Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Και κυλούσε το έτος…



Του Γιάννη Ελευθεριάδη

(Από το ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ που κυκλοφορεί)

    Ήταν ένα ζεστό απομεσήμερο, κι ας μην είχε μπει το καλοκαίρι για τα καλά.

  Η αμαξοστοιχία μπήκε στο σταθμό. Η ατμομηχανή επικεφαλής έβγαζε ατμούς από την κοιλιά της και βρώμικο καπνό απ’ το φουγάρο της, ενώ η πέδηση στρίγγλιζε.



  Σ’ ένα από τα κουπέ της πρώτης θέσης κάθονται δυο καλοντυμένοι κύριοι. Ο ένας ώριμος άντρας και ο άλλος αρκετά νεώτερος, εικοσιπεντάρης περίπου.

  Μόλις η αμαξοστοιχία άρχισε να φρενάρει, ο μεγαλύτερος άνοιξε τα μάτια, χασμουρήθηκε τεντώνοντας χέρια και πόδια και ρώτησε τον πιο νέο «Που είμαστε ρε Μπόσκο, πιάσαμε Βοντενά;* Βλέπω ότι έχει και υδατόπυργο ο σταθμός, μεγάλος θα είναι»!

  Ο Μπόσκος σήκωσε τους ώμους σε ένδειξη άγνοιας, ενώ ταυτόχρονα σηκώθηκε με σβελτάδα και, βγάζοντας το κεφάλι του έξω, διάβασε στο κτήριο την ονομασία του σταθμού που ήταν γραμμένη στην επίσημη Αραβική γραφή και δίπλα στη Λατινική.

  Συλλάβισε φωναχτά και γυρίζοντας το κεφάλι μέσα στο κουπέ επανέλαβε με βαριά ελληνική προφορά, σημάδι πως τα Ελληνικά δεν ήταν η μητρική του γλώσσα, «Σόροβιτς τα λένε κύριε Ρουσίδη! Τα Βοντενά τα περάσαμε πριν μιάμιση ώρα αλλά εσύ κοιμόσουνα»! Και χαμογελώντας πονηρά πρόσθεσε «Εμ! Τέτοια νύχτα στη Σαλονίκη που περάσαμε χτές»!

  Ο Πέτρος και ο Μπόσκος –έμποροι από το Μοναστήρι κατέβηκαν πριν λίγες μέρες στη Σαλονίκη για δουλειές και τώρα επιστρέφανε. Κατεβαίνανε μια – δυο φορές το χρόνο, αλλά αυτή την διαδρομή την έκαναν πρώτη φορά. Μόλις πριν δυο χρόνια (1894) έγιναν τα εγκαίνια της γραμμής μέχρι το Μοναστήρι και η Chemin de Fer S-M, η Γαλλική εταιρεία που εκμεταλλεύονταν τη γραμμή, διαφήμιζε τα φθηνά εισιτήρια για επιβάτες και εμπορεύματα. Μέχρι το 1893 τα δρομολόγια ήταν Σαλονίκη – Βετερκοπ.*

  Το πρώτο ταξίδι από μοναστήρι στη Σαλονίκη το είχε κάνει ο Πέτρος Ρουσίδης λίγα χρόνια πριν με το τραίνο Θεσσαλονίκης – Σκοπίων, αλλά ήταν για τους Μοναστηριώτες σκέτο μαρτύριο. Έπρεπε να βγουν βόρεια προς το Κύρκλυνο, την ιδιαίτερη πατρίδα του Μπόσκου και να στρίψουν δεξιά τον ανήφορο προς το Πρίλεπ για να κατηφορίσουν ύστερα προς το Βέλες, να βρουν τον σιδηρόδρομο Σκοπίων Θεσσαλονίκης.

  Και όλο αυτό το ταξίδι με το κάρο, μια ολόκληρη καλοκαιρινή μέρα και ύστερα άλλες οκτώ – εννιά ώρες με το τραίνο, όλο το Βαρδάρη. Και όπως έλεγε ο Ρουσίδης, θυμόσοφος βλάχος απ’ το Κρούσεβο «Καλλίτερα να πας στα Γεροσόλυμα χατζηλίκη παρά στη Σαλονίκη».

  Τώρα όμως, μ’ αυτή τη νέα γραμμή σώθηκαν. Ανεβαίνεις στο Μοναστήρι και σε εννιά – δέκα ώρες κατεβαίνεις δίπλα στο λιμάνι στη Σαλονίκη. Κάνεις τις δουλειές σου, παραγγέλνεις τα εμπορεύματα σου και το βράδυ πάς και μια βόλτα στη Μπάρα* και στα καφέ – αμάν στο Μπεκ – Τσινάρ.* Και γνωρίζεις και κόσμο, πουλέει ο λόγος. Και όχι στα κρυφά όπως στο Μοναστήρι που σε ξέρουν κι οι πέτρες. Άσε που εκεί τα κορίτσια είναι λίγα, η Μπλάγκα, η Βέλικα, η Μένκα, όνομα και μη χωριό.

  Ενώ στη Σαλονίκη, ο κήπος του Αλλάχ. Εδώ είναι αντίθετα, είναι χωριό και μη όνομα. Η Σμυρνιά, η Βουλγάρα, η Εβραιοπούλα, η Αρμένισσα, όλες ανώνυμες κι ωραίες. Μετά από τόσες ώρες ταξίδι μεσ’ τη ζέστη, κι ακόμα μοσχοβολούν τα ρούχα τους.

  Ο συρμός σταμάτησε τελικά μ’ εκείνο το κούνημα που κάνουν μπρος – πίσω τα βαγόνια πριν ακινητοποιηθεί εντελώς. Ένας ένστολος στην αποβάθρα κάτι φώναζε στα Τούρκικα κι ο Πέτρος μετάφρασε στα Ελληνικά λέγοντας στον Μπόσκο «Θα ανέβει ο έλεγχος πρώτα κι ύστερα θα μπορούμε να κατεβούμε».

  Ο Μπόσκος έβγαλε από την τσέπη του το εισιτήριο, πιο πολύ για να βεβαιωθεί ότι δεν το ‘χασε. Ένα κακοτυπωμένο χαρτί σαν χαρτονόμισμα με γράμματα σαν από Κοράνι, σαν αυτά που είχε δει μια φορά στο μεγάλο τζαμί του Μοναστηρίου.

  Ο ελεγκτής, σοβαρός και ευγενικός, συνοδεύονταν από έναν ένοπλο τζανταρμά.* Τέλειωσαν γρήγορα και πέρασαν στο βαγόνι της δεύτερης θέσης.

  Οι ταξιδιώτες μας κατέβηκαν στην αποβάθρα και άρχισαν να κοιτάζουν γύρω τους πριν περάσουν απέναντι προς το κτίριο του σταθμού. Ένας νέος, παιδί σχεδόν, ξυπόλητος και βρώμικος, κρατώντας ένα μπακιρένιο ταψί, πέρασε δίπλα τους φωνάζοντας με μια τραγουδιστή φωνή: «Σιτζέκ μπερέκ! Τσοκ γκιουζέλ μπερέκ!» Και ξαναφώναζε την πραμάτεια του σε μισοελληνικά: «Ζεστό μπουρέκ! Πολύ καλό μπουρέκ»!

