίπες, εκ των οποίων 1 τσίμπημα την ώρα από μολυσμένη
σκνίπα.
• Χρήση
σιροπιού Δομπεριδόνης που προάγει την άμυνα του οργανισμού κατά της
Λεϊσμανίωσης 3 φορές το χρόνο για 1 μήνα κάθε φορά.
• Στο
περιβάλλον του ζώου πρέπει να τοποθετούνται εντομοπαγίδες, ενώ πρέπει να
διατηρείται καθαρός με τη χρήση υγρών με εντομοαπωθητικές ιδιότητες (κάθε
βδομάδα για να προλαμβάνεται η εκκόλαψη του νέου κύκλου σκνιπών).
• Τα
τελευταία χρόνια κυκλοφόρησε εμβόλιο, το οποίο προσφέρει περίπου 80% προστασία.
Ωστόσο, κανένα από τα πιο πάνω μέτρα (ακόμα
και όλα μαζί), δεν αποκλείουν τον κίνδυνο μόλυνσης του ζώου. Όμως μειώνουν τις
πιθανότητες μόλυνσης για αυτό επιβάλλεται η τήρηση τους, ιδίως στην Ελλάδα
& Κύπρο που είναι ενδημικές χώρες.
Κίνδυνοι μετάδοσης σε
άλλο σκύλο ή στον άνθρωπο;
Η Λεϊσμανίωση δεν μεταδίδεται άμεσα από σκύλο
σε σκύλο ή από σκύλο σε άνθρωπο. Η μετάδοση απαιτεί τη μεσολάβηση της σκνίπας.
Συνεπώς, η θανάτωση ενός σκύλου που νοσεί (ακόμα και όλων των νοσούντων) δεν
μειώνει το κίνδυνο μόλυνσης των υπόλοιπων σκύλων, ούτε των ανθρώπων γιατί:
Α) Δεξαμενή
του παρασίτου στη φύση δεν αποτελούν μόνο οι σκύλοι αλλά κι άλλα ζώα όπως
γάτες, τρωκτικά κ.α.
Β) Η σκνίπα
αυτή ζει 1-2 μήνες και μπορεί να διανύσει απόσταση 2 χιλιομέτρων σε μια μέρα.
Έτσι μπορεί να μεταφέρει το νόσημα από μια περιοχή σε μια άλλη.
Οι σκνίπες παρουσιάζουν ειδικότητα ξενιστή,
δηλαδή προτίμηση στο είδος του ζώου που θα τσιμπήσουν. Το είδος της σκνίπας που
είναι υπεύθυνο για τη μετάδοση της νόσου παρουσιάζει ειδικότητα ως προς τους
σκύλους. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι παρά τα μεγάλα ποσοστά Λεϊσμανίωσης του
σκύλου στην Ελλάδα, στον άνθρωπο είναι μηδαμινά.
Πάρα πολύ ευχάριστο. Νέα παιδιά , νέοι επιστήμονες ασχολούνται με τα ζώα.
ΑπάντησηΔιαγραφή