Γράφει ο Α.Θ.Ρ.
(Από την έντυπη έκδοση του ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟΥ)
100 χρόνια λεύτερης
πατρίδας – πόλης – περιοχής, από τον Τουρκικό ζυγό, γιορτάζουμε την 6/11/2012.
Ένας αιώνας Ελληνικής
Μακεδονίας, γεμάτος γεγονότα, λαμπρές, σκοτεινές, ακόμα και μαύρες σελίδες
ιστορίας, που έζησαν τρεις γενιές προγόνων – πατριωτών μας.
100 χρόνια που άλλαξαν
τον τόπο, τους ανθρώπους, τις συνήθειες, τις συνειδήσεις, τα φυλετικά χαρακτηριστικά
του ανθρώπινου πλούτου, τον πολιτισμό, μιας μοναδικής στην Ελλάδα πολυφυλετικής
πανσπερμίας.
Γηγενείς Μακεδόνες,
Βλάχοι, Αρβανίτες, Πόντιοι, Μικρασιάτες, Θρακιώτες και τελευταία Αλβανοί,
Γεωργιανοί, Αρμένιοι, σ’ ένα φιλόξενο –όσο μπορεί να γίνει- Μακεδονικό μίξερ,
αναδεύονται σ’ ένα περίεργο μίγμα, που ενώ κρατάει ακόμα τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του –κι έτσι πρέπει- αλληλοσυμπληρώνεται από τα θετικά στοιχεία,
και λιγότερο από τα αρνητικά, ενός - εκάστου μέλους του πολυφυλετικού αυτού
αχταρμά.
Ένα, προκύψαν εκ
των πραγμάτων και της εθνικής ανάγκης, εθνολογικό πείραμα απ’ τον μάγο
Βενιζέλο, πριν 90 χρόνια, εξελίχτηκε σε πραγματικότητα μείζονος σημασίας.
Με τα όποια
παρατράγουδα του τις άγριες εποχές (ρετσινόλαδα, Μακρονήσια, Γεντί – κουλέ,
φανατισμούς, μισαλλοδοξίες, εκτελεστικά και μαυροφόρες χήρες), αφήνει, τελικά,
θετικό αποτύπωμα στην ιστορία της ανάγκης.
Ένα άγριο, λόγω
εποχής, κυνήγι μαγισσών, τότε που το δίπολο «Βούλγαροι – «Τουρκόσποροι» έπαιζε
θλιβερά και ντροπιαστικά για τους παίκτες και ιδίως τους καθοδηγητές του, που
ευτυχώς ξεθύμανε στην ανοιχτή – παγκοσμιοποιημένη εποχή μας.
Τελευταία, κάποιοι
φυσάνε με μαύρα φυσερά την μισόσβηστη, άλλων εποχών, στάχτη, να βγούνε φονικές
σπίθες, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική κρίση και δυσκολία των ανθρώπων.
Οι κρίσεις πάντοτε
τροφοδοτούν με φανατισμό, βλακεία, ευπιστία, τα μυαλά του ανθρώπου. Το φινάλε
του έργου –διαχρονικά και παγκόσμια- είναι, να πιάνουν δουλειά τα κανόνια και
να τρίβουν τα χέρια τους με τις δουλειές οι διεθνείς μεγαλο-καπιταλιστές.
500 χρόνια
Οθωμανικής κυριαρχίας, που είχε τη λογική και πρακτική των παλιών Αυτοκρατοριών,
με τη πολυσυλεκτικότητα, τη σχετική ανεκτικότητα, την πολυφυλετικότητα, την
ανεξιθρησκία (έστω και με περιόδους βαρβαρότητας από φανατικούς), στο ντοβλέτι
των υπηκόων του πολυχρονεμένου, έμοιαζε με συνέχεια της κατάστασης της
Αλεξανδρινής, της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που διαδέχονταν στην
πορεία του χρόνου και της ιστορίας.
(Πριν με «κράξουν»
κάποιοι για την ανεξιθρησκία και την ανεκτικότητα και μου θυμίσουν τον, όντως
μαρτυρικό ήρωα, Θανάση Διάκο, ας αναλογιστούν τη στάση μας, σαν «Έλληνες –
Χριστιανοί», απέναντι στα μνημεία και τους ανθρώπους εκείνους, τους συγγενείς
μας, Αρχαίους Έλληνες.