  Ο Μπόσκος χαμογέλασε επειδή κατάλαβε την προφορά του πιτσιρικά, ότι ούτε η μία γλώσσα ούτε η άλλη ήταν η μητρική του. Του ζήτησε κατευθείαν στα Βουλγάρικα ένα κομμάτι και βάζοντας το χέρι στη τσέπη για να βγάλει λεφτά, ρώτησε ταυτόχρονα στα Ελληνικά τον Ρουσίδη, αν θέλει κι αυτός ένα.

  Ο Ρουσίδης ήταν αφοσιωμένος να διαβάζει στον τοίχο του σταθμού μια ταμπέλα στα Γαλλικά, ΚΜ 159 ALT 594. Ήταν η χιλιομετρική απόσταση και το υψόμετρο από τη Σαλονίκη που άρχιζε η γραμμή. Έκανε γρήγορα τους υπολογισμούς του και απάντησε στον Μπόσκο: «Όχι δεν θέλω. Σε μια ώρα και κάτι θα είμαστε στο Μοναστήρι, απέχουμε μόλις 60 χιλιόμετρα».

  Ο Μπόσκος μασώντας έπιασε κουβέντα με το νεαρό μικροπωλητή και ρώτησε για τον τόπο. Ήταν περίεργος και φιλομαθής. Το μάτι του έκοβε, το μυαλό του έγραφε. Τον μικρό τον φώναζαν Βάνε κι ο πατέρας του ήταν φούρναρης κάτω στο χωριό που δεν ήταν και πολύ μακριά από το σταθμό.

  Ο Ρουσίδης βάδισε προς το μπαχτσέ του σταθμού, όπου στο τέλος του, μετά από μια τουλούμπα* φαίνονταν ένα παράπηγμα. Από την δυσοσμία κατάλαβε ότι αυτό ήταν που έψαχνε. Γύρισε και φώναξε στον Μπόσκο: «Εγώ πάω στο μέρος! Τελείωνε το γκεβεζιλίκι* με το παιδί, γιατί το τραίνο θα φύγει και θα μείνουμε εδώ στην ερημιά, στο πως το είπες, να μας γυρεύουνε»! και τάχυνε το βήμα του ζορισμένος. Δεν είχε απομνημονεύσει το όνομα του σταθμού ακόμη. Ο Μπόσκος, που λίγο πριν το είχε διαβάσει και το αποτύπωσε, του φώναξε γελώντας «Σόροβιτς το λένε»!

  Εκεί όπως άκουσε τη φωνή του ν’ αντηχεί, του φάνηκε αστείο το όνομα του χωριού. Του θύμιζε ένα Σέρβο δάσκαλο εκεί στο Μοναστήρι, τον κύριο Ίβκοβιτς.

  Ακολούθησε τον Ρουσίδη χαμογελώντας ακόμη. «Άκου Σόροβιτς! Όνομα που βρήκαν να βάλουν. Ούτε να πεθάνει κανείς σε μέρος με τέτοιο όνομα»! μουρμούρισε…



  Σταμάτησε στην τουλούμπα και κοίταξε τα λαδωμένα χέρια του. Κατέβασε μια – δυο φορές το «χέρι» της και γέμισε ένα μεγάλο, καλογανωμένο μαστραπά* που ήταν δεμένος με μια χοντρή αλυσίδα σ’ ένα πέτρινο τοιχάκι για να μην το κλέβουν. Το ‘φερε μέχρι τα χείλη του και σταμάτησε μετανοιωμένος. Προτίμησε να το αδειάσει στη χούφτα του και να πιει με το χέρι. «Αχαΐρευτοι!» σκέφτηκε, «ούτε ένα τσεσμέ της προκοπής με μουσλούκι δεν έχουνε. Ακόμη με τουλούμπες τραβάνε, πηγαδίσιο νερό»!

  Ο Ρουσίδης επέστρεψε κι όλας και χωρίς να σταματήσει του είπε: «Άειντε , άειντε»! συνοδεύοντας τα λόγια του με μια κίνηση του χεριού, σαν να έδιωχνε τον αέρα. Σταμάτησε δίπλα σ’ ένα κύριο με παράξενο καπέλο που κρατούσε ένα τεράστιο τεφτέρι με χοντρά καπάκια.

  Ένα τσούρμο νέοι άνδρες, αξύριστοι και άπλυτοι, μερικοί ξυπόλητοι κι άλλοι με γουρουνοτσάρουχα, που συζητούσαν φωναχτά σ’ όλες τις γλώσσες της Μακεδονίας, πλησίασαν στον κύριο με το καπέλο και απευθυνόμενοι σ’ αυτόν, στην επίσημη γλώσσα του κράτους, του ζητούσαν σε μισοτουρκικά να ξεφορτώσουν το βαγόνι με τα εμπορεύματα που είχα σταματήσει ακριβώς μπροστά στη ράμπα της αποθήκης.

  Ο κύριος με το τεφτέρι, διάλεξε πέντε – έξι και τους έστειλε στην αποθήκη. Οι υπόλοιποι απομακρύνθηκαν μουρμουρίζοντας, ο καθένας στη γλώσσα του.

  Ο Ρουσίδης πλησίασε στον κύριο με το τεφτέρι και τον ρώτησε σε σπαστά τουρκικά, σε πόση ώρα θα φύγει το τραίνο. Ο κύριος με το τεφτέρι παραμάσχαλα, του απάντησε σε άπταιστα Ελληνικά με μια μελωδική προφορά: «Υπολογίζω σε μια με δύο ώρες. Πιστεύω να είχατε καλό ταξίδι». Και αφήνοντας το υπηρεσιακό του ύφος, έβγαλε το καπέλο του και αυτοσυστήθηκε. «Σαούλ Χαϊμ, από Σαλονίκη, διευθυντής κίνησης της Chemin de Fer για το σταθμό Σόρεβιτς».

  Του Ρουσίδη του ‘ρθε ταμπλάς όταν άκουσε για τόση καθυστέρηση. Έβγαλε απ’ τη τσέπη του γιλέκου του ένα ρολόι με χρυσή αλυσίδα με επιδεικτικό τρόπο και το κοίταξε την στιγμή που έφτασε δίπλα τους και ο Μπόσκο και, προτείνοντας το χέρι του είπε στον Σαούλ Χαϊμ: «Ρουσίδης και Μπόσκο, έμποροι από το Μοναστήρι».

  Ο Χαϊμ χαμογελώντας, πρότεινε το χέρι του για χειραψία. Έτρεφε εκτίμηση προς τους εμπόρους, απόγονος εμπόρων και ο ίδιος, όπως τους είπε αργότερα. Και καθώς είχε χρόνο έως ότου μεταφερθούν τα εμπορεύματα στην αποθήκη, άρχισε να τους μιλά για τον σταθμό και το τραίνο, καμαρώνοντας ωσάν να ήταν κτήμα Του.

