Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

Τραγικοί, ανθρωποφάγοι …ηρωισμοί…


  Σήμερα, με την αμείλικτη κάμερα της TiVi και το θάρρος ριψοκίνδυνων δημοσιογράφων, ζούμε στο σαλόνι μας, σχεδόν ζωντανά αλλά ακίνδυνα, τη φρίκη του βομβαρδισμένου Χαλεπίου, της Γούτα, του Αφρίν, που ξεθάβονται απ’ τα ερείπια μισοζώντανα αθώα πλάσματα, μαζί με πτώματα αμάχων.
 
  Ή, γινόμαστε μάρτυρες σκηνών απίστευτης βαρβαρότητας, με τους αποκεφαλισμούς αθώων ομήρων, απ’ τους θεότρελους εγκληματίες Τζιχαντιστές!
  Οι παλαιότεροι άνθρωποι δεν είχαν αυτή τη «τύχη» να έχουν άμεση «επαφή» με φρικτά ανοσιουργήματα που πιθανόν συνέβαιναν στο διπλανό χωριό και που μια τοτινή προπαγανδίστικη μηχανή μπορούσε να μετατρέψει σε ηρωισμούς αγνών, αθώων, ηρωικών αγωνιστών, για ιδανικά και ανθρώπινες αξίες.
  Φυσικά και σήμερα υπάρχει και σίγουρα πιο επιστημονικά, η προπαγανδίστικη διαστρέβλωση γεγονότων και σκοπιμοτήτων, που επηρεάζει τον επιπόλαιο και λιγότερο ενημερωμένο θεατή – πολίτη.
  Γι’ αυτό, πάντα, μια επιφύλαξη, κάποια ερωτηματικά, ή διερεύνηση των γεγονότων –όσο αυτή μας επιτρέπεται- μας προφυλάσσει από αποδοχές, δοξασίες και φανατισμούς, που ταιριάζουν σε μικρά παιδιά, που πιστεύουν στους ηρωισμούς και την αθωότητα του …Σπάϊντερμαν, ή του Γιώργου Θαλάσση των νιάτων μας.

  Ο πατριώτης μας, ο ξεχωριστός Γεώργιος Χ. Μόδης με καταγωγή το Μοναστήρι, Μακεδονομάχος, λόγιος, δικηγόρος, πολιτευτής και υπουργός, κοντά στα πολλά βιβλία του με αναφορές στο «Μακεδονικό», με προσωπική εμπλοκή του ίδιου στα πλείστα, έγραψε και το «Στα Μακεδονικά βουνά – Μακεδονικές ιστορίες», έκδοση 1930, εξιστορώντας τη δράση του στον Μακεδονικό Αγώνα, με οπλαρχηγό και υπό τις διαταγές του Κρητικού Γεώργιου Βολάνη.
  Αντιγράφω λοιπόν από το κεφάλαιο «Κατά λάθος»…
  «…Από καιρό, το σώμα μας είχε προγράψει τα δύο χωριά, Δομπρομίρ και Γνέγοντιν.
  Στο πρώτο είχαν σφαγεί, το καλοκαίρι, από συμμορία κομιτατζήδων πέντε δικοί μας νοικοκυραίοι, αδέλφια και ξαδέλφια, μ’ έναν παπά επικεφαλής.
  Το Γρέγοντιν, ήταν εχθρικό ορμητήριο. Αλλ’ η πραγματοποίηση της απόφασης μας, δεν ήταν εύκολη.
  Τα δυο χωριά, βρίσκονταν κάτω στον κάμπο –το πρώτο μάλιστα κοντά στο Μοναστήρι- κι απείχαν απ’ τα καταφύγια μας δύο λημέρια δρόμο, όπως συνηθίζαμε να μετρούμε στη γλώσσα μας τις αποστάσεις.
  Τη νύχτα της 17ης Σεπτεμβρίου, αναχωρήσαμε για να μεταβάλουμε σε στάχτη και αίματα το όνειρο, που τόσο καιρό χάιδευε η αντάρτικη φιλοδοξία μας.
- «Μα καθώς βλέπω, δεν πάμε για το Δομπρομίρ, επανέλαβα δείχνοντας με το χέρι μου, το χωριό που αφήναμε δεξιά στον κάμπο».
- «Βρωμάει εκεί μπαρούτι. Έχει απόψε στρατό. Τραβάμε τώρα για ένα άλλο χωριό, που θα πληρώσει και για κείνο»
- «Και, πως το λένε»;
- «Δεν ξέρω. Εκεί πρόδωσαν τον Σκαλίδη».