Τα εξαφανισμένα
μνημεία λατρείας των Οθωμανών, των Σλάβων, Εβραίων, της νέο-Ελλάδας μας. Να
συγκρίνουν τη βαρβαρότητα περίπου σύγχρονων δικών μας. 103 συμπατριώτες μας
στήθηκαν τον Αύγουστο του ’49 στο Στρατοδικείο Φλώρινας. 33 εκτελέστηκαν!!!
Ούτε ένας τους δεν πιάστηκε αντάρτης στο βουνό!!!)
Αυτά όλα, πριν 63
χρόνια, όχι πριν 500 χρόνια. Τα ‘χω ξαναγράψει αυτά και θα τα ξαναγράψω.
Το γκρέμισμα, όχι
μόνο τζαμιών αλλά και ορθόδοξων ναών, από ρασοφόρους, μέχρι πριν 30 χρόνια,
είναι απλά πλημμέλημα μπροστά στη φρίκη του αδικοχαμένου αίματος και της ορφάνιας
που άφησαν, φανατικοί, ένθεν και ένθεν.
Πριν περίπου 100
χρόνια, ένα «χέρσο» χωράφι με τους ανθρώπους του, τη βαριά ιστορία του, το
παρελθόν του και το σήμερα, που είχε διαμορφωθεί μέσα στο Οθωμανικό συνονθύλευμα,
φαίνονταν καθαρά ότι θ’ αλλάξει κατόχους, αφού κατέρρεε η κυριαρχία του
Σουλτάνου.
Και ήταν λογικό κι
αναμενόμενο, πρώτοι οι γείτονες, όπως γίνεται όταν εκποιείται ένα οικόπεδο, να
ενδιαφερθούν για την απόκτηση του, αν όχι αρπαγή του.
Τα νέα εθνικά κράτη
του 19ου αιώνα, με τον οίστρο και το σφρίγος του νεοφώτιστου,
Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, βάλαν στα σχέδια τους (με πρώτους τους Βούλγαρους)
την προσάρτηση στην «μητρική» αγκαλιά, του Μακεδονικού νεοσσού, που έβγαινε
ζαλισμένο κι αδύναμο απ’ το αυγό του.
Φυσικά, για να
υπάρχει και μια αληθοφάνεια και για δικαιολογία και μια νομιμοφάνεια, η
Βουλγαρία, με όπλο αρχικά την «εξαρχία», απ’ το 1870 που ξέκοβε απ’ το
Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Κων/νούπολης, που ήταν ο εθνικός ηγέτης για 500
χρόνια των ορθόδοξων σκλάβων και με τη βούλα του Μωάμεθ του Β’ του πορθητή, ο
Έλληνας Πατριάρχης, με βουλγαρικά σχολεία και παπάδες, στην Μακεδονική ύπαιθρο,
έστηνε συνειδήσεις και δεδομένα βουλγαρικότητας.
Στα επιχειρήματα
της, και, το κράτος του Σαμουήλ στην Πρέσπα, που ξεχύθηκε μέχρι το Ταίναρο,
ώσπου το σύντριψε ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος. Ο τάφος του Σαμουήλ είναι
στον Άγιο Αχίλλειο, όπου γιορτάζουμε τα «Πρέσπεια».
Δίπλα στην Πύλο
–την πατρίδα του Σαμαρά- με φόντο το κλειστό κόλπο του Ναβαρίνου, το καλύτερο
τουριστικό θέρετρο – πόλη, είναι η Γιάλοβα. Σας λέει τίποτε η λέξη; Η πόλη έχει
τεράστιο γιαλό – αμμουδιά. Πιθανότατα (χωρίς διόλου γνώση γλωσσολογίας, κύριε
Μπαμπινιώτη μου) ο Ελληνικός Γιαλός έγινε στη Σλαβική κατοχή …Γιάλοβα.
Κι επειδή ήταν
μακριά τα βόρεια σύνορα μας και οι «ύποπτοι» κάτοικοι τους, δεν μπήκαν στον
κόπο οι Ελληναράδες της εποχής να τους αλλάξουν το όνομα …και τα φώτα…
Όπως και στο
Μέτσοβο (αρκουδότοπος), το Τέροβο στα Γιάννενα. Η πατρίδα του Κολοκοτρώνη ήταν
το Λιποβίτσι. Το Αίγιο ήταν η Βόστιτσα. Τα Σάλωνα είναι η Άμφισσα.
