Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Αληθινά Χριστούγεννα…



Του Α.Θ.Ρ. (από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)

  Τα Χριστούγεννα, πρώτα – πρώτα, είναι ένα τέλειο, ιδανικό παιδικό παραμύθι.

  Αν δεν πιστεύεις, αν δεν έχεις ακούσει, αν δεν έχεις ζήσει μικρός παιδικά παραμύθια, δύσκολα μπαίνεις στη μαγεία των Χριστουγέννων.

  Και δεν ξέρω πόσο σήμερα, αλλά κι εδώ και πολλά χρόνια, ακούνε τα παιδιά κι αρέσκονται στα παιδικά παραμύθια.
  

  Ο «δολοφόνος» του παραμυθιού και της μαγείας του, αναμφισβήτητα είναι η τηλεόραση.

  Η διαρκώς φωτισμένη – κινούμενη εικόνα στο σαλόνι μας, που άνοιξε διάπλατα την κουρτίνα του οπτικού πεδίου του ματιού μας και κατάργησε το χώρο που είχε δράση και βασίλειό της, η οργιώδης παιδική φαντασία. Η φαντασία, που φτιάχνει τον υπέροχο – ονειρικό κόσμο του παραμυθιού, της μαγείας, του ονείρου.

  Το κομπιούτερ, τώρα, είναι ο terminator, ο εξολοθρευτής των παιχνιδιών του παιδικού νου, που έκτιζε απ’ το μηδέν παλάτια, ένα κουρέλι γίνονταν πριγκιπική φορεσιά, έβλεπε νεράιδες και θεριά, μάγους, έρωτες κι ανίκητους ήρωες.

  Θυμάμαι στην εφηβεία μας, με τους δύο κινηματογράφους της πόλης σε δράση, ένα απ’ τα πρώτα που μας ένοιαζε για την καινούργια ταινία που προβάλλονταν, ήταν αν είναι γυρισμένη καλοκαίρι ή χειμώνα!

  Στα συν της καλοκαιριάτικης ταινίας ήταν οι σκηνές με μαγιό σε κάποια πλαζ, που πάντοτε το καλοκαίρι δεν έλειπαν.

  Εικόνες, που αρκούσαν, με μια δόση αχαλίνωτης φαντασίας, για ατέλειωτες γλυκές, ονειρεμένες στιγμές, μέχρι την άλλη προβολή κάποιας άλλης ταινίας.

  …Πες το πάλι γιαγιά… πες το πάλι γιαγιά, έλεγα με τρομαγμένα μάτια, γεμάτα αγωνία και ένταση, στην Θρακιώτισσα γιαγιά μου Σουλτάνα, να επαναλάβει το τραγούδι – παραμύθι της πατρίδας της, που έδενε τέλεια με το κλίμα της προ – Χριστουγέννων ατέλειωτης νύχτας.

  …Μια γιαγιά, κίνησε να πάει στην εκκλησιά, πρωί – πρωί, πριν λαλήσουν οι πετεινοί… από κακή εκτίμηση της ώρας.

  Τότε, που έχουν κράτος κι εξουσία τα ξωτικά, οι καλικάντζαροι, που οργιάζουν το δωδεκαήμερο…

  Την αιχμαλώτισαν λοιπόν τη γιαγιούλα οι τζαναμπέτηδες καλικάντζαροι (σαν σημερινοί Τζιχαντιστές), την ανέβασαν σ’ ένα μεγάλο καραγάτσι, την έβαζαν να τραγουδάει επανειλημμένα για να γελάνε και να χοροπηδούν, το

…άλλη φορά παιδάκια μου,

στην εκκλησιά δεν πάω,

σαν δεν λαλήσει ο πετεινός

και βγει το πρώτο αστέρι…

  και για ανταμοιβή της, την τράταραν αντί για κάστανα …καμηλόσκατα!

  Φαίνεται ότι στην Ανατολική Θράκη είχαν πολλές καμήλες… και ξέραν τα καμηλόσκατα.

  Και δώστου, φοβισμένος και αηδιασμένος με τα μυστήρια καμηλόσκατα, σαν μαζοχιστής, ζητούσα ξανά και ξανά το τραγουδάκι…

  Τότε, στο νεκροταφείο του Αη Νικόλα, υπήρχε ένα μικρό δάσος από τεράστια καραγάτσια. Εκεί λοιπόν, το παιδικό μυαλό μου έβαζε τη γιαγιούλα με τους φοβερούς καλικάντζαρους, μια εικόνα 60 ετών, που έγραψε ανεξίτηλα.

