Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Το χθες είναι το καινούργιο αύριο…



  Μετά τη ψήφιση της τρίτης δανειακής σύμβαση και την κατάργηση της διαιρετικής τομής «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» τα πολιτικά κόμματα αναζητούν νέες πολιτικές αφηγήσεις προκειμένου να αυξήσουν τα εκλογικά τους ποσοστά.
  
  Σε αυτό το κλίμα, ο «μνημονιακός» πλέον ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει εκλογικά την αντίληψη πολλών συμπολιτών μας ότι, σε αντίθεση με τις δυνάμεις του «παλαιού και σάπιου» δικομματισμού, πρεσβεύει κάτι «νέο και άφθαρτο», που δεν συνέβαλλε στη χρεωκοπία της οικονομίας και της χώρας.
  Ωστόσο, η λογική της παραπάνω αφήγησης εστιάζεται κυρίως στα πρόσωπα ή στα ονόματα των κόμματων και όχι στην ουσία, που είναι ο αντίκτυπος των προτεινόμενων πολιτικών και αντιλήψεων και πως απαραίτητα αυτές αντιστοιχούν σε κάτι «νέο». Νέο λοιπόν για το παρόν κείμενο συνιστά ότι τέλει σε αναντιστοιχία με τις πολιτικές πρακτικές και αντιλήψεις που συνέβαλλαν στη διόγκωση του χρέους και στην επακόλουθη αποτυχία της χώρας να διαχειριστεί την κρίση και τις συνέπειες της.
  Τι το "νέο" λοιπόν στην 7μηνη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ; Αν το πρόβλημα της οικονομίας, που δεν είναι πρόβλημα μόνο οικονομικό αλλά συνολικά εγείρει ζητήματα δημοκρατίας, πολιτικού ήθους, ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, είναι ότι δεν παράγει αρκετά για να συντηρεί δίχως προβλήματα τον εαυτό της, τότε με ποιον τρόπο συνέβαλλε η προηγούμενη κυβέρνηση στη δημιουργία ενός αυθεντικά νέου παραγωγικού μοντέλου και στην αναμόρφωση της πολιτικής μας ζωής;
  Το δικομματικό διαχειριστικό πρότυπο της οικονομίας βασιζόταν στην ύπαρξη ενός υπέρογκου, σπάταλου και πελατειακά δομημένου Κράτους που επιβίωνε και εξασφάλιζε την ομαλή αναπαραγωγή του μέσω πολιτικών δανεισμού και ελλειμμάτων.
  Οι πολιτικές αυτές συμπληρώνονταν από πολιτικές ανοχής σε πρακτικές απώλειας δημοσίων εσόδων. Για το παρόν κείμενο, βασικό στοιχείο του δικομματισμού ήταν ο παρασιτισμός μικρών και μεγάλων που όχι μόνο υπήρχε ως πραγματικότητα αλλά και νομιμοποιούνταν από το πολιτικό σύστημα.
  Η άνθηση της φοροδιαφυγής, της εισφοροδιαφυγής, των ειδικών φορολογικών προνομίων, των άνευ σκοπού προσλήψεων, της μαύρης εργασίας ήταν όλα προϊόν την ανυπαρξίας πολιτικής βούλησης ή ανικανότητας των πολιτικών δρώντων να βάλουν ένα τέλος στις πρακτικές σπατάλης και κακοδιαχείρισης. Έτσι στη διαρθρωτική κρίση της οικονομίας και του Κράτους προστέθηκε η παγκόσμια ύφεση, και ανυποψίαστοι και εξευτελισμένοι φτάσαμε το 2010 στη χρεοκοπία.
  Σε αυτό το περιβάλλον  έκαναν την εμφάνιση τους τα ιδεολογήματα και οι αφηγήσεις της κρίσης, οι οποίες εκτός από την εγκυρότητα τους στο να εντοπίζουν το πραγματικό πρόβλημα της χώρας, βασικό προαπαιτούμενο για το πέρασμα στην ανάπτυξη, μετουσιώθηκαν αργότερα σε κυβερνητικές πολιτικές.
  Η ανάπτυξη ορίζεται ως η δυνατότητα της Ελληνικής οικονομίας, μέσω ενός καλά οργανωμένου και αποφασισμένου από κοινού πολιτικού σχεδίου, να θεραπεύσει τις χρόνιες παθογένειες, να εξορθολογήσει τη διοίκηση της, να περάσει σε πλεονασματική τροχιά και τελικά να καταφέρει να εκσυγχρονίσει και να διαφοροποιήσει την παραγωγή της (από την παραγωγή κρατικών και ιδιωτικών υπηρεσιών στην παραγωγή προϊόντων και καινοτομίας) με ορατά και δίκαια κατανεμημένα οφέλη για το σύνολο της κοινωνίας.