  «Αυτή η ατμομηχανή είναι το καμάρι της Εταιρείας μας…». Ο Μπόσκο πρόσεξε αυτό το «μας» και κοίταξε με νόημα τον Ρουσίδη, ενώ ο Χαϊμ συνέχιζε.

«Είναι μια ESSLINGEN η οποία συναρμολογείται στο Saronno της Ιταλίας. Σαράντα τόνοι Γερμανικού χάλυβος, ισχύος άνω των πεντακοσίων ατμοϊππων, με Ιταλικό φινίρισμα».

  Έκανε μια μικρή παύση κοιτάζοντας τους ταξιδιώτες μας, να δει πόσο εντυπωσιάστηκαν από τα λεγόμενα του και συνέχισε με αψεγάδιαστα Ελληνικά.

  «Δύναται να αναπτύξει ταχύτηταν άνω των πεντήκοντα χιλιομέτρων ωριαίως».

  Ο Μπόσκο με τον Ρουσίδη άκουγαν με προσήλωση καλού μαθητή και ο Χαϊμ το ευχαριστιόταν. Τους μίλησε για τα κτήρια, για τους χώρους συγκέντρωσης υποζυγίων και για τον υδατόπυργο.

  «Ο σταθμός μας είναι εφοδιασμένος με υδατόπυργο και κάμινο προθερμάνσεως ύδατος, δια ταχυτέραν εκκίνησιν, μετα την πολύωρον στάθμευσιν λόγω της εκφορτώσεως των εμπορευμάτων. Τούτο δε το έχουν όλοι οι σταθμοί ειμή μόνον οι μεγάλοι εμπορευματικοί».

  Ο Ρουσίδης δήλωσε ότι ήταν το πρώτο που πρόσεξε και κατάλαβε την σπουδαιότητα του σταθμού.

  Την στιγμή εκείνη τους διέκοψε ένας με στρατιωτικά ρούχα, υποκλινόμενος σχεδόν προς τον Χαϊμ και κάτι του είπε στα Τουρκικά.

  Ο Ρουσίδης και ο Μπόσκο που καταλάβαιναν Τουρκικά, γύρισαν το κεφάλι συγχρονισμένοι σχεδόν προς το τέλος του συρμού.

  Ο Χαϊμ κάτι απάντησε στον τούρκο στρατιώτη με ύφος συγκατάβασης, κι αυτός, γυρνώντας βιαστικά προς το τελευταίο βαγόνι, φώναξε: «Τσαούς, τσαούς»! κι έκανε ένα νεύμα. Αμέσως ένα τσούρμο στρατιώτες κατέβηκαν από το τελευταίο βαγόνι κι έτρεξαν απείθαρχα περνώντας από μπροστά τους και κατευθύνθηκαν προς το «μέρος» που λίγο πριν επισκέφθηκαν οι ταξιδιώτες μας. Ήταν καλοντυμένοι και φωνακλάδες.

  Ο Ρουσίδης ρώτησε αυθόρμητα τον Χαϊμ: «Που το πάνε όλο αυτό το ασκέρι»; Και ο Χαϊμ ενοχλημένος λίγο για την αδιάκριτη ερώτηση, απάντησε υπηρεσιακά: «Συνηθισμένες μετακινήσεις».

  Ο Ρουσίδης κατάλαβε ότι η ερώτηση του ήταν άκαιρη και για να επαναφέρει το κλίμα, ρώτησε τον Χαϊμ αν μπορούν να βγουν έξω από τον σταθμό και να πάνε στο χωριό, αφού η αναχώρηση θα καθυστερούσε τόσο πολύ.

  Ο Χαϊμ του απάντησε: «Βεβαίως μπορείτε αλλά δεν έχει και τίποτε να δείτε. Ένα μικρό χωριό είναι λίγο παρακάτω, ένας δρόμος όλο κι όλο κι ένα ζωοπάζαρο κι ο κόσμος λιγοστός. Μέχρι το κονάκι, είναι δεν είναι πεντακόσια μέτρα. Όταν γυρίσετε να δείξετε στον σκοπό της πύλης τα εισιτήρια σας». Και κρατώντας το τεφτέρι του τους χαιρέτησε και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του.

  Οι ταξιδιώτες μας άρχισαν να κατηφορίζουν προς την πύλη. Όλος ο σταθμός ήταν περιφραγμένος με πέτρινο τοίχο και από πάνω σίδερα που ένωναν πέτρινες κολώνες.

  Σταμάτησαν το βήμα τους κι αγνάντεψαν για λίγο προς το βουνό ολόισια μπροστά τους, σαν να ήθελαν να προσανατολιστούν. Μερικά χαμόσπιτα και πιο πέρα ταπόλες*, δείγμα υγρού εδάφους, παρατήρησε ο Μπόσκο.

  Πέρα από τα δένδρα και όσο μπορούσαν να δουν ανάμεσα τους, απλώνονταν ήρεμη και καταγάλανη μια πανέμορφη λίμνη που έφτανε μέχρι τα ριζά ενός βουνού, που καθρεφτίζονταν στην αγκαλιά της.

  Εκεί, λίγο αριστερότερα, ανάμεσα λίμνη και ύψωμα, ένα άλλο χωριό κι αυτό χωμένο στις ταπόλες ίσα που φαινόταν κάτω απ’ τον ήλιο.

  Ο Μπόσκο μουρμούρισε παρά απευθύνθηκε στον Ρουσίδη: «Α! γι’ αυτό είναι τόσο φημισμένο το ζωοπάζαρο τους»!

  Αφού χόρτασε το μάτι τους, πήραν να κατηφορίζουν προς την πύλη του σταθμού. Ένας αξύριστος φρουρός μ’ ένα παλιοντούφεκο, ακουμπισμένος στην πέτρινη περίφραξη, δεν τους έδωσε καμιά σημασία. Έξω από την πύλη σταμάτησαν στο πρώτο χάνι να ρωτήσουν περισσότερα για το χωριό.

  Ο χαντζής ήταν στην εξώπορτα με μια μεγάλη κατσαρόλα γεμάτη νερό που το σκόρπιζε στο δρόμο που ήταν στρωμένος με καλντερίμι. Οι ταξιδιώτες μας ρώτησαν για το χωριό.

  Ο χαντζής, δείχνοντας προς το Βορρά τον κατήφορο, τους είπε ότι τα σπίτια και τα μαγαζιά είναι εκεί στον κάτω δρόμο ο οποίος είναι και ο κεντρικός που ενώνει το Πάτελε με το Εξήσου και διασχίζει όλο το χωριό. Αλλά τώρα τελευταία που τελείωσε η πέτρινη περίφραξη όλου του σταθμού, έκαναν κι άλλο δρόμο καινούργιο για τα καραβάνια που πάει τοίχο – τοίχο και ότι νέο σπίτι ή μαγαζί χτίζεται μπαίνει στη σειρά και στην ίδια απόσταση από τον τοίχο, όπως διέταξε ο μπέης. «Αν πάρετε αυτό το δρόμο, σε τετρακόσια μέτρα σταματάει στο μεγάλο αυλάκι. Από κει και πέρα είναι το παζάρι».