Αρκετά αργότερα, το
εξασθενημένο απ’ την ήττα του 1897 Ελληνικό κράτος της Μελούνας, αποφάσισε να
μπει στο παιχνίδι της διεκδίκησης του «Μακεδονικού», στέλνοντας όπλα, αξιωματικούς,
στελέχη, που θα συντόνιζαν και θα είχαν λόγο στη διαμορφούμενη, πριν την
απελευθέρωση κατάσταση, στον Μακεδονικό αχταρμά.
Ο Κώττας, η γνησιότερη,
ηρωικότερη και μαρτυρικότερη μορφή λαϊκού αγωνιστή του Μακεδονικού Αγώνα, είναι
το πιο παραστατικό παράδειγμα της «Μακεδονικής Σαλάτας», όπως παρουσιάζονταν
απ’ τους διπλωμάτες της εποχής το Μακεδονικό πρόβλημα. Κρίστο Κότε ήταν τ’
όνομα του.
Ξεκίνησε την πορεία
του με την επανάσταση του Ίλιντεν, του 1903, «κομιτατζής», και κατέληξε
Έλληνας, με ή χωρίς εισαγωγικά, στην πορεία του Αγώνα, μέχρι το μαρτυρικό
θάνατο του στο Μοναστήρι (Bitola). Τον κρέμασαν στο πατάρι οι
Τούρκοι.
Ο Μητροπολίτης
Καστοριάς Καραβαγγέλης (Μικρασιάτης), επίσημος τοποτηρητής και πληροφοριοδότης
της Αθήνας για το Μακεδονικό, τον είχε μόνιμα στη «μπούκα» και τον κάρφωνε στην
Αθήνα, επειδή ο σλαβόφωνος θρησκευόμενος αγωνιστής, δήλωνε ανοικτά και το
τηρούσε, ότι …εγώ, δεν σκοτώνω χριστιανούς …μόνο Τούρκους. (Χριστιανοί, ήταν
και είναι και οι Βούλγαροι…).
Ο σεμνός,
μαρτυρικός Μελάς, τον συμπαθούσε και τον στήριζε, γιατί δεν έβλεπε στην
Μακεδονία άλλον με τέτοιο βεληνεκές επιρροής και δράσης. Και δικαιώθηκε η
στήριξη του στον Κώττα, όταν του πέρασαν τη θηλιά στο λαιμό οι Τούρκοι στο Ατ
Παζαρ του Μοναστηρίου, φώναξε …Ντά ζιήβε
Γκάρτσια (Να ζήσει η Ελλάδα)!
Η απλοϊκή και
στέρεη λογική του στις εξηγήσεις του στα χωριά της κυριαρχίας του (Κορέστια –
Πρέσπα), έλεγε… Η Ελλάδα απέχει ένα μερόνυχτο
με το άλογο, η Βουλγαρία, τρία!!!
Απλά, χωρίς
φιοριτούρες και ιδεοληψίες δασκαλίστικες που ψάχνουμε ή προσάπτουμε σ’ ένα Λαό
που έζησε 500 χρόνια σκλαβιάς και βρίσκονταν στα όρια της γειτονιάς με Βόρειους
Λαούς που κατέβαιναν στη ζεστή Ελλάδα. Μια Μακεδονική παλιά ρήση, σχετικά με
την ασφάλεια του να ζει κανείς κοντά στα σύνορα, λέει …Αν ζεις κοντά στα σύνορα, φτιάξε σπίτι από άχερο!
Το Πατριαρχείο ήταν
η σφραγίδα στο κούτελο του Έλληνα ή «Έλληνα» της Μακεδονίας. «Μακεντόν Ορτοντόξ»,
έτσι αυτοπροσδιορίζονταν οι πλείστοι, αυτούς που σήμερα, μετά 100 χρόνια,
αποκαλούμε και θεωρούμε αυτονόητα Έλληνες.