  Το ένα σκέλος της κρίσης ήταν μέσο-βραχυπρόθεσμο και αφορούσε στην αντιμετώπιση του ανθρωπιστικού προβλήματος (α), ενώ το δεύτερο, το μακροπρόθεσμο, σχετιζόταν με την ανακατεύθυνση και μετάβαση της οικονομίας σε μία πλεονασματική τροχιά που θα ευνοούσε την παραγωγή και όχι τη σπατάλη (β). Η διάκριση ανάμεσα στο (α) και το (β) γίνεται χρονολογικά, διότι κατά τα άλλα το αποτύπωμα τους στην οικονομία είναι ενιαίο και αλληλοεξαρτώμενο.
  (α) Η πολιτική της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης είχε εξορισμού ένα διττό χαρακτήρα. Από την μία έπαιρνε το χαρακτήρα ισονομίας και κοινωνικής δικαιοσύνης: για την κρίση έπρεπε να πληρώσουν αναλογικά όλες οι κοινωνικές ομάδες και όμως, παρόλα αυτά, τα ειδικά φορολογικά καθεστώτα (πχ. των αγροτών) ή η ανοχή στη φοροδιαφυγή ή τις άλλες μορφές απώλειας δημοσίων εσόδων συνέχισε να υπάρχει. Ήταν λόγοι μικρό-πολιτικής και εκλογικής σκοπιμότητας που οδήγησαν σε αυτή την ανοχή, λόγοι/παθογένειες δηλαδή που ενυπάρχουν στη διοίκηση του Ελληνικού κράτους για δεκαετίες. Από την άλλη, βραχυπρόθεσμα έπρεπε να δαπανηθούν χρήματα για ένα έστω και ελάχιστο δίχτυ κοινωνικής προστασίας, ένα μέτρο κοντόθωρο που δεν έλυνε το πρόβλημα αλλά επικεντρωνόταν στο σύμπτωμα του.
  Αν εξετάσει κανείς τα κυβερνητικά πεπραγμένα των κυβερνήσεων της κρίσης, όλων ανεξαιρέτως, θα διαπιστώσει ότι τίποτα επί της ουσίας δεν έγινε για τις κοινωνικές ομάδες στις οποίες δυσανάλογα μετακύλησε το κόστος της αποπληρωμής του "λογαριασμού". Αναλογικά περισσότερα θα έπρεπε να πληρώσουν οι "ευνοημένοι", και όμως πχ. για τις πρόωρα συνταξιοδοτηθείσες μητέρες η συζήτηση αναβαλλόταν συνεχώς και ο αντί-παραγωγικός νόμος-έκτρωμα Λοβέρδου συνέχισε να υφίσταται.
  Αναλογικά λιγότερα θα έπρεπε να πληρώσουν οι χαμηλόμισθοι δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα, και όμως παρά τη στρατιά των ανέργων στον δεύτερο, επανιδρύσαμε δίχως κριτήρια την ΕΡΤ, επαναπροσλάβαμε καθαρίστριες και όλα αυτά ενώ παραμένουν οι ελλείψεις σε νοσοκομεία και εφορίες και χιλιάδες νέοι νοσηλευτές ή οικονομολόγοι αναζητούν εργασία (θυμίζω την πρόταση Βαρουφάκη για φοροελεγκτές - τουρίστες και φοιτητές!).
  Να σημειωθεί επίσης ότι οι προσλήψεις στο δημόσιο σύμφωνα με το πρόσφατο μνημόνιο γίνονται με ποσοστώσεις και άρα οι εν λόγω προσλήψεις καταλαμβάνουν πολύτιμο χώρο που μπορούσε να αξιοποιηθεί σε άλλους "κοινωνικά" ή παραγωγικά ευαίσθητους τομείς. Σωρεία βεβαίως τα δάκρυα υπουργών και οι επαναστατικές ιαχές μετά τη "νίκη στον αγώνα".
  Το πιο άδικο ωστόσο ήταν ότι ενώ οι Ελληνικές κυβερνήσεις είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε εξορθολογισμό του δημοσίου τομέα μέσω απολύσεων σε μη-χρήσιμες θέσεις και κλείσιμο άνευ αντικειμένου υπηρεσιών ή μέσω οριζόντιων περικοπών στη μισθοδοσία που αφορούσαν σε όλους, παραγωγικό και αναγκαίο και αντι-παραγωγικό και μη-αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό, επέλεξαν το δεύτερο.