  Κάποιος τον φώναξε από μέσα κόβοντας του τη φόρα και πριν μπει γύρισε σα να ξέχασε κάτι και απευθυνόμενος στους ταξιδιώτες μας είπε: «Έχουμε και δωμάτια για ύπνο και καλό κρασί»!

  Ο Ρουσίδης και ο Μπόσκο, ευχαριστώντας τον χαντζή πήραν να κατηφορίζουν. Ο Ρουσίδης γελώντας λέει στον σύντροφό του: «Μπόσκο, σ’ αυτό το χωριό με όποιον μιλήσαμε δεν λέει να σταματήσει. Πολύ μιλάνε».

  Ο Μπόσκο δεν απάντησε απορροφημένος στις σκέψεις του. Δυο πελαργοί από πάνω τους κάνανε κύκλους και απομακρύνθηκαν προς την λίμνη.

  Έφτασαν στον κεντρικό δρόμο του χωριού και έστριψαν αριστερά προς το παζάρι. Ο δρόμος είχε το χάλι του. Το καλντερίμι είχε χαλάσει, ποιος ξέρει πριν πόσο καιρό.



  Όταν τα σκυλιά πλησίασαν πολύ ο Μπόσκο έκανε πως σκύβει για να πάρει πέτρα και τίναξε το άδειο του χέρι προς τα σκυλιά, συνοδεύοντας την χειρονομία του με μια βρισιά στα Βουλγάρικα.

  Την ίδια στιγμή πετάχτηκε ένας από το διπλανό μαγαζί και πετώντας ένα ξύλο προς τα σκυλιά, εκστόμισε μια βλαστήμια, όμοια με αυτή που του ξέφυγε λίγο πριν του Μπόσκου και χτύπησε με δύναμη τα πόδια του στο χώμα, που σήκωσε ένα σωρό σκόνη.

  Ο Μπόσκο, απευθυνόμενος στον Ρουσίδη, του είπε: «Πέτρο! Αυτός βρίζει σαν εμάς»!

  Ο Ρουσίδης χαμογελώντας διόρθωσε: «Σαν εσένα Μπόσκο, όχι σαν εμένα».

  Μεταξύ τους μιλούσαν πάντοτε Ελληνικά, αλλά όταν ο Μπόσκο ήθελε να βλαστημήσει ή να ευχηθεί, το έκανε πάντοτε στα Βουλγάρικα. Του ερχόταν αυθόρμητα η μητρική του γλώσσα. Πολύ σπάνια πετούσε και κάτι Τουρκικά, κάποια παροιμία συνήθως, διευκρινίζοντας ότι έτσι αποφάνθηκε ο Χότζας. Ποιος ήταν, πού έζησε, πότε ήταν Χότζας, κανείς δεν το ‘μαθε ποτέ αλλά ούτε και το ‘ψαξε κανείς. Ο Χότζας ήταν η μορφή που πήρε η διαχρονική οθωμανική σοφία.

  Σε λίγο έφτασαν και στο τζαμί. Μικρό και φτωχικό κτίσμα, μ’ ένα χαμηλό μιναρέ, δηλωτικό της ολιγάριθμης κοινότητας μουσουλμάνων.

  Δίπλα ανοιγόταν ένας περιποιημένος κήπος. Δύο πέτρινες στήλες μ’ ένα σκάλισμα στην κορυφή σαν κουκουνάρι, δήλωναν ότι κάποιος χότζας θα ήταν θαμμένος εκεί.

  Ο Μπόσκο τράβηξε το πέτο του σακακιού του και έφτυσε τρεις φορές στον κόρφο του. Δεν ήταν μόνο που δεν τους χώνευε. Τους σιχαινόταν επειδή ήταν αβάπτιστοι και χωρίς το άγιο μύρο, όσο και να πάς στο χαμάμ, πάλι θα βρωμάς. Έτσι του είχε μάθει ο πόπε Στόγιαν στο σχολείο που πρωτοπήγε στο Μοναστήρι. Το ίδιο όμως έλεγαν κι άλλοι χριστιανοί, οι Πατρίκ*.

  Συνέχισαν να βαδίζουν και να κοιτάζουν. Δεν του άρεσε καθόλου το χωριό. Επηρεασμένοι και από τον τόπο τους, την πιο σημαντική πόλη μετά τη Σαλονίκη και έδρα Βαλή βιλαετίου, εδώ τους φαινόταν όλα μικρά, φτωχά και άσχημα. Το Μοναστήρι τους έκανε και λίγο ψηλομύτηδες.

  Λίγα μέτρα μετά το τζαμί συνάντησαν μια μεγάλη αυλή στα δεξιά τους. Ένα πλήθος υποζύγια δεμένα σε χαλκάδες, γύρω – γύρω στην αυλή και στα δένδρα.

  Στο βάθος της αυλής, πάνω σ’ ένα δίπατο πετρόχτιστο κτήριο, μια σημαία κυμάτιζε στο απογευματινό αεράκι.

  Σίγουρα, αυτό ήταν το κονάκι της Οθωμανικής διοίκησης, το καρακόλι όπως το έλεγαν.

  Ο Μπόσκο γύρισε το βλέμμα του αλλού σκεφτόμενος ότι τα ψωμιά αυτονών εκεί μέσα ήταν λίγα και ότι γρήγορα η σημαία αυτή θα πάρει δρόμο.

  Εκεί που γύρισε το βλέμμα του, ανάμεσα στα δένδρα, στα εκατόν πενήντα μέτρα περίπου, είδε να υψώνεται ένα πανύψηλο, με όσα είχε δει ως τότε, πετρόχτιστο καμπαναριό. Αληθινά εντυπωσιακό, με τέσσερα πατώματα και λίγο παρακάτω μια εκκλησία χαμηλή σε σχέση με το καμπαναριό και σε αρκετή απόσταση από αυτό.

  Ανάμεσα τους ήταν λιγοστά κτίσματα και πολλά δένδρα. Δύο πελαργοί είχαν στήσει κιόλας φωλιά στη στέγη του καμπαναριού.

  Ο Μπόσκο δεν περίμενε να δει τόσο μεγάλο και όμορφο καμπαναριό σ’ ένα τόσο μικρό χωριό.

  Του Μπόσκου του ‘ρθε επιθυμία να μπει ν’ ανάψει ένα κερί. Το ‘χε σαν τάμα, όταν πρωτοσυναντούσε ένα ναό να μπαίνει μέσα, αλλά ο Ρουσίδης τον απέτρεψε λέγοντας: «άστο ρε Μπόσκο, θ’ αργήσουμε και θα χάσουμε το τραίνο, την άλλη φορά θα μπούμε».

  Και ο Μπόσκο του απάντησε: «Σιγά να μην ξανάρθουμε άλλη φορά σ’ αυτό το μέρος».