  Από έναν οδηγό πληροφορήθηκα, πως την ώρα που ετοιμαζόμασταν να κατεβούμε στο Δομπρομίρ, ήρθε ξαφνικά η είδηση πως το έζωσε τουρκικός στρατός γειτονικού χωριού, ψάχνοντας για κομιτατζήδες.
  Επίσης, δεν ήταν φρόνιμο να στραφούμε προς το Γνεγοντίν, γιατί και προς εκείνη τη κατεύθυνση είχαν περάσει δύο λόχοι «κυνηγών».
Κρήτες οπλαρχηγοί του Μακεδονικού Αγώνα. Καραβίτης, Βολάνης
 και
Δικώνυμος Μακρής. 1906.
    Για να μη πάει λοιπόν χαμένος ο κόπος μας, αφού θα ήταν επικίνδυνο να μείνουμε περισσότερο σ’ αυτά τα μέρη, βρέθηκε καλό, απ’ την ομάδα των οδηγών, να πάμε στο Γνίλες και να τιμωρήσουμε τρεις χωρικούς που εβάρυνε η προδοσία και η καταστροφή, πίσω, απ’ τη μεγαλοπρεπή κορυφογραμμή του Περιστερίου.
  Αντίκρυ στο ρίζωμα δύο βουνών, εφάνταζε το Μοναστήρι, σκεπασμένο με δέντρα και μιναρέδες.
  Η πανσέληνος ήταν ψηλά όταν φτάσαμε στο Γνίλες.
  Τα εικοσιπέντε καλυβόσπιτα του, δεν του επέτρεπαν να συντηρεί Έλληνα ή Βούλγαρο παπά ή δάσκαλο, τους δύο αυτούς πόλους, ολόγυρα απ’ τους οποίους εστριφογύριζε ο εθνισμός, σε πολλά Μακεδονικά χωριά.
  Δεν ήταν ούτε ελληνικό, ούτε βουλγαρικό, ή μάλλον ήταν κι απ’ τα δύο…
  Ανήκε στη κατηγορία των ερμαφρόδιτων εκείνων συνοικισμών, που για ν’ αποφύγουν τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη των δύο αντίπαλων παρατάξεων, έστεκαν αναποφάσιστοι, στο μέσον.
  Ελεύθερο από κάθε επίσημο αρραβώνα, με Έλληνες και Βουλγάρους και πρόθυμο να δέχεται και να εκτελεί διαταγές, οποθενδήποτε κι αν προέρχονταν, είχε περάσει ως τότε ήσυχο κι ανενόχλητο, στην αφάνειά του, ενώ, ολόγυρά του μαίνονταν σφαγή και ερήμωση.
  Αλλά είχε φτάσει πια η μοιραία του ώρα, κι αποδείχθηκε αρκετή μια στιγμιαία λησμοσύνη και μια απλή ιδιοτροπία της τύχης, ν’ ανατρέψει όλους τους υπολογισμούς και τις ελπίδες του.
  Μόλις σιμώσαμε το χωριό, αρχίσαμε την ενέργεια μας, με την ίδια βία και σπουδή που είχε χαρακτηρίσει την όλη αυτή ατυχή επιχείρηση.
  Ένας κακός δαίμονας, έσπρωχνε τον καπετάνιο Βολάνη. Χωρίς να σταματήσουμε και να συγκεντρωθούμε, ορίστηκαν στα πεταχτά εκείνοι που θα το περιέζωναν και εισβάλαμε όλοι οι άλλοι μέσα, με την ίδια κεκτημένη ταχύτητα.
  Οι κάτοικοι στην αρχή ξαφνιάστηκαν απ’ την αναπάντεχη νυχτερινή έφοδο. Γρήγορα όμως αναθάρρεψαν και βγήκαν να μας χαιρετίσουν, συν γυναιξί και τέκνοις.
  Για το επισημότερο, είχαν πάρει μαζί τους τα φώτα των σπιτιών τους, ήτοι, μεγάλα κομμάτια δαδί και μερικά λυχνάρια πετρελαίου, κρατούσαν στα χέρια μπουκάλια ρακής και φρούτα και μας τα πρόσφεραν με πολλή ζωηρότητα.
  Μια καμπουριασμένη γριά, επέμενε να μας κεράσει όλους, μ’ ένα τεράστιο μπρούτζινο παγούρι. Μόνο ο καπετάνιος αρνήθηκε να το αγγίξει και μου είπε… «για δες υποκρισία».