  Κατάφεραν δηλαδή α) να στοχοποιήσουν τον δημόσιο υπάλληλο, βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι όσους εργάζονταν παραγωγικά και όσους δεν εργάζονταν ή δεν ήταν αναγκαίοι και β) να αναβάλλουν την οριστική λύση του προβλήματος στο μέλλον, αφού ο όγκος του δημοσίου με τα σημερινά δεδομένα εξακολουθεί να προϋποθέτει εσαεί περικοπές ή απολύσεις. Σημειώνω ότι για την πρώτη, την φαινομενικά άδικη επιλογή που τελικά δεν είναι και τόσο άδικη, ένα μέρος των χρημάτων που εξοικονομήθηκαν θα μπορούσε να δαπανηθεί σε προγράμματα επανεκπαίδευσης ή προσωρινής κοινωνικής προστασίας, ώσπου να βρεθεί νέα θέση εργασίας.
  (β) Για την παραγωγική ανασυγκρότηση, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ εκφράστηκε μέσα από «το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», ένα πρόγραμμα παροχών που προέβλεπε παράλληλα αλλαγές στα πεδία της δημόσιας διοίκησης, της διαφθοράς, της φορολογίας κλπ. Στόχος του η τόνωση της κατανάλωσης και όχι η αύξηση της παραγωγής. Μία δηλαδή από τα ίδια. Η απάτη ήταν και πάλι διπλή. Καμία μέριμνα ως προς το σκέλος των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, τουναντίον η ίδια ιδεοληψία και καθυστέρηση. Και χρήματα, δανεικά, που θα μπορούσαμε να τα αξιοποιήσουμε δήθεν όπως θέλουμε εμείς, μέσω του Κράτους με κεϋνσιανές ανακυκλικές πολιτικές ανάπτυξης, αλλά αφήνοντας ίδιο το Κράτος. Σημείωση, η αποτελεσματική και δίκαιη εφαρμογή μίας πολιτικής, όχι απαραίτητα μόνο οικονομικής, προϋποθέτει την ύπαρξη μίας καλά οργανωμένης δημόσιας διοίκησης και ενός δίκαιου Κράτους.
  Αυτό που έγινε τελικά ήταν ότι κεφαλαιοποιήθηκε πολιτικά η απόγνωση και η ένδεια των νέο-πτωχών συμπολιτών μας, ενώ έμειναν άθικτες οι βασικές συνιστώσες του συστήματος. Η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ δεν διέφερε ούτε ως προς την σύλληψη αλλά και ούτε ως προς την εκτέλεση από όσα μας είχαν συνηθίσει τα χρόνια πριν την κρίση οι προηγούμενες κυβερνήσεις – όλα θα λυθούν με αυξήσεις και ως δια μαγείας.
  Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας βασίζεται στο τρίπτυχο α) εξυγίανση του τραπεζικού τομέα με στόχο τη βιώσιμη λειτουργία και τη δυνατότητα χορήγησης δανείων πχ. σε νέα επενδυτικά και καινοτόμα σχέδια β) δημιουργία υγειούς επιχειρηματικού περιβάλλοντος για προσέλκυση ξένων επενδύσεων, αναγκαίων όταν η εγχώρια αποταμιευτική δύναμη συρρικνώνεται, και για άνθηση καινοτόμων εγχειρημάτων και γ) φερεγγυότητα της χώρας για εξωτερικό δανεισμό που θα κατευθυνθεί στην υποστήριξη της εμβρυακής παραγωγής και τη θεραπεία κοινωνικών αδικιών. Ο ΣΥΡΙΖΑ α) επιβάρυνε με περαιτέρω χρέη τις τράπεζες, τα οποία άλλωστε μέσω του μνημονίου θα επιστραφούν από τις τσέπες μας β) σχεδόν κυνήγησε τις ξένες επενδύσεις (βλ. Λιμάνι Πειραιά), στο όνομα όμως της ιδεολογίας, λες και μας απομένει χρόνος και χρήμα για να έχουμε ιδεολογικές ανησυχίες και γ) τζόγαρε το νομισματικό μέλλον της χώρας, στα πλαίσια μίας δήθεν επιτυχημένης διαπραγμάτευσης που όμως δεν είχε κανένα απτό αποτέλεσμα και αντιθέτως υπονόμευσε περαιτέρω τα άλλα δύο.