  Πήραν ν’ ανηφορίζουν διασχίζοντας το ζωοπάζαρο. Είδαν κάποια υπόγεια μικρομάγαζα στη σειρά, στη κάτω πλευρά, ανάμεσα παζάρι και τζαμί. Το ζωοπάζαρο το διέσχιζε από πάνω ίσαμε κάτω, το μεγάλο αυλάκι που είχε δεξιά και αριστερά του μουριές και ακακίες. Έρχονταν κάτω από τις γραμμές, με μια πέτρινη καλοχτισμένη γεφυρούλα. Φαινόταν κιόλας οι γραμμές πάνω από το γεφυράκι. Ανάμεσα τους, τίποτε. Ούτε σπίτια, ούτε μαγαζιά.

  Στρίψανε αριστερά προς την Ανατολή. Σε λίγο συνάντησαν στα δεξιά τους τον μεγάλο πέτρινο τοίχο που τον σταθμό, σαν να ήταν μέρος ξεχωριστό.

  Τότε κατάλαβαν πόσο μεγάλο χώρο έπιανε ο σταθμός, περιφραγμένος σαν τεράστιο στρατόπεδο.

  Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα από την στιγμή ου έφυγαν από το σταθμό. Ποιος ξέρει πόσο ακόμη θα περίμεναν.

  Ξαναβρέθηκαν μπροστά στο χάνι που πρωτοείδαν όταν βγήκαν από τον σταθμό. Ο Χαντζής ήταν στην εξώπορτα και τους χαμογελούσε γαλίφικα.

  Κάθισαν και παρήγγειλαν από ένα ποτήρι μπόζα* ο καθένας, ενώ παρατηρούσαν μια τεράστια φάλαγγα από μουλάρια και κάρα. Οι αγωγιάτες φώναζαν και χειρονομούσαν.

  Ο Μπόσκο κοίταξε ερωτηματικά τον Ρουσίδη που καταλάβαινε την γλώσσα τους. Γύρισε και είπε στο Μπόσκο: «Είναι Βλάχοι κυρατζήδες και τσακώνονται για την σειρά στο φόρτωμα των εμπορευμάτων. Μόλις φύγαμε εμείς αρχίζει η δική τους δουλειά».

  Ο Μπόσκο τους κοίταζε σαν να τους μετρούσε. Ήταν πράγματι πολλοί.

  Πλήρωσαν τον Χαντζή και άρχισαν ν’ ανηφορίζουν. Έφτασαν στην πύλη του σταθμού και είδαν τον ίδιο φρουρό, που κάθονταν στην ίδια θέση, με την ίδια τεμπέλικη στάση που είχε και πριν όταν έβγαιναν από τον σταθμό. Έκαναν μια κίνηση να βγάλουν το εισιτήριο όπως τους είχε συμβουλέψει ο Εβραίος διευθυντής, αλλά ο φρουρός κάνοντας μια γκριμάτσα μεταξύ χαμόγελου και έκπληξης, τους έκανε νόημα να περάσουν. Ταυτόχρονα, με τα δύο δάκτυλα κοντά στο στόμα, τους ζήτησε τσιγάρο. Οι ταξιδιώτες μας ήταν άκαπνοι και ο φρουρός με κατάβαση κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας.

  Από ανοιχτή συρόμενη πόρτα της αποθήκης, είδαν τις σκιές των αχθοφόρων που δούλευαν ακόμη, σημάδι ότι θα περίμεναν κι άλλο.

  Πλησίασαν την αποβάθρα και κάθισαν σ’ ένα ξύλινο πάγκο βλέποντας τον συρμό. Τότε μόνο κατάλαβαν πόσο μεγάλη ήταν η αμαξοστοιχία και ότι τα εμπορευματικά βαγόνια ήταν δύο και όχι ένα, όπως νόμιζαν. Μπροστά – μπροστά η φρεσκοβαμμένη μηχανή με το Σουλτανικό θυρεό, ανάπνεε ατμούς στο ρελαντί.

  Άκουσαν τον υπεύθυνο της αποθήκης να φωνάζει στους αχθοφόρους: «Αφού σας το είπα τόσες φορές. Τα εμπορεύματα για το Μέτσκοβο να τα’ αφήσετε κοντά στην έξοδο για να φύγουν πρώτα. Το καραβάνι περιμένει από χθες! Τόσο δεν σας κόβει η γκλάβα! Χαμάληδες! Σε ποια γλώσσα να σας το πω για να το καταλάβετε»;

  Οι ταξιδιώτες μας αλληλοκοιτάχθηκαν με έκπληξη. Ο Μπόσκο ρώτησε με απορία τον Ρουσίδη: «Καλά και το Μέτσκοβο από δω παίρνει πράμα»;

  Ο Ρουσίδης κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και π΄ροσθεσε σχεδόν μονολογώντας: «Και από ότι κατάλαβα απ’ τους κυρατζήδες που μαλώνανε, όχι μόνο το Μέτσκοβο αλλά και το Κόστουρ και η Χρούπιστα και το Κόζαν. Έχει πολύ ψωμί εδώ πέρα».

  Κάτι ακόμη ήθελε να του πει του Μπόσκου αλλά σταμάτησε την κουβέντα του γιατί τους πλησίασε ο Χαϊμ που βγήκε έξω για να δει γιατί φωνάζει ο αποθηκάριος και τώρα επέστρεφε στο γραφείο του, αργά – αργά.

  Σταμάτησε χαμογελώντας μπροστά τους και οι ταξιδιώτες μας σηκώθηκαν με σεβασμό.

  Τους έκανε νεύμα να καθίσουν και τους είπε: «Δεν σας το είπα; Το χωριό είναι τόσο μικρό και αήμαντο! Αλλά η αναμονή σας τελειώνει σε λίγο και θα δώσουμε αναχώρηση του συρμού». Και μη έχοντας κάτι πιο επείγον να κάνει, ξανάρχισε την αναφορά του με την ίδια διάθεση που είχε και πριν: «Από δω και πέρα, σας απομένουν μόλις 60 χλμ διαδρομής μέχρι το Μοναστήρι. Βεβαίως θα περάσετε την μεγάλη ανάβαση του Κιρλί Ντερβέν και θα φτάσετε εις το υψηλότερον σημείον της διαδρομής Σαλονίκης – Μοναστηρίου, το οποίον ευρίσκεται ακριβώς εκεί εις τα 769 μέτρα, αλλά η Eslingen δεν πτοείται. Από κει και πέρα έχει μόνο κατηφόρα».



…  «Και με την ελάφρυνση του φορτίου, θα είστε στο Μοναστήρι σε μια ώρα» και χαμογέλασε αυτάρεσκα και καθησυχαστικά.

  Η συζήτηση κράτησε αρκετή ώρα και ο πάγος είχε σπάσει. Ο Χαϊμ άφησε το υπηρεσιακό του ύφος και έγινε φιλικότερος.