  Άλλοι χωρικοί μας προσκαλούσαν στα σπίτια τους. … «Πρώτη φορά έρχεστε στο χωριό, μείνετε και μια μέρα μαζί μας»
  «Σας ευχαριστούμε», τους απαντούσαμε, «άλλοτε θα έρθουμε, τώρα είμαστε περαστικοί. Σας παρακαλούμε μόνο, να μολυχθούν όλοι οι άνδρες στο σπίτι του μουχτάρι (πρόεδρου), όπου έχουμε να εκλέξουμε επιτροπή και να τα πούμε»
  Οι χωρικοί υπάκουσαν και σε λίγο άρχισε να γεμίζει η τρώγλη του προέδρου, απ’ τις άθλιες εκείνες υπάρξεις.
Ελληνικά αντάρτικα σώματα στο Μακεδονικό Αγώνα
  Τότε, η πόρτα της μάνδρας έκλεισε απότομα, με τη μεγαλοπρέπεια πολιορκούμενης πόλης και με στάση Αρχαγγέλου, παραγγέλλει ο καπετάνιος στους οδηγούς… «εμπρός, διαλέξτε όσοι είναι για ζωή και βγάλτε τους έξω. Μονάχα άμετε γρήγορα»
  Οι οδηγοί μπήκαν μέσα κι άρχισαν να βγάζουν έξω, απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα, όλους σχεδόν τους έγκλειστους. Δεν άφηκαν στη μάντρα, παρά τρείς μόνο.
  Ο Βολάνης έγινε έξω φρενών… «Παλιόσκυλα»! φώναξε. «Θέλετε να τους γλυτώσετε όλους! Κοιτάξτε καλά, μη σας κλείσω εσάς στη θέση τους»
  Και διέταξε να ξανακλείσουμε ξανά στο κλουβί τους χωρικούς, που περιέφεραν βλακώδη βλέμματα ολόγυρα τους, χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτε απ’ τα συμβαίνοντα.
  Εκκάλεσε έπειτα, για τελευταία φορά τους οδηγούς, να ξαναρχίσουν τη διαλογή των «προβάτων» απ’ τα «ερίφια». Αλλά κανείς δεν κινήθηκε.
  Επρόβαλε τότε στη μέση, σαν από μηχανής θεός, ο Ηλίας. Αυτός ενδιαφέρθηκε μόνο για μερικούς γνωστούς του. Αυτούς κι έσωσε. Τους άλλους τους άφηκε στη τύχη τους, αφού άλλωστε είχε εναντίον τους το δεδομένο, ότι η βουλγάρικη συμμορία που εκρεούργησε τους πέντε συγγενείς του, στο Δομπρομίρ, είχε βρει πολλές φορές καταφύγιο στο Γνίλες.
  Όλα αυτά έγιναν ακαριαία.
  Οι περισσότεροι απ’ τους αντάρτες, δεν είχαμε εννοήσει τίποτε. Ούτε είχαμε υποψιαστεί ότι η ταπεινή εκείνη πόρτα θα χρησίμευε ως καταπακτή του Άδου, σε τόσα ανθρώπινα όντα.
  Έξαφνα, βλέπουμε τον Βολάνη μ’ ένα τσεκούρι στο χέρι, να βγάζει από μέσα ένα χωρικό και με μία κατακεφαλιά, να τον ξαπλώνει νεκρό καταγής, εμπρός στα πόδια μας!
  Τούτου, ακολούθησε κι άλλος. Τότε όμως παρενέβησαν μερικοί απ’ τους οδηγούς, για να σταματήσουν τη σφαγή.
  Απ’ τη μικρή σύγχυση που δημιουργήθηκε, επωφελήθηκε ο μελλοθάνατος και με τα φτερά που δίνει ο κίνδυνος της ζωής, πήδησε ανάμεσα μας, κι εξαφανίστηκε.
  Ο Βολάνης πέταξε το τσεκούρι κι όρμησε πίσω του, κραδαίνοντας τ’ ασημωτό του μαχαίρι.
  Ο Μαυρογέννης άρπαξε το τσεκούρι, κι εξακολούθησε… η καταστροφή έγινε μ’ εκπληκτική ταχύτητα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, όλα είχαν σιώσει. Δεκατρείς άνθρωποι είχαν περάσει στον άλλο κόσμο, με όση ευκολία δεν θα παρέδιδαν το πνεύμα τους οι αθωώτεροι των αμνών.
  Καμία κραυγή, κανένας θόρυβος δεν ήρθε να ταράξει τη στυγνή τραγωδία. Οι κατάδικοι είχαν νεκρωθεί, προτού ακόμα δεχθούν χτύπημα. Ελάχιστοι άλλωστε έλαβαν τον ανωφελή κόπο να επικαλεστούν το έλεος…
  Ακόμα και οι σκύλοι του χωριού, είχαν βουβαθεί.