  Επομένως ποιο το νέο του ΣΥΡΙΖΑ; Τι το ξεχωριστό που να τον διαφοροποιεί από τις χρόνιες παθογένειες που γέννησαν το ελληνικό πρόβλημα; Ήταν άραγε νέα και αθώα η εμμονή σε έννοιες και πολιτικές αναμασημένες ή ακόμα και σε πρόσωπα (το αντί-μνημόνιο μετατράπηκε σε κολυμπήθρα του Σιλωάμ, προσωπικότητες από το παλιό και βαθύ ΠΑΣΟΚ στρατεύθηκαν στο ΣΥΡΙΖΑ και ξαφνικά επέστρεψαν ως υπόδειγμα πατριώτη); Και πως τελικά βοήθησε η αντί-μνημονιακή απάτη στην έγκαιρη εμπέδωση του ουσιαστικού προβλήματος της χώρας, είτε αυτή έχει είτε όχι τα μνημόνια, με ευρώ ή με δραχμή: στο ότι για την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, της αξιοπιστίας και κυριαρχίας της χώρας ο δρόμος ήταν και παραμένει ένας και μοναδικός – αλλαγές που μόνοι μας πρέπει και μπορούμε και αν δεν τις κάνουμε θα αναγκαστούμε να τις κάνουμε σε όλο το εύρος της πολιτικής και οικονομικής ζωής, ώστε να αποκατασταθεί η ισονομία και να εισέλθουμε στο δρόμο της παραγωγής;
  Πόσος πολύτιμος χρόνος και χρήματα χάθηκαν στο όνομα της κατάργησης των μνημονίων με ένα νόμο ή του «το μνημόνιο ήταν μονόδρομος και αναγκαστήκαμε να το υπογράψουμε», όταν οι βασικότερες πηγές κοινωνικής αδικίας – το πελατειακό κράτος, η πολιτική των ημετέρων κλπ. δεν θεραπεύονταν;
  Τέλος πάντων, υποτίθεται ότι το άρθρο που διαβάζετε θα έπρεπε να αντιπαραβάλλει στον ΣΥΡΙΖΑ έναν άλλο περισσότερο αξιόπιστο πολιτικό φορέα. Θα έπρεπε επίσης να προτάξει ένα νέο πρότυπο πολιτικού σχεδιασμού, κάτι που να επικροτεί ας πούμε τον περισσότερο ιδιωτικό τομέα ή συγκεκριμένες ιδεολογικές προτιμήσεις που να το διαφοροποιούν από αυτές του ΣΥΡΙΖΑ. Για το δεύτερο, οι τομές «Ιδιωτικό/Κρατικό», «ΣΥΡΙΖΑ/δικομματισμός», «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» δεν έχουν τίποτα το νέο διότι αντιστοιχούν στην ιδεοληψία, δίχως απτό και ουσιαστικό πολιτικό ορίζοντα. Παραμένουν βεβαίως ουσιαστικές για την εκλογική ή την ιδεολογική αντιπαράθεση, αλλά από ιδεολογία χορτάσαμε όπως και από εκλογές. Χορτάσαμε και από εθνοσωτήρες, από θεωρητικούς «ταγούς», από ανθρώπους που μόνο αυτοί γνωρίζουν την «Αλήθεια», από συνωμοσιολόγους, γενικά από γεροντονέους. Από αυτό που δεν χορτάσαμε είναι από τομές, και μετά θα απομένει χρόνος για το πόσο κράτος θέλουμε ή για το πόσο μνημονιακοί είμαστε. Είναι ζήτημα προτεραιοτήτων.
  Όσο για τον πολιτικό φορέα, στην Ελλάδα της κρίση οι ενσυνείδητοι πολίτες παρακολουθούν με αμηχανία τις εξελίξεις. Για άλλη μία φορά θα ψηφίσουν μία από τα ίδια, αδυνατώντας να δημιουργήσουν και να καθιερώσουν μέσα στον ιδεολογικό αχταρμά μία ενιαία και συμπαγής πολιτική πρόταση, η οποία, σημειώνω, θα μπορούσε δυνητικά να εκφραστεί μέσα από όλα τα πολιτικά κόμματα – και τον ΣΥΡΙΖΑ αν αυτός ήταν πρόθυμος αλλά και ικανός (;) να αλλάξει. Θα ψηφίσουν το λιγότερο κακό, δίχως να τους εκφράζουν τα παιχνίδια της μικροπολιτικής ή η άσκοπη πόλωση του εκτός τόπου και χρόνου πολιτικού συστήματος, αδυνατώντας να μπορούν να το επηρεάσουν.
  Κλείνοντας με τα λόγια του  μεγάλου θεωρητικού της ρεπουμπλικανικής σκέψης Alexis De Tocqueville και τον τρόπο που στοιχειοθετεί το αυθεντικά νέο, «αφού το παρελθόν έπαψε να ρίχνει το φως του στο μέλλον, ο ανθρώπινος νους περιπλανιέται στο σκοτάδι». Το ερώτημα που προκύπτει είναι, για πόσο ακόμα;

Θανάσης Στρατάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.