  Οι ταξιδιώτες μας έμαθαν ότι, ναι μεν η γραμμή κατασκευάσθηκε από Γάλλους που ήταν ήδη εγκατεστημένοι στη Σαλονίκη, όπου όλη την προηγούμενη δεκαετία κατασκεύαζαν τη γραμμή Θεσσαλονίκης – Σκοπίων, αλλά τα κεφάλαια ήταν από Γερμανική Κεντρική Τράπεζα. Για το λόγο αυτό είχε και πολλούς Γερμανούς τεχνικούς η Σαλονίκη.

  Ορισμένοι Εβραίοι κάτοικοι της Σαλονίκης, ως κάτοχοι ευρωπαϊκών διαβατηρίων και απόφοιτοι των Γαλλικών σχολείων της πόλης, έβρισκαν εύκολα δουλειά στη διοίκηση και διαχείριση αυτού του τεράστιου έργου που το εκμεταλλευόταν, όχι το Οθωμανικό κράτος αλλά η Γαλλική Εταιρεία Ανατολικών Σιδηροδρόμων.

  Έτσι βρέθηκε και ο Χαϊμ μαζί μ’ έναν ομόφυλο του από τη Φλώρινα να δουλεύουν εδώ στο Σόροβιτς.

  Ελπίζει, όπως τους είπε, μόλις μπουν τα πράματα σε μια σειρά να κερδίσει μια μετάθεση σε μεγαλύτερο σταθμό, ίσως στη Σαλονίκη, διότι εδώ είναι σχεδόν εξορία σ’ έναν περίκλειστο σταθμό σαν στρατόπεδο. Και το χωριό ασήμαντο, με δυο – τρία χάνια και κανένα μαγαζί της προκοπής.

  Μετά από μια ώρα και πολλές πληροφορίες, ο Χαϊμ τους αποχαιρετούσε με χειραψία, ενώ η Eslingen δοκίμαζε τα έμβολά της. Οι ταξιδιώτες μας ξανανέβηκαν στο κουπέ τους.

  Ένας υπάλληλος με πόζα τελάλη φωνάζοντας κάτι στα Τουρκικά βγήκε στην αποβάθρα με μια παλέτα και έδειξε στον μηχανοδηγό το σήμα της αναχώρησης.

  Η ατμομηχανή βγάζοντας από παντού ατμούς, έβαλε σε κίνηση τις ακτινωτές ρόδες, έβγαλε ένα δυνατό σφύριγμα που ακούστηκε σ’ όλο το χωριό και άρχισε αργά – αργά στην αρχή και επιταχύνοντας ύστερα, να φεύγει προς τη Δύση, προς το σταθμό Εκσήσου κι ύστερα αγκαλιάζοντας όλο Μερά* με μια μεγάλη καμπύλη να στρίψει βόρεια προς τα στενά Κιρλί – Ντερβέν.

  Οι ταξιδιώτες μας βολεύτηκαν πάλι στις θέσεις τους. Μια στάση μόνο στη Μπάνιτσα για να κατέβουν οι στρατιώτες, ποιος ξέρει για πού τελικά. Στρατιωτικό μυστικό βλέπεις και η Μακεδονία άρχισε να βράζει. Ύστερα ντουγρού για Μοναστήρι. Τους έλειψε κιόλας το σπίτι τους.

  Ο Μπόσκο βγήκε στο παράθυρο κι έβλεπε στα δεξιά του όλη τη λίμνη και εκείνο το χωριό στην όχθη της, που το μεσημέρι το είχε δει μισοκρυμμένο πίσω από τα δέντρα. Τώρα φαινόταν καθαρά. Έμεινε αμίλητος, τυλιγμένος στις σκέψεις του.

  Ο Ρουσίδης σκεφτόταν το μαγαζί στο Μοναστήρι που άφησε τους γιούς του να το κρατάνε. Κάποια στιγμή στρεφόμενος προς τον συνταξιδιώτη του, είπε: «Ε! Μπόσκο, δεν λες τίποτα. Πες κάτι να βγάλουμε τον ανήφορο κι απ’ το Κιρλί Ντερβέν και πέρα θα μιλάω εγώ». Κι έβαλε τα γέλια.

  Ο Μπόσκο γυρίζοντας προς το μέρος του, του λέει: «Πολλά ζώα! Πάρα πολλά. Και πολλά φορτώματα»!

  Κι ο Ρουσίδης χαμογέλασε και του είπε: «Και τι σαν ρε Μπόσκο»;

  Κι ο Μπόσκο σχεδόν μονολογώντας: «Θα χρειάζονται χιλιόμετρα τριχιές, καντάρια αλυσίδες, χιλιάδες πέταλα, χάμουρα, καπίστρια, οκάδες καρφιά και καρρόβιδες. Όλα αυτά που πουλάμε εμείς στο μαγαζί στο Μοναστήρι».

  Ο Ρουσίδης τον κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης, σαν δάσκαλος που βλέπει τον μαθητή του να διαπρέπει στις εξετάσεις. Παρόμοια σκέψη είχε κάνει και ο ίδιος, χωρίς να την εξωτερικεύσει. Διαφέραν τόσο πολύ ως χαρακτήρες. Στην καταγωγή, στη γλώσσα τους τη μητρική, στις παραδόσεις και την ιδεολογία. Σ’ ένα μόνο ταίριαζαν. Στην άποψη που είχαν για τις αναπτυξιακές κοινωνικά και κερδοφόρες προοπτικές του εμπορίου. Λες και εκείνος ο φτερωτός θεός των Ελλήνων, ο Ερμής, τους είχε αγγίξει με το κηρύκειο του στην ίδια πτήση από τον Όλυμπο. Οι ταξιδιώτες μας δεν γνώριζαν Ελληνική Μυθολογία. Γι’ αυτούς τα πάντα ήταν κισμέτ, πεπρωμένο.

  Ενθαρρυμένος ο Ρουσίδης από τη σύμπτωση απόψεων, που δεν ήταν δα και η πρώτη φορά, λέει του Μπόσκου: «Τι λες, ανοίγουμε ένα μαγαζί σ’ αυτό το χωριό, το πώς το είπες;».

  Και ο Μπόσκο, σαν να περίμενε την ερώτηση εδώ και ώρα, του απάντησε: «Και γιατί όχι;».

  Ο Ρουσίδης άπλωσε το χέρι του για να κλείσουν συμφωνία και το κράτησε μετέωρο σαν να θυμήθηκε κάτι. «Μπόσκο, μ’ έναν όρο. Το μαγαζί στο Σόρεβιτς (επιτέλους θυμήθηκε το όνομα του έστω κι έτσι) θα το κρατάς εσύ, γιατί τα καταφέρνεις καλύτερα από μένα με τις ξένες γλώσσες. Εδώ μιλάνε απ’ όλα». Και πριν απαντήσει ο Μπόσκο: «Θα έρχομαι κι εγώ συχνά. Με είκοσι γρόσια εισιτήριο που έβαλαν! Βλέπεις, από Σαλονίκη ως το Μοναστήρι το έχουν μια τούρκικη λίρα!».