Και είναι Έλληνες
συνειδητά, με τις όποιες μικροεξαιρέσεις που έχει κάθε κανόνας, κι έχουν δώσει
αίμα και ιδρώτα ποτάμια για την Ελλάδα, στον ταραγμένο αιώνα της ολοκλήρωσης
της.
Έστω κι αν οι
πλείστοι δεν γνώριζαν ελληνικά ή δυσκολεύονταν στην προφορά του θ, του δ, του
γ, που είναι γράμματα μόνο του ηλιόλουστου Ελληνικού Αλφαβήτου, μοναδικά στον
κόσμο για την ομορφιά της ακουστικότητας. Όμορφο όμως είναι κι αυτό που φώναξε
ο Κώττας …Ντά ζιήβε Γκάρτσια!
Τη δεκαετία του
’20, μετά τα ξέχειλα πλοία, το τραίνο έφερνε βαγόνια εξαθλιωμένων προσφύγων, μ’
έναν μπόγο όλο τους το σπιτικό, την ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων Ελληνισμού
και δύο χιλιάδων χρόνων Χριστιανισμού, που ήταν και το διαβατήριο της ανταλλαγής
πληθυσμού.
Ρίζωσαν στα πρώην
Τουρκοχώρια ή τους Τουρκομαχαλάδες των μικτών χωριών της περιοχής. Ξένοι
ανάμεσα σε ξένους, πεινασμένοι, πεθαμένοι, πικραμένοι, σκορπισμένοι, χαμένοι
στο ξένο Μακεδονικό τόπο και τους σιωπηλούς αυτόχθονες, που και αυτοί έβλεπαν
τους πρόσφυγες σαν σφετεριστές της πλούσιας γης που άφηνε ο Τούρκος.
Οι δικοί μου
υπήρξαν οι πρώτοι πρόσφυγες της περιοχής (1914). Απελάθηκαν απ’ τη Θράκη του
Πολυχρονεμένου, γιατί ο παππούς με τα τρία αδέλφια του ήρθαν εθελοντές και
πολέμησαν τον Τούρκο, το ’12 –’13!
Θεϊκές αποκοτιές
που παραπέμπουν σε μυθικές εποχές και «προϊστορικούς» ανθρώπους…
Μια γενιά προσφύγων
χάθηκε για να καρπίσει, να φθουρίσει, να γλυκάνει τη γη που ήθελε σκάψιμο,
γνώση, φύτεμα, χτίσιμο να γίνει σπίτι, χωριό να γίνει προκοπή.
Μέχρι τη 10ετία του
’70, γάμος πρόσφυγα με ντόπια, ή το αντίθετο, είχε την πιθανότητα που έχει
Φλωρινιώτης να παντρευτεί Γιαπωνέζα απ’ το Χοκάϊντο… κι ας απείχαν μέχρι και
λίγα μέτρα ο προσφυγικός απ’ τον ντόπιο μαχαλά, στα μικτά χωριά. Βενιζελικοί οι
πρόσφυγες; Βασιλικοί οι ντόπιοι, έτσι για κόντρα. Ξένοι στην ίδια πόλη. Σαν
τους Πακιστανούς σήμερα στην Αθήνα.
Στα Στρατοδικεία
του εμφυλίου μόνο, βρέθηκαν δίπλα – δίπλα στο ίδιο σκαμνί. Σαν «Βούλγαρος» ο
ντόπιος, ο γεννημένος στη Μακεδονία του Αλέξανδρου. Σαν «κομμουνιστής» ο πρόσφυγας,
ο γεννημένος στη χώρα του Λένιν.
Αυτή ήταν η πρώτη
ώσμωση, το πλησίασμα, η συμπάθεια, το μόνοιασμα. Η άλλη ήταν η κοινή τους
μοίρα, που κρατούσε στα χέρια του ο καπνέμπορας, ο πατατέμπορας, ο κρασέμπορας,
ο τοκογλύφος, ο κοτζαμπάσης.
Ελληνο-Ιταλικός,
κατοχή, εμφύλιος, μια δεκαετία που τρέχει ο χρόνος συμπυκνωμένος κι άλλοτε
φέρνει δίπλα – δίπλα τον Τράϊκο με τον Κωστίκα κι άλλοτε τους κάνει αβυσσαλέους
εχθρούς, στους αδυσώπητους εκείνους καιρούς.
Κι όλοι έχουν τα
δίκια τους. Αν έχεις ανοιχτά αφτιά, διόλου προκατάληψη και, προπαντός, αν μπεις
στο κλίμα της τοτινής εποχής.
Οι καιροσκόποι, οι
προδότες, οι κακοί, ήταν αισχρή μειοψηφία, άσχετα με το μέγεθος του κακού που
πάντα προκαλούν οι αφεντιές τους.
Όταν ο πατέρας μου,
το ’49, αρραβωνιάστηκε τη «Βουλγάρα» τη μάννα μου απ’ το Σκλήθρο, μια θεία της
ρώτησε τη γιαγιά μου «μακεδονικά» …Τι
είναι αυτό το παιδί που πήρε την Αθηνά; …Ματζίρτσιε (προσφυγάκι) απ’
το Αμύνταιο, της απάντησε η γιαγιά μου. Και η λαϊκή - σοφή γυναίκα μονολόγησε
…κι κουρτουλίστε ουτ κουροφυλάτστε!!!
(θα γλυτώσετε απ’ τους χωροφυλάκους). Ούτε τι δουλειά κάνει ο γαμπρός; Ούτε
ποιοι είναι οι δικοί του!
Το πρόβλημα τότε,
για κάποιους πολλούς, ήταν να γλυτώσουν απ’ τους χωροφυλάκους! (Άγριο το
κράτος). Ούτε η φτώχια, ούτε η έλλειψη υγείας ή παιδείας ή τα χαράτσια της
παραπαίουσας πολιτείας, που μας κάνουν να νομίζουμε σήμερα ότι έφτασε η συντέλεια
του κόσμου. Να αισθανθείς ασφαλής, να μην χτυπήσει άγρια κάποιος το βράδυ την
πόρτα σου και σε πάρει μαζί του στη φοβερή νύχτα. Αυτό μόνο τους αρκούσε.
Φυσικά, το ίδιο
αίσθημα είχαν άλλοι για τους αντάρτες. Μόνο που αυτοί ήταν «συμμορίτες»… Δεν
είχαν νόμους, θρησκεία, δικαστήρια. Η μήπως είχαν; Δεν ήταν το επίσημο κράτος
πάντως.
Την ίδια εποχή, ο
παππούς μου ήταν στο Γεντί Κουλέ δικασμένος εις θάνατον. Ο αδελφός του
εκτελεσμένος με τους 33 του Αμυνταίου.
Φοβερές, τραγικές
ιστορίες, που μόνο ταλαντούχος σκηνοθέτης, ένας μεγάλος συγγραφέας, θα
μπορούσαν να αναπαραστήσουν.
Τώρα, ο γλυκύτατος
Σλαβο-Βαλκάνιος ήχος του «Γιοβάνη», του «Μλάντο Μόμε», εναλλάσσεται αρμονικά
στο Μακεδονικό γλέντι με το «κότσαρι», με το «εκάηκεν το Τσάμπασι», το «Η μάννα
εν κρύο νερό και στο ποτήρ εν μπέν», τη ρωσική «καζάτσκα».
Το λεβέντικο –
καμαρωτό βλάχικο, που παραπέμπει σε κάτασπρη φουστανέλα, οξιές, σουβλιστά αρνιά
και κοκορέτσια. Το αρρενωπό, Αρβανίτικο «Μπεράτι».
Μελωδίες θεϊκές –
διαχρονικές, που σε σπρώχνουν στο χορό, χωρίς να γνωρίζεις καλά τα βήματα τους.
Έτσι, σαν ένα χέρι προγονικό να σου δείχνει το δρόμο, την ιστορία, το νόημα της
ζωής.
Ένας σπάνιος
πολιτιστικός πλούτος δένει τους ανθρώπους με την κοινή τους μοίρα πάνω στη
φιλόξενη Μακεδονική Γη, που πάντοτε ήταν ανοιχτή στους ανθρώπους. Ακριβό
κληροδότημα εκείνου του μεγαλοφυούς, μοναδικού ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ!
Εκείνη η μονότονη
τοπική μελωδία χωρίς εναλλαγές ήχου, της Κρήτης, των νησιών, της Πελοποννήσου,
της άλλης Ελλάδας, στο Μακεδονικό γλέντι γίνεται φεστιβάλ εναλλαγών ρυθμών,
ήχων, χορών, χάρμα για τ’ αφτιά, τα μάτια, τα πόδια, τη ψυχή του κάθε
γλεντοκόπου.
Μια σύγχρονη
«Βαλκανική Καλιφόρνια», η Μακεδονία, δεν είναι τυχαίο ότι έγραψε παγκόσμια
ιστορία κάποτε.
Τίποτε δεν είναι
τυχαίο στον κόσμο. Απλά, απαιτούνται οι κατάλληλες συνθήκες και παράμετροι για
το θαύμα. Που βέβαια, δύσκολα επαναλαμβάνεται…
ΠΟΣΟ ΣΕ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ,ΑΓΓΕΛΕ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧΩΡΙΣ ΕΜΠΑΘΕΙΕΣ,ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΩΤΕΡΟΤΗΤΑ ΚΑΠΟΙΩΝ ΦΥΛΩΝ,
ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥΣ, ΝΤΟΠΙΟΙ-ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ, ΕΜΕΙΣ,ΕΣΕΙΣ...
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ;;;ΓΝΗΣΙΟΙ ΑΜΥΝΤΙΩΤΕΣ, ΠΕΡΗΦΑΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΝ ΤΟ ΑΜΥΝΤΑΙΟ ΓΝΩΣΤΟ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΛΕΝΕ:οπου πας θα συναντησεις εναν αμυντιωτη.
ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΑΝΟΙΧΤΑ ΜΥΑΛΑ, ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ.
…”. Αναγνώστης του “Ιού”, από τον Τριπόταμο της Φλώρινας καταγγέλει πως όταν τη δεκαετία του ’70, παιδάκι συμμετείχε στις εκδρομές του ιδρύματος “Βασιλεύς Παύλος”, ο μισοπάλαβος μητροπολίτης Καντιώτης τους ξεπροβόδιζε “ωρυόμενος”: “Έξω από τα σύνορα του Νομού μας να μη μιλήσετε αυτή τη γλώσσα. Όποιος τη μιλά θα επιστρέφει στο σπίτι του. Είναι ντροπή να μιλάτε και να νομίζουν οι άλλοι πως είστε Βούλγαροι…”.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ σκηνή στην κεντρική πλατεία της πόλης του Αμυνταίου. Δυο τανκς έχουν παραταχθεί μπροστά στον ενοριακό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, με τα κανόνια τους στραμμένα προς τα σπίτια. Τα μεγάλα ερπυστριοφόρα είναι δεμένα με συρματόσχοινα από τον τρούλο και το καμπαναριό του ναού. Οι οδηγοί βάζουν μπρος. Τα συρματόσχοινα τεντώνονται, οι ερπύστριες σπινάρουν στην άσφαλτο, αλλά το οικοδόμημα δεν πέφτει. Θα χρειαστούν πολλές προσπάθειες και θα σπάσουν πολλά συρματόσχοινα έως ότου σωριαστεί στο έδαφος. Μάρτυρες στη βάρβαρη πράξη μόνο οι εντελώς απαραίτητοι μηχανικοί, λίγοι στρατιωτικοί και ιερωμένοι. Οι κάτοικοι τρομοκρατημένοι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν 24 Ιουλίου του 1972, όταν ο Αυγουστίνος Καντιώτης κατέφυγε στα τανκς για να ισοπεδώσει την εκκλησία του Αμυνταίου. Οι αρχές της δικτατορίας έθεσαν στη διάθεσή του τα βαριά στρατιωτικά οχήματα, όταν διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν δυνατόν να κατεδαφιστεί η παλιά και όμορφη εκκλησία με συμβατικές μεθόδους. Ειρωνεία της τύχης: Για να δικαιολογήσει ο Αυγουστίνος την απόφασή του να ρίξει το ναό είχε επικαλεστεί ως πρόσχημα τον κίνδυνο να καταρρεύσει το οικοδόμημα. Και για να γίνει πιστευτός επιστράτευσε τη μαρτυρία του ...Παττακού, ο οποίος είχε επισκεφτεί την πόλη το 1971, και είχε αποφανθεί, κι αυτός, για τον κίνδυνο κατάρρευσης.