  Η γριά μπάμπω, με το μεγάλο μπρούτζινο παγούρι, έτρεξε λαχταρισμένη στον τόπο της συμφοράς. Αλλ’ όταν αντίκρισε τον αιμοσταγή πέλεκυ στο απαίσιο έργο του, άφηκε μια άναρθρη κραυγή και σωριάστηκε λιπόθυμη καταγής.
  Στην επιστροφή, ο καπετάνιος στάθηκε σε μια ψηλή ράχη, να περιμένουμε μερικούς βραδυπόρους συντρόφους.
  Κάτω, μακριά, φαίνονταν το χωριό που δεν θα μας ξεχνούσε ποτέ πια. Πολλά φώτα κινούνταν εκεί μέσα.
  Ο Βολάνης, το κοίταξε συνοφρυωμένος, μ’ επίμονο αλλά απλανές βλέμμα.
  Ξάπλωσα κοντά του, με μιμήθηκε κι αυτός.
- «Ωχ, κουράστηκα. Παρατρέξαμε απόψε»
- «Είναι μόνο απ’ τη τρεχάλα καπετάν Γιώργη»; είπα, κοιτάζοντας τα αίματα που σφούγγιζε απ’ τα χέρια του και το στήθος του, με το μαύρο μαντήλι του κεφαλιού.
- «Μην ξεχνάς, κοντεύω να γεράσω! Τα χρόνια της φυλακής λογαριάζονται διπλά».
- «Απόψε θαρρώ, το παρακάναμε. Σαν πολλούς ξεπαστρέψαμε».
  Ο καπετάνιος ζήτησε τσιγάρο, το άναψε, αυτός που δεν κάπνιζε ποτέ και είπε αργά, σα να μετρούσε τα λόγια…
- «Γι’ αυτό είμαστε εδώ πάνω. Γιατί άλλο. Έως έρθει κι η δική μας σειρά»
- «Μα δε μου λες, γιατί τα βάλαμε μ’ αυτό το κουτσοχώρι»;
- «Να, δε μπορέσαμε να πάμε στο Δομπρομίρ κι ήρθαμε εδώ. Απλούστατο. Αν σου κακοφάνηκε, δε θα το αφήσουμε κι αυτό παραπονεμένο. Αυτό δεν έλεγε η διαταγή»;
- «Ποία διαταγή»;
- «Η διαταγή του κέντρου».
- «Η διαταγή»;
- «Ναι, εσύ ο ίδιος τη διάβασες. Μας έλεγε για το Δομπρομίρ και για τούτο εδώ το χωριό… πως διάολο το λένε»;
- «Αλλοίμονο! Πήραμε τον κόσμο στο λαιμό μας»
- «Τι λες μωρέ, που πήραμε αγγέλους στο λαιμό μας… Για πέσε στα χέρια τους, να δούμε πως θα περάσεις».
- «Η διαταγή έλεγε να πάμε στο Δομπρομίρ ή στο Γνεγοντίν και μείς ρημάξαμε το Γνίλες»!
- «Πώς είπες»;
- «Να, έγινε λάθος καπετάνιε, που κόστισε τη ζωή σε δεκατρείς ανθρώπους»!
  Την άλλη μέρα, έφτασε ξαφνικά στη Γρούνιστα ο Βολάνης. Γύριζε απ’ το Δομπρομίρ, όπυ είχε πάει να ξεκαθαρίσει τον παλιό εκείνο λογαριασμό, για τον οποίο είχε πληρώσει άλλοτε το κακόμοιρο Γνίλες.
  Είχε μαζί του 14 μοναχά άνδρες. Αλλά η «πράξη» πέτυχε.
- «Αυτή τη φορά, μπορείς να είσαι ήσυχος», μου είπε μόλις με διέκρινε, με τα χωριάτικα μου ρούχα, σε μια γωνιά, ανάμεσα απ’ το πλήθος των νέων συναδέλφων. «Δεν έγινε κανένα λάθος»
- «Είσαι βέβαιος αγαπητέ καπετάνιε; Δεν έγινε κανένα λάθος ούτε στα πρόσωπα»;
- «Επιτυχία πρώτη σου λέω, διάνα»!
- «Δεν σημαίνει τίποτε. Λάθη γίνονται στους πολέμους», είπε ο Βρόντος.
- «Είχαν διαπράξει λάθη και οι μεγαλύτεροι στρατηγοί. Κι αυτός ο Ναπολέων», συμπλήρωσε ο Κονδύλης.