  Αντί άλλης απάντησης, ο Μπόσκο άπλωσε το χέρι του κι έκαναν σφιχτά μια χειραψία, χτυπώντας, με το ελεύθερο χέρι, ο ένας την πλάτη του άλλου, λέγοντας «Άειντε μπερεκέτ»!

  Το τραίνο αγκομαχούσε μέσα στ’ ανηφορικά στενά του Κιρλί ντερβέν. Σε λίγο περνούσαν τον αυχένα με υψόμετρο 769 μέτρα, όπως τους είχε πει ο Χαϊμ. Και άρχιζε ο μεγάλος κατήφορος στον κάμπο της Μπάνιτσας.

  Η Eslingen σαν να έβγαλε φτερά. Λες και ξύπνησαν και οι 520 ατμόϊπποι που τους έλεγε ο Εβραίος. Τους κατέλαβε μια ευφορία και άρχισαν να γελάνε με χαχανητά σαν μικρά παιδιά. Η σειρήνα του τραίνου με το δυνατό της σφύριγμα, λες κι έκανε σεκόντο στο γέλιο τους, ακούστηκε πέρα για πέρα.

  Η συμφωνία τηρήθηκε. Σε λίγες μέρες νοίκιασαν ένα μαγαζί στον κεντρικό δρόμο, κάπου ανάμεσα τζαμί και κονάκι. Και έτσι ξεκίνησε μια ακόμη εμπορική επιχείρηση σ’ αυτό το χωριό, που κράτησε μισό αιώνα. Άλλο ένα πετραδάκι στο οικοδόμημα που λέγεται εμπόριο και που σημάδεψε την οικονομία και τον κοινωνικό ιστό αυτού του μικρού πολίσματος, για αρκετές δεκαετίες. Και κυλούσε το έτος 1896.





ΕΠΙΜΥΘΙΟ

  Τα υπόλοιπα είναι ένα άλλο μεγάλο παραμύθι, από αυτά που λένε σ’ αυτόν τον τόπο όταν ανάβουν οι σόμπες και τα τζάκια κι ανοίγουν το κρασί της νέας σοδειάς.

  Μοχαμπέτι* και νυχτέρι ατέλειωτο. Αλλάξανε οι τόποι.

  Εκείνη η EslingenSaronno σάρωσε εκείνο τον τόπο και τον εξομάλυνε πάλι, βάζοντας στη θέση του αγροτοκτηνοτροφικού οικισμού μια νέα αναπτυσσόμενη κωμόπολη.

  Το Σόρεβιτς, όπως αναφερόταν στα δρομολόγια της Chemin de Fer οθωμανικής περιόδου, ή Σόροβιτς κατά τις πρώτες δεκαετίες του Ελληνικού κράτους, ή Σορουβίτσοβο κατά την αναγραφή στην καμπάνα  του παλιού καμπαναριού που πρωταντίκρισαν τη μέρα εκείνη οι ταξιδιώτες μας, λέγεται Αμύνταιο.

  Το καρακόλι κατεδαφίστηκε και στη θέση του κτίστηκε το Αστυνομικό τμήμα. Όμοια δηλαδή και η σημερινή του χρήση. Μερικούς τόπους κάτι τους στοιχειώνει για πάντα. Ίσως το «ωχ» του πόνου.

  Το μεγάλο αυλάκι υπογειοποιήθηκε και το είπανε κεντρικό οχετό.

  Το ζωοπάζαρο, που άρχιζε από τις γραμμές του τραίνου, τεμαχίστηκε. Ένα τμήμα του έγινε η σημερινή πλατεία αγοράς, οι τράπεζες και οι δρόμοι Γρ. Νικολαϊδη και Ματθαιοπούλου, που αργότερα άλλαξε όνομα και έγινε Μ. Αλεξάνδρου.

  Το υπόλοιπο ρυμοτομήθηκε, οικοπεδοποιήθηκε και πουλήθηκε όταν χρειάστηκε η κοινότητα να φέρει νερό από τις πηγές εκείνου του όμορφου χωριού δίπλα στη λίμνη, που ατένιζαν οι ταξιδιώτες μας τη μέρα εκείνη. Και το χωριό είχε πια τσεσμέδες με μουσλούκι, όπως είχαν στο Μοναστήρι.

  Το τζαμί κατεδαφίστηκε και στη θέση του χτίστηκε η παλιά «Δημαρχία», όπως την έλεγαν τότε.

  Στον κήπο, που ήταν συνέχεια του τζαμιού, εγκαινιάσθηκαν από κάποιον Δήμαρχο τα «Δημοτικά Αφοδευτήρια». Τόπος ανακούφισης για το κοινό.

  Όλα μαζί κατεδαφίστηκαν πολλά χρόνια μετά και εκεί χτίσθηκε το Διοικητήριο, που ίσως γι’ αυτό τον λόγο κάποιοι χωρατατζήδες κάτοικοι του χωριού αποκαλούν το κτήριο «η έδρα του Δήμου», ενθυμούμενοι και την παλιά χρήση του.

  Η λίμνη που θαυμάζανε εκείνη τη μέρα οι ταξιδιώτες μας μίκρυνε ως εμβαδό, αλλά «μεγάλωσε» ως αποδέκτης επεξεργασμένων λυμάτων και αποτελεί πλέον ισχυρό άλλοθι οικολογικής ανησυχίας.

  Ο σταθμός των τραίνων, αφού γνώρισε χαρούμενα ανταμώματα αλλά και λύπες αποχαιρετισμών, στρατιώτες να φεύγουν για το μέτωπο τραγουδώντας σε ξεχειλισμένα βαγόνια, τραυματίες να επιστρέφουν από το μέτωπο, πρόσφυγες από το πουθενά προς το πουθενά, ανταλλάξιμους πληθυσμούς σαν εμπορεύματα, ερωτικά ραντεβού στα ρεμιζαρισμένα βαγόνια, κουράστηκε αλλά αναπολεί τις φωνές των φαντάρων και τα μαντίλια που ανέμιζαν στα παράθυρα των βαγονιών.

  Στο χωριουδάκι εκείνο, τα μόνα που επέζησαν είναι το μεγάλο καμπαναριό και ο μικρός ναός, που πρωτοείδαν οι ταξιδιώτες μας εκείνη τη ζεστή μέρα, που κυλούσε το έτος 1896.

  Η ατμομηχανή Eslingen Saronno εξαγοράστηκε μαζί με όλη την περιουσία της Chemin de Fer έναντι πολλών χρημάτων από το Ελληνικό κράτος, λίγες δεκαετίες αργότερα, με χρήματα από Γαλλικό δάνειο. Κατέληξε ως παλιοσίδερα, μαζί με τα βαγόνια της, να λειώνει στα καμίνια κάποιας χαλυβουργικής (των ιδίων μετόχων;). Ένας γέρος μηχανοδηγός δήλωνε τα βράδια στην ταβέρνα του Μπάρμπα Σταύρου, ότι η σειρήνα της ήταν τόσο ευαίσθητη, μέχρι τα τελευταία της, ώστε σφύριζε με το φύσημα ενός μικρού παιδιού.