  …Τελικά, λάλησε ο πετεινός κι ελευθέρωσαν τη γιαγιά οι καλικάντζαροι, αφού τα παραμύθια έχουν πάντα happy end …κι ανάσαινα κανονικά εγώ.

  Μεγαλώσαμε και ζήσαμε με καλικάντζαρους, με νεράιδες, με πλασίλα (σκιάχτρα), μπούμπες, μάγισσες, γόησσες, βασιλιάδες και πρίγκιπες, σ’ ένα ατέλειωτο ταξίδι του νου και της φαντασίας.

  Μια από τις ατέρμονες συζητήσεις των μεγάλων –μ’ όλη τη σοβαρότητα- ήταν η γενεαλογία των βασιλιάδων μας και των σογιών τους.

  Με το αν ο πρίγκιπας Πέτρος, που ήταν και διανοούμενος, θα ‘ταν καλύτερος βασιλιάς απ’ τον Παύλο.

  Με το αν πέθανε ο Γεώργιος Β’ απ’ το δάγκωμα της μαϊμούς του ή τον φαρμάκωσαν.

  Με το αν η Φρειδερίκη ήταν μέλος της χιτλερικής νεολαίας ή μόνο φιλάνθρωπη, όπως προσπαθούσε να δείχνεται.

  Γιατί είναι μελαγχολική η πανάσχημη πριγκίπισσα Ειρήνη;

  Μεγάλη κουβέντα έγινε, με το εάν τώρα που συμπεθεριάσαμε με τους Δανούς, με τη νύφη Άννα Μαρία, θα χαρίζονταν τα δάνεια στους αγρότες, που είχαν πάρει τότε από μια – δύο δανέζικες αγελάδες, που έφερε η Αγροτική. Τις θυμάμαι αδυνατούλες, με τρίχωμα σομόν, ευαίσθητες, δεν πρόκοψαν στο άγριο Ελληνικό περιβάλλον. Ότι έγινε και με την πατριώτισσα τους Άννα Μαρία…

  Πάντως, μικροί μεγάλοι, είχαμε τέτοια υπαρξιακά προβλήματα, που γέμιζαν τις ατέλειωτες, χωρίς τηλεόραση, ώρες, των γεμάτων τότε ανθρώπους μικρών σπιτιών μας.

  Ο Παπαδιαμάντης, ο δικός μας Άντερσεν, έδενε γάντι με τη προ-Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα και η φτώχεια της Σταχομαζώχτρας, τόνωνε την αυτοπεποίθηση μας, αφού εμείς ήμασταν απείρως πλουσιότεροι της.

  Το βαρύ κρύο, τα χιόνια, η προσμονή της «γουρουνοχαράς» και της καλοφαγίας των γιορτών, φτιάχναν το σκηνικό για την επερχόμενη ευτυχία των Χριστουγέννων.

  Εκείνοι που σίγουρα λαχταρούσαν κι ονειρεύονταν όσο τίποτε τον ερχομό των Χριστουγέννων, ήταν οι μισοπαγιασμένοι, μισοπεινασμένοι, μισοάπλυτοι μαθητές του Γυμνασίου, των χωριών της περιφέρειας μας, που μέναν στις αμέτρητες χαμοκέλες – δωμάτια που νοικιάζαμε οι Αμυντιώτες, στους μαθητές των χωριών.

  Στη γειτονιά μας (Αριστοτέλους) και τα γύρω της στενά, μέναν σχεδόν όλα τα Λεχοβιτάκια.

  Με το λεωφορείο της γραμμής, από το Λέχοβο έστελναν οι δικοί τους, εκτός απ’ το καλάθι με τα τρόφιμα, κι ένα τσουβάλι κομμένα ξύλα δρυός για τα καύσιμα της εβδομάδας, για τη μικρούλα τους σόμπα, που ψευτο-ζέσταινε τη μισοσκότεινη και συνήθως υγρή κατακόμβη τους σε κάποια αυλή ή ημιυπόγειο Αμυντιώτικο.

  Θυμάμαι τις τηγανητές πατάτες με αυγά, που γέμιζαν με την τσίκνα τους όλο το δωμάτιο του φίλου μας του Γιωρίκα του Γίγα, στις συχνές κοπάνες μας και τα ραντεβού της παρέας. Την ελευθερία τους την εφηβική την πλήρωναν ακριβά με τις συνθήκες διαμονής τους.

  Γι’ αυτά τα μαθητάκια της εποχής, τα Χριστούγεννα φάνταζαν σαν ένα όνειρο γεμάτο θαλπωρή, σπιτικό φαγητό, πλυμένα ρούχα και οικογενειακή ζεστασιά.

  Αλλά και οι καθηγητές -  και ιδίως οι καθηγήτριες - τότε του Γυμνασίου, που νοίκιαζαν ένα κρύο δωμάτιο στα διώροφα σπίτια της πόλης μας και πήγαιναν με το τραίνο μια φορά το μήνα στη Σαλονίκη, και γι’ αυτούς τα Χριστούγεννα ήταν ένα αγαπημένο – φωτεινό αστέρι στο ημερολόγιο της ζωής τους, που έδινε κουράγιο στην άχαρη και μίζερη ζωή τους στην παγωμένη και κλειστή στους ξένους επαρχία.

  Το 1956, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, πήγαμε με τη μάνα μου στη Σαλονίκη, να υποδεχθούμε τον πατέρα μου που έρχονταν πρώτη φορά απ’ τον Καναδά.

  Πάντοτε στη Σαλονίκη, στις συχνές καθόδους μας για επίσκεψη του παππού Αργύρη, στο Γεντί Κουλέ, μέναμε στο ξενοδοχείο «Βιέννη» στην αρχή της Εγνατίας.

  Τορόντο – Νέα Υόρκη, από ‘κει με καράβι στη Χάβρη και με τραίνο στη Σαλονίκη, έφτασε τα μεσάνυχτα ο πατέρας μου, που πρωτογνώριζα.

  Κοντά στα άλλα πολλά, είχε φέρει κι ένα μεγάλο Αμερικάνικο ραδιόφωνο, που το κράτησαν στο τελωνείο, μέχρι να αποφανθεί ειδικός ότι δεν είναι ασύρματος!!

  Ήταν η εποχή του φόβου των ασυρμάτων …που στέλνανε μηνύματα «κατασκοπευτικά» στο παραπέτασμα.

  Το δώρο μου ήταν μια λαστιχένια μπάλα που μου αγόρασε στο Αμύνταιο, απ’ το μεγάλο κατάστημα παιχνιδιών του Παντελή Παρπούλα στην αγορά.

  Στα άλλα καλούδια, υπήρχε ένα κουτί με λαμπιόνια και μπάλες για Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Πράγματα άγνωστα σε μας τότε.

  Το δέντρο το στήσαμε – όλο έπαρση- στα κάγκελα του μπαλκονιού, έξω, να το βλέπει όλη η γειτονιά το βράδυ φωτισμένο.

  Τα γειτονόπουλα, σκαλιαντάρικα και ζηλιάρικα, με τις σφενδόνες τους το βράδυ, σπάσαν τις περισσότερες μπάλες και τα φωτάκια, σαν ανθρώπινη εκδίκηση στη δική μας πρόκληση – Αμερικανιά…

  Κάλαντα έπαιζα πάντα με τα γειτονόπουλα στο Αμύνταιο. Ίδια πάντα ομάδα. Ένας τους είναι ο αγαπητός Αρχιμανδρίτης παπά Μάρκος.

  Πάντοτε όμως την παραμονή, πριν το μεσημέρι, χέρι – χέρι με τη μάνα μου, κινούσαμε για το ΚΤΕΛ λεωφορείων του Σιώκη, που τότε βρίσκονταν μέσα στην αγορά, δίπλα στου Γούσια το εστιατόριο.

  Το δρομολόγιο Αμύνταιο – Σκλήθρο, έμοιαζε μέσα στην ταλαιπωρία της ναυτίας και των εμετών, ατελείωτο μαρτύριο.

  Ίσως γι’ αυτό, όταν κατεβαίναμε στη στάση «Καρυδιά» του Σκλήθρου και γλύτωνα απ’ τη δυσωδία του καπνού των τσιγάρων των επιβατών και τη μυρωδιά της βενζίνης, ένοιωθα ν’ ανασαίνω τον πιο καθαρό αέρα, στο πιο ωραίο περιβάλλον του κόσμου!

  Τα χρόνια της νεοπλουτίστικης μας ευμάρειας, το Ροβανιέμι της Φιλανδίας, το μυθικό φτιαχτό χωριό του Άη Βασίλη, ήταν ένας οικείος προορισμός για πλείστους Έλληνες.

  Το δικό μου αληθινό Ροβανιέμι, ήταν το ταπεινό αλλά μοναδικό Σκλήθρο των παιδικών μου χρόνων.

  Στον κατήφορο, μέχρι το κέντρο του χωριού, είχαμε αλλεπάλληλες στάσεις και καλωσορίσματα απ’ τους αμέτρητους συγγενείς και φίλους του χωριού της μάνας μου. Αγκαλιές, φιλιά και αλλαγή γλωσσικής αλφα – βήτας, 18 χιλιόμετρα απ’ το Αμύνταιο.

  …λέλε τζιέντο λίτσινο… λέλε ζλάτνο ντέτε, να μπάμπα, να τέτα… και πάει λέγοντας και δώστου φιλιά στα κόκκινα μάγουλά μου, μέχρι να δυσανασχετώ και να σκουπίζω, με πείσμα, γεροντίστικα σάλια.

  Το σπίτι του θείου Φώτη (Ντέντο Φώτη και της Ντάντε), που έμενε η γιαγιά μου Ντόρα, αφού του παππού μου ήταν κατασχεμένο απ’ το κράτος, ήταν το παλάτι της απόλυτης ευτυχίας μου.

  Τον ορισμό της άδολης αγάπης κι αφοσίωσης ένοιωσα σε κείνο το αγροτόσπιτο, δίπλα στο ποτάμι, που χωρίς να ‘ναι πλούσιο είχε όλα τ’ αγαθά του κόσμου μέσα του.

  Το βράδυ μιας παραμονής Χριστουγέννων, με πήγε χέρι – χέρι ο Ντέντο Φώτης στο μαγαζί του Πότκα, στο σπίτι της θείας μου Μαρίκας Σταμάτκου και μου αγόρασε έναν πλακέ φακό! Ο φακός τότε, ήταν απαραίτητος εξοπλισμός σ’ ένα χωριό με τρία ανοιχτά ποτάμια μέσα του και χωρίς ηλεκτρικό φως.

  Άλλοτε, παραμονές πρωτοχρονιάς που γιόρταζε το χωριό τριήμερο παραδοσιακό καρναβάλι, μου αγόρασε μια μάσκα, «σουράτι» τη λέγανε.

  Δώρα αξίας εκατομμυρίων, που φώλιασαν στην παιδική καρδιά μου και ζούνε 60 χρόνια ολοζώντανα.

  Η μυρωδιά της καμένης βελανιδιάς που αναδύονταν με τον καπνό των αμέτρητων καμινάδων ενός πολυάνθρωπου χωριού, με την απόλυτη ησυχία του χιονισμένου τοπίου, τις ιστορίες των μεγάλων συγγενών και φίλων, που έρχονταν ολημερίς απρόσκλητοι – χωρίς καν να κτυπήσουν την πόρτα, ήταν ένας πλούτος ανυπολόγιστος σ’ αυτό που λέμε λαϊκός πολιτισμός, κουλτούρα, ιστορία, περιβάλλον, περιεχόμενο, νόημα ζωής.

  Ο παπά Γιώργης – Πόντιος παπάς του χωριού, αφού τότε έπρεπε να ‘ναι Πόντιος σ’ ένα χωριό ντόπιων κατά βάση-, γέμιζε τον Άη Δημήτρη με υπέροχες υψηλές νότες ενός σπάνιου λαϊκού τεχνίτη της γλώσσας και της μελωδίας.

  Του Άη Γιαννιού, κι αφού γιορτάζαμε με επισκέπτες όλο το χωριό, τη γιορτή του θείου Φώτη, τραβούσαμε με τη μάνα μου, με μια θλίψη στην καρδιά, προς τη στάση του λεωφορείου για το Αμύνταιο.

  Κάποτε, ήταν κλειστός για μέρες ο δρόμος απ’ τα χιόνια, άλλοτε περιμέναμε ώρες το καθυστερημένο απ’ το Λέχοβο λεωφορείο της επιστροφής.

  Το διάλειμμα των Χριστουγέννων στο Ροβανιέμι μου το παιδικό, έκλεινε μ’ ένα βάρος στην καρδιά και με γλυκές στιγμές να στροβιλίζονται στο μυαλό μου, καθώς με μπούκωνε η μπόχα της μυρωδιάς καπνού, ανάκατα με ξεράσματα και καυσαέρια, του λεωφορείου της επιστροφής.

  Την άλλη μέρα, στο σχολείο, στην έκθεση …πως πέρασα τις διακοπές Χριστουγέννων…, έπρεπε να προλάβω να συμπήξω ατελείωτες στιγμές ονειρεμένες, σε μια – δυο κόλλες φτηνού τετραδίου, πράγμα αδύνατο.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους. …Έστω και στη σημερινή της «λάιτ» έκδοση…

1 σχόλιο:

  1. Γιατρε αν μου επιτρεπεις μια διορθωση...Ο Αλεξανδρος πεθανε απο δαγκωμα μαιμους και οχι ο Γεωργιος Β.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.