- «Είδα τώρα, ότι το λάθος του Γνίλες δεν ήταν λάθος. Μας φοβούνται και μας ακούν από τότε όλα τα χωριά του κάμπου»
- «Κι αμέ! Θα μας φοβούνται και θα μας τρέμουν. Ας κάνουν κι αλλιώς», είπε ο Μανώλης, προβάλλοντας ξαφνικά και χτυπώντας στο έδαφος το τουφέκι του.
  Είχε σπεύσει να φορέσει τη στολή και τη πανοπλία του, μόλις έμαθε πως έφτασε ο καπετάνιος…
ΤΕΛΟΣ
Ντόπιοι οπλαρχηγοί: Κώτας, καπετάν
Βαγγέλης, Παύλος Κύρου, Νταλίπης

  Προχθές στη Μακεδονία, χθες στο Ιράκ, σήμερα στη Συρία και το Κουρδιστάν, ο ίδιος μακελάρης χάρος σπάζει κεφάλια στο όνομα της πατρίδας, του θεού, της τιμής, της δόξας και των ανομολόγητων συμφερόντων. Αλλοίμονο!!!
  Εκείνο το 22χρονο λεβεντόπαιδο της Σαλονίκης, τον Νίκο Νικηφορίδη, που μιλούσε και διαδήλωνε για την ειρήνη, το 1951, το καταδίκασαν σε θάνατο και το εκτέλεσαν έξω απ’ το Γεντί Κουλέ… Αλλοίμονο!
  Για την ανθρωποφαγία… έχουμε όλοι μας την ανάλογη ευθύνη… Άλλοι περισσότερη κι άλλο λιγότερη…
ΥΓ 1: Όταν το κράτος, δύο χρόνια μετά τον εμφύλιο, το 1951, εκτελεί –ευτυχώς όχι με τσεκουριά κατακέφαλα- 22χρονο ειρηνόφιλο, με όλες τις διατυπώσεις του (βουλή, δικαστές, νόμοι, αστυνόμοι και …υπο-νόμοι), πώς να κατηγορήσουμε τον αρειμάνιο Κρητίκαρο Βολάνη, που πριν μισό αιώνα έσπαζε κεφάλια …Κούρδων, της αιματοβαμμένης τότε Μακεδονίας;
  Και φυσικά, ήταν ένας γνήσιος, άγριος Μακεδονομάχος, κι όχι ένας …γιαλαντζί της εξέδρας και της μόστρας. Κι ήταν κι ομορφόπαιδο…
ΥΓ 2: Δεν είναι καιρός φίλοι μου, μετά, πάνω από έναν αιώνα τσεκουριών, κυνηγητού, αμφισβητήσεων, αρνήσεων εκατέρωθεν, έστω ακόμα κι αν είναι πιο κακοί και ιδιότροποι οι άλλοι, να βρούμε μια λύση με το γείτονα, στη χρόνια διένεξη μας;
  Εκτός, αν μαζί με τα 320 δις Ευρώ χρέους, κληροδοτήσουμε στους απογόνους μας, για άλλα 100 χρόνια και το πώς θα ονομάζουμε τους …ακατανόμαστους βόρειους γείτονες μας!
  Και φυσικά, το ευκολότερο κι ασφαλέστερο πράγμα στον κόσμο, είναι να μην κάνεις τίποτε στην ουσία.
  Να βγάλεις γενικά πατριωτικούς και θρησκευτικούς λόγους και να κατηγορείς τους άλλους για τα πάντα…
  Έτσι, δεν κινδυνεύεις και την έδρα σου στο κοινοβούλιο, άσχετα με τα όποια άλλα σου ανομήματα.
  Οι φαρισαίοι των γραφών, σας θυμίζουν κάτι;
ΥΓ3: Ο λογαριασμός των μεγαλειόδικων συλλαλητηρίων, χρόνια τώρα για το Μακεδονικό, πόσος είναι; Και ποιος τον πληρώνεις
  Εκτός, αν τον προσθέσουμε κι αυτόν στο «φέσι» των 320 δις €, που θα κληροδοτήσουμε στους απογόνους…
  …Τα’ όνομά μας είναι η ψυχή μας… Αλλά όταν στρατεύεται ο κανακάρης μας, θα φιλήσουμε χιλιάδες κατουρημένες ποδιές να υπηρετήσει στη …Λέσχη Αξιωματικών, σε μάχιμη θέση στη κουζίνα!
  Οι φαρισαίοι των γραφών, σας θυμίζουν κάτι; Τέλεια!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.