  Άλλαξαν όμως πάνω απ’ όλα οι άνθρωποι. Ο μικρός Βάνε έγινε φούρναρης κι αυτός σαν τον πατέρα του. Στην έρημη αποβάθρα του σταθμού έμεινε ένας αντίλαλος «ζεστό μπουρέκι!», να συνηχεί με τη βουή του ανέμου, όταν κατηφορίζει αγέρωχος και ανελέητος από το Καϊμακτσαλάν.

  Ο Χαϊμ πήρε προαγωγές και κατάφερε μια υψηλή θέση στους Γαλλικούς σιδηροδρόμους στη Μασσαλία. Αργότερα, όταν η Ευρώπη γέμισε σύννεφα πολέμου, η οικονομική του κατάσταση του επέτρεψε να φύγει στην Αμερική και να σωθεί.

  Τον Ρουσίδη τον άγγιξε ο φτερωτός Ερμής άλλη μια φορά και πήγε να βρει ευρύτερο και ευφορότερο οικονομικό πεδίο στην Σαλονίκη των ονείρων του, ένας ακόμη Βαλκάνιος πραματευτής.

  Ο Μπόσκο, αφού άλλαξε τρείς φορές επώνυμο, όσες και το χωριό, αναπαύεται εν ειρήνη κοντά σ’ εκείνο το καμπαναριό που θαύμασε την πρώτη μέρα και λίγο πριν από το ναό που ήθελε να μπει και ο Ρουσίδης τον απότρεψε λέγοντας του «Άστο ρε Μπόσκο, την άλλη φορά!» και ο Μπόσκο του απάντησε «Σιγά να μην ξαναβρεθούμε σ’ αυτό το μέρος άλλη φορά!».

  Ο κερδώος Ερμής δεν πετά πια πάνω από τον ουρανό αυτού του χωριού. Μόνο κάποιες νύχτες του χειμώνα οι αλαφροΐσκιωτοι οινόφιλοι βλέπουν εκείνο τον σεΐχη που συνάντησε σαν οπτασία ο κοσμοκαλόγερος της Ελληνικής λογοτεχνίας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, κάπου στο Μοναστηράκι της Αθήνας, να μουρμουρίζει την ίδια φράση που έλεγε τότε και ο Μπόσκο στο Μοναστήρι της Μακεδονίας: «Μπου ντουνιά, τσερκ φελέκ», που πάει να πει «Αυτός ο κόσμος, ρόδα είναι και γυρίζει»



ΤΕΛΟΣ



Λέξεις με αστερίσκο στο κείμενο…

Βοντενά: είναι η Έδεσσα
Βετερκόπ: είναι η Σκύδρα
Μπάρα: Γειτονιά της Σαλονίκης δυτικά της πόλης. Σταθμός καραβανιών, πανδοχείων και κακόφημων νυχτερινών μαγαζιών.
Μπεκ Τσινάρ: Σωστή απόδοση Μπες – τσινάρ. Δηλαδή πέντε πλατάνια. Αστικό πάρκο – άλσος της Σαλονίκης κοντά στο λιμάνι. Κι αυτή η περιοχή, γνωστή για τα ξενυχτάδικα της. Αναφέρεται και σε τραγούδι του Τσιτσάνη πολλά χρόνια αργότερα.
Τσανταρμάς: από το Ιταλικό gendarme gentarmeria. Σώμα στρατοχωροφυλακής του Οθωμανικού κράτους στα τελευταία χρόνια της Αυτοκρατορίας, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν αλλαγές στο Δοβλέτι. Σαν σύνθεση και καθήκοντα είναι πιο κοντά στην Ιταλική Καραμπινιερία. Επομένως, ο χωροφύλακας.
Τουλούμπα: Χειροκίνητος μηχανισμός άντλησης νερού απο πηγάδι. Αντλία.
Γκεβεζελίκι: Η φλυαρία. Από δω και ο γκεβεσές ή κεβεζές, ο φλύαρος.
Μαστραπάς: Το κύπελο, το τάσι.
Τσεσμές: Η βρύση, η κρήνη.
Μουσλούκι: Ο διακόπτης νερού, το ρουμπινέτο, η κάνουλα.
Τσαούς:  Ένας από τους χαμηλούς βαθμούς στο Οθωμανικό στράτευμα. Αντίστοιχος με αυτόν του λοχία.
Ασκέρι: Στράτευμα.
Κονάκι: Το κατάλυμα.
Ταπόλες: Τα δένδρα λευκάδια. Δέντρο σημαντικό τότε για την ξυλεία οικοδομής.
Πάτελε: Ο Άγιος Παντελεήμονας.
Εξή Σου: Το Ξινό Νερό.
Λεπέσκες: Οι κοπριές, των αγελάδων ειδικά.
Καλνταρμάς: Άλλη λέξη που συνήθιζαν τότε για το καλντερίμι. Δηλαδή το λιθόστρωτο.
Πατρίκ: Μετά το σχίσμα και τη δημιουργία της Βουλγαρικής αυτοκέφαλης εκκλησίας, στη Μακεδονία ονόμαζαν έτσι αυτούς που ήταν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επομένως, Πατριαρχικοί.
Καρακόλι: Ο σταθμός χωροφυλακής. Κατ’ επέκταση και ο χωροφύλακας με την έννοια του μπάτσου, όπως αναφέρει ο Μπαμπινιώτης.
Μπόζα: Δημητριακό φυτό, το κεχρί στα Ελληνικά. Πέρα από τροφή για τα πουλιά έδινε κι ένα τονωτικό αφέψημα όταν το έβραζες. Πολύ διαδεδομένο και από υπαίθριους πωλητές.
Κυρατζήδες: οι αγωγιάτες, οι καραβανιέρηδες.
Κιρλί ντερβέν: Τα στενά του Κλειδίου και ο χαμηλότερος αυχένας επικοινωνίας των οροπεδίων Εορδαίας και Λυγκηστίδας.
Μεράς: Ο βοσκότοπος. Κάθε Κοινότητα είχε το δικό της. Του Αμυνταίου άλλαξε χρήση τις τελευταίες δεκαετίες και έγινε βιοτεχνική ζώνη.
Μπάνιτσα: Η Βεύη.
Ντουγρού: Ευθεία, ίσια, μπροστά.
Άιντε Μπερεκέτ: Ευχή για ευλογία, αφθονία, ευτυχία σ’ ένα νέο ξεκίνημα.
Μοχαμπέτι: Η συνομιλία σε συνθήκες χαλάρωσης, όπως στα νυχτέρια που συνήθιζαν παλιά.

Για τους νεώτερους ηλικιακά αναγνώστες. Για τους γέροντες ήταν γνωστά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η εποικοδομητική κριτική και οι εναλλακτικές προτάσεις - απόψεις είναι απαραίτητες και ευπρόσδεκτες, ειδικά όταν το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή ιδεών.
Τα σχόλια εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους και η ευθύνη (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο, θα διαγράφεται όποτε εντοπίζεται από την ομάδα διαχείρισης.
Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου.